Βιβλιο

«Ο νυχτερινός δρόμος» του Λερντ Χαντ: Η ιστορία ενός λιντσαρίσματος

Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα, το μυθιστόρημα του Λερντ Χαντ καταγράφει τις περιπέτειες δύο ξεχωριστών γυναικών

aris-sfakianakis.jpg
Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 850
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Ο νυχτερινός δρόμος» του Λερντ Χαντ, εκδ. Πόλις

Αναγνώστης με αιτία: Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει για το βιβλίο «Ο νυχτερινός δρόμος» του Λερντ Χαντ, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Πόλις

Δεν μου συμβαίνει πια τόσο συχνά. Εννοώ, να βρίσκομαι κάπου έξω με φίλους και το μυαλό μου να επιστρέφει ξανά και ξανά στο βιβλίο που έχω αφήσει μισοδιαβασμένο να με περιμένει στο σπίτι. Να αδημονώ να επιστρέψω για  να συνεχίσω την ανάγνωση. Να κοιτάζω το ρολόι μου (μα, φοράνε πια οι άνθρωποι ρολόγια;) και να σχεδιάζω μέσα μου μια δικαιολογία για να αφήσω την ευγενική συντροφιά και να τρέξω βιαστικά στην απόλαυση που προσφέρει ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα.

Θα ένιωθα άραγε την ίδια λαχτάρα εάν επρόκειτο να παραβρεθώ στην εκτέλεση κάποιας θανατικής ποινής ή σε κάτι ακόμη πιο ακραίο – ένα λιντσάρισμα; Διότι περί αυτού πρόκειται.

Το μυθιστόρημα που με τραβούσε έτσι θελκτικά κοντά του είχε να κάνει με ένα λιντσάρισμα. Τίτλος του: «Ο νυχτερινός δρόμος» και συγγραφέας του ο Λερντ Χαντ, του οποίου το βιβλίο «Neverhome» ίσως έχετε ήδη διαβάσει μεταφρασμένο από τις εκδόσεις Πόλις.

Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία ενός λιντσαρίσματος που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1930 στην πολιτεία Ιντιάνα των ΗΠΑ. Από ένα ψηλό  δέντρο, κρεμάστηκαν δύο νέγροι (ή μήπως πρέπει να γράψω μαύροι, ή ίσως: μη αυτόχθονες έγχρωμοι πρώην σκλάβοι;) που κατηγορήθηκαν για βιασμό λευκών γυναικών (επρόκειτο πράγματι για γυναίκες, το gender fluid δεν είχε επινοηθεί ακόμα). Ο τρίτος μαύρος που επρόκειτο να κρεμαστεί κατάφερε να διαφύγει μέσα στην αναμπουμπούλα.

Ωστόσο, η ιστορία του λιντσαρίσματος δεν είναι παρά το πρόσχημα ώστε ο συγγραφέας να μας δώσει –μέσα από τις αφηγήσεις τριών διαφορετικών γυναικών, μιας λευκής, μιας μαύρης και μιας αλλοπαρμένης– το χρονικό εκείνης της νύχτας, εκείνου του νυχτερινού δρόμου, που ακολουθούν αυτά τα τρία πλάσματα για να φτάσουν ως τον τόπο του δράματος.

Στο φυσικό τοπίο της Ιντιάνα, εκείνες τις νύχτες, ώρες που τραγουδούν οι γρύλοι και κοάζουν τα βατράχια, που παρεπιδημούν τα φαντάσματα και προκύπτουν κάθε λογής απρόοπτα περιστατικά, το σασπένς βρίσκεται όχι στην ίδια την αποτρόπαια πράξη (το λιντσάρισμα), ούτε στην αναιμική εμφάνιση της Κου Κλουξ Κλαν, αλλά στη δωρική γραφή του Χαντ. Μια γραφή που στηρίζεται στους ώμους γιγάντων, όπως ο Τζον Φάντε, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, ο Τζον Τσίβερ αλλά βέβαια κι ο Χέμινγουεϊ.

Η γραφή του Χαντ, που δεν προδίδεται καθόλου από τη μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου –το αντίθετο–,  είναι αυτή που τραβάει τον αναγνώστη όπως το φεγγάρι τις νυχτοπεταλούδες στη δραματική πορεία των ηρώων του. Όσο διάβαζα τις σελίδες του ήμουν εκεί, μαζί τους, βούλιαζα στα βαλτοτόπια, διέτρεχα τα καλαμποχώραφα, διέκρινα τα μάτια των νέγρων να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Ενίοτε, έπινα το γλυκερό ουίσκι τους, ανέβαινα μαζί τους στο κάρο, τους έβλεπα να διαπληκτίζονται στο σκοτάδι, να ρεμβάζουν στο σούρουπο ή να ασελγούν κρυφίως στις σιταποθήκες, να φλέγονται άλλοι από την αίσθηση της ματαιότητας κι άλλοι από την προσμονή μιας αποκάλυψης, άκουγα το σιγανό μουρμούρισμα των τραγουδιών τους, δοκίμαζα το ντόπιο καλαμποκόψωμο.

Ομολογώ ανερυθρίαστα ότι έχασα το εναρκτήριο παιχνίδι του Μουντιάλ για να μη χάσω τη συνέχεια αυτής της αναγνωστικής απόλαυσης. Με κέρδισε, για μια ακόμη φορά, η γκρο μπετόν λογοτεχνία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ