Πολεις

Ζούμε περισσότερες από μία φορές. Όλοι μας

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
20’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ζούμε περισσότερες από μία φορές. Όλοι μας
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Έχει κανείς την εντύπωση ότι, τρόπον τινά, ζούμε περισσότερες από μία φορές. Πολύ περισσότερες, για την ακρίβεια. Τα γεγονότα —όλα τα γεγονότα— σπάνια βιώνονται σαν μονοσήμαντες, στιγμιαίες εμπειρίες. Αντιθέτως, ξεδιπλώνονται μέσα στον χρόνο και τη μνήμη μας, αποκτώντας πολλαπλές διαστάσεις και μορφές. Όταν συμβαίνει κάτι —οτιδήποτε—, το σκεφτόμαστε, το συζητάμε με άλλους, το αφηγούμαστε σε τρίτους κ.ο.κ. Ένα γεγονός, πάλι, που συμβαίνει έξω από εμάς μπορεί να γίνει είδηση, άρθρο, πόντκαστ ή και ταινία. Ή meme. Ή ιστορία. Ζούμε ένα γεγονός ξανά και ξανά, σαν αναπαράσταση, είτε αφορά εμάς, είτε τη ζωή, είτε τα πάντα.

Δείτε τους ανθρώπους που μιλούν στο κινητό τους όταν περπατούν στον δρόμο. Δεν αναφέρονται —ή σπανίως το κάνουν— στα συναισθήματά τους, αίφνης, αλλά σε αυτά που άκουσαν ή είπαν σε τρίτους. «Του είπα». «Της είπα». «Μου είπε». Μια διαρκής επανάληψη. Μια διαρκής επίσκεψη. Μια διαρκής αναπαράσταση.

Ζούμε περισσότερες από μία φορές. Αρχικά, υπάρχει η πρώτη βίωση του γεγονότος, που είναι άμεση και συχνά συναισθηματικά φορτισμένη. Είναι η στιγμή που συμβαίνει κάτι —άπαξ— και τότε ακριβώς που το καταγράφουμε με τις αισθήσεις μας και με τη νόησή μας. Αμέσως μετά, όμως, ξεκινά μια διαδικασία ανα-βίωσης, εκείνη η αναπαράσταση που το μετατρέπει από παρόν σε παρελθόν, και από προσωπική εμπειρία σε κάτι σχεδόν κοινόχρηστο. Η σκέψη μας το αναλύει, προσπαθώντας να το κατανοήσει, να το τοποθετήσει σε ένα πλαίσιο, να του δώσει νόημα. Η συζήτηση με άλλους, η αφήγηση σε τρίτους, σε φίλους ή σε μέλη της οικογένειάς μας, το μετασχηματίζει ακόμη περισσότερο. Μέσα από την αφήγηση, τη συζήτηση ή την αναπόληση, το γεγονός δεν είναι πια μόνο δικό μας, αλλά γίνεται μέρος μιας, αν το θέλουμε έτσι, κοινής αφήγησης, ενός —ας το πούμε και έτσι— συλλογικού βιώματος. Από την άλλη, κάθε φορά που αναφέρουμε το γεγονός, το αναβιώνουμε όχι μόνο για τον ακροατή, αλλά και για τον εαυτό μας, συχνά προσθέτοντας ή αφαιρώντας στοιχεία, που ίσως το διανθίζουν ή το απαλύνουν, μετριάζοντας τον αντίκτυπό του, αναπροσαρμόζοντας την ερμηνεία του.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Αυτή η διαδικασία επεκτείνεται πολύ πέρα από έναν προσωπικό κύκλο όταν τυχαίνει να αφορά και τρίτους ή όταν μπορεί να αγγίξει πολύ περισσότερους. Για παράδειγμα, όταν ένα γεγονός γίνεται είδηση, περνά σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο αναπαράστασης. Οι δημοσιογράφοι το καταγράφουν, το αναλύουν, το παρουσιάζουν σε ένα ευρύ κοινό, υπό διάφορες μορφές και είδη αναπαράστασης. Κάθε μέσο προσφέρει τη δική του οπτική, τον δικό του τρόπο προσέγγισης, και συνεπώς, τη δική του «αναβίωση» του γεγονότος. Κάθε του επανάληψη μπορεί να δώσει έμφαση σε διαφορετικές πτυχές, να αναδείξει άλλους πρωταγωνιστές, να επηρεάσει τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται το κοινό. Μια αλήθεια μπορεί να αποκτήσει δέκα, και εκατό, και χίλια πρόσωπα. Και έτσι, ένα και μοναδικό γεγονός μπορεί να βιωθεί εκατοντάδες, χιλιάδες, ή ακόμα και εκατομμύρια φορές, κάθε φορά με μια ελαφρώς διαφορετική απόχρωση, κάθε φορά σαν μια νέα αφήγηση. Κάποιες φορές, το βίωμα ενός ανθρώπου γίνεται κοινό κτήμα, γίνεται μέρος μιας συλλογικής μνήμης.

Αυτή η πολλαπλή αναβίωση δεν είναι μια στείρα ή μακιγιαρισμένη επανάληψη. Είναι μια διαδικασία εμβάθυνσης, κατανόησης και μεταμόρφωσης. Ίσως αυτή η επαναλαμβανόμενη αναπαράσταση να είναι και ένας τρόπος να συμφιλιωθούμε με όσα μάς συμβαίνουν, να τα κατανοήσουμε καλύτερα, να τα εντάξουμε στην προσωπική και συλλογική μας αφήγηση. Ίσως, πάλι, να είναι και ένας τρόπος να τα ξορκίσουμε ή να τα εξιδανικεύσουμε.

Η μνήμη δεν είναι μια «στατική αποθήκη», κάτι σταθερό και αμετάβλητο, αλλά ένας δυναμικός μηχανισμός που αναπλάθει συνεχώς το παρελθόν. Το γεγονός δεν είναι ποτέ μόνο αυτό που συνέβη, αλλά και όσα το ακολούθησαν· ένα συμπίλημα: οι σκέψεις, οι λέξεις, οι εικόνες που το συνοδεύουν και το μεταμορφώνουν. Τα γεγονότα γίνονται ιστορίες, και οι ιστορίες αποκτούν δική τους δυναμική. Και είναι μέσα από αυτή την επαναλαμβανόμενη διαδικασία που αποκτούν το πλήρες τους νόημα, εντάσσονται στην προσωπική και συλλογική μας ιστορία, και διαμορφώνουν την ταυτότητά μας.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

* * *

ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ESCAPISM, Ή: ΜΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Μία από τις πιο κλασικές συζητήσεις γύρω από τα βιβλία και την ανάγνωση —παλιά γινόταν στα σπίτια και στα καφενεία, εδώ και καμιά εικοσαριά χρόνια στο διαδίκτυο— είναι αυτή που προσπαθεί να λύσει το εξής αίνιγμα: γιατί πολλοί καλλιεργημένοι αναγνώστες που αγαπούν τη λογοτεχνική μυθοπλασία (literary fiction) και έχουν γράψει χιλιόμετρα στα ράφια της, απολαμβάνουν επίσης τη λογοτεχνία είδους (genre literature) ή και την pulp λογοτεχνία (pulp fiction), αυτή που αλλιώς λέγεται και λογοτεχνία φυγής;

Μολονότι έχει απαντηθεί πολλές φορές, συνεχίζει να αναδύεται —πράγμα πολύ φυσιολογικό— καθώς νέοι αναγνώστες προστίθενται στη λεγεώνα των παλαιοτέρων. Καθώς είμαι ένας από αυτούς που περιγράφονται στο αίνιγμα (με την εξαίρεση του «καλλιεργημένου»), υπόσχομαι να ασχοληθώ τις προσεχείς ημέρες εκτενώς με το θέμα· αλλά νά μερικές πρώτες σκέψεις — που τις κάνω έχοντας δίπλα μου τον ωραίο τόμο για τον Κόναν που ετοίμασε πριν από μια εικοσιπενταετία ο Ηλίας Λάγιος, ένας από τους καλύτερους ανάμεσά μας.

Καταρχάς —και αποφεύγοντας να πούμε τα προφανή: ότι κάθε είδος έχει τη δική του αξία και μπορεί να προσφέρει πλούσιες εμπειρίες στον αναγνώστη κλπ. κλπ.—, η λογοτεχνική μυθοπλασία εστιάζει στην ψυχολογική ανάπτυξη των χαρακτήρων, στην εξερεύνηση των συναισθημάτων και στην ποιότητα της γλώσσας, χωρίς να έχει υπερβολικά μεγάλη έγνοια για την πλοκή (σε κάποια βιβλία η πλοκή απουσιάζει εντελώς), ενώ η λογοτεχνία είδους συχνά βασίζεται σε συγκεκριμένες συμβάσεις και θέματα (π.χ. αστυνομικό, fantasy, επιστημονικής φαντασίας, αισθηματικό κ.ο.κ.), προσφέροντας έντονη πλοκή και ψυχαγωγία, με απλή, «καθημερινή» γλώσσα. Από την άλλη, η ανάγνωση (ή καλύτερα: η κατανάλωση — όπως στην περίπτωσή μου, αλλά και άλλων) της pulp fiction (που είναι εξ ορισμού λογοτεχνία είδους: υποτίθεται, το πιο ακατέργαστο, το πιο ωμό κομμάτι της) μας επιτρέπει να εξερευνήσουμε θεματικές και κόσμους που συνδυάζουν δράση, φαντασία και έντονη πλοκή, συχνά χωρίς κάποια γλωσσική φροντίδα και πάντα με την πλάτη γυρισμένη στην «πολυπλοκότητα» των χαρακτήρων. Αυτό προσφέρει μια πολύπλευρη και ευχάριστη αναγνωστική εμπειρία σε όσους αρέσκονται σε τέτοια, αν και δεν αποκλείει (ποιος το είπε αυτό, εδώ που τα λέμε) την πνευματική πρόκληση που προσφέρει η λογοτεχνική μυθοπλασία.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Κάποιοι αναγνώστες λοιπόν εκτιμούν και τις τρεις προσεγγίσεις, καθώς η λογοτεχνική μυθοπλασία προκαλεί τη σκέψη παρέχοντάς της σοβαρούς προβληματισμούς και προσφέρει βαθιά, σύνθετα συναισθήματα, η λογοτεχνία είδους εμβαθύνει στην ανθρώπινη εμπειρία, στη χαρά της αφήγησης και στο άμεσο καρδιοχτύπι, ενώ η pulp fiction στήνει έναν καθρέφτη μπροστά στην εποχή της φανερώνοντας τις αγωνίες, τις κοινωνικές τάσεις και τα στερεότυπα μιας περιόδου, ακόμη και αν οι κόσμοι που περιγράφει είναι πέρα για πέρα φανταστικοί και γκροτέσκοι και τα εξιστορούμενα δισδιάστατες «μάχες». Κάποιοι, πάλι, αποκλείουν απολύτως τη μία ή την άλλη· και καλά κάνουν. Αν πάλι ρωτούσε εμένα κανείς, θα έλεγα ότι ανήκω αναφανδόν σε αυτούς που αναζητούν το συναισθηματικό «χτύπημα» στην πεζογραφία, το γνήσιο, άμεσο συναίσθημα, κάτι που επιτυγχάνεται με τα γρήγορα και έντονα αφηγηματικά μοτίβα της pulp fiction, που δεν απαιτεί καμία βαθιά ανάλυση η λογοτεχνική πολυπλοκότητα. It’s a peaceful life.

Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή, ίσως δεν θα ήταν άσκοπο να σημειώναμε επίσης πως η λογοτεχνία είδους και τα pulp είναι μεν, ασφαλώς, ελαφρά αναγνώσματα — αλλά δεν είναι μόνο ελαφρά. Μπορεί ταυτόχρονα να θίγουν σημαντικά κοινωνικά, ηθικά και ψυχολογικά ζητήματα. Για την ακρίβεια, το κάνουν διαρκώς. Σε ένα πρώτο επίπεδο; Ναι, αμέ. Αλλά αυτό είναι που μας νοιάζει, κι αυτό κυνηγάμε. Παρ’ όλα αυτά, η διάκριση μεταξύ λογοτεχνικής μυθοπλασίας και λογοτεχνίας είδους δεν είναι απόλυτη ούτε πάντα εύκολη, καθώς πολλά έργα συνδυάζουν στοιχεία και των δύο, προσφέροντας βάθος και ψυχαγωγία ταυτόχρονα, με λιγότερη ή περισσότερη αφηγηματική δεξιοτεχνία κάθε φορά, έστω και αν ο σκελετός της ιστορίας ακολουθεί εμπορικά μοτίβα ή και συνταγές (που τις αποζητούμε πάντα οι φαν της λογοτεχνίας είδους, ήτοι τής παραλογοτεχνίας όπως την είπαν στα ελληνικά).

Όλοι ξέρουμε τα πιο γνωστά παραδείγματα συγγραφέων και έργων που γεφυρώνουν τη literary fiction με τη λογοτεχνία είδους ή ακόμη και με την pulp κουλτούρα (Μάργκαρετ Άτγουντ, Καζούο Ισιγκούρο, Κόρμακ Μακάρθι, Ρέιμοντ Τσάντλερ, Ντάσιελ Χάμετ, Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, Τζορτζ Όργουελ, Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν και λοιποί), αλλά στ’ αλήθεια υπάρχουν πολλοί, πολλοί περισσότεροι. Αλλά γι’ αυτά σε ένα επόμενο Ημερολόγιο.

ΥΓ. Στο παρελθόν, η αγάπη προς τη λογοτεχνία φυγής θεωρείτο αμάρτημα καθοσιώσεως: δεν σε παίζανε στα σωστά καφενεία. Ακόμη το προσπαθούν τα κονκλάβια του καθ’ ημάς λογοτεχνικού τένις.

* * *

Ο ΑΪ ΓΟΥΕΪ ΓΟΥΕΪ ΣΤΟ ΚΙΕΒΟ

Η παρακάτω είδηση μας έκανε μεγάλη εντύπωση, και την παρουσιάζουμε με χαρά (και δέος).

Ο Άι Γουέι Γουέι, λοιπόν, ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας νέας καλλιτεχνικής εγκατάστασης με θέμα τον πόλεμο και την ειρήνη, τοποθετημένης ειδικά στο πλαίσιο του πολέμου μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας. Το έργο, με τίτλο «Three Perfectly Proportioned Spheres and Camouflage Uniforms Painted White» («Τρεις Τέλεια Αναλογικές Σφαίρες και Στολές Παραλλαγής Βαμμένες Λευκές»), θα παρουσιαστεί στο Pavilion of Culture (Περίπτερο του Πολιτισμού) του Κιέβου, που είναι περισσότερο γνωστό σαν Pavilion 13, σημαντικό κτίριο της σοβιετικής εποχής. Η εγκατάσταση θα είναι ανοιχτή για το κοινό από τις 14 Σεπτεμβρίου έως τις 30 Νοεμβρίου.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Άι Γουέι Γουέι, «Divina Proportione», 2010 (ξύλο, 51 x 51 x 51 ίντσες), Haines Gallery.

Ο διεθνούς φήμης Κινέζος καλλιτέχνης και ακτιβιστής δήλωσε πως, σε αυτή την εποχή, το να προσκληθεί για να εκθέσει ένα έργο του στην πρωτεύουσα μιας χώρας που βρίσκεται σε πόλεμο είναι μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία να εκφράσει τις ιδέες και τους προβληματισμούς του για το εν εξελίξει γεγονός μέσω της τέχνης του. Τόνισε ότι τα έργα του δεν αποτελούν απλώς αισθητικές εκφράσεις, αλλά αντανακλούν τη θέση του ως ατόμου που βιώνει μεγάλες πολιτικές αλλαγές και συγκρούσεις. Η έκθεση, πρόσθεσε, θα λειτουργήσει σαν μία πλατφόρμα διαλόγου για τον πόλεμο και την ειρήνη, για τη λογική και το παράλογο.

Το «Three Perfectly Proportioned Spheres and Camouflage Uniforms Painted White» αποτελεί υπό μία έννοια συνέχεια της σειράς «Divina Proportione» του ιδίου (2004-2012), εγκατάστασης βασισμένης σε «μαθηματικές εικονοποιήσεις» του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Οι τρεις σφαίρες του νέου έργου θα είναι μεταλλικές, καλυμμένες με ύφασμα παραλλαγής και βαμμένες με λευκό χρώμα. «Μπορεί να καλύπτεις κάτι, όμως αυτό το κάτι εξακολουθεί να υπάρχει πάντα από κάτω», λέει ο Άι Γουέι Γουέι, συζητώντας για το πώς αντιμετωπίζουμε την αλήθεια και τα διαφορετικά της στρώματα. «Είναι η πραγματικότητα μόνο αυτό που βλέπουμε ή αυτό που κατανοούμε;»

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Ο Άι Γουέι Γουέι στο στούντιό του δουλεύοντας το έργο «Three Perfectly Proportioned Spheres and Camouflage Uniforms Painted White», RIBBON International, 2025.

Ο Άι Γουέι Γουέι είναι γνωστός για τη συνεχή και ανοιχτή ακτιβιστική του δράση, τόσο κατά της κινεζικής κυβέρνησης όσο και ενάντια σε παγκόσμιες συγκρούσεις, όπως ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία το 2016. Ένα από τα πιο γνωστά πολιτικά του έργα είναι το «Remembering» (2008), το οποίο κατηγορούσε την κινεζική κυβέρνηση για αμέλεια που οδήγησε σε μαζικούς θανάτους κατά τον σεισμό του Σιτσουάν. Η πολιτική του στάση είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψή του το 2011 και την κράτησή του για 81 ημέρες, με την ψευδή κατηγορία διάπραξης οικονομικών αδικημάτων.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Ο Άι Γουέι Γουέι (από το Designboom).

* * *

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ

Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Σήμερα: Μια νέα, δεύτερη ζωή.

Ποιoς είμαι τώρα;

Η αφορμή για το σημερινό κείμενο ήταν η παραίτηση της Anna Wintour από τη Vogue, έπειτα από 40 χρόνια. Δεν είναι μόνο μια αποχώρηση από έναν επαγγελματικό ρόλο — είναι το τέλος μιας ταυτότητας που χτίστηκε μέσα στον χρόνο. Και είναι ακριβώς τότε που έρχεται η ερώτηση: Τι κάνεις μετά;

Στο γραφείο μου βλέπω συχνά ανθρώπους που περνούν τέτοιες μεταβάσεις: σύνταξη, απώλεια ρόλου, αλλαγή ζωής. Συνήθως περιγράφουν την εμπειρία με λέξεις όπως «άδειασμα», «αμηχανία», «χαμένος χρόνος». Κι όμως, δεν χάνεται μόνο ο ρόλος· χάνεται και το «είμαι αυτός που»…

Ο Erik Erikson μιλά για την ανάγκη νοήματος στην ώριμη ενήλικη ζωή: να μπορεί κανείς να δει το παρελθόν του και να πει: «Έχει αξία». Αντίστοιχα, ο Daniel Levinson περιγράφει αυτές τις περιόδους ως κρίσιμες «μεταβάσεις» ανάμεσα σε φάσεις ζωής — σαν ευκαιρίες για επαναπροσδιορισμό.

Η μετάβαση, όμως, πονάει. Δεν είναι εύκολο να μείνεις χωρίς ρόλο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς «λόγο» να σηκωθείς το πρωί. Αλλά, μέσα απ’ αυτό ακριβώς το κενό, γεννιέται κάτι άλλο: η ερώτηση, «Ποιος είμαι τώρα;» Η απάντηση δεν έρχεται αμέσως. Αλλά έρχεται.

Αν μείνουμε λίγο μέσα στο άγνωστο, με σεβασμό και φροντίδα προς τον εαυτό μας, η νέα μας ταυτότητα θα αρχίσει να διαμορφώνεται — πιο ήσυχη, πιο γνήσια, πιο ελεύθερη. Η παραίτηση δεν είναι πάντα το τέλος. Μπορεί μάλιστα να είναι η πρώτη φορά που ακούμε τη δική μας φωνή, χωρίς ρόλους, χωρίς ρυθμούς, χωρίς να την καλύπτει η φασαρία εκείνων που πάντα περιμένουν κάτι από εμάς…

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

* * *

ΣΥΜΒΟΛΗ ΙΑΤΡΟΥ

Ο Στέλιος Ιατρού, ιστορικός από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στο Ημερολόγιο για να βρίσκει αφορμές να χρονοτριβεί και ν’ αναβάλλει την παράδοση των εργασιών του. Σήμερα: Δημόσιες εκτελέσεις.

Το ικρίωμα στην πλατεία

Στις κοινωνίες των ανθρώπων, οι εκδηλώσεις των μηχανισμών της εξουσίας, όπως και η αμφισβήτησή τους, κατεξοχήν εκφράζονται στις πόλεις. Πόσο συχνά θα δούμε άραγε μια πρωθυπουργική προεκλογική ομιλία στο δάσος στην Πάρνηθα, ή μια πορεία διαμαρτυρίας; Εκεί συνηθέστερα η εξουσία θα πάει για ποδήλατο BMX και μοτοκρός, όπως και ο λαός των διοικούμενων. Κεντρικός τόπος έκφρασης του λόγου της εξουσίας είναι οι πλατείες.

Στις δύο προηγούμενες συμβολές είδαμε πώς η εξουσία προσέλαβε τον Μπερνίνι για να ορθώσει σε μια πλατεία της Ρώμης έναν οβελίσκο πάνω στο γλυπτό ενός ελέφαντα, ώστε να ορίζει τον χώρο γύρω του υπενθυμίζοντας σε όλους και τον μεγαλειώδη ηγεμόνα που είχε παραγγείλει το έργο, μα και πώς ο Μπερνίνι αξιοποίησε την ευκαιρία για να εκδικηθεί εις τον αιώνα τον ανταγωνιστή του. Ακόμα είδαμε πώς οι ανταγωνισμοί, οι ανατροπές, και οι παλινορθώσεις των αρχόντων στη Φλωρεντία γέμισαν την Piazza della Signoria με αγάλματα ηρώων που εξόντωναν κακοποιούς χτυπώντας τους στο κεφάλι ή κόβοντάς το, ώστε κάθε πολίτης να πιάσει το ηθικό δίδαγμα. 

Θα κλείσουμε σήμερα την τριλογία, με τις πλατείες ως χώρους πραγματικής τιμωρίας και εκδίκησης.

Ζούμε περισσότερες από μία φορές. Όλοι μας
Paul Delaroche, «The Execution of Lady Jane Grey» (246 × 297 cm, 1833, National Gallery, London)

Στους μέσους και νεότερους χρόνους, στα δημόσια θεάματα του αστικού τοπίου συμπεριλαμβάνονταν οι μαστιγώσεις, οι διαπομπεύσεις —φανταστείτε κάτι σαν το Walk of Shame της Cersei Lannister στο Game of Thrones αλλά χειρότερο, γιατί εκείνη επέζησε—, οι κάθε λογής κολαφισμοί στην πλατεία και τους δρόμους, οι εμπτυσμοί, τα ραπίσματα, οι απαγχονισμοί και οι καρατομήσεις, που είχαν μάλιστα ένα τελετουργικό. 

Μάλιστα οι δήμιοι, οι καλύτεροι απ’ αυτούς τέλος πάντων, έφτιαχναν όνομα, καριέρες, και περιουσίες, τους μετακαλούσαν από μακρινές πόλεις για να εκτελέσουν μια ποινή, προετοιμάζονταν για τον δημόσιο ρόλο τους με επαγγελματισμό και με μυστηριακό βίο, μεριμνούσαν για τη σκηνική τους παρουσία, τον δε μανδύα του λειτουργήματός τους τον σήκωναν και τον φορούσαν τα παιδιά τους ακολουθώντας τα επαγγελματικά τους βήματα στη συνέχεια. 

Όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες και κατά κανόνα, οι δημόσιες εκτελέσεις ανακοινώνονταν από βδομάδες νωρίτερα, ώστε και πληθυσμοί από την ύπαιθρο προγραμμάτιζαν την προσέλευσή τους στις πόλεις προκειμένου να μη χάσουν το θέαμα. 

Ήταν ακόμα η εποχή που κεντρικά για τον κοινοτικό βίο λειτουργούσαν οι εμποροπανηγύρεις, επιπλέον τα πανηγύρια εορτασμού της μνήμης των αγίων, και τρίτη αφορμή για να μαζευτεί ένας όχλος και να βιώσει το κοινοτικό του αίσθημα ήσαν οι εκτελέσεις είτε κακοποιών, αιρετικών, μάγων και μαγισσών, είτε, πολύ πιο σκανδαλωδώς, ευγενών που είχαν περιέλθει σε δυσμένεια και τους εξολόθρευε ο ηγεμόνας παραδειγματικά, περίσταση κατά την οποίαν μάλιστα ο πενόμενος λαός απολάμβανε σοβαρά περισσότερο το οικτρό πεπρωμένο των τέως ισχυρών και πλουσίων που έπεσαν απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, με τον συναισθηματικό μηχανισμό που κάπως χονδροειδώς συνιστούσε τον απόγονο της κάθαρσης στην αρχαιοελληνική τραγωδία.

Γενικά, τα πλήθη των πόλεων ήδη από την αρχαιότητα στη γειτονιά μας εκστασιάζονταν να παρακολουθούν την πτώση και το άδοξο τέλος των δυνατών ή στο πρόσωπο ενός καταδικασμένου ή μιας μάγισσας να ξορκίζουν όλες τις αμαρτίες τους και την κοινοτική κακοτυχία, συμφορά, βασκανία, κι αυτό καθόλου δεν έπαψε μήτε στον Μεσαίωνα, μήτε μέχρι τις μέρες μας. Μια πλάνη λυτρωτικής χαιρεκακίας που απλωνόταν σαν ψυχικό πάθος πάνω απ’ όλην την κοινότητα που παρακολουθούσε το θέαμα.

Το κοινοτικό αυτό συναίσθημα χτιζόταν μέρες νωρίτερα επικουρούμενο από τη διάδοση συναισθημάτων προσδοκίας, εχθροπάθειας, και κακεντρέχειας, από ρητορική μίσους που υπέθαλπε και εξήπτε τα πάθη, και από τον πολλαπλασιασμό τους μέσα στους κλωβούς αντήχησης που ήσαν όλα τα πηγαδάκια και οι συνάξεις των ανθρώπων που συζητούσαν ζωηρά και με ενθουσιασμό για την εκτέλεση που πλησίαζε. Προσέξτε πόσα συναισθήματα και συμπεριφορές ανέφερα στον δρόμο για τη δημόσια εκτέλεση. Αυτά συνέβαλλαν στη συγκρότηση συναισθηματικών κοινοτήτων.

Κάθε πιθανή κακία και ιταμότητα έβρισκε την ευκαιρία να εκφραστεί ανεμπόδιστα πλέον —και αξιέπαινα, εφόσον ήταν αναμενόμενο να αισθανθείς έτσι και όχι αλλιώς—, τόσο στη δημόσια όσο και την ιδιωτική σφαίρα, γιατί έβρισκε έναν δημοσίως και ευρέως αποδεκτό στόχο, προς τον οποίον στρεφόταν η κοινότητα καταδικαστικά, και όσα δεν ήσαν μέχρι τότε ηθικό να λεχθούν ή χριστιανικά ανεκτό, τώρα ήταν επιβεβλημένο και δίκαιο να τα εκστομίσει κανείς, γιατί τώρα κάποιος ατυχής επρόκειτο να δεχθεί την άξια τιμωρία του με τη βούλα είτε του δικαστή είτε του ηγεμόνα.

Το πρόσωπο του δημίου περιβαλλόταν με μιαν ιερότητα, που αναγνώριζε και ο προσερχόμενος εις το ίδιον πάθος, τον πλήρωνε μάλιστα για τον κόπο του και τον συγχωρούσε δημοσίως, κι αυτά ως συστατικά μέρη του τελετουργικού που οργανωνόταν γύρω από συμφωνημένες και απαραβίαστες συμβάσεις. 

Στο τέλος, ήταν τέτοια η μεταβίβαση των ψυχικών διαθέσεων από την πλατεία προς το ικρίωμα που και ο εκτελούμενος μπορεί να πίστευε πως είχε πράγματι σφάλει, μιας και τόσο μεγάλο πλήθος το ζητούσε και το υποστήριζε, και δεν μπορεί να έκανε λάθος, και πως η θανάτωσή του θα ήταν κι αυτή μια δίκαιη λύτρωση.

Με τη σειρά τους, οι δικαστές, οι εκπρόσωποι των Αρχών, οι ηγεμόνες, οι επίσκοποι που παρίσταντο και παρείχαν νομιμοποίηση στην εκτέλεση δέχονταν από τις λαϊκές εκδηλώσεις την επιβεβαίωση, την ενίσχυση, και έτσι τη διαιώνιση της εξουσίας τους ως αρχόντων μέσα στην οικονομία σχέσεων ισχύος με τους αρχομένους που παρακολουθούσαν ουρλιάζοντας και επευφημώντας για την εκτέλεση που επρόκειτο να τελεστεί. 

Για κείνες τις ώρες και λίγες ακόμα ημέρες που ακολουθούσαν, ο λαός, συνεπαρμένος από το ηδονικό ορμονικό λουτρό του εγκεφάλου του, παραδεχόταν πως δικαίως τον κυβερνούσαν τέτοιοι άρχοντες, όπως αυτοί που είχαν επιβάλει την εκτέλεση που είχαν παρακολουθήσει, γιατί προφανώς εκείνοι διέθεταν εξουσία ζωής και θανάτου, και οι όχλοι εκδήλωναν το λεγόμενο «δέος ενώπιον της εξουσίας», η οποία μόλις είχε επιδείξει τη δύναμή της.

Στον πυρήνα τους, δεν έχουν αλλάξει πολλά στις μέρες μας όσον αφορά τους μηχανισμούς λειτουργίας αυτής της οικονομίας σχέσεων αρχόντων και αρχομένων, που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσα από τον συμβολικό διάλογο τέτοιων δημόσιων περιστάσεων. 

Οι δημόσιες εκτελέσεις, με εξαίρεση ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, έχουν σβήσει στον Δυτικό μας κόσμο, αλλ’ η θανάτωση δεν είναι ο μόνος θάνατος που μπορεί να υποστεί κάποιος, κι άλλωστε δεν ήσαν κι όλες οι δημόσιες εκτελέσεις ποινών θανατηφόρες: όπως είπα, υπήρχαν πολλών λογιών κολαφισμοί, και στις μέρες μας τέτοιους κολαφισμούς και φονεύσεις χαρακτήρων εφαρμόζουμε υπερεπαρκώς με τα λόγια, με δημόσιες δηλώσεις, διαγγέλματα, λιβέλους και δημοσιεύματα, πληρωμένη και ασταμάτητη προπαγάνδα, με πυρφόρα ή δηλητηριώδη κείμενα στα σόσιαλ, και με τη σχεδιασμένη καλλιέργεια κλίματος εναντίον φαντασιακών εχθρών που «τους αξίζουν τα χειρότερα και φέρνουν μονάχοι τους τα δεινά τους στο κεφάλι τους», και άλλα τέτοια.

Ποτέ δεν έλειψε εκείνη η ανθρωποκτόνος διάθεση της αντιδικίας, λέξεις που τις επέλεξα γιατί βιβλικά περιγράφουν τη συμπεριφορά του διαβόλου, κι εδώ μεταφέρονται στη σχέση του όχλου των πλειόνων με τον μοναδικό αποδιοπομπαίο τράγο που οδεύει προς την εκτέλεσή του, και σήμερα μπορεί να είναι αυτός, όμως αύριο μπορεί να είναι με μιαν άλλην αφορμή κάποιος άλλος. 

Αφορμές για δίωξη και καταδίκη ποτέ δεν έλειψαν, μήτε και οι νομικοί ερμηνευτές και πρόθυμοι παραστάτες που θα ισχυριστούν ότι είναι δίκαιο και ανεκτό, ωφέλιμο κιόλας, να εξακολουθήσουμε να εκτελούμε δημόσια και όλοι μαζί να κραυγάζουμε ηδονισμένοι από τα δεινά που βρήκαν τον καρατομούμενο και όχι εμάς, γιατί εκείνου τού αξίζουν όλα, και χειρότερα, εάν θα ήταν δυνατόν.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Με την επανάληψη, τα πλήθη εκπαιδεύονταν να αποζητούν την κάθαρση μέσ’ από το θέαμα της βίαιης δημόσιας θανάτωσης, εθίζονταν στην εικονολογία του θανάτου, έτρεχαν να τον δουν ν’ αρπάζει ταλαίπωρους κρατούμενους, τους έφτυναν και τους ενέπαιζαν στιγμές προ της τελευτής τους, τους πετούσαν σάπια λαχανικά, λάσπη, και κόπρανα από τον δρόμο, και ουρούσαν πάνω στο πτώμα και τη μνήμη τους, ώστε κι εκατό νεκροί τη μέρα να τους παραδίνονταν, η απώλεια δεν τους έθλιβε, διότι πλέον δεν τους έβλεπαν ως μέλη της κοινότητάς τους που ο χαμός τους θα προκαλούσε πένθος, μιας και είχαν αποκοπεί από την κοινότητα εκείνων των δικαίων, και είχαν κριθεί ως μέλη της κοινότητας των εχθρών της έννομης τάξης και της κοινωνίας, όπως τους είχαν επισήμως ταξινομήσει οι άρχοντες για τα πολλά τους παραπτώματα. 

Όχι σπάνια, κι ανάλογα με τον τύπο της εκτέλεσης, τα νεκρά τους σώματα αφήνονταν λίγες ώρες να τσιμπολογηθούν από τα όρνια και τ’ άλλα πτωματοφάγα ζώα, και θάβονταν σε λάκκους ανωνύμως στα όρια των κοιμητηρίων. Κανείς ή ούτε μια χούφτα άνθρωποι δεν παραστέκονταν κατά την ταφή, και στοιχειωδώς ένας παπάς ψέλλιζε βιαστικά δυο λόγια στα λατινικά, που ούτε ο νεκρός ούτε οι ζωντανοί θα καταλάβαιναν. Η κοινότητα τους είχε γυρίσει την πλάτη και στη ζωή και στον θάνατο, και η μνήμη τους καταδικαζόταν στη λήθη, μια damnatio memoriae, απ’ την οποία δεν γλίτωναν όμως οι απόγονοί τους ή όσοι συγγένευαν μαζί τους κατά το φρόνημα, λογουχάρη τα μέλη της ίδιας διωκόμενης αίρεσης ή πολιτικής παράταξης.

Κανείς δεν έκλαιγε δημόσια μηδέ μοιρολογούσε για τον χαμό εκείνων που η κοινωνία, με την έγκυρη εντολή των αρχόντων της, είχε θανατώσει, κατέχοντας το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, διά της οποίας αποκαθαιρόταν το υγιές σώμα της κοινότητας απ’ όσους με διάφορες αφορμές είχαν καταδικαστεί, και ήταν για το καλό της κοινωνίας να χάσουν την ελευθερία τους και να πεθάνουν. 

Πιστεύετε πως δεν υπήρχαν διάσημοι νομικοί εκείνα τα χρόνια μα και θεολόγοι που εξορθολογίκευαν κι εξηγούσαν πως όλο αυτό ήταν τεκμηριωμένο, νόμιμο και ηθικό, αποδεκτό για το ευρύτερο καλό των πολλών, και πως ο ηγεμόνας ορθώς είχε διατάξει ή εγκρίνει τη θανάτωση; Μήπως οι δικαστές δεν διατράνωναν πως είχαν κρίνει ορθώς κι αποφανθεί βάσει των νόμων που είχαν στη διάθεσή τους; Πιστεύετε ότι στις πρόσφατες χούντες είχε πάψει να λειτουργεί ο μηχανισμός απονομής δικαιοσύνης;

Ήσαν αυτές τίποτα καταστάσεις μονάχα του Μεσαίωνα; Μήπως μέχρι τους καιρούς μας δεν είχαν στείλει οι δικαστές της Ναζιστικής Γερμανίας κόσμο και κοσμάκη στις φυλακές και στον θάνατο εφαρμόζοντας με σαδιστική σκαιότητα τους νόμους που το καθεστώς τους είχε δώσει; Τους νόμους, κύριοι, τους νόμους. 

Πιστεύετε πως ο περισπούδαστος νομικός κόσμος του Γ΄ Ράιχ είχε τάχα ξεσηκωθεί σύσσωμος και είχε ανατρέψει τη θέσπιση τόσων απάνθρωπων νόμων, ή μήπως κι αυτός, όπως κι η πλειονότητα της κοινωνίας, δεν τους υπηρέτησε και δεν είπε κι ένα τραγούδι;

Πιστεύετε πως υπήρχαν τίποτα ανεξάρτητες Αρχές, τίποτα watchdogs ΜΚΟ, θεσμικοί φορείς κι αξιωματούχοι που επαγρυπνούσαν και έβαλαν φρένο στον λαοπρόβλητο Φύρερ, όταν εκείνος άρχισε να οδηγεί τη χώρα στη θεσμική ολίσθηση και εκτροπή, τη δε κοινωνία στη σαλαμοποίηση εφευρίσκοντας κάθε Τετάρτη κι από ’ναν νέο «εχθρό ανάμεσά μας» προς τον οποίον κανείς δεν νοιαζόταν πια να δείξει οίκτο, όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με όλη τη βαριά μηχανή επιβολής του Κράτους; Και κατόπιν, τον επόμενο εχθρό, και τον επόμενο, και τον επόμενο, μέχρις ότου δεν είχε απομείνει κανείς να στηρίξει τους τελευταίους που είχαν απομείνει.

Οι δημόσιες εκτελέσεις ήσαν τελετές φτιαγμένες για να θανατώνουν κόσμο στη δημόσια σφαίρα ενώπιον όλων, ώστε όλοι να γίνουν μάρτυρες της ανοχής των άλλων, συμμέτοχοι και συνεργοί, όταν χυνόταν αίμα σε δρόμους και πλατείες, που πότιζε την αστική γη· εκτόνωναν σαν βαλβίδες ατμού την πίεση και τη δυσαρέσκεια που οι υποτελείς είχαν συσσωρεύσει εναντίον των αρχόντων τους, αλλά δεν το έκαναν προς τους άρχοντές τους, μα προς ανθρώπους συνηθέστερα βγαλμένους μέσα από τα ίδια τους τα λαϊκά σπλάχνα, παραγνωρίζοντας πως θα μπορούσαν να είχαν βρεθεί άνετα οι ίδιοι στη θέση τους, έστω κι αν ήταν λυτρωτικό που εκείνην τη στιγμή δεν είχαν βρεθεί, για δε τους άρχοντες ανανεωνόταν το λαϊκό δέος προς την τόση τους εξουσία που είχαν επιδείξει.

Στις μέρες μας τέτοιες πλατείες και δρόμοι έχουν στηθεί στον ψηφιακό κόσμο που πολλοί βαδίζουμε. 

Πιο πολύ ήσαν επαναλαμβανόμενα δρώμενα συλλογικής εκπαίδευσης και ανάπτυξης κοινοτικού μιθριδατισμού απέναντι στην ειδάλλως σοκαριστικά ισοπεδωτική επιβολή της εξουσίας, που κύρωνε ως δίκαιο τον θάνατο ή την ταπείνωση, και δίδασκε στον όχλο να μη συνταράσσεται στο θέαμα της κρατικής βίας, αλλά να την εγκρίνει και να την αποζητά σαν πρεζάκι, γιατί έτσι επιβεβαίωνε πως ο ίδιος στεκόταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας, πλάι στους άρχοντές του.

Οι δημόσιες εκτελέσεις δίδασκαν στον όχλο τι θα περίμενε τον ίδιο εάν ξεστράτιζε, και ο όχλος αισθανόταν όμορφα να γνωρίζει πως απέφυγε και σήμερα τον θάνατο, που απλωνόταν παντού γύρω του, και μόλις τον είχε παρακολουθήσει πάνω στο ικρίωμα. 

Αισθανόταν, ακόμα, συναρπασμένος που τον διοικούσαν τέτοιοι αδίστακτοι άρχοντες, οι οποίοι ως αδίστακτοι ήσαν και ηγεμονικά κατάλληλοι, όχι τίποτα βουτυρομπεμπέδες, άρχοντες που επαίρονταν πως είχαν ενεργήσει με σιδηρά πυγμή παρά τη χριστιανική τους επιείκεια, γιατί έτσι όριζε ο νόμος, που ασφαλώς οι ίδιοι είχαν θεσπίσει, και εξηγούσαν εμπράκτως πως είναι συχνά τέτοιο το βάρος ευθύνης της εξουσίας, που η μοίρα κι ο Θεός είχαν αποθέσει στους ώμους τους, ώστε να τους υποχρεώνει να λαμβάνουν αποφάσεις κόντρα στην εσωτερική τους ειδάλλως φιλόδημη προαίρεση. Θα έχετε ακούσει κάτι σημερινούς να λένε «αν έπρεπε να το ξανακάνω, δεν θα άλλαζα την απόφασή μου», κι από κάτω το πλήθος να ξεσπά σε χειροκρότημα για την τόση τους ηγετικότητα.

Τους έβλεπε να πλέκουν τα εγκώμια του εαυτού τους, και τους πίστευε. Τους έβλεπε να στέλνουν τον καταδικασμένο στην εξόντωση, και τους δικαίωνε. Τα πλήθη επευφημούσαν κατά τη στιγμή που ο εκτελούμενος παρέδιδε το πνεύμα, και δόξαζαν τον ηγεμόνα που τους είχε επιδαψιλεύσει το θέαμα.

«Ο Νόμος, λαέ μου, και εγώ για το καλό σου σε υπηρετώ με το ξίφος και τη σιδερένια μου πυγμή, ενώ κατά βάθος θα ήθελα με το ρόδο και το μεταξωτό μαντίλι, αλλά να, δεν είσαι ακόμα έτοιμος για κάτι τέτοιο, κι ας μη γνωρίζεις πόσο πολύ δεν μου αξίζεις, όμως τώρα θα σου επιδείξω πόσο πολύ εγώ σου αξίζω, και θα μ’ επευφημήσεις κι από πάνω, για το μάθημα που σου ’δωσα.»

Ο δήμιος δεν αποκεφάλιζε για να σωφρονίσει τον καταδικασμένο. Η οριστικότητα στην εκτέλεση της ποινής για τον καταδικασμένο φανέρωνε πως η δημόσια αυτή τιμωρητική τελετή είχε κάποιον άλλον για αποδέκτη της: τον κόσμο που παρακολουθούσε ολόγυρα στην πλατεία.

Κάθε φορά που κάποιος εκτελείται δημόσια με συνοπτικές διαδικασίες, τούτο συμβαίνει για ν’ αναδειχθεί ενώπιον της κοινότητας ποιος είναι εκείνος που έχει την εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στα μέλη της κοινότητας: είναι ο άρχοντας, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, μα δηλώνει απολύτως διατεθειμένος να κατευθύνει την κοφτερή λεπίδα του σπαθιού διά χειρός του δημίου του προς κάθε αυχένα, εάν εκείνος τού φανεί πως υψώθηκε πιο πάνω από κει που ο άρχοντας επιτρέπει.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Jessa Hastings, «Μαγκνόλια Παρκς» (μετάφραση Χριστίνα Παναγιώτου, Εκδόσεις Μίνωας)

Πρώτο βιβλίο της σειράς Magnolia Parks Universe της Jessa Hastings, το «Μαγκνόλια Παρκς» είναι ένα σύγχρονο ρομαντικό μυθιστόρημα με μια πολύ ιδιαίτερη (και ελπιδοφόρα) εκδοτική ιστορία από πίσω του. Η αφήγηση επικεντρώνεται στη δραματική, χαοτική, τοξική, αλλά και αναμφισβήτητα εθιστική σχέση μεταξύ της Μαγκνόλια Παρκς, μιας πλούσιας, εγωκεντρικής και ελαφρώς νευρωτικής Λονδρέζας, και του Μπι Τζέι Μπαλεντάιν, ενός «κακού παιδιού» της βρετανικής υψηλής κοινωνίας που της ράγισε την καρδιά. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από το επαναλαμβανόμενο σμίξιμό τους — και τους αναπόφευκτους χωρισμούς τους: η Μαγκνόλια Παρκς και ο Μπι Τζέι βρίσκονται παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο πόνου και ανασφάλειας. Και οι δύο βλέπουν και άλλους παράλληλα, προσπαθώντας να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο, αλλά εντέλει πάντα καταλήγουν να γυρνούν πίσω και να τα ξαναβρίσκουν.

Μια πέρα για πέρα εθιστική ιστορία, λένε οι περισσότεροι αναγνώστες, που χάρη ακριβώς στη δραματικότητά της και τις συνεχείς ανατροπές κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Η Hastings δίνει μεγάλη βαρύτητα στα συναισθήματα των χαρακτήρων, επιτυγχάνοντας μια βαθιά σύνδεση με τον πόνο και την επιθυμία των πρωταγωνιστών, μέσα από τη διπλή οπτική γωνία που τους παρουσιάζει. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, η Μαγκνόλια και ο Μπι Τζέι, αν και συχνά προβληματικοί και αυτοκαταστροφικοί, είναι πολυδιάστατοι. Ανάμεσα στα θέματα που εξερευνώνται εδώ είναι ο εθισμός, το πένθος, η απιστία, οι τοξικές σχέσεις, τα οικογενειακά μυστικά, και το τραύμα. Πολλή λάμψη, πολλή ίντριγκα, και πολύ δράμα. Ωραία συστατικά για τους λάτρεις του είδους.

Η ιστορία της έκδοσης του βιβλίου είναι, όπως είπαμε, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Η Jessa Hastings δεν βρήκε εκδότη για το «Μαγκνόλια Παρκς» και τον Ιούλιο του 2021αποφάσισε να κάνει αυτοέκδοση. Αποδείχτηκε πως ήταν μια τέλεια ιδέα: το μυθιστόρημά της γρήγορα απέκτησε τεράστια δημοτικότητα μέσω του TikTok. Οι πωλήσεις άρχισαν να εκτοξεύονται, και το buzz γύρω από τη συγγραφέα και τη σειρά κατέληξε σε πολλαπλές προσφορές από εκδοτικούς οίκους — από όλο τον κόσμο. Τελικά, το βιβλίο εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Dutton Books το 2023. Η σειρά έχει πλέον επεκταθεί, όχι μόνο με τα βιβλία της ίδιας τής Μαγκνόλια («Magnolia Parks», «Magnolia Parks: The Long Way Home», «Magnolia Parks: Into the Dark») αλλά και με την παράλληλη ιστορία της Ντέιζι Χέιτς, μιας άλλης κεντρικής ηρωίδας («Daisy Haites», «Daisy Haites: The Great Undoing»).

Η πορεία του «Μαγκνόλια Παρκς» από την αυτοέκδοση σε μια μπεστ-σέλερ σειρά που μεταφράζεται παντού είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι πλατφόρμες (και ειδικά το TikTok) μπορούν να εκτοξεύσουν ένα βιβλίο και έναν συγγραφέα στην επιτυχία.

Jessa Hastings, «Μαγκνόλια Παρκς» (μετάφραση Χριστίνα Παναγιώτου, Εκδόσεις Μίνωας)
  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Ήταν όλα σχεδιασμένα στην εντέλεια την πρώτη μας φορά. Το οποίο είναι αστείο τώρα που το σκέφτομαι, γιατί, τώρα που είμαι μεγαλύτερη, το αυθόρμητο σεξ μού φαίνεται πιο συναρπαστικό – όχι ότι μου έχει συμβεί και πάρα πολλές φορές τα τελευταία τρία χρόνια, όμως εκείνη τη νύχτα ο τρόπος που το σχεδίασε... έμοιαζε τόσο ρομαντικό και τόσο σοβαρό συνάμα. Υποθέτω ότι ήταν.

Μετά το φιάσκο με τη Maserati και την καταστροφική πρωτοχρονιά στη Μύκονο (μη ρωτάς), όλα έπρεπε να είναι τέλεια, είχε πει. Ήταν ανένδοτος σε αυτό, στο ότι έπρεπε να είναι ρομαντικά, σε όλα όσα οδηγούσαν εκεί, όλα έπρεπε να είναι τέλεια. Εμένα δεν με ένοιαζε και πολύ το πώς θα συνέβαινε, γιατί εγώ απλώς τον ήθελα. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ πριν δεν είχα θελήσει κάποιον άλλον. Ποτέ πριν δεν είχα την επιθυμία. Όμως όταν την έχεις, την έχεις, και πώς θα μπορούσα να μην την έχω με τον Μπι Τζέι Μπαλεντάιν; Ήταν σαν κάποιος να άναβε το φως σε ένα υπόγειο γεμάτο από πεινασμένες αρκούδες, έτσι ήταν κάθε φορά που ο Μπι Τζέι έμπαινε σε ένα δωμάτιο. Σαν κάποιος να άναβε ένα σπίρτο στην κοιλιά μου όπου πάντα η κάψα φούντωνε κάτω από το δέρμα μου. Θα είχα ενδώσει νωρίτερα, αν με είχε αφήσει.

Η αλήθεια είναι ότι ήμασταν απλώς μωρά. Και κάναμε μεγαλίστικα πράγματα με τις μεγάλες καρδιές μας και μια λαγνεία πιο βαθιά και από την Τάφρο των Μαριανών. Ήμασταν πολύ μικροί, νομίζω. Τώρα που το σκέφτομαι. Η Μπρίτζετ λέει ότι ήμασταν πράγματι πολύ μικροί, ότι μετέφερα πάνω του την εξάρτησή μου από τον πατέρα και προσδέθηκα. Όμως δεν είναι δικό μου το σφάλμα, έτσι δεν είναι;

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Εκείνη είναι μια όμορφη, βαθύπλουτη, εγωκεντρική και ελαφρώς νευρωτική κοσμική του Λονδίνου κι εκείνος ο πιο πολυφωτογραφημένος καρδιοκατακτητής της Μεγάλης Βρετανίας, που της ράγισε την καρδιά. Η Μαγκνόλια Παρκς και ο Μπι Τζέι Μπαλεντάιν είναι το ιδανικό ζευγάρι, και όλοι το ξέρουν. Εκείνη έχει σχέση και με άλλους για να τον κρατάει σε απόσταση· εκείνος κοιμάται και με άλλες για να την εκδικηθεί. Όμως, στο τέλος κάθε θλιβερής απόπειράς τους να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο, ξαναγυρίζουν στα παλιά. Μόνο που τώρα πια η δυσλειτουργική τους σχέση τους επηρεάζει, αποδομώντας τούς μεταξύ τους δεσμούς και γκρεμίζοντας τον κόσμο που έχτισαν μαζί· έναν κόσμο όπου κανείς από τους δύο δεν αφήνει τον άλλο ελεύθερο. Καθώς οι ρωγμές αρχίζουν να διαφαίνονται και τα μυστικά να αποκαλύπτονται, η Μαγκνόλια και ο Μπι Τζέι αναγκάζονται επιτέλους να έρθουν αντιμέτωποι με την τρομερή αλήθεια της σχέσης τους…

  • Και ένα λιλιπούτειο βιογραφικό της συγγραφέως:

Η Jessa Hastings κατάγεται από την Αυστραλία. Ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον σύζυγό της, τα δυο τους παιδιά, και αρκετά κατοικίδια ζωάκια.

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη
Νίκο, σήκω, ήλθαν οι δικοί μας! Ο Νίκος Χριστοδούλου περιγράφει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

«Ξυπνάτε από τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι / Να δήτε την πατρίδαν σας απελευθερωμένη. / Ξυπνάτε από τα μνήματα, δεν είσθε πια ραγιάδες / Ξυπνάτε κι ήρθ’ η λευθεριά, έφυγαν οι αγάδες»

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY