Πολεις

Από το βρόμικο στο γκουρμέ, και από την αστακομακαρονάδα στα ριάλιτι

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
22’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Από το βρόμικο στο γκουρμέ και από την αστακομακαρονάδα στα ριάλιτι
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΑ ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΟΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ;

Διάβασα κάπου —νομίζω στο Facebook— πως όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη βρίσκουμε τον εαυτό μας πιο όμορφο από ό,τι στις φωτογραφίες μας. Κι αυτό γιατί «στις φωτογραφίες βλέπουμε τον εαυτό μας όπως πράγματι είναι, ενώ στον καθρέφτη όπως θα θέλαμε να είναι».

Βρε, λέω, λες; Το έψαξα λιγάκι και είδα πως, πράγματι, είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο αυτό, και μάλιστα έχει συζητηθεί αρκετά, δεν περίμενε εμάς. Μόνο που η παραπάνω αντίληψη είναι μόνο εν μέρει σωστή. Η πλήρης εξήγηση του φαινομένου είναι κάπως πιο σύνθετη. Ας δούμε αναλυτικά τους λόγους που συμβαίνει αυτό το τρελό πράγμα.

Πρώτος λόγος, και κυριότερος: Το πρόσωπο που βλέπουμε στον καθρέφτη μας δεν είναι το ίδιο με αυτό που βλέπουν οι άλλοι και που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες. Καταρχάς, ο καθρέφτης δείχνει το είδωλό μας αντεστραμμένο. Επειδή όμως εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη καθημερινά (όταν πλένουμε τα δόντια μας, όταν χτενιζόμαστε, όταν ετοιμαζόμαστε κλπ.), έχουμε συνηθίσει αυτή τη συγκεκριμένη, αντεστραμμένη εκδοχή του προσώπου μας. Αυτή η εκδοχή —που, στην πραγματικότητα, ΔΕΝ υπάρχει— είναι η δική μας εκδοχή για τον εαυτό μας. Οι φωτογραφίες μας όμως μάς δείχνουν την πραγματική εικόνα: μια φωτογραφία αποτυπώνει το πρόσωπό μας όπως το βλέπουν οι άλλοι.

Από το βρόμικο στο γκουρμέ και από την αστακομακαρονάδα στα ριάλιτι

Τώρα, υπάρχει κάτι που λέγεται Φαινόμενο της Καθαρής Έκθεσης, ή κάπως έτσι (Mere-Exposure Effect). Σύμφωνα με αυτό, οι άνθρωποι τείνουν να προτιμούν διάφορα πράγματα απλώς και μόνο επειδή τα γνωρίζουν και είναι εξοικειωμένοι με αυτά. Επειδή λοιπόν είμαστε εξοικειωμένοι με το είδωλό μας στον καθρέφτη —είναι ο καλύτερός μας φίλος, αλίμονο—, το προτιμάμε. Κατ’ αντίθεσιν, όταν βλέπουμε το μη-αντεστραμμένο πρόσωπό μας σε μια φωτογραφία, οι μικρές του ασυμμετρίες (όλοι έχουμε ασυμμετρίες στο πρόσωπό μας) μας φαίνονται ξένες και «λάθος». Και καθόλου μικρές: «Κοίτα μύτη».

Από την άλλη, όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, έχουμε τον απόλυτο έλεγχο της εικόνας μας σε πραγματικό χρόνο. Μπορούμε να αλλάζουμε τη γωνία του κεφαλιού σας, την έκφρασή μας, τη στάση του σώματός μας κ.ο.κ., μέχρι να καταλήξουμε στην πιο κολακευτική οπτική. Χαμογελάμε, και το είδωλό μας χαμογελάει ταυτόχρονα, επιτρέποντάς μας να βρούμε το «καλό» μας χαμόγελο. Η φωτογραφία, από την άλλη, «παγώνει» μια συγκεκριμένη στιγμή. Μπορεί να μας πετύχει σε μια άβολη έκφραση, με κλειστά μάτια (#εγώ), ή υπό μία γωνία που δεν μας κολακεύει καθόλου. Φυσικά, εδώ δεν υπάρχει η δυνατότητα άμεσης διόρθωσης. Εδώ υπάρχει μόνο το delete και το «Μην τυχόν και την ανεβάσεις!»

Από το βρόμικο στο γκουρμέ και από την αστακομακαρονάδα στα ριάλιτι

Είναι όμως και κάτι άλλο. Το είδωλό μας στον καθρέφτη διαφέρει τρομερά από την απεικόνισή μας σε μία φωτογραφία, λόγω του φωτισμού, αφενός, και των τριών vs δύο διαστάσεων αφετέρου. Τα μάτια μας βλέπουν τον κόσμο σε τρεις διαστάσεις. Ο καθρέφτης αντανακλά αυτή την τρισδιάστατη εικόνα με φυσικό βάθος. Η φωτογραφία όμως δεν είναι παρά μια δισδιάστατη αναπαράσταση. Μία φλατ φωτογραφία μπορεί να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά μας: η μύτη μας μπορεί να φαίνεται μεγαλύτερη, τα αυτιά μας πιο μεγάλα, το πρόσωπό μας πιο πλατύ, οι ώμοι μας πιο πεσμένοι. Στον καθρέφτη, αντίθετα, συνήθως βλέπουμε τον εαυτό μας κάτω από τον διάχυτο φωτισμό του μπάνιου, χωρίς εκείνες τις σκληρές σκιές που κάνουν το πρόσωπό μας να φαίνεται πιο «επίπεδο» και χωρίς φωτοσκιάσεις που τονίζουν τις χ-ψ ατέλειες του προσώπου μας.

Τόσο ο καθρέφτης όσο και η φωτογραφία λένε ταυτόχρονα μισά ψέματα και μισές αλήθειες. Και οι δύο δείχνουν μια εκδοχή της πραγματικότητας, από τις πάρα-πάρα πολλές. Και, από όλα τα παραπάνω, τίποτε απολύτως δεν έχει σημασία.

ΥΓ1. Στο «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», ο Γουάιλντ έχει βγάλει από τον καθρέφτη την όμορφη εικόνα του άντρα, και την έχει κολλήσει στο πραγματικό του σώμα. Αφενός αυτό. Και, αφετέρου, πήρε όλες τις ιδιότητες της φωτογραφίας και τις πέταξε πάνω στο πορτρέτο, στον πίνακα. Με τα γνωστά αποτελέσματα. Αν διαβάσεις το βιβλίο υπ’ αυτό το πρίσμα, η ανάγνωσή του γίνεται ακόμη πιο πλούσια.

ΥΓ2. Η Σύλβια Πλαθ, στον φημισμένο «Καθρέφτη» της του 1961 («Είμαι από ασήμι, αλάνθαστος, χωρίς προκαταλήψεις. / Ρουφώ αμέσως ό,τι κι αν δω / ως έχει, αθάμπωτο από αγάπη ή απαρέσκεια. / Σκληρός εγώ; Ποτέ. / Απλώς ειλικρινής. / Το μάτι ενός μικρού θεού, τετραγωνισμένο»), κάνει λάθος: οι καθρέφτες μας μόνο ειλικρινείς δεν είναι. Αλλά το ποίημα έχει τόσο ανατριχιαστικό τέλος, που αυτό δεν έχει σημασία.

Από το βρόμικο στο γκουρμέ και από την αστακομακαρονάδα στα ριάλιτι

ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ψ

Η κλινική ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια και ομαδική αναλύτρια Σουζάνα Παπαφάγου κάθε εβδομάδα μιλά στο Ημερολόγιο για έναν φόβο μας, ένα πρόβλημα, κάτι που μας τρώει και μας ταλαιπωρεί — και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Σήμερα: Ναρκισσιστές συγγενείς.

Μία θεραπευόμενή μου μου μίλησε τις προάλλες για τη γιαγιά της, μια ηλικιωμένη γυναίκα που κύριο και καθημερινό μέλημά της είναι να ελέγχει —ακόμα…— τους γιους της και τις συζύγους τους, ασκώντας τους διαρκώς έντονη κριτική που φυσικά δημιουργεί αμηχανία και ντροπή.

Το γήρας είναι μεγάλο πλήγμα για όσους στηρίζουν την αυτοεκτίμησή τους στην εξωτερική επιβεβαίωση. Οι φυσικές αλλαγές και η απώλεια κοινωνικής δύναμης οδηγούν σε αυξημένη ανάγκη ελέγχου, με συχνό αποτέλεσμα συμπεριφορές έντονης κριτικής και υποτίμησης των άλλων. Η γυναίκα αυτή δυσκολεύεται να αποδεχτεί την ανεξαρτησία και την ξεχωριστή προσωπικότητα που έχουν οι νύφες της —αλλά και τα ίδια της τα παιδιά—, γεγονός που ενισχύει τις ανασφάλειές της και πυροδοτεί την ανάγκη της να τους μειώνει συνεχώς.

Το γήρας είναι μεγάλο πλήγμα για όσους στηρίζουν την αυτοεκτίμησή τους στην εξωτερική επιβεβαίωση

Νά μερικές συμβουλές για την αντιμετώπιση ενός ηλικιωμένου συγγενή με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά:

  • Αρχικά, είναι σημαντικό να κατανοήσετε ότι το άτομο αυτό πιθανότατα δεν πρόκειται να αλλάξει. Έτσι, επικεντρωθείτε στο να κατανοήσετε τις επιπτώσεις που είχε η συμπεριφορά του στους γονείς σας (αν είναι παππούς ή γιαγιά), και που έχει πλέον και σε εσάς, ώστε να διαχειριστείτε καλύτερα τα πιθανά τραύματα που προκάλεσε.
  • Προσπαθήστε να επικοινωνείτε με σαφήνεια και κυρίως με ηρεμία, ώστε να αποφύγετε περιττές συγκρούσεις.
  • Σε καμία περίπτωση μην παίρνετε προσωπικά τα σχόλια ή τις συμπεριφορές που στοχεύουν να σας πληγώσουν.
  • Καλλιεργήστε ενσυναίσθηση για τον εαυτό σας και για όποιον άλλον μπορεί να επηρεάζεται από τη συμπεριφορά του ναρκισσιστή συγγενούς.
  • Αναζητήστε υποστήριξη από επαγγελματίες ή ομάδες υποστήριξης που μπορούν να σας βοηθήσουν να διαχειριστείτε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις.
  • Εστιάστε στη δημιουργία υγιών και ουσιαστικών σχέσεων που θα λειτουργούν ως θετικό αντίβαρο στη δύσκολη δυναμική της οικογένειας.
Ραντεβού με την Ψ

* * *

ΣΥΜΒΟΛΗ ΙΑΤΡΟΥ

Ο Στέλιος Ιατρού, ιστορικός από τη Θεσσαλονίκη, γράφει στο Ημερολόγιο για να βρίσκει αφορμές να χρονοτριβεί και ν’ αναβάλλει την παράδοση των εργασιών του. Σήμερα: Αγησίλαος της Σπάρτης.

Rosebud

Στην προχωρημένη για την κλασική αρχαιότητα ηλικία των σαράντα τριών ετών, ο Αγησίλαος Β΄, γιος του Αρχιδάμου Β΄ των Ευρυποντιδών, έγινε βασιλεύς της Σπάρτης, το 399 π.Χ., θέση στην οποία θα παρέμενε για σαράντα ένα χρόνια, μέχρι το 358 π.Χ., καθόλου λίγα, μια ολόκληρη ζωή.

Τον καιρό του Β΄ Περσικού Πολέμου, ογδόντα χρόνια νωρίτερα, η Σπάρτη διέθετε περίπου δέκα χιλιάδες Σπαρτιάτες πολίτες, που συγκροτούσαν και την οπλιτική ελίτ της πόλης, μα επί των ημερών του Αγησιλάου ο αριθμός αυτός είχε πέσει περίπου στους χίλιους, και η άλλοτε ηγεμονική δύναμη εξαρτιόταν για τις κατά ξηρά μάχες της από είλωτες και Λακεδαιμονίους, συμμάχους μάλλον απρόθυμους που κατέρχονταν στη μάχη με το στανιό στο πλευρό των Σπαρτιατών. 

Στη γεωπολιτική η επικαιρότητα είναι ενδιαφέρουσα μεν, αλλά για να εκτιμήσουμε πώς θα μοιάζει το μέλλον, ποια δύναμη θ’ αναδυθεί, ποια θα μείνει στάσιμη, και ποια θα πέσει, κοιτάμε μεγέθη όπως η δημογραφία, η ενέργεια, το διαθέσιμο πόσιμο νερό, η οικονομία, οι διαστάσεις και οι όψεις της παραγωγής, το κλίμα, οι ευθυγραμμίσεις συμφερόντων και οι ανταγωνισμοί προτεραιοτήτων.

Ήταν τέτοια η δημογραφική παρακμή της Σπάρτης στον καιρό του, ώστε μολονότι ο Αγησίλαος είχε γεννηθεί ασχημούλης και με κάποια χωλότητα, οι γέροντες αποφάσισαν να μη θανατωθεί το βρέφος, γιατί μάλλον κάποια επιείκεια είχε αρχίσει να υπαγορεύει τέτοιες επιλογές, προκειμένου να μην εξαλειφθεί ο πληθυσμός των πολιτών σε μια-δυο γενιές, εάν εξακολουθούσαν να ισχύουν τα παλαιά ήθη του Καιάδα.

Ήταν τέτοια η δημογραφική παρακμή της Σπάρτης στον καιρό του, ώστε μολονότι ο Αγησίλαος είχε γεννηθεί ασχημούλης και με κάποια χωλότητα, οι γέροντες αποφάσισαν να μη θανατωθεί το βρέφος

Ο Αγησίλαος ανεδείχθη στον σπουδαιότερο βασιλέα της Σπάρτης, σύμφωνα με τον Θεόπομπο, συνδέοντας τ’ όνομά του με τις τρεις δεκαετίες της Ηγεμονίας που ακολούθησαν το νικηφόρο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.), που όλοι στην Ελλάδα αποκαλούσαν Αθηναϊκό Πόλεμο. Στη συνέχεια, συνέδεσε τ’ όνομά του με το τέλος της ηγεμονίας, απ’ το οποίο η άλλοτε υπερδύναμη ποτέ δεν συνήλθε.

ΣΥΜΒΟΛΗ ΙΑΤΡΟΥ

Εδώ προκύπτει μια αντίφαση, πώς δηλαδή ήταν ο σπουδαιότερος μα κι εκείνος ο βασιλεύς που έριξε την ένδοξη πόλη του στη β΄ κατηγορία μεταξύ των πόλεων-κρατών μέσα σε μια γενιά. 

Για την αντίφαση ευθύνεται ο γνωστός μας Ξενοφών ο Αθηναίος, που συνέγραψε τα «Ελληνικά», μιαν ιστορία των ετών 411-362 π.Χ., στην οποία κεντρική θέση κατέχει ηρωικά ο φίλος του ο Αγησίλαος, για τον οποίον συνέγραψε και πανηγυρική βιογραφία, όπου τον εγκωμίαζε για τις πολλές του αρετές, και τον ξέπλενε απ’ τους σπίλους που δέχθηκε η μνήμη του μετά θάνατον. 

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης στα «Ελληνικά Οξυρρύγχια« και ο Πλούταρχος στον «Βίο του Αγησιλάου» μάς παραδίδουν κάμποσα άβολα πραγματάκια που ο Ξενοφών κάπως παρέλειψε, εδώ χωρίς να φταίει κάποια μετάφραση.

Στα επτά του, ο Αγησίλαος εστάλη να λάβει την «αγωγή», διότι δεν θεωρείτο ακόμα τότε διάδοχος του πατέρα του, και έτσι δεν εξαιρέθηκε απ’ τη σκληρή και, όχι σπάνια, θανάσιμη στρατιωτική εκπαίδευση των νεαρών Σπαρτιατών. Άλλος ένας διάσημος που είχε λάβει την «αγωγή» και κατόπιν έγινε και βασιλεύς ήταν ο Λεωνίδας, ο γνωστός μας απ’ τις Θερμοπύλες και την ταινία «300» του Ζακ Σνάιντερ (2006) με τον Τζέραρντ «This. Is. SPARTA!» Μπάτλερ. 

Άλλος ένας διάσημος που είχε λάβει την «αγωγή» και κατόπιν έγινε και βασιλεύς ήταν ο Λεωνίδας, ο γνωστός μας απ’ τις Θερμοπύλες και την ταινία «300» του Ζακ Σνάιντερ (2006) με τον Τζέραρντ «This. Is. SPARTA!» Μπάτλερ

Ο Αγησίλαος τα πήγε περίφημα εκεί, έγινε παιδαράς πολεμισταράς, η κάποια αναπηρία του έγινε καύσιμο για ανώτερη ακόμα προσπάθεια, και τελικώς irrelevant για τα κατορθώματά του, και μολονότι σήμερα ως βαφτιστικό το «Αγησίλαος» μας ακούγεται so last century, ο φίλος μας έγινε πραγματικά ένα απ’ τα coolest lads βγαλμένος από ταινία του Γκάι Ρίτσι, όλοι οι άντρες τον θαύμαζαν για τις αρετές του στη μάχη, και τελικά ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε έγινε και ένας απ’ τους δύο βασιλείς της Σπάρτης. 

Όταν ανέλαβε, κυκλοφορούσε η προσδοκία πως είχε μπροστά του κάθε ευκαιρία και, κρισίμως, κανένα εμπόδιο, για να αποβεί ο σπουδαιότερος βασιλεύς της νικήτριας Σπάρτης.

Στις αρετές του, όμως, δεν εγγραφόταν το διπλωματικό, το πολιτικό, και το στρατηγικό αισθητήριο, οπωσδήποτε όχι η διορατικότητα. Καθόλου μικρή λεπτομέρεια. Συμβαίνει αυτό σε πριγκιπόπουλα, η δε ηγεσία είναι μια υπόθεση που απαιτεί να διαθέτει κανείς κάμποσο από πολλές αρετές μαζί, αρετές και της ειρήνης και του πολέμου.

Εδώ ο Αγησίλαος έμοιαζε πολύ με τον Βλαδίμηρο τον Πούτιν, που ήταν πολύ καλός για τη μεσαία γραφειοκρατία της υπηρεσίας του, στην οποία εκπαιδεύτηκε —στην τσαρική και τη σοβιετική Ρωσία, το κορυφαίο εφόδιο ήταν να μπορείς να είσαι γραφειοκρατικότερος απ’ τους άλλους γραφειοκράτες μέσα στα γρανάζια της υπηρεσίας σου—, μα του λείπουν τα πραγματικά ωφέλιμα για τον πετυχημένο ηγέτη εφόδια, που δεν τα έλαβε, γιατί ποτέ του η υπηρεσία δεν τον προόριζε για ηγέτη, αλλά για γκρίζο και αφανή foot-soldier.

Εδώ ο Αγησίλαος έμοιαζε πολύ με τον Βλαδίμηρο τον Πούτιν

Τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ακολούθησε πολύ νωρίς, μια δεκαετία αργότερα, ο Κορινθιακός Πόλεμος (395-387 π.Χ.), που άφησε τη γεωπολιτική ισορροπία στην Ελλάδα κάπως μετέωρη, όταν έληξε με τη Βασίλειο ή Ανταλκίδειο Ειρήνη [βλ. την προηγούμενη Συμβολή Ιατρού, της Κυριακής 6ης Ιουλίου], τους όρους και τις σκοπιμότητες της οποίας είχε υπαγορεύσει παρεμβατικά και εξ αποστάσεως ο Μεγάλος Βασιλεύς των Μηδοπερσών, που είχε στηρίξει σε proxy war την Αθήνα, τη Θήβα, την Κόρινθο, και το Άργος στον πόλεμο εναντίον της Σπάρτης· αυτές οι τρεις τελευταίες ήσαν τέως σύμμαχοί της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, μα δεν σήκωναν άλλο τον ιμπεριαλισμό και την αρπακτικότητά της, δεν είχαν λάβει δε και τα ωφελήματα που ανέμεναν μετά τη συντριβή των Αθηνών, και συμπαρατάχθηκαν με την τέως ηττημένη Αθήνα, που είχε γίνει τώρα κολλητούλα σε τσικ φλικ. 

Οι μεν Σύμμαχοι δεν κατόρθωσαν να θέσουν τέλος στη Σπαρτιατική Ηγεμονία, αλλά με φθορά-φθορά την εξασθένισαν τόσο πολύ, που την έφτασαν ένα σκαλοπάτι πριν την αδρανοποίηση, αν αυτό σας θυμίζει στόχους άλλων δυνάμεων του καιρού μας· η δε Σπάρτη, παρέμενε υπολογίσιμη δύναμη, που καμιά τους μοναχή της δεν θα τολμούσε αψήφιστα να την προκαλέσει σε αναμέτρηση, μα δεν ήταν τέτοια όπως είχε νωρίτερα υπάρξει, γιατί οι δομικές βλάβες και ζημίες της, όπως η δημογραφική αιμορραγία και η οικονομική εξάντληση, την είχαν εξουθενώσει. 

Οι μεν Σύμμαχοι δεν κατόρθωσαν να θέσουν τέλος στη Σπαρτιατική Ηγεμονία, αλλά με φθορά-φθορά την εξασθένισαν τόσο πολύ, που την έφτασαν ένα σκαλοπάτι πριν την αδρανοποίηση, αν αυτό σας θυμίζει στόχους άλλων δυνάμεων του καιρού μας

Η κατάσταση αυτή θύμιζε κάμποσο το ασαφές τέλος του Ψυχρού Πολέμου της εποχής μας, που άφησε τόσες υποθέσεις ανοιχτές, ώστε παρακαλούσε να επανέλθουμε σε συγκρούσεις για να τις επιλύσουμε οριστικότερα σε δεύτερο χρόνο. Ή την ατελή λύση του Ανατολικού Ζητήματος, που δεν έληξε, του οποίου οι γραμμές που χαράχτηκαν στην άμμο επαναχαράσσονται στις μέρες μας.

Και φτάνουμε στο 371 π.Χ., όταν ο Δήμος των Θηβαίων εξέλεξε τέσσερις Βοιωτάρχες, που έτσι αποκαλούνταν οι Στρατηγοί του Κοινού των Βοιωτών. Πρόβλημα! 

Τούτο διότι η κίνηση αυτή διατράνωνε πως κόντρα στη Βασίλειο Ειρήνη η Θήβα επανίδρυε το Κοινό των Βοιωτών, που η Ειρήνη και η Σπάρτη είχαν διαλύσει, καθώς στους σκοπούς της Ειρήνης ήταν να παγιωθεί μια ουδετερότητα της απομόνωσης μεταξύ όλων των πόλεων-κρατών, και να μην συγκροτούνται power blocks —τα power block politics ήσαν κεντρικό χαρακτηριστικό του Ψυχρού Πολέμου. 

Η Σπάρτη ξαφνικά έβλεπε έναν νέο πυρήνα ισχύος να συγκροτείται πλησίον της νοούμενης ως σφαίρας επιρροής της, από κει που οι Βοιωτικές πόλεις ήσαν νομικά ουδέτερες και αδιασύνδετες η μία με την άλλη. Τι λένε οι κυνικοί; Πως κάθε κρίση είναι μια ευκαιρία με άλλο ένδυμα. 

Τι λένε οι κυνικοί; Πως κάθε κρίση είναι μια ευκαιρία με άλλο ένδυμα

Η βοιωτική πρωτοβουλία έδινε στη Σπάρτη τη χρυσή αφορμή για να παρέμβει με τη βία, τάχα προς εφαρμογή των όρων της Βασιλείου Ειρήνης, κάτι που μας θυμίζει όσα λέει σήμερα το Κρεμλίνο για το ΝΑΤΟ και την Ουκρανία, προκειμένου να δικαιολογήσει την πολεμική εισβολή στην ξένη χώρα.

Ο γνωστός και από τον Ίλον Μασκ Βοιωτάρχης των Θηβών, Επαμεινώνδας, εμφανίστηκε στο συνέδριο των Ελληνικών πόλεων μετά την Ανταλκίδειο Ειρήνη, και είπε πως εκπροσωπούσε όλους τους Βοιωτούς κι όχι μονάχα την πόλη του, τη Θήβα. Ξεσήκωσε έτσι την αντίδραση όλων των συνέδρων, κι αρχικά υποχρεώθηκε να υπογράψει ως εκπρόσωπος μόνο των Θηβαίων, για να κατευνάσει τα πάθη, μα την επομένη ζήτησε να τροποποιήσει την υπογραφή του, αίτημα στο οποίο εναντιώθηκε με σκαιότητα ο Αγησίλαος, που σιχτίρισε τον Επαμεινώνδα quite unceremoniously απ’ το συνέδριο, προτού στείλει μαντάτο στους Εφόρους πίσω στη Σπάρτη, όπου επιτακτικά ζητούσε να λάβουν απόφαση για να δοθεί ένα τέλος στη θηβαϊκή απειλή που ανέτελλε, κατά την αντίληψή του. 

Πιεσμένοι από τον Αγησίλαο, οι Έφοροι σκέφτηκαν πως το τερατάκι έπρεπε να φονευθεί όσο ακόμα ήταν μικρό, και διέταξαν τον βασιλιά τους, Κλεόμβροτο από τον Οίκο των Αγιαδών, να εισβάλει στη Βοιωτία από τη γειτονική Φωκίδα, όπου βρισκόταν. 

Ο Κλεόμβροτος δεν ήταν ο καλύτερος διοικητής από τους δύο βασιλείς, αλλ’ ο Αγησίλαος είχε αποφασίσει να μείνει μακριά από τη μάχη, ισχυριζόμενος πως δεν ήθελε να φανεί πως επειδή είχε κοντραριστεί με τον Επαμεινώνδα ήταν από πάθος και μένος, αταίριαστο για βασιλέα, που ριχνόταν σε μάχη εναντίον του.

Εδώ τα πράγματα μοιάζουν πάλι με τον Ουκρανικό Πόλεμο των ημερών μας, γιατί ένα στράτευμα πολύ βολικά και τυχαία βρισκόταν στα σύνορα της χώρας που κατέληξε να δεχθεί την εισβολή του, και η δύναμη που εισέβαλε έψαχνε απλά την αφορμή για να το πράξει. Κοντά σ’ αυτά, εκείνος που επέλεξε την εισβολή προσποιήθηκε πως δεν ήταν κάτι πολύ σοβαρό που θ’ απαιτούσε τη δική του συμμετοχή, αλλά μπορούσε να το αναλάβει επιχειρησιακά κάποιος άλλος, ελάσσων διοικητής, διότι ο ίδιος είναι ψύχραιμος ηγεμόνας που δεν επενδύει ψυχικά στην επιτυχία της επιχείρησης, που τάχα άλλοι αποφάσισαν — οι Έφοροι εδώ, όπως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας στην περίπτωση του Πούτιν, θυμάστε εκείνη τη συνεδρίαση-παρωδία με το ταπεινωτικό dressdown του Σεργκέι Ναρίσκιν.

Εδώ τα πράγματα μοιάζουν πάλι με τον Ουκρανικό Πόλεμο των ημερών μας, γιατί ένα στράτευμα πολύ βολικά και τυχαία βρισκόταν στα σύνορα της χώρας που κατέληξε να δεχθεί την εισβολή του, και η δύναμη που εισέβαλε έψαχνε απλά την αφορμή για να το πράξει

Οι Σπαρτιάτες κατέβασαν στη μάχη ένα τρομακτικό στράτευμα έντεκα χιλιάδων ανδρών, αλλά μονάχα επτακόσιοι απ’ αυτούς ήσαν Σπαρτιάτες, και οι υπόλοιποι ήσαν είλωτες και σύμμαχοι Λακεδαιμόνιοι, που μικρή σχέση είχαν με τον πόλεμο. Κάπως σαν τα εικοσάχρονα παλικαράκια, τους Καντίροφτσι, τους Βάγκνερ, και το κακό συναπάντημα που είχε κατεβάσει στην Ουκρανία ο Βλαδίμηρος.

Οι δε Θηβαίοι αντιπαρατάχθηκαν με έξι χιλιάδες οπλίτες, σε φάλαγγα βάθους πενήντα ανδρών αντί των συνηθισμένων έξι ή οκτώ, όταν ο Επαμεινώνδας εφάρμοσε για πρώτη φορά την τακτική της λοξής φάλαγγας —ευχαριστούμε, Ίλον, που μας πρόφτασες στη γωνία με το reference, μας υποχρέωσες—, χωρίζοντας τη φάλαγγα σε δύο πτέρυγες: την αριστερή που αναλάμβανε το κύριο βάρος προέλασης πιο μπροστά απ’ τη γραμμή του μετώπου, και τη δεξιά που ήταν λιγότερο ενισχυμένη, και έμενε πίσω να κρατήσει άμυνα όσο καλύτερα μπορούσε, μέχρι να προχωρήσει κι η ίδια πλευροκοπώντας και περικυκλώνοντας τη σπαρτιατική.

Για να μην τα πολυλογώ, στη Μάχη των Λεύκτρων της 6ης Ιουλίου του 371 π.Χ., οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν παταγωδώς, και μαζί έχασαν οριστικά την Πελοποννησιακή τους Συμμαχία, τέτοια που είχε πλέον καταντήσει εκείνα τα χρόνια τέλος πάντων, συνάμα έχασαν οριστικά την ηγεμονία στην Ελλάδα, και δεν τρόμαζαν πια κανέναν, γιατί το πεδίο της μάχης είχε στρωθεί με τα πτώματα των νεκρών Σπαρτιατών πολιτών/οπλιτών τους, καμιά τετρακοσαριά από τους επτακόσιους, που ήσαν περίπου οι μισοί του συνολικού Σπαρτιατικού ελίτ στρατεύματος. Σοκ και δέος!

Για να μην τα πολυλογώ, στη Μάχη των Λεύκτρων της 6ης Ιουλίου του 371 π.Χ., οι Λακεδαιμόνιοι ηττήθηκαν παταγωδώς

Η Μεσσήνη, που για τριακόσια χρόνια ήταν υποταγμένη στους Σπαρτιάτες και οι πολίτες της ήσαν είλωτες, απελευθερώθηκε από τη σπαρτιατική τυραννία, και οικοδόμησε ξανά τα τείχη της. Τότε οι γυναίκες της Σπάρτης είδαν από τους λόφους της γης τους για πρώτη φορά στη ζώσα μνήμη αιώνων στρατόπεδα εχθρών ν’ ανάβουν τα βράδια φωτιές.

Επιχειρώντας να κρατήσουν οι Σπαρτιάτες τους εχθρούς μακριά, τους έφεραν για πάντα δίπλα τους, διότι δεν είχαν κατανοήσει πως έτσι όπως συμπεριφέρονταν στους ηγεμονευόμενούς τους, εκείνοι ήσαν πάντοτε εχθροί τους, που περίμεναν πότε θα εξασθενήσουν οι μισητοί επικυρίαρχοί τους για ν’ απελευθερωθούν απ’ τον ζυγό τους. 

Ακόμα, το σύστημα πολιτειακής οργάνωσης του Λυκούργου εξάντλησε για πάντα στο εξής τα όριά του, αποτυγχάνοντας. Χωρίς την ατμομηχανή των ειλώτων, και δίχως τους σκιαγμένους της συμμάχους που παλαιότερα την ακολουθούσαν επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή, η Σπάρτη κατέστη μια πόλη-κράτος β΄ κατηγορίας, που εξακολούθησε να ζει μέσα στην άρνηση για το νέο της πεπρωμένο, πετώντας πού και πού εξυπνάδες σε Μακεδόνες και Ρωμαίους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν την αλλαγή, που η Σπάρτη τόσο ξεροκέφαλα είχε αποπειραθεί ν’ απωθήσει, παραμένοντας για πάντα στην Αρχαϊκή Εποχή.

Η Ρωσία του Πούτιν, η παρακμιακή ψυχασθενής θυγατέρα της τυραννικής Σοβιετίας, που με την πρώτη ευκαιρία την εγκατέλειψαν τρέχοντας οι με το ζόρι σύμμαχοι [debatable αυτό, όπως θα εξηγήσω σε άλλη συμβολή], που κι εκείνη ήταν η μεταμόρφωση της μισητής, τσαρικής απολυταρχίας, που δεσποτικότερη δύσκολα θα έβρισκε κανείς στην εποχή της, αυτά τα καμώματα της Σπάρτης του Αγησιλάου ξεδιπλώνει σήμερα, και παρόμοια μοίρα την περιμένει, όταν η χώρα των ειλώτων δίπλα της θα λεφτερωθεί και θα χτίσει μπροστά στα μάτια της τα τείχη της ανεξαρτησίας της, κι όλοι θα ξέρουν πια πως η Ρωσία ρίχνει μακρά σκιά, όχι γιατί είναι ψηλή, μα γιατί ο ήλιος σηκώνεται απ’ τ’ ανατολικά, κι έτσι τι να κάνουμε, και ένας κοντός ακόμα ρίχνει ψηλή σκιά στα δυτικά το ξημέρωμα και στ’ ανατολικά το δειλινό.

Η Ρωσία του Πούτιν, η παρακμιακή ψυχασθενής θυγατέρα της τυραννικής Σοβιετίας, που με την πρώτη ευκαιρία την εγκατέλειψαν τρέχοντας οι με το ζόρι σύμμαχοι 

Όπως και σήμερα συμβαίνει, έτσι και τότε, οι πρωταγωνιστές των μεγάλων συγκρούσεων αρνούνταν να δουν μετά τα Λεύκτρα πως είχαν ήδη ηττηθεί οριστικά, ελπίζοντας πως η παρτίδα μπορούσε ακόμα να γυρίσει.

Το 370 π.Χ., ευρεθείς σε αδιέξοδο, ο Αγησίλαος άνοιξε νέο μέτωπο εισβάλλοντας στην Αρκαδία, για να δείξει στους Σπαρτιάτες πως παρέμεναν μια μεγάλη δύναμη ικανή για μεγάλες εκστρατείες άσκησης ηγεμονίας.

Ακολούθησαν εξεγέρσεις των ειλώτων και των περίοικων, ακόμα και συνωμοσίες Σπαρτιατών, διότι η κρίση γεννά ευκαιρίες και η εξασθένιση δεν περνά απαρατήρητη. Εντούτοις, και παρά τις τέσσερις διαφορετικές στρατιές που εισέβαλαν στη Λακωνία εκείνο το έτος υπό τον Επαμεινώνδα, ο Αγησίλαος κατόρθωσε να σώσει την ηρωικά ατείχιστη Σπάρτη από την απειλή, που, όμως, είχε πλέον μεταφερθεί στη Λακωνία, κι αυτό δεν ήταν καθόλου αφορμή για πανηγυρισμούς.

Ακολούθησαν εξεγέρσεις των ειλώτων και των περίοικων, ακόμα και συνωμοσίες Σπαρτιατών, διότι η κρίση γεννά ευκαιρίες και η εξασθένιση δεν περνά απαρατήρητη

Έπρεπε να γίνει κάτι θεαματικό για να αλλάξει το αφήγημα.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 366 π.Χ., και ενώ πλέον ο Πέρσης Μεγάλος Βασιλεύς ευνοούσε και στήριζε τη Θήβα παίζοντας σκάκι με τα εσωτερικά των ελληνικών πόλεων-κρατών, οι δύο παλαιοί θανάσιμοι ανταγωνιστές, Σπάρτη και Αθήνα, αποφάσισαν γι’ αντιπερισπασμό να παράσχουν στήριξη στον Αριοβαρζάνη, Σατράπη της Φρυγίας, που μαζί με άλλους Σατράπες [Αυτοφραδάτη της Λυδίας, Δατάμη της Καππαδοκίας ή Κιλικίας, Ορόντη της Αρμενίας, και Μαύσωλο της Καρίας] είχε στασιάσει κατά τη Μεγάλη Εξέγερση των Σατραπών (περ. 370 - περ. 360 π.Χ.) εναντίον του Αρταξέρξη Β΄ (404-359/8 π.Χ.).

Ο ίδιος ο γηραιός πια Αγησίλαος εκστράτευσε το 364 π.Χ. στη Μικρά Ασία εκ μέρους της Σπάρτης στο πλευρό του Αριοβαρζάνη, οι δε Αθηναίοι απέστειλαν ένα σώμα υπό τον Τιμόθεο, που, όμως, απέφυγε να εμπλακεί ενεργά, όταν πια η σύγκρουση του Σατράπη με τον Αρταξέρξη Β΄ κατέστη σκληρά μετωπική. Παράλληλα, οι Αθηναίοι απέστειλαν μια μισθοφορική δύναμη υπό τον Χαβρία ως ενίσχυση στον Φαραώ Τέω ή Τάχω της 30ής Δυναστείας, που επίσης είχε στασιάσει κατά των Περσών.

Εντούτοις, για τον Αγησίλαο, η δική του εμπλοκή σε μακρινές εκστρατείες επαναβεβαίωνε στους Σπαρτιάτες πως ήσαν ακόμη δύναμη, έστω και με τα χρήματα του Αριοβαρζάνη, χωρίς στο μεταξύ οι εσωτερικές απειλές στην Ελλάδα να έχουν κοπάσει. Αυτό να το προσέξουμε και στην εποχή μας: υπάρχει μια τάση ορισμένων ηγετών, όταν όλα πάνε στραβά στα εσωτερικά τους, να αναζητούν καταφυγή σε μεγάλες διεθνείς πρωτοβουλίες, συχνά δίχως απώτερο σχέδιο.

Αυτό να το προσέξουμε και στην εποχή μας: υπάρχει μια τάση ορισμένων ηγετών, όταν όλα πάνε στραβά στα εσωτερικά τους, να αναζητούν καταφυγή σε μεγάλες διεθνείς πρωτοβουλίες, συχνά δίχως απώτερο σχέδιο

Το 362 π.Χ., ο Επαμεινώνδας εισέβαλε και πάλι στην Πελοπόννησο απειλώντας τη Σπάρτη. Στις 4 Ιουλίου του 362 π.Χ., δόθηκε η Μάχη της Μαντίνειας. Τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα και τους Βοιωτούς του Κοινού ενίσχυαν οι Θεσσαλοί, οι Αρκάδες, οι Αργείοι, οι Ευβοείς, και οι Μεσσήνιοι. Στο πλευρό των Σπαρτιατών του Αγησιλάου στάθηκαν οι Αθηναίοι, οι Μαντινείς, και οι Ηλείοι.

Η μάχη απέβη τακτική μεν νίκη των Θηβαίων, όμως στρατηγικά υπήρξε ασαφής, διότι ο Επαμεινώνδας λαβώθηκε θανάσιμα, μαζί με άλλες ηγετικές φυσιογνωμίες Θηβαίων και Βοιωτών, αφήνοντας έτσι ακέφαλη την πόλη του και το Κοινό. Η εξέλιξη αυτή σήμανε τη δύση της βραχύβιας θηβαϊκής ηγεμονίας, που είχε εξαρτηθεί σε κρίσιμο βαθμό από τα ηγετικά της πρόσωπα. Από την άλλη, ακόμα μια ήττα για τους Σπαρτιάτες συνοδεύτηκε από απώλειες σε άντρες, έναν ελίτ πόρο που εξαντλείτο χωρίς δυνατότητα γοργής αναπλήρωσης — γεννήσεις, εκπαίδευση, εμπειρία. Θήβα και Σπάρτη εξήλθαν τόσο βαριά πληγωμένες, ώστε οι σύμμαχοί τους να αμφιβάλλουν πολύ σοβαρά για τη σκοπιμότητα να διατηρήσουν τη συστράτευση μαζί τους. Όταν μια ηγέτιδα δύναμη σε μια συσπείρωση συμμάχων απολέσει το πολύτιμο κεφάλαιο του ηγεμονικού της προφίλ, όταν πάψει δηλαδή να εμπνέει πλέον τους συμμάχους της, αυτό το τραύμα πολύ δύσκολα θεραπεύεται, γιατί είναι το απότοκο άλλων διεργασιών που πρέπει να προηγηθούν επιτυχώς, και δεν παρέχονται πολλές ευκαιρίες για την ανάκτηση των χαμένων. 

Ο φίλος μας ο Ξενοφώντας και άλλοι συγκαιρινοί ιστορικοί, όπως ο Έφορος, παγιδευμένοι στα ερμηνευτικά σχήματα της εποχής τους, αδυνατούσαν να διευκρινίσουν αν η Μαντίνεια σήμανε κάποια ιστορική τομή, διότι πρακτικά δεν είχαν αλλάξει χέρια τίποτα εδάφη, δεν εάλω κάποια γη, πόλη, περιφέρεια, δεν συνετρίβη πολιτικά κάποια δύναμη με αποφασιστικό τρόπο, ώστε να αναδυθεί και αποφασιστικά κάποια άλλη, εισάγοντας μια περίοδο νέας ηγεμονίας μέσα στον ελληνικό κόσμο. Όλες οι εμπλεκόμενες δυνάμεις είχαν κατορθώσει να αλληλοφθαρούν έως εξάντλησης. Το χαοτικό αδιέξοδο στην ηγεμονία της Ελλάδας που έβλεπε ο Ξενοφών ως μόνιμη κατάσταση, θα λυνόταν αργότερα, με την άνοδο των Μακεδόνων του Φιλίππου Β΄, που είχε ανδρωθεί ως όμηρος στη Θήβα (368-365/4 π.Χ.), και διδάχθηκε εκεί πολλά στο πλευρό του Επαμεινώνδα. 

Κι αυτό είναι, ίσως, ένα μάθημα και για μας σήμερα: καθώς πολλαπλασιάζονται οι εστίες των φαινομενικά και λογικά αδιέξοδων πολέμων, μπορεί κανείς να υποθέσει πως το πράγμα όντως δεν βγάζει πουθενά, ή μπορεί να φανταστεί πως στο προσεχές μέλλον θα δοθεί διέξοδος στα αδιέξοδα, (ότ)αν οι περιφερειακές συγκρούσεις εγγραφούν κάποια στιγμή σε έναν ευρύτερο πόλεμο. Κάπως έτσι συνέβη και με τον Β΄ Π.Π.

Κι αυτό είναι, ίσως, ένα μάθημα και για μας σήμερα: καθώς πολλαπλασιάζονται οι εστίες των φαινομενικά και λογικά αδιέξοδων πολέμων, μπορεί κανείς να υποθέσει πως το πράγμα όντως δεν βγάζει πουθενά

Η ήττα στη Μαντίνεια βιώθηκε και από τον ίδιο τον Αγησίλαο ως μια ακόμα έσχατη ευκαιρία, μιας και δεν είχαν τελειώσει όλα συντριπτικά για κείνον, όπως για τον Επαμεινώνδα. Κάνοντας ό,τι νόμιζε πως ήξερε να κάνει καλύτερα, εκστράτευσε ο ίδιος στην Αίγυπτο, ηγούμενος μισθοφορικής δύναμης στο πλευρό του Φαραώ Τέω κατά των Περσών. 

Το θέρος του 358 π.Χ., άλλαξε πλευρό, στηρίζοντας τον ανταγωνιστή και εξάδελφο του Τέω, τρίτο και τελευταίο Φαραώ της 30ής Δυναστείας, Νεκτανεβώ Β΄, που τον αντάμειψε για τις υπηρεσίες του με κάτι παραπάνω από διακόσια τάλαντα χρυσού. Ο 84χρονος βασιλεύς κίνησε να επιστρέψει στη Σπάρτη από τις νίκες της αμφιλεγόμενης εκστρατείας του, όμως απεβίωσε στην Κυρηναϊκή, που σήμερα διαφεντεύει ο Χαλίφα Χάφταρ. Το σώμα του ταριχεύθηκε σε μελισσοκέρι, και ετάθη στη Σπάρτη. Τον βασιλιά που παρέλαβε ηγεμονία και παρέδωσε αδυναμία διαδέχθηκε ο γιος του, Αρχίδαμος Γ΄.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Κρίτων Ωραιόπουλος (Ηλίας Κανέλλης), «Duck soup» (Εκδόσεις The Books’ Journal)

Η αγγλική ιδιωματική έκφραση «duck soup» σημαίνει ότι κάτι είναι εξαιρετικά εύκολο, «παιχνιδάκι» ή, όπως λέμε, «ευκολάκι». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια εργασία ή μια δραστηριότητα που μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς καμία απολύτως δυσκολία ή προσπάθεια. Η προέλευση της φράσης έχει δύο επίπεδα. Κατά πρώτον, βασίζεται στην ιδέα ότι οι πάπιες θεωρούνται ιστορικά εύκολος στόχος για τους κυνηγούς, ενώ η παρασκευή σούπας είναι επίσης μια σχετικά απλή μαγειρική διαδικασία. Ο συνδυασμός των δύο εννοιών δημιούργησε μια ισχυρή μεταφορά για οτιδήποτε μπορεί να επιτευχθεί αβίαστα. Ωστόσο, η φράση καθιερώθηκε στην αμερικανική αργκό και έγινε ευρέως γνωστή μέσω της ομώνυμης ταινίας των μεγίστων Αδελφών Μαρξ, που κυκλοφόρησε το 1933. Η ταινία, αν και δεν είχε καμία σχέση με πάπιες ή σούπες, μιλά για το πόσο αβίαστα μπορεί να προκύψει (ακόμη και) μία καταστροφή: είναι πάντα ευκολάκι, piece of cake.

Στην Κουζίνα της Ανάγνωσης

Και ήταν βέβαια, το «Duck soup», και ο (δάνειος από τους Μαρξ) τίτλος μιας μηνιαίας ρουμπρίκας, μιας σειράς άρθρων —32 στον αριθμό, από χίλιες λέξεις το καθένα— που δημοσιεύτηκαν από το 2013 ώς το 2016 στο περιοδικό του Ηλία Κανέλλη, The Books’ Journal. Τα άρθρα υπέγραφε ο ειδικός στην κοινωνιολογία της τροφής, Κρίτων Ωραιόπουλος — που δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Ηλία Κανέλλη, όπως μάθαμε κάποια στιγμή αργότερα. Τώρα, τα κείμενα αυτά —μαζί με πρόλογο και επίλογο— συγκεντρώνονται σε έναν τόμο, μικρό και λαχταριστό σαν «βρόμικο» στη γωνιά της πλατείας στις 3 τα χαράματα, που έρχεται για να στρώσει το στομάχι μας από τον κακό αχό των ημερών, ή αν θέλετε σαν ένα λοξό μαγέρικο λίγο έξω από την Πομπηία, που το τρέχει ένας είρων μάγειρας, που δεν είναι μόνο μάγειρας. Κυκλοφορεί από το νεοσύστατο εκδοτικό βιβλίων τού περιοδικού σε ωραία έκδοση τσέπης, που —εκ πεποιθήσεως— της λείπει κάθε εκζήτηση: σε αντίθεση με έναν σύγχρονο σκληρόδετο και πολύχρωμο τσελεμεντέ με ιλουστρασιόν σελίδες και άπειρες φωτογραφίες, το «Duck soup» του Κανέλλη είναι σχεδόν παλπ.

Τώρα, τα κείμενα αυτά —μαζί με πρόλογο και επίλογο— συγκεντρώνονται σε έναν τόμο, μικρό και λαχταριστό σαν «βρόμικο» στη γωνιά της πλατείας στις 3 τα χαράματα

Ο Κανέλλης, βέβαια, δεν μιλά μόνο για την τροφή, για το φαγητό, ή για το μαγείρεμα. Και δεν το κάνει, για δύο λόγους: καταρχάς επειδή ο ίδιος δεν είναι μόνο μάγειρας, ή μόνο κάποιος που αγαπά την κουζίνα, τα υλικά της τροφής, και την ιστορία τους — είναι πολλά άλλα ακόμα (και δεν εννοώ μόνο δημοσιογράφος, πολιτικός αναλυτής, αρθρογράφος, παραγωγός ραδιοφώνου κ.τ.σ.)· και κατά δεύτερον γιατί και η κουζίνα δεν είναι ένα μόνο πράγμα, κάτι ας πούμε ξεκομμένο από τον λοιπό ανθρώπινο βίο: βασικά, είναι όλος μας ο πολιτισμός μέσα σε μια χύτρα που κοχλάζει, σ’ ένα τηγάνι, σ’ ένα ταψί, σε μια γάστρα, σε ένα γουόκ, ή σε ό,τι μαγείρεψε ποτέ ο κόσμος.

Ο άνθρωπος άρχισε να μαγειρεύει ψήνοντας το κυνήγι στη φωτιά (το κρέας ήταν πιο εύπεπτο έτσι, και η πρόσληψη θερμίδων ευκολότερη και πιο πλούσια), σχεδόν ένα εκατομμύριο χρόνια πίσω —όχι ακριβώς εμείς, δηλαδή, ακόμα δεν είχαμε φανεί στην πιάτσα: ο παππούς μας Homo erectus—, αλλά άργησε πάρα πολύ να δημιουργήσει «κουζίνα» και «γαστρονομία». Το πρωτοέκανε όταν συνδύασε τη φωτιά με το αλάτι, τα μυρωδικά, τα μπαχαρικά και τα λογής αρτύματα που έβρισκε ή έφτιαχνε, μετατρέποντας την τροφή από καύσιμο επιβίωσης σε πολιτισμική έκφραση και τέχνη — κυρίως: σε έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες του ανθρώπινου πολιτισμού, αφενός, και σε έναν ισχυρότατο συνδετικό κρίκο για κάθε κοινωνία, αφετέρου. Η σχέση μας με το φαγητό υπερβαίνει κατά πολύ την απλή κατανάλωση θερμίδων· είναι μια περίπλοκη διαδικασία, βαθιά ριζωμένη στην ταυτότητα, τις παραδόσεις και τις κοινωνικές μας δομές. Κάθε μπουκιά κουβαλά πολιτισμικές αξίες, ιστορικές μνήμες και κοινωνικούς συμβολισμούς, φορτία ολόκληρα, καθιστώντας το φαγητό μια παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας.

Τώρα, από τον Homo erectus ώς το Master Chef, από τη φωτιά στα πυρότουβλα ώς τα σύγχρονα εστιατόρια που λειτουργούν σαν «εργαστήρια γεύσης», το food styling και τα βιντεάκια με φαγητά στο TikTok, μεσολάβησαν πολλά. Και ακριβώς γι’ αυτά τα πολλά είναι που διαβάζουμε σ’ αυτό το γοητευτικό εγχειρίδιο, που δεν έχει κανένα πρόβλημα (το αντίθετο!) να κάνει απρόσμενες βουτιές (ή μάλλον: βούτες) στην ωραία σάλτσα της λογοτεχνίας, του σινεμά, των ιδεών, και της πολιτικής. Οι λογοτεχνικές, κινηματογραφικές, εικαστικές και λοιπές αναφορές, και τα ονόματα που ανακατεύονται στη ζύμη του βιβλίου, συγκινούν και δίνουν θάρρος στον αναγνώστη. Γιατί είναι ωραία, μυρωδάτα, και νοστιμότατα. Σου ζεσταίνουν την κοιλιά. Ομολογούμε πως μας αρέσει το φαγητό και η φιλολογία —και η κοινωνιολογία— γύρω από το φαγητό, και (ξανα)καταβροχθίσαμε τις σελίδες τού «Duck soup» όπως ο Πόλντο τα χάμπουργκερ.

Οι λογοτεχνικές, κινηματογραφικές, εικαστικές και λοιπές αναφορές, και τα ονόματα που ανακατεύονται στη ζύμη του βιβλίου, συγκινούν και δίνουν θάρρος στον αναγνώστη. Γιατί είναι ωραία, μυρωδάτα, και νοστιμότατα. Σου ζεσταίνουν την κοιλιά

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο — όχι απλώς ένα βιβλίο για το φαγητό· ένα βιβλίο για τη ζωή:

Ό,τι ο ιστορικός της Μεσογείου Φερνάν Μπροντέλ ονόμασε μεσογειακή διατροφή (τη διατροφή που βασιζόταν στο ψωμί, στο λάδι και στο κρασί), στη νεότερη Ελλάδα υπηρέτησαν μάγειροι όπως ο Τσελεμεντές, η Σοφία Σκούρα ή η Χρύσα Παραδείση, και διαστρέβλωσαν βουτηγμένοι μέσα στον νεοπλουτισμό και στο δήθεν πολλοί μεταγενέστεροι συνάδελφοί τους της τηλεοπτικής μαγειρικής. Η Ελλάδα έφτασε στη χρεοκοπία με εθνικά φετίχ την αστακομακαρονάδα και τη ρόκα παρμεζάνα. Όταν η παράκρουση του νεοπλουτισμού έφτανε στο τέλος της και η μεν μάζα άρχισε να επιστρέφει στο πιτόγυρο με απ’ όλα, οι δε «ψαγμένοι» έψαχναν τρόπους να κολακέψουν κάπως όσους τη σκαπούλαραν από τις άγριες συνέπειες της χρεοκοπίας, την εποχή που η τηλεόραση μύριζε σοταρισμένο κρεμμύδι, ο Επίκουρος, ο πιο διάσημος columnist της κοινωνιολογίας της τροφής, αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητα του ελληνικού φαγητού, στην κατεύθυνση όχι της νεοπλουτίστικης αλλά μιας πιο λεπτής, πιο απαιτητικής και πιο φινετσάτης, κανονικά επικούρειας αντίληψης. Το μανιφέστο, κατά κάποιον τρόπο, αυτής της ταυτότητας (και των εχθρών της) είναι το βιβλίο του «Η νέα ελληνική κουζίνα» (Ίκαρος, 2012). Σ’ αυτό, που ο ίδιος το κωδικοποιούσε με αρχικά, ΝΕΚ, τα ίδια αρχικά με τα οποία επιχείρησαν οι κριτικοί κινηματογράφου να κωδικοποιήσουν τον διανοουμενίστικο, πολιτικοποιημένο και πολύ ερμητικό κινηματογράφο που παρήχθη μετά τη χούντα, επιχειρεί να πει ότι η ταυτότητα αυτή έγκειται στον μοντερνισμό της αναζήτησης μιας νέας γαστριμαργικής εκλέπτυνσης, όπως αυτή εκφράζεται στη μαγειρική ορισμένων μαγείρων που, με σπουδές ή εμπειρία στο εξωτερικό, επιστρέφουν για να ξαναπιάσουν πειράζοντάς τες τις τροφές των γιαγιάδων μας: το παστίτσιο, το στιφάδο, τα μακαρόνια με κιμά, τα παπουτσάκια, τη σπανακόπιτα, τους λαχανοντολμάδες, τη μαγειρίτσα, το αρνί στη σούβλα, τα νηστίσιμα και τα λαδερά…

Conan the Barbarian

Αλλά δεν θα μπορούσα να κλείσω αυτή τη μικρή αναφορά στο «Duck soup» χωρίς να πω και αυτό, «επί προσωπικού». Δεν θα μακρηγορήσω βέβαια λέγοντας όλους τους λόγους για τους οποίους αγαπώ και θαυμάζω τον Ηλία Κανέλλη, που είναι πολλοί και σημαντικοί, αν και θα έπρεπε· θα μείνω μόνο στο εξής: μολονότι, όπως είπαμε και πριν, είναι γνωστός σαν δημοσιογράφος πρωτίστως, κατόπιν σαν παραγωγός και παρουσιαστής ενός σπιρτόζικου ραδιοφώνου αιχμής, και τέλος σαν εκδότης, ο Κανέλλης ξεκίνησε (σαν κριτικός) από το σινεμά και τα κόμικς. Δυο κόσμους που τους αγάπησε πολύ, και τους έμαθε απέξω κι ανακατωτά. Βασικά, ακόμη και σήμερα δεν είναι πολλοί εκείνοι που ξέρουν περισσότερα, βαθύτερα και διεισδυτικότερα πράγματα γι’ αυτά τα δυο πολιτισμικά γλυκίσματα, που είναι ταυτόχρονα και κυρίως πιάτα. Και όταν λέω «βαθύτερα και διεισδυτικότερα», το εννοώ. Εξ ου και, ξαφνιάστηκα μεν μα δεν απόρησα κιόλας, όταν είδα στο «Duck soup» —ανάμεσα σε σπουδαίους, αρχαίους και σύγχρονους, Έλληνες και ξένους, λογοτέχνες, κοινωνιολόγους, φιλοσόφους, ζωγράφους και άλλους τρανούς— την άμεση αναφορά στον Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ και στον Κόναν του, και μάλιστα στην απεικόνιση του βάρβαρου Κιμμέριου (όχι σε σκηνή μακελέματος αλλά ευωχίας σε καπηλειό) από τον Τζον Μπουσίμα στα περίφημα κόμικς της Marvel. Ωραία πράγματα, γευστικά, χορταστικά, δικά μας. Και καθόλου ευκολάκια.

  • Nά και το οπισθόφυλλο:

Η κουλτούρα της κουζίνας μάς δίνει σήματα για να εξηγήσουμε τον κόσμο. Είμαστε ό,τι τρώμε· οι διατροφικές μας συνήθειες, οι μόδες, οι συνταγές, τα εστιατόρια και τα μαγέρικα, η ενασχόληση με τη διατροφή από τον Τύπο και από τα κοινωνικά δίκτυα, η αναπαράσταση διατροφικών συνηθειών από τη λογοτεχνία, αυτά και πολλά άλλα αποκαλύπτουν τα χαρακτηριστικά μας, τα χαρακτηριστικά των ομοίων μας και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας που μας περιλαμβάνει. Για όλους αυτούς τους λόγους γράφτηκαν αυτά τα κείμενα, για τους ίδιους λόγους τα συγκεντρώνουμε σε μια έκδοση δέκα χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή τους. Κατατίθενται στην κρίση των αναγνωστών ως μια μαχητική κριτική πολιτιστικών συμπεριφορών της καθημερινότητάς μας, ως τεκμήρια μιας εποχής, ως συγγραφική άσκηση που ζητάει επιβεβαίωση ή, έστω, ως απότοκο μιας προσωπικής ματαιοδοξίας.

ΜΑΣΤΕΡ ΣΕΦ

Βρείτε το στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη
Νίκο, σήκω, ήλθαν οι δικοί μας! Ο Νίκος Χριστοδούλου περιγράφει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

«Ξυπνάτε από τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι / Να δήτε την πατρίδαν σας απελευθερωμένη. / Ξυπνάτε από τα μνήματα, δεν είσθε πια ραγιάδες / Ξυπνάτε κι ήρθ’ η λευθεριά, έφυγαν οι αγάδες»

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY