Βιβλιο

Γιώργος Αριστηνός - Νάρκισσος και Ιανός: Το υπερθέαμα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας

Στο νέο του βιβλίο µελετά το φαινόµενο του µοντερνισµού και µεταµοντερνισµού, όπως και το αντίκτυπό τους στη σύγχρονη λογοτεχνία

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
Ηλίας Ευθυμιόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 946
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιώργος Αριστηνός - Νάρκισσος και Ιανός: Το υπερθέαμα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας

Γιώργου Αριστηνού- «Νάρκισσος και Ιανός»: Παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νίκας

Ενώ έξω περνάει ο παλιατζής που αγοράζει «παλιές μπανιάρες», εγώ κάθομαι στον αναπαυτικό μου καναπέ ένα ηλιόλουστο πρωινό του Φεβρουαρίου και ξεφυλλίζω το νέο βιβλίο του Γιώργου Αριστηνού για τον «Μοντερνισμό στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία», με τίτλο «Νάρκισσος και Ιανός», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νίκας. Σύμπτωση; Δεν νομίζω.

Γιατί, αντίθετα με ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει κανείς (μη ειδικός και εκτός του φιλολογικού ιερατείου), ο Μοντερνισμός δεν αποκλείει το παλιό, αλλά μάλλον το ενσωματώνει με έναν τρόπο που το εισάγει κι αυτό στην όποια Αναγέννηση. Με την έννοια αυτή, πολλοί παλαιοί λογοτέχνες και καλλιτέχνες ανήκουν στη Νεωτερικότητα, επειδή την προετοιμάζουν ή επειδή συμβάλλουν στον ανεστραμμένο διάλογο του παλιού με το καινούργιο. Αργότερα, αυτός ο διάλογος παίρνει σάρκα και οστά και διαπερνά οριζοντίως όλες τις μορφές τέχνης, γίνεται παράκαιρος, με εξέχον παράδειγμα –επειδή το διάβαζα πρόσφατα– τη σχέση του έργου του Φράνσις Μπέικον (του ζωγράφου) με τον Τ.Σ. Έλιοτ (τον ποιητή).

Έτσι, ανάλογα με το πού δίνεται η έμφαση από τους εκάστοτε σχολιαστές και ιστορικούς της τέχνης, ο Μοντερνισμός αποκτά πολλούς ορισμούς, πράγμα που μάλλον εμπλουτίζει την ιστορία του «είδους», παρά τη συσκοτίζει.

Στο επίμετρο της έκδοσης υπάρχει ένα κείμενο του Μάνου Στεφανίδη για τη Νεωτερικότητα στην τέχνη (και εννοεί κυρίως τη ζωγραφική), στο οποίο βρήκα μια  πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας, κατά την οποία ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα (ο Ρίτσαρντ Μπρέντελ) αναφέρεται στις απαρχές του Μοντερνισμού, τοποθετώντας τον στο 1851 ακριβώς, όπου συμβαίνει μια εικαστική (εικάζω) έκθεση στο Λονδίνο και όπου θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τον θρίαμβο του αστισμού, της αποικιοκρατίας και του καπιταλισμού –εμπλουτισμένων μάλιστα από νέες αναπαραστατικές τεχνικές όπως η φωτογραφία και ο κινηματογράφος–, αξίες τις οποίες τα ίδια τα καλλιτεχνικά κινήματα καλούνται να ανατρέψουν. Κατά τον Στεφανίδη, από εκεί αρχίζει, ταυτόχρονα με την αποθέωση, και η αμφισβήτηση της κλασικής τέχνης και του κλασικού ιδεώδους (που συνδέονται με τον ακαδημαϊσμό), και το ζητούμενο δεν είναι πια το «ωραίο» αλλά η «παραβατικότητα» στην οποία μας προσκαλεί το έργο τέχνης σε σχέση με το κατεστημένο κάλλος. 

Όμως το βιβλίο του Αριστηνού δεν είναι μια πραγματεία για τον Μοντερνισμό (τον όρο τον χρησιμοποιώ ισοδύναμα με τη Νεωτερικότητα), αν και μπορεί κανείς να συναγάγει αρκετές θεωρητικές αποφάνσεις και καταληξίες στις επί μέρους αναφορές.

Αν βέβαια κάποιος ενδιαφέρεται για το θεωρητικό μέρος, μπορεί να διαβάσει την εκτενέστατη εισαγωγή για την παγκόσμια/Δυτική λογοτεχνία των δύο τελευταίων αιώνων (ουσιαστικά), με όλες τις προεκτάσεις που μπορεί να διευκολύνουν αυτή τη δύσκολη διάβαση από την ποίηση έως την αρχαία τραγωδία.

Αν χρειάζεται να κάνω μια σύνοψη, το έργο αυτό του Αριστηνού θα μπορούσε να θεωρηθεί και μνημειώδες, αφού σε αυτό συντίθενται αποσπάσματα κειμένων εκατό και πλέον συγγραφέων, σχολιασμένα από τον ίδιο ή/και χρωματισμένα με έναν τρόπο κατά τον οποίο δημιουργείται μια σχεδόν πλήρης εικόνα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, ένα πανόραμα δηλαδή με όλες τις αναπόφευκτες αντιρρήσεις γι’ αυτούς που έμειναν απέξω ή που δεν πρόλαβαν να ενσωματωθούν στον ήδη ογκωδέστατο τόμο (700 σελ.).  Άλλωστε, ο Αριστηνός αποφεύγει εντέχνως τον σκόπελο μιας οποιασδήποτε ομαδοποίησης ή κατάταξης, πλην της χρονολογικής, αφήνοντας τα υπόλοιπα στον αναγνώστη.

Είναι βέβαια προφανές, γι’ αυτό και το βιβλίο το συνιστώ και στους μη ειδικούς, ότι σε κάθε έναν από τους αναφερόμενους συγγραφείς μπορεί να βρει κανείς εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει τον έναν να διαφέρει από τους άλλους και ταυτοχρόνως να συνεισφέρει στη διαμόρφωση μιας ποικιλότητας με ατέλειωτα είδη, που ο αριθμός τους αυξάνεται αντιστρόφως ανάλογα με την απόσταση που μας χωρίζει απ’ αυτά. Ποιος μπορεί δηλαδή να μετρήσει όλα τ’ αστέρια; Όσα δεν βλέπουμε δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.

Στο υπερθέαμα λοιπόν αυτό του Αριστηνού, το κεντημένο με το βελονάκι ενός λογίου, δεν υποκαθίσταται η ανάγκη για την αυθεντική προσέγγιση της λογοτεχνίας (χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση), αλλά η δυνατότητα που μπορούμε να αποκτήσουμε για μια δευτέρου επιπέδου ανάγνωση, που ενδεχομένως δεν μας πέρασε από το μυαλό με την πρώτη φορά, όπου το ζητούμενο δεν ήταν η γνώση αλλά η «απόλαυση του κειμένου». Να δώσω δύο τυχαία παραδείγματα: η αναφορά στον Βαλτινό μάς βάζει να ανασυλλογιστούμε όχι μόνο το πόσο μας συγκίνησαν τα έργα του, αλλά και το ποιο ήταν εκείνο το ιδιαίτερο στοιχείο που τον κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στα τόσα και τόσα που γράφτηκαν για τον Εμφύλιο: αναφέρομαι όχι στην πολιτική προσέγγιση βέβαια, αλλά στη χρήση της γλώσσας, στον «κοινό λόγο» όπως τον ονομάζει ο Αριστηνός. Στην «Ορθοκωστά» λέει, παραδείγματος χάρη, «έχουμε ένα πειστικό παράδειγμα μιας δανεισμένης αλλά ακαριαίας ως προς την ευστοχία της γλώσσα». Ένα γλωσσικό επίτευγμα, θα μπορούσα να πω, ίσως μοναδικό στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, στο οποίο καλούμαστε να δώσουμε τη δέουσα σημασία, αν τυχόν μας διέφυγε σε μια λιγότερο ώριμη φάση της ζωής μας.

Επίσης –η επιλογή μου είναι δειγματοληπτική και σχεδόν τυχαία–, πόσοι εκ των αναγνωστών σκέφτηκαν διαβάζοντας τον Μιχάλη Μοδινό, ότι αυτό που τον κάνει ιδιαίτερο και μοναδικό δεν είναι μόνο ότι διαβάζεται ευχάριστα, όπως πολλές άλλωστε καλογραμμένες περιπέτειες σε εξωτικά μέρη, αλλά το γεγονός ότι στα μυθιστορήματά του ο «τόπος» γίνεται πρωταγωνιστής, δηλαδή παύει να είναι ένα αδρανές φόντο όπου εξελίσσεται η δράση των ανθρώπων – επινοημένων ή μη. «Εδώ, η φύση δεν είναι απρόσωπη», λέει ο Αριστηνός, «ένας κόσμος έξω από την ιστορία (αυτό) που έκανε τον Σαρτρ να δηλώσει ότι ο άνθρωπος είναι αντι-φύση. Στον Μοδινό, ο φυσικός κόσμος είναι με κάποιον τρόπο ενανθρωπισμένος (…)».

Έτσι, για να φτάσω στον τίτλο απ’ όπου και ξεκίνησα, ο μεν Νάρκισσος κατά κάποιον τρόπο μας προσκαλεί να ξαναδούμε και να ξαναδούμε την ομορφιά, και ο Ιανός μάς υπενθυμίζει τη δυαδικότητα των πραγμάτων ή την πολλαπλότητα των κόσμων. Η Νεωτερικότητα δεν έχει άλλη φιλοδοξία από το να προσθέσει έναν ακόμα διευκρινιστικό όρο στη Βαβέλ των παρεξηγήσεων.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πίτερ Μπερκ «Η ιστορία της άγνοιας», εκδόσεις Πατάκη
Η ιστορία της άγνοιας: Πώς το άτομο, οι κοινότητες και η ανθρωπότητα προχωρούν μέσα στο σκοτάδι

Ο Πίτερ Μπερκ εξετάζει τη μακρά ιστορία της ανθρώπινης άγνοιας σε σχέση με τη θρησκεία και την επιστήμη, τον πόλεμο και τις καταστροφές, τις επιχειρήσεις και την πολιτική

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.