Βιβλιο

Ιούνιος

Το διήγημα που κέρδισε την 6η διάκριση στο Διαγωνισμό Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

32014-72458.jpg
A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
46931-97407.gif

Της Ευτυχίας Κοσμαδοπούλου

«Σκατά!» Ο βήχας σχεδόν τον έπνιξε.«Κωλοτσίγαρο, γαμημένο! Θα το κόψω, το πούστικο!» γρύλισε φτύνοντας στο νιπτήρα.

Ήπιε με το χέρι του μια γουλιά νερό.

«Ντύσου. Έφυγες», λέει στην λιγνή κοπελιά που του ποζάρει.

«Μα δεν συμπληρώθηκε ακόμα η ώρα… »

«Έφυγες».

Τον κοιτάζει με πονηρό μάτι τραβώντας τη ρόμπα της από το σκαμπό.

«Τίποτα άλλο δεν θέλεις;»

«Όχι. Είμαι κουρασμένος σήμερα. Έφυγες».

Από το δρόμο μπουκώνουν το παράθυρο οι φωνές της gay παρέλασης και η δυνατή μουσική.

Τραβάει την κουρτίνα με φόβο και κοιτάζει κάτω. Στον δρόμο έχει ξεχυθεί ένα παρδαλό πλήθος με σημαίες που έχουν τα πρασινοκίτρινα χρώματα του ουράνιου τόξου. Βλέπει ένα χέρι σηκωμένο κι ακούει το όνομά του: «Ηλία! Ηλία!»

Αυτό που φοβόταν έγινε. Κοιτάζει αυτόματα μια το χέρι που τον χαιρετάει και μια τα γειτονικά παράθυρα, μήπως τον είδε κανείς. Κάνει ένα ξινό νόημα με το κεφάλι στον τύπο με τα δωδεκάποντα που του χαμογελάει από το δρόμο.

«Θα περάσω μετά!» του φωνάζει ο μεγαλύτερός του αδελφός, κουνώντας μια χάρτινη σημαία και ισορροπώντας με απίστευτη ευκολία στο ύψος των τακουνιών του.

Τον θυμάται στη Σάμο, όταν ακόμα ήταν παιδιά, να δοκιμάζει κρυφά το καλοκαίρι τα ρούχα της ξαδέλφης Ελένης και της θείας Φιλιώς.

Εκείνος τον κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει γιατί του Πάνου του άρεσε να περπατάει σε τακούνια, να τινάζει τα φανταστικά του μαλλιά και να καμώνεται πως είναι η θεία.

«Ορκίσου ότι δεν θα το πεις σε κανένα, Ηλία!» τον όρκιζε κάθε φορά που έκλεβε ακόμα και τις κυλόττες της ξαδέλφης τους.

Ο Ηλίας φιλούσε σταυρό κι ορκίζονταν να κρατήσει το μυστικό του. Ακόμα και τώρα, το κρατάει φυλαγμένο από τους γονείς τους. Που περιμένουν μάταια ο Πάνος τους να παντρευτεί, κι ας κοντεύει τα σαρανταπέντε. Και παρά το γεγονός ότι o Πάνος έγινε Γιώτα και τώρα περνά από κάτω με δωδεκάποντα.

Για να μην αντικρίζει τα μάτια των γονιών του, έφυγε κι αυτός από τη Σάμο. Τελείωσε την Καλών Τεχνών και τους ανακοίνωσε ότι δεν γυρίζει πίσω. Ο πατέρας πούλησε ένα μεγάλο, ποτιστικό χωράφι κι αγόρασε το σπίτι αυτό στην Κλαυθμώνος για τα δύο αγόρια. Ο Πάνος μετακόμισε σύντομα και πήγε να ζήσει με τον αγαπημένο του. Στο δωμάτιο του Πάνου, ο Ηλίας έβαλε τους πίνακες και τα καβαλέτα του.

«Η Αθήνα είναι δικιά μας!», ακούγεται από τα μικρόφωνα στη διαπασών. Ένα κίτρινο μπαλόνι περνά απ’ το παράθυρο. Το μισεί το κίτρινο. Το χρώμα που κυριαρχεί στους πίνακές του είναι το μπλε. «Ο Μπλε» είναι το παρατσούκλι του. Ο Ηλίας γνωρίζει όλους τους τόνους και τους συνδυασμούς του. Έχει καταφέρει να κάνει την εμμονή του επιστήμη. Από το ανοιχτό γαλάζιο της θάλασσας μέχρι το μπλε-μαύρο της νύχτας. Όλα τα υπόλοιπα χρώματα, ίσα που αγγίζουνε τις τρίχες του πινέλου του.

Κλείνει το παράθυρο, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Ανάβει τσιγάρο. Η ζέστη είναι αφόρητη. Ο κυριακάτικος ήλιος του Ιουνίου κάνει τα τσιμέντα της Αθήνας να λιώνουν μαζί με τους κατοίκους, τα αυτοκίνητα και τους γυμνούς μπρατσωμένους κάτω από το παράθυρό του.

Ο ελεεινός βήχας τον ξαναπιάνει.

«Κωλο-Αθήνα!»

Κάθε χρονιά υπόσχεται στον εαυτό του να αγοράσει κλιματιστικό και κάθε χρονιά το ξεχνάει. Το θυμάται μονάχα τις ώρες που πηδάει καμιά γκόμενα και λούζεται στον ιδρώτα. Τον τελευταίο χρόνο πηδάει κυρίως τη Μαρίνα. Του συστήθηκε σε μια έκθεσή του και του άρεσε με την πρώτη. Είχε λεπτή κορμοστασιά, αλλά έβγαζε μια χωριάτικη δύναμη.

Το πρόβλημα με τη Μαρίνα : είναι παντρεμένη κι έχει κι ένα πιτσιρίκι που μόλις μπήκε στα τέσσερα. Ο Ηλίας δυσκολεύτηκε πολύ να τη ρίξει στο κρεβάτι. Αυτό τον έφτιαχνε, βέβαια, και το ‘βαλε προσωπικό στοίχημα να την πηδήξει. Εντάξει. Φαίνεται πολύ μικρότερος από τα τριανταοχτώ του χρόνια, το σώμα του είναι καλογυμνασμένο – ας είναι καλά τα γυμναστήρια της Αθήνας– είναι και καλλιτέχνης, κάτι που κάνει τις γυναίκες να πέφτουν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα στα πόδια του.

«Η Τέχνη είναι το μυστικό του πηδήματος!», του είπε κάποτε ο φίλος του ο Πέτρος, που διέδιδε πως είχε πηδήξει τη μισή Αθήνα. «Κάνε Τέχνη: μουσική, γράψιμο, ζωγραφική, ό,τι μαλακία θέλεις, αρκεί να δηλώνεις καλλιτέχνης! Οι γκόμενες προσκυνάνε! Ιέρειες της Τέχνης θέλουνε να γίνουνε όλες! Μούσες!».

Για να στριμώξει τη Μαρίνα, της πρότεινε να φτιάξει το πορτραίτο της για μια έκθεση. Από κει και μετά ήταν αστεία η απόσταση που χώριζε την πολυθρόνα που πόζαρε η Μαρίνα έως το κρεβάτι του.

Του άρεσε. Μπορεί να ήταν η συστολή της ή οι κλεμμένες ώρες που πέρναγαν μαζί –ποτέ πολλές και ποτέ χαλαρές. Πάντα το ρολόι την κυνηγούσε και μάταια ο Ηλίας εφεύρισκε καινούργιες παγίδες για να την καθυστερήσει.

Το πορτραίτο δεν πρόλαβε να τελειώσει. Ένα απόγευμα, η Μαρίνα ήρθε απροειδοποίητα και τον πέτυχε με κάποια Ουκρανή που του πόζαρε τις Τετάρτες.

Το gay pride πάρτι στο δρόμο έχει φτάσει στα ντουζένια του. Νοιώθει ότι αν δεν ανοίξει το παράθυρο θα σκάσει σαν μπαλόνι από τη ζέστη. Ανάβει τσιγάρο. Αυτή τη φορά ο καπνός δεν τον πνίγει. Με το άλλο χέρι σκουπίζει τα πινέλα σ’ ένα ταλαιπωρημένο πανί.

Το μάτι του πέφτει στον Helmut Newton που τον κοιτάζει βλοσυρά μέσα από την αφίσα, πυροβολώντας τον με το χέρι πίσω από την παλιά δερμάτινη πολυθρόνα.

Στη διπλανή φωτογραφία ένας κροκόδειλος καταπίνει μια γυμνή γυναίκα. Βρίσκεται ολόκληρη μέσα στο τεράστιο στόμα και μόνο ο υπέροχος κώλος και τα μακριά πόδια μένουν απ’ έξω. Η καλύτερη στέκεται δίπλα: δυο γυναικεία πόδια μόνα τους, χωρίς σώμα, μπαίνουν σε μια μισάνοιχτη πόρτα.

«Γεια σου ρε ύψιστε!»

Το χτύπημα στην πόρτα, σχεδόν τον τρομάζει.

Μπροστά του στέκεται μια γκόμενα πανύψηλη, τουλάχιστον 2.05, με μαύρη περούκα, κοντό φουστάκι και δικτυωτό καλσόν. Φοράει ένα κατακόκκινο στράπλες μπλουζάκι που αφήνει την κοιλιά έξω και μαύρες γόβες, δωδεκάποντες.

Κι ανοίγει την αγκαλιά της.

«Πως είσαι, έτσι, ρε μαλάκα;» ξεφεύγει του Ηλία υποτιμητικά.

Η αγκαλιά κλείνει απογοητευμένη. Παρ’ όλα αυτά μπαίνει στο δωμάτιο. Κάθεται, στραβοπατώντας λίγο τα τακούνια. Κοιτάζει τον Ηλία με θλίψη.

«Ήρθα να δω τι κάνεις, απλώς. Σ’ αποθύμησα».

«Καλά είμαι».

«Είδες τι γίνεται, κάτω; Χαμός! Τουλάχιστον τρεις χιλιάδες κόσμος!»

«Πάνο, να μην τα ξαναλέμε!»

«Ντρέπεσαι, ρε; Ντρέπεσαι για τον αδερφό σου; Με τι την μετράς την αγάπη, ρε; Και στο κάτω-κάτω τι αγαπάς; Για πες μου; Θα σου πω εγώ, ρε μαλάκα! Δεν αγαπάς τίποτα! Ούτε την τέχνη σου δεν αγαπάς, μονοχρωματικέμπλε μαλάκα, ούτε τις γκόμενες που πηδάς για να αποδείξεις τον ανδρισμό σου αφού μετά το πήδημα τις έχεις χεσμένες, ούτε την Αθήνα αγαπάς με τις «ευκαιρίες»της, αφού συνέχεια κλαψομουνιάζεις για να φύγεις! Τι αγαπάς, εν τέλει, ρε μαλάκα; Ήρθα μονάχα για να δω τον αδελφό που μου έλειψε, αλλά, να ξέρεις Ηλία, τουλάχιστον εγώ είμαι αυτό που είμαι, ποτέ δεν το έκρυψα και ανήκω σ’ αυτό που προσδιόρισε η μοίρα μου. Εσύ πού ανήκεις, ρε μαλάκα-λίγο-απ’-όλα;»

Ο Πάνος στήριξε το χέρι του στον καναπέ όταν σηκώθηκε, για να μην γλιστρήσει στα τακούνια του. Βρόντηξε την πόρτα πίσω του και χάθηκε στο χρωματιστό πλήθος της παρέλασης.

«Πού ανήκω;»

Με ανακούφιση άκουσε την παρέλαση να αποχωρεί προς το Σύνταγμα. Κατέβηκε με φόρα στο δρόμο όταν άδειασε η πλατεία. Στο δρόμο είχαν ξεμείνει τρεις Αλβανοί που γελούσαν δυνατά, λουσμένοι σε μπύρα και ιδρώτα. Καβάλησε τη μηχανή που μούγκρισε σα ζώο και τινάχτηκε στο δρόμο.

Στο λιμάνι επιβιβάζεται χωρίς εισιτήριο στο καράβι. Κατεβαίνει στο πρώτο νησί, ακολουθώντας τα φορτηγά και το πλήθος.

«Δωμάτια ένα βήμα από τη θάλασσα».

«Πού είναι αυτά τα δωμάτια, ρε φίλε;»

«Ξεκίνα. Θα σου δείξω».

Ανεβαίνει στο δροσερό δωμάτιο χωρίς αποσκευές, άδειος. Ανοίγει το δεύτερο πακέτο της μέρας κι ανάβει τσιγάρο. Ο βήχας επανέρχεται δριμύς, μαζί και οι βρισιές. «Το φελέκι σου, γαμημένο!». Το πετάει στη λεκάνη της τουαλέτας και τραβάει το καζανάκι.

Πάνω στο κομοδίνο υπάρχει ένα παλιό τεύχος από την Athens Voice. Κάποιος, κάποτε, του είχε πάρει συνέντευξη με αφορμή μια έκθεσή του. Ξαπλώνει στο κρεβάτι και το ξεφυλλίζει. Στη μεσαία σελίδα διαβάζει:

«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΗ»

«Αυτό» που αν δεν το αφήσεις να προκύψει, να εξέλθει από μέσα σου, σε καίει σα φωτιά. Μονάχα τότε ησυχάζεις:όταν γεννήσεις «αυτό», το μωρό που είναι η Τέχνη σου».

Ο ίδιος το είπε; Πόσον καιρό πριν;

Κάποτε ανήκε. Πότε ξεστράτισε;

Ξαφνικά το μπλε της θάλασσας από την ανοιχτή ακόμα πόρτα, του φάνηκε νερουλό σαν τη ζωή του. Είχε δίκιο ο Πάνος, δίκιο η Μαρίνα, ακόμα και η μονομερής τέχνη του αν μιλούσε, θα διεκδικούσε κι αυτή τα χρώματά της.

Η συνείδησή του έγινε μπλε από τον φόβο του ροζ; Δεν θυμάται πια. Όμως, ο αδελφός του στέκει γερά στα πόδια του κι ας φοράει δωδεκάποντα. Ο ίδιος παραπατάει ακόμα και με Nike.

Όλο αυτό το δροσερό γαλάζιο δεν είναι για κείνον πια. Το μπλε μέσα του γύρισε σε μωβ κι όλο το μπλε που χάθηκε έγινε κόκκινο. Κόκκινο για τον αδελφό του που πρόσβαλλε, για την Μαρίνα που την άφησε να του φύγει, για την Αθήνα που η ζεστή της μήτρα τον αφήνει τόσα χρόνια να κουρνιάσει την μοναξιά του.

«Γαμώτο! Ούτε μια απόδραση της προκοπής δεν είσαι ικανός να κάνεις!» ψιθυρίζει στον εαυτό του.

«Ρε φίλε, πότε φεύγει το επόμενο για Ραφήνα;» ρωτά συνωμοτικά τον ξενοδόχο που τον κοιτάζει χαμένος.


Διαγωνισμός Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

Το Διαγωνισμό Διηγήματος μέσω Αυτοματικής Γραφής με θέμα «Η καλοκαιρινή Αθήνα προσπέρασε» διοργάνωσε το Μικρό Πολυτεχνείο. Μετά το σεμινάριο του Θράσου Καμινάκη (Μικρό Πολυτεχνείο), η Κριτική Επιτροπή κατέληξε στους 12 διακριθέντες. Και τα 12 κείμενα θα τα διαβάσετε στο site της ATHENS VOICE (Χορηγός επικοινωνίας).

Οι νικητές:

1. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΒΡΕΤΤΟΥ Διάβασε εδώ το διήγημα

2. MANOSNEF ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Διάβασε εδώ το διήγημα

3. ΈΛΕΝΑ ΓΙΟΒΑΝΑΚΗ Διάβασε εδώ το διήγημα

4. ΑΛΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Διάβασε εδώ το διήγημα

5. ΝΑΣΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Διάβασε εδώ το διήγημα

6. ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΟΣΜΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Διαβάστε εδώ το διήγημα

7. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΧΑΛΟΦΤΗ Διαβάστε εδώ το διήγημα

8. ΕΥΓΕΝΙΑ ΔΟΥΒΑΡΑ

9. ΙΩΑΝΝΑ ΒΡΑΚΑ

10. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΑΓΓΑΛΗ

11. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

12. ΝΑΤΑΣΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ