Βιβλιο

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά

Ένα διήγημα στην καλοκαιρινή Αθήνα

32014-72458.jpg
A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
47460-98186.gif

Της Κατερίνας Χανδρινού

Το νησί ήτανε κάποτε πειρατικό. Στο διπλανό χωράφι από το σπίτι, είχε λέει κάποτε βρεθεί σεντούκι με λίρες θαμμένο. Το κτήμα ανήκε σε κάποιονε με χρησικτησία, όπως και τα περισσότερα ακίνητα, έτσι αποκτιόντουσαν. Ποιος τη δούλευε τη γη; σ’ αυτόν μετά ανήκε. Τα παιδιά στο λιμάνι λένε πως αν πλησιάζουν τα γενέθλιά σου, μπορείς ήδη να λες πως είσαι δέκα χρονώ. Και πως τα παράθυρα της θάλασσας είναι κλειστά για να μη μπαίνουν μέσα τα σκουπίδια της και λερώνουν τον κόσμο. Κι αυτό το λένε.

Στον κήπο φύτρωσε μια καρπουζιά που δεν την φύτεψε κανείς. Το πρώτο της καρπούζι λιάζεται στο χώμα τώρα σα λεμόνι ανάσκελα. Έρχεται έπειτα κι ο σκύλος, το λιοντάρι, και κάνει τις κατσαρίδες της αυλής ζουμί. Είμαι πληγωμένος˙ έχω γυρίσει τούμπα. Στο πλυσταριό μου το λες. Τ’ αφεντικά το μεσημέρι πήρανε το Φιλιππινέζο τους τηλέφωνο να μαζέψει ομπρέλες, ξαπλώστρες και τραπέζι από την ιδιωτική τους παραλία. Μην τυχόν επωφεληθούμε της σκιάς και μη σταθούμε. Ο ήλιος πέφτει μέσα στη θάλασσα χωρίς να βρίσκει πουθενά, μπαμ.

Και τώρα η ώρα να φύγω. Να γυρίσω στο άδειο σπίτι, στο άδειο γραφείο που τα κάγκελα της πόρτας του λύγισε προχθές ένα πρεζάκι. Ύστερα αναποδογύρισε κι όλες τις γλάστρες και γέμισε η σκάλα χώματα και κλαδιά σπασμένα. Τέλος, ανέβηκε στο στενό μια συμμορία. Άντρες τους όλοι, εκτός από ένα άτομο, που ‘μοιαζε με γυναίκα κάπως, μα ήτανε πιο άντρας απ’ τους άντρες.

Ξάφνου το τελευταίο, το άτομο το γυναικόμορφο, ξέκοψε από την κλίκα και άρχισε να τρέχει σαν ελάφι στη Μαντζάρου. Οι άλλοι την πήρανε χαμπάρι και έπιασαν αμέσως τις βλαστήμιες. Εκείνη έτρεχε, γαζέλα που φορούσε μόνον ένα φανελάκι και το βρακί της από κάτω κι οι άλλοι να τη βρίζουνε πόσο καριόλα είναι που άρπαξε το χάπι το καλύτερο, το ροζ.

Χώθηκε τότε μες στον ΟΤΕ της Σόλωνος, σα να ‘ταν άσυλο, και καταβρόχθισε το κλοπιμαίο χάπι. Μάνι- μάνι. Μικρές σταγόνες φτάνουνε ως πάνω το κατάστρωμα, της θάλασσας σκουπίδια. Κι όλα τ’ αγκάθια των αχινών βγήκανε τελικά μ’ ένα απλό μου ζούληγμα της σάρκας. Ελιές στο δέρμα, σκέφτομαι, κάθε χρόνο όλο και πιο πολλές, όλο και πιο ύποπτες. Όλος ο τόπος φιστικιές, μα φέτος, σοδειά μηδέν.

Κι άλλα μου έρχονται στο μυαλό. Γέροι κουφοί φορτηγατζήδες με αρθριτικά να μαρσάρουνε στον ήλιο του νησιού και τα μπάζα στην καρότσα τους να λάμπουν σα διαμάντια. Και το σκυλί που κουτσάθηκε από το λιονταρίσιο βάρος του κι απ’ το πολύ να κυνηγάει κατσαρίδες. Ένας μικρούλης ύπνος μεσημεριανός σε τριανταφυλλένια μαξιλαροθήκη.

Και ύστερα καϊμάκι παγωτό. Κοιμάσαι κι εσύ, το εννοώ. Δεν τα παίρνεις τα μηνύματα, δεν τα παίρνεις. Στην άκρη μου δεν έχω φτάσει. Ούτε καν στην άκρη του νησιού. Και ούτε καν μέχρι τις Φυλακές, που οι ντόπιοι τις αποποιούνται. Και οι γονείς νομίζουν τους ξεχάσαμε επειδή πήγαμε να δούμε τον ήλιο που δύει, μπαμ, μέσα. Χωρίς να βρίσκει πουθενά. Κι η γνωστή παρέα, τα τρία ψαροκάικα: «Γερο-Μπισμπίνης», «Μπαρμπα-Φίλιππας», «Καπτα-Διαμαντής», στέκονται δεμένα στο λιμάνι και τα λένε, παίζουνε καμιά πρέφα, πειράζουνε τα κοριτσάκια που περνούν κι έτσι κυλά η ζωή. Η Σταύρωση του Καπράλου είναι ένα έργο από ξύλο. Χριστός ανάποδα με τα πόδια στο ταβάνι, ένθεν και ένθεν να τα στηρίζουν οι ληστές. Μέσ’ απ’ το σώμα του διακλαδώνεται χοντρό κλαδί, της μάνας του το σώμα. Φτάνω.

Πουτάνα Αθήνα. Παλιοφασίνα Αθήνα. Αχνοφαίνονται τα φώτα σου. Γαμώ εσένα και τα φώτα σου.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ