Βιβλιο

Είναι κανείς εδώ;

Το διήγημα που κέρδισε την 11η διάκριση στο Διαγωνισμό Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
46943-97423.gif

Του Γιάννη Πετρόπουλου

Ο Νώντας περπατούσε αφήνοντας πίσω του τα Δυτικά Προάστια, νωχελικά προς το σπίτι του. Πριν από λίγο είχε σχολάσει από την δουλειά του και προχωρούσε στον δρόμο με τον χαρτοφύλακα στο χέρι του. Σταμάτησε για να ανάψει ένα τσιγάρο και συνέχισε το περπάτημα. Ένα αυτοκίνητο πέρασε από δίπλα του σαν δαιμονισμένο, έπεσε σε μια λακκούβα με νερό, και τον έκανε μούσκεμα. ‘Καλά άνθρωπέ μου, δεν βλέπεις που πας;’, φώναξε ο Νώντας. Ο οδηγός έβγαλε το κεφάλι του έξω. Ήταν ο γείτονας, ο κυρ-Μιχάλης. ‘Άει στο διάολο, ονειροπόλε!’, γρύλλισε στον Νώντα. ‘Άλλη φορά να μην περπατάς με το κεφάλι σκυμμένο!’, είπε και έφυγε γκαζώνοντας. Ο Νώντας έβγαλε το μαντήλι του, σκουπίστηκε, και μουρμούρισε κάτι βλαστήμιες μες απ’ τα δόντια του. Συνέχισε λίγο ακόμα, και άκουσε έναν ήχο από μακριά που τον έκανε να σταματήσει και να θυμηθεί. Ήταν τα παιδιά που έπαιζαν στην αυλή του δημοτικού σχολείου της περιοχής.

Πλησίασε λίγο για να τα χαζέψει. Πόσο όμορφα και ξέγνοιαστα έμοιαζαν παίζοντας αμπάριζα και κυνηγητό, τσιρίζοντας και τρέχοντας πάνω-κάτω! Θυμήθηκε τα δικά του παιδικά χρόνια. Τις όμορφες στιγμές με τους συμμαθητές του, αλλά και το ξύλο που είχε φάει από τους δασκάλους και τους γονείς του. Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Μόνο τα μαθηματικά του άρεσαν, και με το ζόρι κατάφερε να γίνει λογιστής. Του άρεσαν οι προκλήσεις που είχαν, να λύνει προβλήματα, αλλά του έδιναν επίσης και μια αίσθηση ασφάλειας, καθώς μέσα τους έβλεπε τον νόμο που επικρατούσε στα πάντα γύρω του. Μόλις τελείωσε την ονειροπόλησή του, συνέχισε τον δρόμο της επιστροφής.

Σε λίγο θα έφτανε στο σπίτι του, που ήταν το πιο απομακρυσμένο της περιοχής. Θα μπορούσε να πει κανείς πως σχεδόν δεν είχε γειτονιά σε τούτη την έρημη δυτική άκρη της Αθήνας. Για να φτάσει σπίτι θα έπρεπε να περάσει από ένα κτίριο με πολύ ψηλά κάγκελα, που το είχε προσπεράσει πολλές φορές, αλλά δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν. Και δεν ήθελε να μάθει. Το κτίριο το περιέβαλλε μια σκοτεινή και απειλητική αύρα που τον απωθούσε. Σήμερα όμως ένιωσε την περιέργεια να περάσει από δίπλα του, ενώ πάντοτε το απέφευγε. Ήθελε να το δει από κοντά για πρώτη φορά. Το μόνο που ήξερε για εκείνο ήταν τα λόγια της μάνας του ‘Μείνε μακριά από εκεί’. Πλησίασε στα κάγκελα και έριξε μια ματιά μέσα. Εκείνη την στιγμή άκουσε μια τραχιά φωνή να του λέει ‘Ε, ψιτ, χαρτογιακά!’. Ταράχτηκε και πισωπάτησε. Δεν έβλεπε κανέναν. Ξαφνικά εμφανίστηκε πίσω από τις φυλλωσιές ένας άνθρωπος. Από τη φωνή είχε καταλάβει πως ήταν άντρας, όμως ήταν καλυμμένος με κουρέλια από πάνω μέχρι κάτω, και έτσι δεν έβλεπε το πρόσωπό του. ‘Τι κάνεις εδώ πέρα, μικρέ;’, τον ρώτησε ο άγνωστος απότομα. ‘Τι, τίποτα’, τραύλισε ο Νώντας. ‘Από περιέργεια περνούσα, γιατί η μητέρα μου είχε πει να αποφεύγω αυτό το μέρος’. ‘Α, ώστε έτσι σου είπε’, απάντησε ο άγνωστος. ‘Και σου εξήγησε για ποιόν λόγο;’. ‘Όχι, αν και την έχω πιέσει πολλές φορές να μου πει’, απάντησε ο Νώντας. Ο άγνωστος πλησίασε στα κάγκελα, και ζήτησε από τον Νώντα να του δώσει ένα τσιγάρο. Ο Νώντας άνοιξε την ταμπακιέρα του, έβγαλε ένα τσιγάρο και του το έδωσε. Ο άγνωστος το πήρε, και ξαφνικά άρπαξε το χέρι του Νώντα. ‘Δεν θα πεις σε κανέναν ότι συναντηθήκαμε, το κατάλαβες; Τώρα δίνε του!’ Ο Νώντας τρομοκρατήθηκε, και άρχισε να πηγαίνει γρήγορα προς το σπίτι του.

Φτάνοντας, έκλεισε την πόρτα πίσω του, χαλάρωσε την γραβάτα του και ακούμπησε κάτω τον χαρτοφύλακά του. Μπήκε στο σαλόνι και χαιρέτησε τον πατέρα του. ‘Τι έχεις παιδί μου;Φαίνεσαι χλωμός’, του είπε. ‘Α, δεν είναι τίποτα. Απλά σήμερα ήταν μια πιεσμένη ημέρα στο γραφείο’, είπε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε ο Νώντας. Τελείωσε το φαγητό του, και πήγε στο δωμάτιο του για να ξαπλώσει. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του εκείνο το παράξενο μέρος, ούτε εκείνο τον άγνωστο άντρα. Τι μπορεί να ήταν, και γιατί του είχε πει να μην μιλήσει σε κανέναν για την συνάντησή τους; Η μητέρα του δεν ζούσε πια, για να τη ρωτήσει. Αλλά και να ζούσε, μάλλον δεν θα τολμούσε να τη ρωτήσει αφού είχε παρακούσει τη συμβουλή της.

Το απόγευμα, ο Νώντας σηκώθηκε με μια ελαφριά αδιαθεσία. ‘Αμάν πια, αυτό μου έλειπε, να κρυολογήσω καλοκαιριάτικα’, σκέφτηκε. Πήρε προληπτικά ένα αντιπυρετικό και βγήκε μια βόλτα. Το ελαφρύ αεράκι στέγνωνε τον ιδρώτα από πάνω του και τον έκανε να νιώσει, ξαφνικά, πιο δυνατός κι αισιόδοξος. Καθώς έφτανε στην κοντινή πλατεία, μια μπάλα κύλησε στα πόδια του και την κλώτσησε εύθυμα πίσω στα αγόρια που έπαιζαν ποδόσφαιρο. Τα καφενεία ξεχείλιζαν από κόσμο και οι κουβέντες των θαμώνων έμοιαζαν με μουσική στ’ αυτιά του. Πόσο καλύτερα ένιωθε! Ωστόσο, δεν μπορούσε να διώξει εντελώς από το μυαλό του το μυστηριώδες κτίριο. Μπήκε στο πρώτο Internet-café που βρήκε στον δρόμο του και βάλθηκε να ψάχνει. Το πρόσωπό του χλόμιασε καθώς ανακάλυπτε πως το κτίριο ήταν κλειστό και ερειπωμένο, χωρίς ενοίκους, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ακόμα πιο πολύ θορυβήθηκε όταν διάβασε πως επρόκειτο για ένα εγκαταλελειμμένο καθαρτήριο για λεπρούς. Η προσωρινή ευδιαθεσία του πήγε περίπατο και τις επόμενες κάνα δυο ώρες, έφερνε κύκλους γύρω από το σπίτι, ανήμπορος να σκεφτεί καθαρά.

Την επόμενη μέρα, όταν σηκώθηκε, ήταν πια μεσημέρι. Ένιωθε βαρύς σαν τούβλο και το σώμα του ξένο. Στον καθρέφτη του μπάνιου αντίκρισε ολοζώντανο τον εφιάλτη του. Αποκρουστικά εκζέματα, που μάτωναν ακατάπαυστα, κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του κορμιού του. Πιο πολύ κι απ’ τη φρίκη εκείνου που του συνέβαινε τον κατέλαβε η φρίκη του τι θα γινόταν αν οι άλλοι αντιλαμβανόταν αυτό που του συνέβαινε. Σκέφτηκε να μη βγει καθόλου από το δωμάτιό του, αλλά για πόσο; Σκέφτηκε να πάει να δει άμεσα έναν γιατρό, όμως ποιον; Ήταν και Σάββατο. Πανικόβλητος έψαξε στη ντουλάπα του να βρει μακρυμάνικα καλοκαιρινά πουκάμισα ή μπλουζάκια να καλύψει τις πληγές του. Βγήκε από το δωμάτιό του διστακτικά και προσπάθησε να γλιστρήσει απαρατήρητος ως την έξοδο του διαμερίσματος. Ο πατέρας του, ωστόσο, τον είδε και απόρησε: «Καλά μια καλημέρα δεν λες; Και που πας έτσι ντυμένος; Δεν ζεσταίνεσαι;» «Καλημέρα. Είμαι λίγο αδιάθετος, πάω μέχρι το περίπτερο να πάρω Depon», είπε βιαστικά και έφυγε προτού μπλέξει σε περεταίρω συζητήσεις.

Μέσα από τα ψηλά κάγκελα φαινόταν μόνο το κτίριο, φθαρμένο από τον χρόνο και την εγκατάλειψη. «Έι», άρχισε να φωνάζει, «είναι κανείς εδώ;». Καμία κίνηση, καμία απάντηση. Σε λίγο κουράστηκε και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Γύρισε στο σπίτι και χώθηκε πάλι, αθόρυβα, στο δωμάτιό του. Περιεργάστηκε τις πληγές του. Δεν φαινόταν να έχουν πολλαπλασιαστεί ούτε όμως και να έχουν λιγοστέψει. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε η μυρωδιά του φαγητού που μαγείρευε η γειτόνισσα. Κεφτεδάκια τηγανητά, μάντεψε και το στομάχι του γουργούρισε. Αλλά για να βγει έξω από το δωμάτιο, ούτε λόγος. Η πόρτα του χτύπησε και στο άνοιγμα φάνηκε η μορφή του πατέρα. «Πότε γύρισες; Δεν σε πήρα είδηση. Δεν πεινάς;» «Όχι, σου είπα είμαι κρυωμένος. Πονάει και το στομάχι μου.» «Να σου φτιάξω ένα τσάι, τότε», είπε ο περιποιητικός γονιός.

Πέρασε όλο το Σαββατοκύριακο κλεισμένος στο δωμάτιο, περιμένοντας ανυπόμονα να έρθει η Δευτέρα για να πάει σε κάποιο γιατρό. Στριφογυρνούσε στο κρεβάτι προσπαθώντας να κοιμηθεί για να ξεχαστεί και να περάσουν οι ατελείωτες ώρες αναμονής. Ωστόσο, φρικτές σκέψεις για το δυσοίωνο μέλλον του κατέκλυζαν το μυαλό του και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Βλαστημούσε την τύχη του, την περιέργειά του, την άθλια ανθρωπότητα. Κάθε τόσο εξέταζε το σώμα του, ελπίζοντας μάταια πως οι πληγές θα είχαν εξαφανιστεί. Την Κυριακή τα ξημερώματα τον πήρε επιτέλους ο ύπνος. Από την εξάντληση βυθίστηκε σχεδόν σε λήθαργο.

Το ξυπνητήρι χτυπούσε δυνατά και ο πατέρας του τον ταρακουνούσε για να ξυπνήσει. «Σήκω, επιτέλους, μια ώρα χτυπάει το ρημάδι!». Πετάχτηκε έντρομος και έπιασε ενστικτωδώς μια μπλούζα να καλύψει τη γύμνια του και τις πληγές του. Ο πατέρας του τον κοιτούσε παραξενεμένος. «Δεν είναι τίποτα», του είπε ο Νώντας, «ένα απλό έκζεμα». «Ποιο έκζεμα; Εγώ δεν βλέπω τίποτα.» Ο Νώντας περιεργάστηκε το σώμα του και διαπίστωσε έκπληκτος ότι δεν υπήρχε ούτε ίχνος πια από τις πληγές που είχε ή που είχε ονειρευτεί.


Διαγωνισμός Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου 

Το Διαγωνισμό Διηγήματος μέσω Αυτοματικής Γραφής με θέμα «Η καλοκαιρινή Αθήνα προσπέρασε» διοργάνωσε το Μικρό Πολυτεχνείο. Μετά το σεμινάριο του Θράσου Καμινάκη (Μικρό Πολυτεχνείο), η Κριτική Επιτροπή κατέληξε στους 12 διακριθέντες. Και τα 12 κείμενα θα τα διαβάσετε στο site της ATHENS VOICE (Χορηγός επικοινωνίας).

Οι νικητές: 1. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΒΡΕΤΤΟΥ / 2. MANOSNEF ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ / 3. ΈΛΕΝΑ ΓΙΟΒΑΝΑΚΗ / 4. ΑΛΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ / 5. ΝΑΣΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ / 6. ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΟΣΜΑΔΟΠΟΥΛΟΥ / 7. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΧΑΛΟΦΤΗ / 8. ΕΥΓΕΝΙΑ ΔΟΥΒΑΡΑ / 9. ΙΩΑΝΝΑ ΒΡΑΚΑ / 10. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΑΓΓΑΛΗ / 11. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ / 12. ΝΑΤΑΣΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ