Βιβλιο

O δρόμος για το λιμάνι

Το διήγημα που κέρδισε την 5η διάκριση στο Διαγωνισμό Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
46930-97406.gif

Του Νάσου Ηλιόπουλου

Ο Γιώργος ντυμένος με το καλό του κουστούμι κατέβηκε ανέμελα τα σκαλιά, πέταξε τη βαλίτσα του στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Ο πρόσφατος χωρισμός τού είχε δημιουργήσει την ανάγκη για φυγή, για χαλάρωση, ανανέωση. Ίσως να επιδίωκε και να ξεχαστεί μέσα από κάποια προσκαιρη καλοκαιρινή περιπέτεια, σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Έρωτας, καλοκαίρι, νησί. Κανένας άλλος συνδυασμός δεν θα ήταν καταλληλότερος για να ξεχάσει και να γυρίσει σελίδα. Ποιο νησί; Δεν είχε αποφασίσει ακόμα και δεν ήταν αυτό το σημαντικό. Στη καλοκουρδισμένη ζωή του δεν άφηνε τίποτε απρογραμμάτιστο. Δεν έκανε τίποτα που να ξεφεύγει από τη ρουτίνα. Η αβεβαιότητα και η έλλειψη προγράμματος τον έκαναν να νοιώθει άσχημα. Προτιμούσε τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Αυτό, όμως, έφθειρε τη σχέση του γρήγορα. Έτσι, σήμερα, είπε να τα αφήσει όλα στη τύχη. Πηγαίνοντας κόντρα στο πραγματικό του εαυτό. Θα έπερνε το πρώτο πλοίο που θα έβρισκε μπροστά του να σαλπάρει, κάτι που είχε ακούσει πολλές φορές να λένε –όχι, απαραίτητα και να το κάνουν- οι άλλοι γύρω του.

Σύντομα βρέθηκε στον Κηφισό, στο ρεύμα της καθόδου για Πειραιά. Στο ποτάμι η συμφόρηση ήταν μεγάλη καθώς ήταν οι μέρες της μεγάλης εξόδου των Αθηναίων. Τίποτα δεν κινιόταν. Τα αμάξια πάνω στο δρόμο έμοιαζαν με λιμνάζοντα νερά. Η πύλη της εξόδου, από την κολασμένη Αθήνα προς τον σμαραγδένιο παράδεισο κάποιου όμορφου νησιού, έμοιαζε φραγμένη. Ο Γιώργος καθόταν υπομονετικά στη θέση του οδηγού, άλλαζε σταθμούς στο ραδιόφωνο, ψαχνοντας τραγούδια διακοπών και περίμενε τη σειρά του. Αυτό το σπαστικό ξεκίνα – σταμάτα, δεν έμοιαζε καθόλου να τον ενοχλεί.

Ο δρόμος άνοιξε για λίγο και τα αυτοκίνητα αυτού του χαζοχαρούμενου, παραθεριστικού κομβόι ξεχύθηκαν ξανά, αναπτύσοντας ταχύτητα στη ζεστή άσφαλτο. Τότε ήταν που είδε μπροστά του καπνό και σκόνη να υψώνονται σε μια πελώρια στήλη, λερώνοντας τον γαλάζιο ουρανό σα μουτζούρα. Το βλέμμα του αποσπάστηκε και το αυτοκίνητο του τερμάτισε απότομα και βίαια τη πορεία του, πάνω στο προπορευόμενο όχημα. Δέκατα δευτερολέπτου μετά, το πίσω όχημα προσέκρουε πάνω στο δικό του, ολοκληρώνοντας την καταστροφή του αυτοκινήτου του. Ο Γιώργος παρέμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στη μουτζούρα. Πλέον, όμως, με μια μεγάλη πληγή στο μέτωπο από το χτύπημα στο παρμπριζ και έναν οξύ και διαπεραστικό πόνο στο κρανίο που σχεδόν τον παρέλυε. Αίμα γλιστρούσε από το κεφάλι του και έβαφε το γαλάζιο του κοστούμι.

Με τρεμάμενα δάχτυλα έσπρωξε την πόρτα και σωριάστηκε στην άσφαλτο. Γονατισμένος προσπαθούσε ν’ ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις του. Ευθεία μπροστά του ο καπνός, τού πλάνεψε ξανά την όραση. Ενστικτωδώς ανασηκώθηκε, τρεμάμενος ακόμα και άρχισε να κατευθύνει προς τα εκεί το πονεμένο του κορμί. Προσπέρασε τρεκλίζοντας τα δεκάδες σπασμένα αυτοκίνητα, τους οδειρμούς, τα βρισίδια και τα κλάματα των μωρών. Σε λίγο, μέσα από την ομίχλη των εξατμίσεων, αντίκρισε την αιτία που γέννησε όλον αυτόν τον πανικό. Μια ντεραπαρισμένη νταλίκα με στοιβαγμένα πάνω της, σαν τσαμπιά σταφύλια, τ’ αυτοκίνητα της καραμπόλας. Μπροστά της, ένα αυτοκίνητο ισορροπούσε μισό μες το ποτάμι, μισό προς τον δρόμο. Έξι μέτρα κενό χώριζαν το όχημα από τον πάτο του άδειου ποταμού. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξε προς τα εκεί. Από τα πλαινά τζάμια φαινόταν η σκιά του μοιραίου οδηγού που δεν μίλαγε, δεν φώναζε. Ήταν σωριασμένος πάνω στο τιμόνι, ίσως αναίσθητος, ίσως νεκρός. Κόσμος είχε μαζευτεί γύρω από τον προφυλακτήρα και τραβούσαν το αυτοκίνητο να μη φύγει στο κενό. Ο Γιώργος άρπαξε κι αυτός το ένα φτερό. Παρ’ όλη την υπερπροσπάθεια ολονών το ΙΧ δεν κουνιόταν πόντο. Απόγνωση. Τότε ακούστηκε μια γυναικεία κραυγή: «Τρέχει βενζίνη, φύγετε, θα εκραγεί!». Οι περισσότεροι τρομοκρατήθηκαν και εγκατέλειψαν τη προσπάθεια. Μόνο δύο έμειναν. Ο ένας ήταν ο Γιώργος.

Η γυναίκα που φώναζε ήρθε και τον έπιασε από το μπράτσο. «Φύγε,μ’ακούς;Θα σκοτωθείς…» Έστρεψε και τη κοίταξε. Το βλέμμα του απλανές. Υπνωτισμένο. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε πως όλα αυτά δεν ήταν ο εαυτός του. Δεν ήταν ήρωας, δεν είχε αυτή τη μαγιά. Προτιμούσε να κρύβεται στη ασφάλεια του σπιτιού και του γραφείου, να ζει τη φοβισμένη και αξιοπρεπή ζωή του. Ποτέ δε γύρευε μπελάδες. Τι προσπαθούσε να κάνει τώρα;

Δείλιασε. Και ήταν τότε που μια, άγνωστη σε κείνον παρόρμηση, ίσως μια πλευρά του εαυτού του ολότελα καταχωνιασμένη στα βάθη του εγώ του, τον τίναξε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Πείσμωσε, το βλέμμα του σκλήρυνε.

Την έσπρωξε από κοντά του με μια αποφασιστική κίνηση. Το αμάξι πλέον έπερνε επικίνδυνη κλίση προς το γκρεμό. Ο ιδρώτας τον είχε λούσει. Ο έτερος της προσπάθειας, αμίλητος, του κούναγε το κεφάλι. Ήταν αδύνατο, τα χέρια πια γλιστρούσαν. Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα. Οτιδήποτε. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στο πορτπαγκάζ. Το βάρος του σταθεροποίησε λίγάκι το όχημα, επιβραδύνοντας το ρυθμό της κλίσης του. Με μια μπουνιά προσπάθησε να σπάσει το πίσω τζάμι. Μάταιο. Προσπάθησε ξανά με το άλλο χέρι. Στο βλέμμα του ζωγραφίστηκε η απελπισία. Τότε ένα παιδάκι γύρω στα δώδεκα πετάχτηκε μπροστά. Άρπαξε τον προφυλακτήρα. «Τι μεγάλοι ειστε εσείς;», ούρλιαξε ο μικρός. Η παιδική του φωνούλα αντίχησε ανατριχιαστική στα αυτιά όλων και τους ντρόπιασε.

Το θάρρος του Γιώργου και ο συναισθηματικός εκβιασμός του πιτσιρικά επιασαν τόπο. Όλοι προσέτρεξαν να βαστήξουν ξανά. Η γυναίκα, που ούρλιαζε πρότινος, έδωσε στον Γιώργο μια πέτρα. Το παρμπρίζ έσπασε. Η καρδιά του πλήθους επίσης. Ο Γιώργος χάθηκε στα πίσω καθίσματα. Μια άλλη γυναίκα, λουσμένη στο αίμα, βρισκόταν στη θέση του οδηγού. Την άρπαξε από τους ώμους . Την τράβηξε προς τα πίσω και την έσπρωξε μετά προς τα έξω, μέσα από το σπασμένο τζάμι. Οι υπόλοιποι την περιμάζεψαν, μετά βγήκε και αυτός. Ερείπιο σωστό. Ανακούφιση. Μ’ αυτή τη σειρά. Μετά το πέρας της διάσωσης, όλοι εγκατέλειψαν το όχημα στη μοίρα του, το οποίο χανόταν πια στο κενό. Ένας μεταλλικός κρότος και σίδερα γέμισαν την κοίτη του ποταμού. Ο Γιώργος σωριάστηκε στη γη, αποκαμωμένος.

Ήρθε το ασθενοφόρο. Τους έβαλαν σε διπλανά φορεία. Η γυναίκα είχε ελαφρώς ανακτήσει τις αισθήσεις της. Του ψέλλισε: «Άναψα τσιγάρο,άνοιξα παράθυρο…είχα μια μαϊμού…πήδηξε…πάει…» Ο Γιώργος την κοίταξε παραξενεμένος, με έκδηλη την απορία στα γουρλωμένα του μάτια. «Μαϊμού; Είπες μαϊμού;» Η καταβεβλημένη γυναίκα τον κοίταξε με ήρεμο και γλυκό βλέμμα. Ήταν γύρω στα τριάντα, με πρόσωπο καλοσυνάτο. Μια συνηθισμένη κοπέλα που θα μπορούσε να την είχε ξαναδει αμέτρητες φορές, στον δρόμο, στον φούρνο, σε μια υπηρεσία. Μια κοπέλα με την οποία ίσως να αντάλλασε μόνο δυο λόγια για τον καιρό και τίποτα παραπάνω. Και τώρα βρισκόταν εδώ μαζί της , χάρη σ’ αυτή την αλλόκοτη μέρα. Αλλά η μαϊμού; Η μαϊμού πού κολλούσε τώρα; «Είναι το μόνο πλάσμα που με νοιάζεται και με αγαπάει, το μόνο…», ένας λυγμός ξεπετάχτηκε από τον λαιμό της. «Πώς σε λένε;», τη ρώτησε. «Πανδώρα», του είπε εκείνη σεμνά.

Ο Γιώργος ξήλωσε τον ορό απ’ το χέρι του και πήδηξε απ’ το φορείο. Επέστρεψε στον τόπο του δυστυχήματος . Λίγα μέτρα πιο πέρα υπήρχε μια πεζογέφυρα. Το ένστικτό του τον οδήγησε να τη διασχίσει. Απέναντι, είδε ένα εγκαταλειμμένο γιαπί. Μπήκε μέσα. Κοίταξε από δω κι από κει . Τίποτα. Ανέβηκε στους ορόφους ,έψαξε όλα τα δωμάτια . Άφαντη .Κατέβηκε στο υπόγειο. Πουθενά. Απογοητευμένος, σκέφτηκε πως δε θα ήταν εκεί. Βγήκε στον περίβολο και… έμεινε στήλη άλατος. Η μαϊμού, αυτός ο μοιραίος πρωταγωνιστής, μπροστά του, αυτοπροσώπως. Με βλέμμα θλιμμένο και υγρό, με πόδι χτυπημένο του πρότεινε το λουρί της. Ο Γιώργος δίστασε. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο ζώο. Πώς να τη χειριστεί; Την περιεργάστηκε για λίγο. Σίγουρα δεν ήταν ένα πλάσμα του γούστου του. Στο τέλος αποφάσισε δειλά να πιάσει το λουρί.

Λίγες ώρες μετά, η πόρτα του θαλάμου στο νοσοκομείο άνοιξε και η Πανδώρα γύρισε το βλέμμα. μια μαϊμού με φιόγκο έτρεξε έξαλλη προς το μέρος της. Η χαρά και των δυο, απερίγραπτη. Ξωπίσω εμφανίστηκε ο Γιώργος, με κουρελιασμένο κουστούμι.

«Πώς να σ’ ευχαριστήσω; Δεν μου είπες καν τ’ όνομά σου», είπε η Πανδώρα, με δάκρυα στα μάτια.

«Γιώργο. Ξέχασε το, απλά έκανα μια καλή πράξη.»

«Τι είναι αυτά που λες, με έσωσες, σου έχω υποχρέωση…»

Ο Γιώργος κοίταξε έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρο . Το αεράκι τον αναζωογόνησε. Του θύμισε νησί. Γύρισε και της χαμογέλασε.

«Πάω διακοπές…θες να ’ρθεις;»


Διαγωνισμός Διηγήματος στην 36η Γιορτή Βιβλίου

Το Διαγωνισμό Διηγήματος μέσω Αυτοματικής Γραφής με θέμα «Η καλοκαιρινή Αθήνα προσπέρασε» διοργάνωσε το Μικρό Πολυτεχνείο. Μετά το σεμινάριο του Θράσου Καμινάκη (Μικρό Πολυτεχνείο), η Κριτική Επιτροπή κατέληξε στους 12 διακριθέντες. Και τα 12 κείμενα θα τα διαβάσετε στο site της ATHENS VOICE (Χορηγός επικοινωνίας).

Οι νικητές:

1. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΒΡΕΤΤΟΥ Διάβασε εδώ το διήγημα

2. MANOSNEF ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Διάβασε εδώ το διήγημα

3. ΈΛΕΝΑ ΓΙΟΒΑΝΑΚΗ Διάβασε εδώ το διήγημα

4. ΑΛΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Διάβασε εδώ το διήγημα

5. ΝΑΣΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Διάβασε εδώ το διήγημα

6. ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΟΣΜΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Διάβασε εδώ το διήγημα

7. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΧΑΛΟΦΤΗ

8. ΕΥΓΕΝΙΑ ΔΟΥΒΑΡΑ

9. ΙΩΑΝΝΑ ΒΡΑΚΑ

10. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΒΑΓΓΑΛΗ

11. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

12. ΝΑΤΑΣΑ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ