Βιβλιο

Πώς ο Δον Κιχώτης έγινε Δον Κιχότε

Η Μελίνα Παναγιωτίδου, που ολοκλήρωσε τη μετάφραση του εμβληματικού έργου του Θερβάντες στα ελληνικά, μιλάει αποκλειστικά στην A.V.

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 695
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μελίνα Παναγιωτίδου © Θανάσης Καρατζάς
© Θανάσης Καρατζάς

Λίγο πριν τελειώσει η προηγούμενη χρονιά, η Εστία κυκλοφόρησε το δεύτερο τόμο του «Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα», του Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Πρόκειται για το πασίγνωστο και πολυαγαπημένο μυθιστόρημα που σημαδεύει ανεξίτηλα την Αναγέννηση και περιλαμβάνεται στα 3-4 πιο πολυδιαβασμένα βιβλία όλων των εποχών. Η ολοκλήρωση της μετάφρασης θεωρήθηκε, δίκαια, φιλολογικό γεγονός κι έτσι η A.V. πήρε, από την ακάματη μεταφράστρια, τη συνέντευξη που ακολουθεί. 

Μέσα από ποιες διαδικασίες έγινες μεταφράστρια λογοτεχνίας;
Το πώς και γιατί στρέφεται κάποιος στη μετάφραση λογοτεχνίας δεν είναι πάντα ανιχνεύσιμο· μήπως αυτή καθαυτή η προσπάθεια επικοινωνίας μας με τον άλλον δεν είναι ήδη μια απόπειρα μετάφρασης; Σε ό,τι με αφορά, πάντως, η διαδικασία ήταν αργή, ίσως προϊόν μακράς διεργασίας, έως ότου η αγάπη μου για τη λογοτεχνία και αυτή για τις «ξένες» γλώσσες να συντονιστούν και κάποια στιγμή να γίνουν αντικείμενο αποκλειστικής ενασχόλησης.

Πόσα βιβλία έχεις μεταφράσει μέχρι τώρα; Πέρα από τον «Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα», ποια θεωρείς σημαντικότερα;
Έχω μεταφράσει κάτι παραπάνω από δεκαπέντε – όχι πολλά δηλαδή, δυο τρία από αυτά μη λογοτεχνικά, αλλά όλα αγαπημένα, γιατί είχα τη μεγάλη τύχη να έχω επιλέξει η ίδια όσα μετέφρασα. Κι έτσι δεν θα έλεγα ποια θεωρώ σημαντικότερα, αλλά ποια μου είναι προσφιλέστερα: το «Στην ακτή του Βοσπόρου», το μόνο που έχω μεταφράσει από τα αγγλικά, το «Κοντσέρτο Μπαρόκ» και ο «Διψασμένος» – όλα στον Εξάντα, χάρη στην αείμνηστη Μάγδα Κοτζιά, που πίστεψε σ’ εμένα από τη μακρινή εποχή των πρώτων και αβέβαιων μεταφραστικών μου βημάτων.

Πώς εργάζεσαι; Πότε θεωρείς ότι μια μετάφρασή σου είναι ολοκληρωμένη;
Πολύ συνοπτικά, το σημαντικότερο στάδιο για μένα είναι η πρώτη ανάγνωση του βιβλίου. Στη διάρκειά της θα εγκαθιδρυθεί, ή όχι, η σχέση μου με αυτό και, με βάση το περιεχόμενο και το ύφος του, θα πάρω κάποιες αποφάσεις για το φάσμα του λόγου που θα χρησιμοποιήσω. Θεωρώ τη μετάφραση ολοκληρωμένη, όταν είναι αιτιολογημένη μέσα μου η επιλογή και της τελευταίας λέξης και όταν έχω πειστεί πως έχω κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσα.

Μιγκέλ ντε Θερβάντες: Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα (Μέρος Ι), εκδόσεις Εστία
Δούλεψες ποιος ξέρει πόσο καιρό το Πρώτο Μέρος και σχεδόν δέκα φανερά χρόνια για το Δεύτερο, ενώ παράλληλα η ζωή γενικά κι η ζωή η δική σου εξελίσσονταν. Πόσο άλλαξε εσένα την ίδια η ενασχόλησή σου με τον Θερβάντες και τον «Δον Κιχότε»;

Εάν συμπτύξω τους χρόνους, δούλεψα συνολικά κάπου πέντε χρόνια για το Πρώτο Μέρος και παρ’ ολίγο εφτά για το Δεύτερο. Εάν το μεταφράσω διαφορετικά, ξεκίνησα το Πρώτο Μέρος την εποχή της μάλλον πάνδημης ευφορίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το Δεύτερο την εποχή που έγινε πια φανερό ότι πλησίαζε η λαίλαπα. Έτσι, μετάφραση, ιστορικός χρόνος και ζωή έγιναν «όλα ένα», όπως θα έλεγε κι ο συγγραφέας μου. Και εκεί, ναι, πολλά άλλαξαν, ή μάλλον εδραιώθηκαν: η απαισιοδοξία μου για το εγγύς μέλλον, διεθνώς, και μαζί η αισιοδοξία μου για το άτομο, συχνά ανώνυμο, που κάποτε μπορεί να εμπνεύσει· η άπωσή μου για την αναρρίχηση γενικώς και για την εξουσία ειδικώς· η εμπέδωση ότι οι όποιες απόψεις μας δεν καθρεφτίζουν εντέλει παρά τον εαυτό μας και καλό θα ήταν να το έχουμε υπόψη· ο ακόμη μεγαλύτερος θαυμασμός για τον μεστό νοήματος λόγο και το μέτρο, θερβαντινά γνωρίσματα τόσο δυσεύρετα και τα δύο.

Θα ήταν μακριά από την πραγματικότητα η ιδέα ότι έμαθες «άλλα» ισπανικά για τον «Δον Κιχότε» σου;
Αντίθετα, είναι τόσο κοντά στην πραγματικότητα που ακόμη δεν ξέρω αν ή πότε θα μπορέσω να επανέλθω στην «προτέρα» γλώσσα – είτε την ελληνική, είτε την ισπανική. Δεν είναι μόνο θέμα γραμματικής, σύνταξης ή λεξιλογίου –καθόλου απλά όλα τους– είναι κυρίως τα διαφορετικά διανοήματα που μεταφέρει η γλώσσα της εποχής του Θερβάντες και η προσπάθεια που απαιτείται για να αντιληφθεί πρώτα απ’ όλα ο μεταφραστής τι λέει ο συγγραφέας, πόσο μάλλον τι εννοεί ή τι μπορεί να υπανίσσεται.

Σχολίασε τη γλώσσα που επέλεξες για το μετάφρασμά σου.
Ας διευκρινίσω καταρχάς ότι δεν είμαι θιασώτις (ή θιασώτρια, αν προτιμάτε) μιας γλώσσας που «αποκαθαίρει» αντί να αφομοιώνει τα προγενέστερα και τα εκάστοτε μεταγενέστερα. Ειδικά εδώ, όμως, οι παράμετροι που έπρεπε να λάβω υπόψη μου ήταν αμέτρητες, δεδομένου ότι η γλώσσα του Θερβάντες δεν έχει όρια, όπως επίσης δεν έχει το θεό της: μεταξύ πολλών άλλων, περιλαμβάνει από την αργκό της φυλακής μέχρι την εκλεπτυσμένη γλώσσα της υψηλής αριστοκρατίας, αρχαϊσμούς και ρητορείες. Δεν πρόκειται για μία γλώσσα, αλλά για το ανομοιογενές, πολυφωνικό σύνολό της. Έτσι, προς μεγάλη μου χαρά, και ακόμη μεγαλύτερη εξουθένωση, ακολούθησα τα ίχνη του.

Σχολίασε τις προηγούμενες ελληνικές μεταφράσεις του «Δον Κιχώτη».
Στο Πρώτο Μέρος αναφέρω τις δύο προγενέστερες που συμβουλεύτηκα και τις οποίες ξέρω καλά – αυτή των Καρθαίου-Ιατρίδη και του Ματθαίου. Δεν θα ήθελα να προβώ σε εκτενέστερο σχολιασμό, αφενός επειδή δεν ζουν οι ίδιοι, οπότε έχω στερηθεί έναν πολύτιμο διάλογο που μόνο μεταξύ των ήδη μεταφραστών του ΔΚ είναι δυνατός, αφετέρου επειδή είχα ένα μεγάλο πλεονέκτημα, με όλο το συνακόλουθο βάρος της ευθύνης, βέβαια: ότι διέθετα κριτικές εκδόσεις, άρα ένα κείμενο ευρύτατα σχολιασμένο αλλά και απαλλαγμένο από όσες αλλοιώσεις είχαν αποθέσει επάνω του οι αιώνες, συν την ανεκτίμητη ανατύπωση από τις πρώτες εκδόσεις του 1605 και 1615. Επιπλέον, διέθετα υπολογιστή… Όσο και αν φαντάζει απίστευτο για ένα τόσο παλιό έργο, ο συνδυασμός υποψιασμένου μεταφραστή και χρήσης υπολογιστή εξασφαλίζει την ανεύρεση στοιχείων που, εφόσον εντοπιστούν, συμβάλλουν στην ύψιστη δυνατή πίστη στον συγγραφέα και στο κείμενο.

Στην παρουσίαση είπες ότι ενώ η δουλειά είχε προχωρήσει πολύ, εσύ δεν είχες αποφασίσει ακόμα για το όνομα που θα είχε ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας, Κιχώτης ή Κιχότε.
Είχα αποφασίσει εξαρχής τη μεταγραφή των ονομάτων με την ισπανική προφορά, και αυτό με έφερε αναπόφευκτα αντιμέτωπη με το μείζον δίλημμα: εάν θα διατηρούσα τον «δον Κιχώτη» εξελληνισμένο και κλιτό ή όχι. Οι λόγοι που με ώθησαν στην τελική απόφαση ήταν πολλοί και σύνθετοι, και επίσης σχετίζονταν με τη συνολική θέαση του κειμένου και όχι με ένα απομονωμένο όνομα, ή μάλλον μια πλήρη ονομασία –«Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα»– η οποία περιλαμβάνεται στον τίτλο του έργου αλλά και συνιστά από μόνη της ένα καλό παράδειγμα θερβαντινής πολυσημίας.

Μιγκέλ ντε Θερβάντες: Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα (Μέρος ΙΙ), εκδόσεις Εστία
Ποιες είναι οι κύριες διαφορές ανάμεσα στο Α΄ και το Β΄ Μέρος;
Δεν πρόκειται ακριβώς για διαφορές, αλλά μάλλον για διαρκείς «μετατοπίσεις» που απορρέουν από την εξέλιξη και ωρίμανση του μυθιστορήματος. Σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα, λόγου χάριν, στο Δεύτερο Μέρος παρακολουθούμε την εξέγερση του Σάντσο, την απαίτησή του να εμφανιστεί ισότιμα στο προσκήνιο, ενώ παράλληλα ο Ροθινάντε και ο λατρεμένος γάιδαρος του Σάντσο σαν να αποχωρίζονται τα αφεντικά τους και να συσφίγγουν τη σχέση τους, όπως κάνουν εντέλει και οι κύριοί τους. Το δίδυμο του παπά και του μπαρμπέρη εμφανίζεται μόνο στην αρχή και στο τέλος ενώ, αντίθετα, έχουμε ένα νέο πρόσωπο, τον Καρράσκο, που θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στη σταδιακή «απομάγευση» του δον Κιχότε.

 

Τα γεγονότα της ζωής του Θερβάντες ανιχνεύονται στον «Δον Κιχότε»;
Ανιχνεύονται κάποιες αναλογίες, ναι, όμως ας αναφέρω τα σημαντικότερα, για τα οποία είμαστε τουλάχιστον βέβαιοι: το πρώτο σχετίζεται με τη συμμετοχή του στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπου τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να αχρηστευτεί το αριστερό του χέρι, και την αιχμαλωσία του, τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Αλγέρι· έχουμε μια συγκλονιστική μαρτυρία του στο Πρώτο Μέρος του «Δον Κιχότε», όπως αυτή αποτυπώνεται στην «Ιστορία του αιχμαλώτου», έστω και καλυμμένη κάτω από έναν μανδύα ανατολίτικου εξωτισμού. Το δεύτερο γεγονός αφορά την οδυνηρή έκπληξη που τον περίμενε ένα μόλις χρόνο πριν εκδοθεί το Δεύτερο Μέρος, όταν ξάφνου εμφανίστηκε ένα άλλο βιβλίο, δήθεν συνέχεια των περιπετειών του ήρωά του. Εξαιτίας του, ή χάρη σε αυτό, και για πρώτη φορά αγανακτισμένος, ποτέ όμως υβριστικός, ανατρέπει την μέχρι τότε πορεία του μυθιστορήματός του και πλέον διεκδικεί την πατρότητα του «Δον Κιχότε» του.

Γιατί κατά τη γνώμη σου ο «Δον Κιχότε» λογίστηκε παιδική λογοτεχνία;
Πραγματικά, δεν έχω ιδέα. Δεν τον έχω διαβάσει ποτέ ως παιδικό βιβλίο ώστε να έχω οποιαδήποτε γνώμη και ελπίζω μόνο μια τέτοια προσέγγιση να μην υποτιμά τα ίδια τα παιδιά. Υποθέτω ότι με κάποιον –αλλά ποιον;– τρόπο ίσως απομονώθηκε το στοιχείο της παρωδίας ή, ακόμη χειρότερα, μια χροιά φαντασιοκοπίας κενής περιεχομένου. Πάντως ο ίδιος ο Θερβάντες μάς λέει πως η ιστορία του «είναι τόσο ξεκάθαρη που δεν δημιουργεί την παραμικρή δυσκολία: τα παιδιά τη φυλλομετρούν, οι νέοι τη διαβάζουν, οι μεγάλοι την καταλαβαίνουν κι οι γέροντες την εκθειάζουν». Και το εκπληκτικό, παρά την πανταχού παρούσα, υποδόρια ειρωνεία του, είναι πως έχει δίκιο.

Πληρώνεται ο κόπος του μεταφραστή;
Απ’ ό,τι θυμάμαι, υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο, ανάλογα με τη χώρα, το έργο και τον εκδοτικό οίκο. Δεν πιστεύω η ερώτηση να αφορά την Ελλάδα του σήμερα;

Συμφωνείς ότι το καλό μετάφρασμα είναι λογοτεχνία, κι ότι καμιά σημασία δεν έχει πως είναι δευτερογενές;
Το μετάφρασμα οφείλει –με άλλα λόγια έχει ηθικό χρέος απέναντι στον συγγραφέα– να είναι λογοτεχνία, αφού λογοτεχνία μεταφράζει. Εάν και εφόσον μεταφράζει καλή λογοτεχνία, θα πρόσθετα. Αρκεί ο μεταφραστής να μη λησμονεί αυτόν ακριβώς τον περιορισμό που ήδη θέτει το ερώτημα– ότι δεν παύει να είναι δευτερογενής δημιουργία. Και αυτό, ασφαλώς, έχει τη σημασία του.

Μελίνα Παναγιωτίδου © Θανάσης Καρατζάς
Μελίνα Παναγιωτίδου/ Φωτογραφία: Θανάσης Καρατζάς

Στην παρουσίαση είπες ότι σε βοήθησε, ανάμεσα στ’ άλλα, ένα ισπανοϊσπανικό Λεξικό της εποχής του Θερβάντες. Υπάρχει όμως μια τάση σε ορισμένους μεταφραστές να εργάζονται δίχως λεξικά, δίχως καν επαρκή γνώση της γλώσσας του πρωτοτύπου, απλά με την επίκληση του βιώματος και του συναισθήματός τους. Πώς την κρίνεις;
Αυτό πρώτη φορά το ακούω, ομολογώ, και δεν μπορώ καν να το φανταστώ, πόσο μάλλον να το κρίνω. Το βίωμα και το συναίσθημα μπορεί να συνεισφέρουν, ωστόσο μόνα κι ασυνόδευτα φοβάμαι ότι θα δήλωναν αυταρέσκεια, άρα στειρότητα, ή και έπαρση.

Έχεις μελλοντικά μεταφραστικά σχέδια κι αν ναι, ποια;
Το μέλλον διαγράφεται παντού τόσο αβέβαιο ώστε είμαι επιφυλακτική όχι τόσο στο να έχω σχέδια, όσο στο να πιστεύω ότι θα ευοδωθούν.      

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ