- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Οι ιστορίες πίσω από τα «Ζεστά ποτά» των Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα
Ο Σπύρος Αραβανής μιλάει για το βιβλίο του για τα 40 χρόνια από την κυκλοφορία του ιστορικού δίσκου
Τα «Ζεστά Ποτά», το ντεμπούτο άλμπουμ των Κατσιμιχαίων, κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1985. Σαράντα χρόνια μετά, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Σπύρου Αραβανή αναβιώνει η ιστορία του δίσκου
Ταξίδι στον χρόνο, 40 χρόνια πίσω, στη χρυσή εποχή των περιοδικών, των media, της παγκόσμιας μουσικής παραγωγής και της άνοιξης, θα λέγαμε, της νέας ελληνικής δισκογραφίας. 1985 και κυκλοφορεί ο δίσκος «Ζεστά ποτά», που υπέγραφαν δυο καινούργιες φάτσες στη γειτονιά: ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας. Ήταν ένα άλμπουμ που σημάδεψε γενιές ακροατών και άλλαξε, κατά κάποιον τρόπο, τη ροή της ελληνικής μουσικής. Ένα άλμπουμ που συνδύασε δύο πατρίδες, την Ελλάδα της παραδοσιακής μπαλάντας και την Αμερική των ροκ ποιητών. Τραγούδια που έμοιαζαν ξενόφερτα, όχι μόνο λόγω ήχου, αλλά και λόγω θεματικής και γλώσσας, και κατάφεραν να εκφράσουν την αστική καθημερινότητα με ειλικρίνεια και τρυφερότητα.
Σαν γιορτή αυτού του ιστορικού πρώτου άλμπουμ, ζητήσαμε από τον Σπύρο Αραβανή, φιλόλογο, διδάκτορα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και συγγραφέα βιβλίων σχετικών με το ελληνικό τραγούδι, όπως η αυτοβιογραφική αφήγηση του Μάνου Ελευθερίου «Μαλαματένια λόγια», να μας ταξιδέψει στις ιστορίες που υπάρχουν πίσω από τα «Ζεστά ποτά», έτσι όπως τις παρουσιάζει στο ομώνυμο βιβλίο του, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οξύ. Μάλιστα, την εισαγωγή του βιβλίου υπογράφουν ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας, σαν μια σφραγίδα αλήθειας στις ιστορίες που κρύβονται στις σελίδες του.
Πώς γράφτηκαν τα «Ζεστά ποτά»;
Ποια ήταν η διαδικασία που ακολουθούσαν οι δυο τους όταν έγραφαν ένα τραγούδι;
Οι Κατσιμιχαίοι είχαν αρχίσει να γράφουν τραγούδια από πολύ μικροί, από 15 χρονών, επηρεασμένοι από τα βιώματά τους, είτε από τη Δύση είτε από την Ανατολή. Από το λαϊκό τραγούδι, τα δημοτικά, τα αρβανίτικα. Και σιγά σιγά, μπαίνοντας στην εφηβεία, έρχονται και τα ροκ ακούσματα.
— Βέβαια, έχουν ζήσει και στο Βερολίνο.
Στο Βερολίνο έζησαν μετά, αφού τελείωσαν το πανεπιστήμιο. Δεν ήταν παιδιά μεταναστών. Εκεί πήγαν από προσωπική επιλογή, όχι για σπουδές. Στο Βερολίνο γράφουν τραγούδια μαζί, αλλά κι ο καθένας ξεχωριστά. Υπάρχει μια πολύ δυνατή ανάμνηση στο βιβλίο, που, νομίζω, είναι ένας ωραίος τρόπος δημιουργίας τραγουδιού. Την περιγράφει ο Χάρης και μιλάει για το μεταφυσικό στοιχείο στον τρόπο δημιουργίας ανάμεσα σε διδύμους. Γράφει τη μελωδία ο ένας και παράλληλα ο άλλος τον στίχο. Με τις δύο κιθάρες, ο ένας απέναντι στον άλλον. Το πρώτο τραγούδι που μπαίνει στον δίσκο είναι ο «Φάνης», γραμμένο το 1977.
— Σκληρό τραγούδι.
Σκληρό, μέχρι και σήμερα. Και μουσικά και στιχουργικά. Μιλάει για σκληρά θέματα, για τα ναρκωτικά, τη φυλακή, τον βιασμό και για το στίγμα που τα συνοδεύει. Για την προσπάθεια να επανενταχθεί κανείς βγαίνοντας απ’ αυτά, ενώ το σύστημα τον αποβάλλει. Είμαστε στο 1985, στην ανατολή μιας σοσιαλιστικής εποχής, στο άνοιγμα ενός νέου ορίζοντα, στις απαρχές μιας νέας μορφής κοινωνίας. Όλα αυτά αποτυπώνονται και στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Εμφανίζονται τα σκυλάδικα. Υπάρχει μια ευημερία, μια άνθηση, επιδόματα, παροχές....
— ΠΑΣΟΚ!
ΠΑΣΟΚ λοιπόν, με μία λέξη. Στον «Φάνη» αυτό καταγράφεται. Όταν βγήκε, οι ακροατές αυτών των τραγουδιών κάπου ταρακουνήθηκαν. Λένε «να, δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε μπροστά μας, είναι κι αυτό που ζούμε αλλά δεν ξέρουμε ότι το ζούμε». Ε, αυτό έρχονται οι Κατσιμιχαίοι και το παρουσιάζουν.
— Ξέρω ότι ειδικά για τον «Φάνη» υπήρχαν αντιρρήσεις στο να μπει στον δίσκο – ή τέλος πάντων αμφιβολίες.
Αυτή είναι μια πολύ ωραία ιστορία. Για να μπει το τραγούδι στον δίσκο, πάτησε πόδι ο Μανώλης Ρασούλης. Ως παραγωγός, δεν επενέβη στον δίσκο δημιουργικά, δηλαδή δεν ζήτησε να αλλάξουν στίχοι, μουσικές – τίποτα τέτοιο. Εκείνος απλώς άκουσε τα τραγούδια και είπε πάμε. Έτσι προχώρησαν στην ηχογράφηση. Ο Μανώλης γνώριζε τους Κατσιμιχαίους γιατί με τον Πάνο ήταν μαζί στους «Αχαρνής» του Σαββόπουλου. Και τα αδέρφια διηγούνται με γλαφυρότητα το πώς εμφανίζεται ένα βράδυ, ενώ έχει προκύψει το θέμα της επιφύλαξης της εταιρείας να συμπεριλάβει το τραγούδι στον δίσκο γιατί «μιλάει για ναρκωτικά» αλλά και λόγω της μεγάλης διάρκειάς του. Τέλος πάντων, μπαίνει ξημερώματα ο Ρασούλης στο στούντιο και λέει πως το τραγούδι θα μπει και με τη διάρκεια που έχει, έξι λεπτά.
— Ο Ρασούλης μάλιστα τότε ήταν μεγάλο όνομα, κι όχι μόνο λόγω του background της συνεργασίας του με τον Ξυδάκη. Η προσωπικότητά του είχε και μια, ας πούμε, φιλολογική πλευρά. Ήταν εκδότης περιοδικού, είχε άποψη, έβγαζε μανιφέστα.
Και στη δισκογραφία έχαιρε εκτίμησης. Μετά την επιτυχία που έκανε με την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και με τα άλλα του τραγούδια, είχε δύναμη στον χώρο. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε καταφέρει μέχρι το 1985 να ανοίξει τις πόρτες σ’ αυτή τη δουλειά, ενώ είχε την κασέτα στα χέρια του. Ωστόσο επέμενε. Το βιβλίο τελειώνει με τις ευχαριστίες των Κατσιμιχαίων προς τον Ρασούλη. Έπειτα από 40 χρόνια συνεχίζουν να πιστεύουν ότι, αν δεν επέμενε αυτός, αν δεν έβγαινε μπροστά ο Ρασούλης, ο δίσκος ίσως να μην είχε ηχογραφηθεί. Προσωπικά δεν το πιστεύω. Δηλαδή πιστεύω πως θα βρισκόταν τρόπος. Δεν μπορεί το ποτάμι να μην κυλήσει.
— Πάμε λοιπόν στον δίσκο, πάμε στις επιρροές, στο Μπραχάμι, τη γειτονιά τους.
Στο βιβλίο αναφέρονται οι επιρροές τους, αλλά και σε συνεντεύξεις που είχαν δώσει πιο παλιά μιλούν για τη γειτονιά, το αστικό τοπίο, τις ιστορίες που μετουσιώνουν σε τραγούδια. Αυτό δεν έγινε μόνο το 1985. Αυτό γίνεται μέχρι και σήμερα. Έτσι και ο δεύτερος δίσκος, μια και μιλάμε για το Μπραχάμι, έχει τα «Σήματα Μορς», με τους στίχους «Μπραχάμι, χρώμα μελανί, ασπρόμαυρες σκληρές φωτογραφίες...». Αυτό είναι γραμμένο την περίοδο που είχαν γραφτεί και τα «Ζεστά ποτά».
— Το Βερολίνο τι νομίζεις ότι έφερε στη μουσική τους, ή μάλλον στα τραγούδια τους.
Νομίζω ότι επηρέασε το παίξιμο, το ερμηνευτικό μέρος, τη φωνή και γενικότερα τη νοοτροπία τους. Στο Βερολίνο εμφανίστηκαν πολλά βράδια σε παμπ και σε μουσικές σκηνές. Το παίξιμό τους εκεί έγινε λίγο πιο δυτικότροπο. Και απέκτησαν την εμπειρία να παρουσιάζουν τα τραγούδια, τα ξένα κυρίως αλλά και τα ελληνικά, γιατί θητεύσανε και στο λαϊκό τραγούδι. Θεωρώ ότι ήταν μια πολύ σπουδαία εμπειρία, γιατί όταν επέστρεψαν, το ’85, 33 χρονών, ήταν έτοιμοι. Εκεί είχαν οσμώσεις με πολλούς καλλιτέχνες, διαφορετικής γενιάς, και έχουν μιλήσει για κάποιες πολύ ωραίες συναντήσεις που είχαν στις παμπ όπου έπαιζαν.
Λέει χαρακτηριστικά ο Χάρης: «Το 1978, σε μια φολκ παμπ, αργά πάλι, μετά την εμφάνισή μας καθόμασταν στο μπαρ και πίναμε μπίρα. Στο πάλκο εκείνη την ώρα έπαιζε ένα μπλουζ τρίο, Αμερικανοί της βάσης. Κάποια στιγμή μπήκε ένας τύπος γύρω στα 50, ανέβηκε στη σκηνή, πήρε την κιθάρα και άρχισε να παίζει μπλουζ. Το μαγαζί ήταν γεμάτο μουσικούς. Ο τύπος είπε “Όποιος θέλει τζαμάρει μαζί μου ελεύθερα”. Μαζεύτηκαν διάφοροι με κρουστά, ακουστικές κιθάρες, άλλοι στη σκηνή κι όσοι δεν χώραγαν κάθισαν στα τραπέζια, κι άρχισε ένα τρομερό τζαμ-σέσιον. Πήγε και ο Πάνος στα καμαρίνια, έφερε δυο τρεις φυσαρμόνικες και τζαμάριζε επί μιάμιση ώρα με τον μπλουζίστα, τον Αλέξις Κόρνερ. Έτσι τον λέγανε τον τύπο».
— Ένα τεράστιο όνομα στον χώρο των μπλουζ, έτσι;
Για να μη μιλήσω για την Τζούντι Κόλινς, η οποία, όπως λένε οι ίδιοι, σηκώθηκε και τους φίλησε. Αυτό έγινε το 1977. Τους φίλησε η ιέρεια της γενιάς του ’60, της γενιάς πριν από τον Μπομπ Ντίλαν, και μέντορας της Τζόαν Μπαέζ!
— Και έρχεται το άλμπουμ «Ζεστά ποτά» το 1985, στην πιο καίρια στιγμή, νομίζω. Ήταν μια χρυσή εποχή για την ελληνική δισκογραφία, όπου το ελληνικό τραγούδι ξανακοίταζε το λαϊκό και γίνονταν παντρέματα. Έτσι πρόχειρα τώρα, θα αναφέρω τους Φατμέ ή τους Χειμερινούς Κολυμβητές.
Εγώ βάζω και τους αδερφούς Κατσιμίχα σ’ αυτή την κατηγορία. Που έκαναν ένα βήμα μεταξύ ηλεκτρικού, ακουστικού ροκ και ελληνικής μουσικής γενικότερα. Η πενταετία του 1980-1985 είναι μια εποχή που, μετά την «Εκδίκηση της γυφτιάς», υπάρχει αυτό το νεολαϊκό στοιχείο. Η Αλεξίου και η Αρβανιτάκη, η Βιτάλη, οι μεγάλες βραδιές στον Λυκαβηττό… Συνέχιζε να υπάρχει ο Θεοδωράκης, που συνεργαζόταν με τον Τριπολίτη, και φυσικά ο Χατζηδάκις με την «Εποχή της Μελλισάνθης». Τότε έγιναν και για δύο χρονιές οι Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας, του Μάνου Χατζηδάκι, απ’ όπου, στην ουσία, ξεπήδησε και ο Πάνος Κατσιμίχας με το «Μια βραδιά στο Λούκι». Αυτοί οι Αγώνες εισήγαγαν ένα καινούργιο είδος, που καταχωρίστηκε αμέσως, ακαριαία. Και παράλληλα υπάρχει και η άνθηση της πιο νέας γενιάς της εγχώριας ροκ και new wave σκηνής· μαγαζιά όπως το Κύτταρο. Έχει ανοίξει η βεντάλια. Έρχονται, όμως, οι αστικές ιστορίες με τους Κατσιμιχαίους και γίνεται το πάντρεμα. Οι αδερφοί Κατσιμίχα ένιωθαν ότι είχαν συγγένεια με πολλά ονόματα της ελληνικής σκηνής τότε, μη σου πω και τώρα. Εννοώ, συνυπάρχουν και ως φίλοι, ως γνωριμίες. Ο Γιάννης Σπάθας των Socrates Drank the Conium, ενορχηστρωτής του δίσκου μαζί με τον Νίκο Αντύπα, κάνουν βραδιές στο Κύτταρο, όπου καλούν διάφορους και τζαμάρουν. Τον Σιδηρόπουλο, τους Δάμων και Φιντίας, τον συγχωρεμένο τον Παντελή Δεληγιαννίδη. Εκεί είναι και οι Κατσιμιχαίοι και παίζουν. Παίρνουν το χρίσμα και από τη Σαββοπουλική σκηνή και από τη σκηνή Socrates-Κύτταρο-Παύλος Σιδηρόπουλος.
— Η Αθήνα πώς υπάρχει μέσα στα «Ζεστά ποτά»;
Υπάρχει με την πιο ανάλαφρη πλευρά, δηλαδή τα σίριαλ. Η Ρίτα από το «Ρίτα, Ριτάκι» είναι μια ηρωίδα ενός σίριαλ που έβλεπε εκείνη την περίοδο ο Χάρης στην τηλεόραση. Δεν θυμάμαι τώρα πώς ακριβώς λεγόταν, αλλά το Ριτάκι ήταν η Λίλα Καφαντάρη, την οποία είχε ερωτευτεί ένας άντρας αντίστοιχης ηλικίας με τους Κατσιμιχαίους, που τον υποδυόταν ο Νικήτας Τσακίρογλου. Από την άλλη πλευρά υπάρχει η ανεργία – την εποχή για την οποία μιλάμε έχουμε ένα απεργιακό κύμα, με 726 απεργίες μόνο μέσα στο 1980, όπως βρήκα. 21 εκατομμύρια χαμένες ώρες εργασίας. Το λέω αυτό γιατί έρχεται το τραγούδι των Κατσιμιχαίων «Για ένα κομμάτι ψωμί» και πέφτει πάνω σε τέτοια στοιχεία. Δεν σημαίνει ότι είναι γραμμένο γι’ αυτό το γεγονός, αλλά αγγίζει ακριβώς αυτή την εποχή. Επίσης έχουμε τα μαγαζιά της νύχτας, το Λούκι και άλλα μπαρ όπου τα αδέρφια συχνάζουν και κάνουν αυτές τις ωραίες βραδιές τους. Παράλληλα, στον δίσκο υπάρχουν και στοιχεία όπως το κίνημα για την ισότητα των γυναικών, που αρχίζει εκείνη την εποχή, ένα τρίπτυχο ουσιαστικά με τις ελευθερίες, τη γυναίκα και τη χειραφέτηση. Έτσι έρχονται και τα «Κορίτσια της συγγνώμης».
— Εσύ πώς είχες βιώσει στα νιάτα σου τον δίσκο, πώς τον είχες ακούσει; Ήσουν μικρός τότε.
Είμαι έξι χρόνια μεγαλύτερος από τον δίσκο. Δηλαδή, όταν ήμουν δέκα, είχε κυκλοφορήσει μόλις δυο τρία χρόνια πριν, και ήταν ήδη μεγάλη επιτυχία. Εγώ λοιπόν, ξεκίνησα με τον Δούρειο Ίππο του δίσκου, το «Ρίτα, Ριτάκι». Ήταν πραγματικά το τραγούδι που άκουγαν όλοι. Το θυμάμαι σαν τώρα, ακούγεται η εισαγωγή κι έπειτα ξέρουμε ότι θα αρχίσει το πιανάκι και θα πεταχτούμε για να χορέψουμε. Αυτό είναι ένα βίωμά μου. Οπότε μ’ αυτόν τον τρόπο ήρθα σε επαφή και με τα άλλα τραγούδια, τα οποία τα γνώριζες λόγω της «Ρίτας». Και με το «Μια βραδιά στο Λούκι» έτσι συνέβη. Είναι τραγούδια που μπορείς να παίξεις με μια κιθάρα, όχι εύκολα, αλλά μπορείς να τα παίξεις σε μια παρέα. Μας συντρόφευαν. Μετά, στην εφηβεία, αρχίζεις και ψάχνεις περισσότερο. Και πέφτεις πάνω στον «Φάνη».
— Πάμε πίσω στο βιβλίο, όπου γίνεται μια αναφορά στην Τράπεζα Θεμάτων του Υπουργείου Παιδείας. Μίλα μας λίγο γι’ αυτή την ιστορία.
Αν καταλαβαίνω σωστά την ερώτηση, αφορά τον «Φάνη». Σ’ αυτό δεν έχουν παρέμβει οι Κατσιμιχαίοι, απλώς ο «Φάνης» έχει ενταχθεί στην Τράπεζα Θεμάτων του Υπουργείου – είναι θέμα που δίνεται στα παιδιά για το μάθημα της Λογοτεχνίας στο Λύκειο. Επειδή είμαι εκπαιδευτικός και το ζω, όταν το είδα, είχα ανάμεικτα συναισθήματα. Λέω, είναι πολύ σημαντικό να μπαίνουν οι στίχοι τραγουδιών, και μάλιστα τέτοιων τραγουδιών, στα βιβλία και να διδάσκονται στα παιδιά, και όχι μόνο στίχοι μεγάλων ποιητών. Ήθελα να δω τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν το θέμα οι άνθρωποι στην Τράπεζα Θεμάτων, τη θεματολογία στις ερωτήσεις και τις απαντήσεις που δίνονται. Ήθελα να δω πώς η επίσημη πολιτική, το Υπουργείο Παιδείας και οι εκπαιδευτικοί διαχειρίζονται τέτοια θέματα. Αλλά είχα ανάμεικτα συναισθήματα για το ότι ένα τραγούδι, ένα βίωμα, που είναι άυλο, όπως η μουσική, μπαίνει ως θέμα για να το γράφουν στα διαγωνίσματα τα παιδιά. Το να διαβάζεις ένα τέτοιο τραγούδι σε σχολικό βιβλίο έχει μια πολύ θετική πλευρά αλλά και μια αρνητική: χάνεται η μαγεία του τραγουδιού, της τέχνης.
— Ας μιλήσουμε για το εξώφυλλο του άλμπουμ. Έχει πει κάτι γι’ αυτό η art director που το σχεδίασε, η Ντόρα Ρίζου...
Η Ντόρα Ρίζου ήταν μια από τους πρωταγωνιστές από τους οποίους ζήτησα βοήθεια για το βιβλίο, ήταν τότε η καλλιτεχνική διευθύντρια. Θυμάται ακόμα πώς μπήκαν μαζί με τον Ρασούλη στο γραφείο της – αν και την επιλογή της φωτογραφίας την είχαν κάνει ήδη ο Χάρης και ο Πάνος. Είναι φωτογραφημένοι στο γνωστό βενζινάδικο που υπήρχε στην Αγίου Δημητρίου στο Μπραχάμι – εκεί πηγαίνανε τα βράδια μετά τις πρόβες τους. Στον αυτόματο πωλητή που γράφει επάνω «Ζεστά Ποτά». Νομίζω ότι δεν υπήρχε άλλο μέρος που να καθρεφτίζει τις αγωνίες, τα συναισθήματα, τις μνήμες τους, τις σκέψεις τους, τα όνειρά τους καλύτερα απ’ αυτό το στέκι, όπου κατέληγαν οι δυο τους και συζητούσαν.
— Έχουν και οι δύο μια εμφάνιση κάπως νουάρ θα έλεγα, εκτός του φωτισμού για να τραβηχτεί η φωτογραφία, γιατί ήταν νύχτα. Και η καμπαρντίνα του ενός από τους δύο έδινε έναν τόνο λίγο νοσταλγικό, σαν παλιό φιλμ. Αλλά με τη φωτογραφία αποδιδόταν και το ύφος της πόλης.
Λένε: «Όταν πήγαμε στον Μανώλη και του δείξαμε το σημείο που θέλαμε να βγάλουμε τη φωτογραφία, μαγεύτηκε. Τον πήγαμε χαράματα, με κρύο, μετά από ξενύχτι, με ποτάκια και τα λοιπά στο σπίτι μας». Κι έπειτα από τρεις τέσσερις μέρες πήγανε χαράματα, χωρίς συνεργεία, χωρίς μακιγέρ, χωρίς όλα αυτά που ζήσανε τα επόμενα χρόνια. Νύχτα, με κρύο, φόρεσαν τα παλτά τους, φωτογραφήθηκαν, κι ο φωτισμός είναι από τους προβολείς του αυτοκινήτου μιας φίλης τους που ήταν εκεί. Αυτό είναι κάτι που θυμάται και επιβεβαιώνει κι ο ίδιος ο φωτογράφος, ο οποίος ζει στην Αίγινα.
— Ήταν ιδιαίτερο εξώφυλλο και, όπως και ο τίτλος, έδινε μια πολύ όμορφη, μοναχική διάθεση: κάποιος που μέσα στο κρύο, νύχτα, πάει να πάρει ένα ζεστό ποτό. Δεν θυμάμαι ποιος ακριβώς έχει πει ότι το εξώφυλλο είναι το ενδέκατο τραγούδι του δίσκου – μια πάρα πολύ ωραία παρατήρηση. Υπάρχουν ιστορίες εκτός πλάνου, πράγματα που σου είπαν τα δυο αδέρφια και άφησες εκτός βιβλίου;
Όχι, δεν υπάρχουν. Ήταν οι ιστορίες που έπρεπε να ειπωθούν. Έχουν περάσει και 40 χρόνια από τότε. Κι εγώ, αν ήμουν στη θέση κάποιου που μετά από 40 χρόνια θα έπρεπε να θυμηθεί και να πει λεπτομέρειες, θα δυσκολευόμουν. Δεν υπήρχαν άλλες ιστορίες.
— Σήμερα πώς είναι οι Κατσιμιχαίοι;
Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζονται είναι μια συνειδητή επιλογή τους. Ο Πάνος είναι ενεργός στη μουσική, βγάζει τραγούδια ανά πολύ κοντινά διαστήματα. Έχει παρουσία. Επέλεξε πώς θέλει να πορευτεί. Το ίδιο και ο Χάρης. Σεβόμαστε όλοι την αποχή του ή, καλύτερα, την απόφασή του να ζει τη ζωή του με τον τρόπο που θέλει. Αλλά και την τέχνη του. Ας μη ξεχνάμε ότι πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε δίσκο στον οποίο τραγουδάει μελοποιημένη ποίηση.
— Θέλω να τελειώσουμε με την αναφορά σε ένα τραγούδι που έγραψε ο Πάνος. Είναι το πιο πρόσφατο τραγούδι του, το «Flashback», που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2024. Και γράφτηκε ως φόρος τιμής για τα 40 χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου «Ζεστά ποτά». Μάλιστα, έχει γράψει ένα μικρό σχόλιο για το τραγούδι:
«Το 1984, ένα βράδυ του Δεκεμβρίου όπως απόψε, ήμασταν στο στούντιο και γράφαμε τα “Ζεστά ποτά”. Δώδεκα τα μεσάνυχτα μέχρι έξι ξημερώματα, δηλαδή ωράριο καλικάντζαρων. Σε λίγους μήνες, Απρίλιος του 2025, συμπληρώνονται 40 χρόνια από την έκδοση του δίσκου. Δεν ήταν άραγε η στιγμή για ένα τραγουδάκι; Θυμάμαι τον Σπάθα, τον Αντύπα, τον Ρασούλη σαν σε όνειρο. Είναι εδώ, δίπλα μου, στον καναπέ του Sierra, και μπορώ σχεδόν να τους αγγίξω... Ο Γκολφίδης και ο Χάρης δίπλα στην αναμμένη κονσόλα κάτι λένε μεταξύ τους και χαμογελάνε… Παίξε, βραχνή μου φυσαρμόνικα… Καλά Χριστούγεννα σε όλους, Δεκέμβριος 2024, Πάνος Κατσιμίχας».
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.