Βιβλιο

Μια βραδιά «ποίησης με ανοιχτό μικρόφωνο» στην Αθήνα

Και μια συζήτηση με τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, δημιουργό του «Με τα λόγια γίνεται»

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
pv-20.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Είναι ωραίο να αναζητάς την ποίηση σε μία πόλη σκληρή σαν την Αθήνα. Δηλαδή, είναι ωραίο να την ανακαλύπτεις σε μικρές, κρυμμένες ίσως, λεπτομέρειες της πόλης. Και ακόμα καλύτερο όταν σκέφτεσαι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι γύρω σου, μπορεί να κρύβουν μέσα τους μια πλούσια καρδιά γεμάτη ποιήματα, μία φωνή που παίζει με λέξεις και συναισθήματα.

Βέβαια είναι πιθανό και να μην τη βρίσκεις την ποίηση. Πουθενά. Και τότε πληγώνεσαι (και τότε γράφεις τα δικά σου ποιήματα).

Μια χειμωνιάτικη νύχτα προσπάθησα να το αναζητήσω αυτό το πνεύμα, από περιέργεια κι ενδιαφέρον. Παρακολούθησα μια βραδιά με ανοιχτό μικρόφωνο που δόθηκε σε ποιητές, αληθινούς και καθημερινούς, νέους, νεότερους και όχι, «ποιητές εκ του προχείρου» ή επιμελείς και ακριβολόγους, ανθρώπους με χειρόγραφα, διπλωμένα τα ποιήματά τους σε χαρτιά τετραδίου ή Α4.

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, εμπνευστής και ψυχή της ομάδας ποίησης «Με τα λόγια γίνεται» (μ.τ.λ.γ. για συντομία), επιμελείται τις μηνιαίες ποιητικές τους συναντήσεις με διαφορετικό θέμα κάθε φορά και ενδιαφέροντα αφιερώματα, μία προσπάθεια που γνωρίζει επιτυχία. Στις ποιητικές αναγνώσεις που ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2011 στο «Παραπέρα», εναλλάσσονται είτε αναγνώσεις ποιημάτων από Έλληνες ποιητές διαφορετικών γενιών, είτε ξένη ποίηση που ακούγεται στο πρωτότυπο και στην ελληνική της μετάφραση. Ανάμεσα σε αυτά, παρεμβάλλονται ενίοτε και τιμητικά αφιερώματα: στην Emily Dickinson (2013, 2015), στον Καβάφη πέραν των 154 «αναγνωρισμένων» ποιημάτων του (2013), στον William Carlos Williams (2014), στην Elizabeth Bishop (2015), στον Τάκη Παπατσώνη, στον Robert Duncan, στην Ελένη Βακαλό (2016), στην Marianne Moore, στον Νίκο Εγγονόπουλο και στην Ζωή Καρέλλη (2017), και στον Ezra Pound (2018).

Φέτος, διανύοντας την όγδοη περίοδο, οι συναντήσεις του «μτλγ» θα διαρκέσουν μέχρι τον Απρίλιο του 2019, πάντα στην Ελληνοαμερικανική Ένωση της οδού Μασσαλίας στο Κολωνάκι, με ελεύθερη είσοδο και ώρα έναρξης 19:30.

Η βραδιά “open mic”, είχε αναγνώσεις αδημοσίευτων ποιημάτων από κάθε ποιήτρια και ποιητή με πείρα λιγότερη ή περισσότερη που θα ήθελαν να τα «δοκιμάσουν» διαβάζοντάς τα σε ένα αφοσιωμένο κοινό.
Λίγο νωρίτερα, στην είσοδο του Θεάτρου της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, όσες/οι ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν, μπορούσαν να αναγράψουν το όνομά τους σε πίνακα που είχε αναρτηθεί, για να κατοχυρώσουν μία από τις δώδεκα θέσεις της ελεύθερης ανάγνωσης. Στη βραδιά είχαν επίσης προσκληθεί να διαβάσουν αδημοσίευτα ποιήματά τους οι ποιήτριες Γιάννα Μπούκοβα και Δανάη Σιώζιου.

pv-3.jpg
Παναγιώτης Ιωαννίδης (©Θανάσης Καρατζάς)

Μπαίνω.

Στην αίθουσα βασιλεύει μία ηρεμία καθησυχαστική ενώ αρχίζουν να μαζεύονται πρώτοι, κυρίως μεγαλύτεροι σε ηλικία «αναγνώστες των πάντων» με μία φιλολογική ταυτότητα, εμφανή επάνω τους. Αργότερα εμφανίζονται νεότερες παρουσίες, φυσιογνωμίες που νομίζεις ότι έχεις συναντήσει ξανά σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ιπποκράτους, Σκουφά και των πέριξ, να ανοίγουν κρυφά τα βιβλία και να μυρίζουν τις σελίδες τους. Στην είσοδο ο Παναγιώτης Ιωαννίδης καλωσορίζει, ενώ παντού είναι διάχυτη μία σχολαστικότητα, αυτή της Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης, τόσο διαφορετική από τις μέρες του Comicdom Con με το Cosplay. Προσπαθώ να μπω στο κλίμα, να νοιώσω.

pv-1.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Μία ασθμαίνουσα κυρία πλησιάζει και λέει «Έχω γράψει κάποια ποιηματάκια και θα ήθελα να τα διαβάσω». Βεβαίως κυρία μου, γράψτε στον πίνακα το όνομά σας, το όριο είναι 3 λεπτά και μιάμιση σελίδα Α4 για τον καθένα.

Πουθενά στην αίθουσα δεν βλέπω να υπάρχει ούτε ένα λάπτοπ.

Καλωσόρισμα από τον MC-Παναγιώτη Ιωαννίδη, ο οποίος ρυθμίζει το αλάρμ του κινητού του να χτυπάει, διακριτικά, στα 3 λεπτά.

pv-4.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Πρώτη καλεσμένη κυρία. Η Δανάη Σιώζιου, διαβάζει στίχους από το βιβλίο «Ωκεανοί λεμονάδας» που πρόκειται να κυκλοφορήσει, με τρυφερές λέξεις, δάκρυα, παιδική ηλικία και φλερτάρει με σκοτεινές στιγμές: «Εκατομμύρια λαμπερά πόνι / Μου αρέσει να γράφω ποιήματα / γιατί ακούω το θάνατό μου / να απομακρύνεται…».

pv-5.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Ακολουθεί ο κύριος Παναγής Αντωνόπουλος, ένας άνθρωπος με αέρα θάλασσας και ύφος καπετάνιου. Θυμίζει «Μαραμπού» κι έχει οργισμένη φωνή: «Δεν είμαι ποιητής. Δηλώνω λογουργός. Ένα κατηγορώ. Όποιος καταλάβει, κατάλαβε» μας λέει. Στα λόγια του μπλέκονται «Σεφέρια και Ελύτες», ριμάρει Εμπειρίκο με «ψυχή απίκο».

Διακριτικό αλάρμ. Κατεβείτε.

pv-6.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Στο πόντιουμ ανεβαίνει ο Πέτρος Μητρόπουλος. Μοιάζει να βιάζεται, ίσως είναι αγχωμένος. Έχει μοντέρνο ύφος, απαγγέλλει λόγια προς τη Μάνα. Μου αρέσει ένας στίχος του: «Στα προάστια γυναίκες με φτηνά παπούτσια/ σφίγγουν στην αγκαλιά τους παιδιά».

pv-9.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Τερέζα Κουρούκλη. Το κοινό αρχίζει να ζεσταίνεται. Στίχοι για μία μονοκατοικία που κατεδαφίζεται, για «πλάνο προδοσίας», για «γατάκια - ποιήματα που νιαουρίζουν». Κι ένα «Γκρίζο περιστέρι που χτυπάει / το ράμφος του στο τσιμέντο».

pv-8.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Ο Ντενίζ Ουρέμ γίνεται αυτόματα μία καλτ παρουσία. Έχει στιλ σλάκερ, χρησιμοποιεί λέξεις όπως: Θάνατος, γριές, χωριό, σχολείο. Και ριμάρει: «Μπάλα» με «κεφάλα», «νταβραντισμένο» με «μαλακισμένο», τέλος κορυφώνει με τον στίχο: «Πιάνει πνίγει το γατί / με του τσέλου τη χορδή». Θεούλης.

pv-19.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Ακολουθεί ο Πέτρος Φωκιανός, με λόγιο, φοιτητικό λουκ. Θυμάμαι μερικές από τις λέξεις και τους στίχους του: «Κροκάλα. Βαθιά στο αλάτι. Μαχαίρι ο ήλιος, οι φλέβες μου κομμένες. Πούδρα χορεύτρια, σάμπως άλικο φόρεμα. Νοτούρνο: χορεύω με τα ασπρόρουχα». Κλασικός.

Τι παράξενα που εξελίσσεται η βραδιά, πόσο περίεργο είναι, ανά 3 λεπτά, να μπαίνεις στο μυαλό ενός άλλου, ξένου ανθρώπου.

pv-12.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Ακολουθεί η κυρία Δώρα Σταματοπούλου, πιο ώριμη, με λέξεις γνώριμες, τις ακούμε τελευταία πολύ, Παρθενώνες, Θερμοπύλες, φιλότιμο, «θανάσιμα πεσμένο αρχαίο κλέος» και φινάλε με: «Μοιάζεις με ένα ρήγα δίχως στέμμα / τον δόλιο Ιούδα η καρδιά ας θάψει».

pv-11.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Η επόμενη ποιήτρια, Ανδρομάχη Δαμαλά, χρησιμοποιεί δραματικές λέξεις και εικόνες. Κάνει παύσεις… διαβάζει με αποσιωπητικά… Μιλάει για τα «σεντόνια των λυγμών», «…ισοπεδώθηκαν τα όρια της ενοχής…». Φινάλε: «Τρόπαιο το σώμα μου σε παλιωμένο λαβύρινθο».

Η αίθουσα προσηλωμένη, σιωπηλή. Το μόνο που κινείται είναι, διακριτικά, ο φωτογράφος. Και πάλι, ούτε κι αυτός.

pv-15.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Επόμενη, ένα νεαρό κορίτσι με καρό πουκάμισο και ευθύ, θαρραλέο, έξυπνο βλέμμα, η Άννα Μωϋσιάδη. «Δεν είμαι ποιήτρια,» μας λέει στο μικρόφωνο. «Γλωσσού με λένε». Απαγγέλλει με μία σπίθα εσωτερική, μοιάζει σαν να ερμηνεύει. Τη φαντάζομαι σε θεατρική σκηνή ή σε stand-up comedy. Κλείνει με: «Δεν είμαστε καθόλου άθεοι, κυρίες και κύριοι».

pv-18.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Τέλος, η δεύτερη καλεσμένη της βραδιάς, η ποιήτρια Γιάννα Μπούκοβα με καταγωγή από την Βουλγαρία, έχει ένα στέρεο, δομημένο ύφος στις απαγγελίες της, επεξηγεί και μιλάει για τα ποιήματα από το βιβλίο της «Drapetomania» που κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες. Ένα ποίημα για την Αρχιτεκτονική, με σπασμένη προφορά που του ταιριάζει όμορφα: «Είμαστε όλοι καρφιτσωμένοι στο βέλος του χρόνου σαν κούκλες βουντού». Τελειώνοντας, μου μένει ένας στίχος της: «Ζεις για να ταΐζεις τα μαλλιά σου».

Τέλος. Βγαίνουμε έξω, κρύο, νύχτα. Κάπου, κάποιος, αυτή τη στιγμή γράφει ένα ποίημα. Που σε κάποιον, κάποτε, θα το διαβάσει.

pv-3.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, «με τα δικά του λόγια», λίγες μέρες πριν, με είχε βάλει στο σύμπαν του «μ.τ.λ.γ.»:

«Είμαστε ένα δίκτυο ποιητριών και ποιητών που εξελίσσεται σε μία συντροφιά ομοτέχνων. Το ξεκίνησα εγώ το 2011 επειδή πάντα μου άρεσε να ακούω τους ποιητές και τις ποιήτριες να διαβάζουν τα ποιήματά τους χωρίς μουσικές, χωρίς σκηνοθεσίες, χωρίς φιλολογικό σχολιασμό – μόνο τα ποιήματα με τη φωνή αυτών που τα γράψανε. Κάποιοι ποιητές μπορεί να μη διαβάζουν «καλά», αλλά και πάλι ακούς αυτό που είχε στο νου του κάποιος όταν έγραφε. Ακόμα και μία «μη-θελκτική» ανάγνωση όμως, μπορεί να σε διαφωτίσει ως προς το τι φαντάζεται ηχητικά.
Είχαν προϋπάρξει ανάλογες συναντήσεις ποιητών που διάβαζαν τη δουλειά τους με λίγο εργαστηριακό ύφος (συναντήσεις που διοργάνωνε ο Γιώργος Χαντζής στο Dasein Cafe από το 2006 μέχρι το 2009) και ήταν λίγο πιο κλειστές. Εγώ φανταζόμουνα συναντήσεις ανοιχτές για το κοινό, σαν αυτές που γίνονται σε βρετανικά βιβλιοπωλεία που πηγαίνει εκεί ο συγγραφέας και διαβάζει χωρίς να σχολιάζει κανείς, χωρίς κιθάρες και μουσικά χαλιά από κάτω κλπ. Το να διαβάζουν κάποιοι ηθοποιοί με μουσικό χαλί από κάτω συμβαίνει ακόμα σε κάποιο βαθμό. Υπήρχε η εντύπωση ότι για να αναδειχθεί η ποίηση πρέπει να τη διαβάσει ένας ηθοποιός και να υπάρχει σκηνοθεσία. (Φυσικά πρέπει και οι ηθοποιοί να είναι εξασκημένοι σε αυτό γιατί είναι ένα εντελώς διαφορετικό είδος από το θέατρο).
Έτσι λοιπόν αποφασίστηκε ότι «Με τα λόγια» θα είχαν μόνο τη φωνή των ποιητών ή των μεταφραστών. Εκεί βέβαια φροντίζουμε πάντα να ακούγονται τα ποιήματα και στο πρωτότυπο, πιστεύοντας αυτό που έχουν έτσι κι αλλιώς πει μεγάλοι κριτικοί – ή όπως έγραφε και ο ίδιος ο Έλιοτ «ακόμα και αν δεν καταλαβαίνεις τίποτα, στην καλή ποίηση, το άκουσμα και μόνο κάτι θα σου δώσει».

Πώς γίνεται η επιλογή; Με συζήτηση;

«Η επιλογή γίνεται με βάση τα κριτήριά μου, φωνές που θεωρώ ενδιαφέρουσες. Από την αρχή ήθελα να ακουστούν και φωνές από παλιότερες γενιές που ενδεχομένως δεν ακούγονταν τόσο και οπωσδήποτε νεότερες ποιητικές φωνές. Παρακολουθώ τη σύγχρονη ποίηση, γνωρίζω αυτήν που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα και παρακολουθώ αυτήν που γράφεται στα περιοδικά και στα βιβλία που βγαίνουν. Πολλές φορές έχει τύχει να συναντήσω σε ένα περιοδικό ή σε ένα βιβλίο μία νέα φωνή και να επιδιώξω να τους γνωρίσω, να τους προσκαλέσω. Η στενή παρακολούθηση της σημερινής παραγωγής- αυτή είναι η πηγή μου.
Εδώ και 3 χρόνια έχουμε ξεκινήσει και έναν τύπο εκδηλώσεων που είναι σαν μία επανεπίσκεψη παλαιών φωνών, κάνοντας την αρχή με τον Τάκη Παπατσώνη που είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός ποιητής που και στην εποχή του ήταν λίγο «στο πλάι», γιατί ουσιαστικά είναι σύγχρονος με τον Καρυωτάκη. Εμείς τον σκεφτόμαστε δίπλα στον Σεφέρη αλλά η παρέα της γενιάς του ’30 τον περιφρονούσε και ενίοτε και τον λοιδορούσε. Στην αλληλογραφία αναμεταξύ τους τον κορόιδευαν. Για παράδειγμα, δεν χρησιμοποιεί τη δημοτική του Σεφέρη ή του Ελύτη, είναι πολύ «φιλοκαθολικός» αν όχι και καθολικός ο ίδιος.
Έτσι λοιπόν σε αυτές τις βραδιές το ερώτημα ήταν οι σημερινοί ποιητές τι βρίσκουν σε κάποιες παλιές φωνές όπως ο Παπατσώνης, η Ελένη Βακαλό (σημαντικότατη ποιήτρια, γυναίκα εν μέσω πάρα πολλών αντρών που συζητούνται π.χ. ο Καρούζος, ο Παπαδίτσας – την ξέρουν κάποιοι αλλά όχι τόσοι όσο της άξιζε),  η Ζωή Καρέλλη (η ποιήτρια από τη Θεσσαλονίκη που έγραψε το ποίημα “Εγώ η άνθρωπος” που ήταν πολύ πιστή, και έγραφε για τον έρωτα με έναν κάπως λεπτό τρόπο, πολύ αισθησιασμό και βαθιά στοχαστικότητα με μεγάλη μουσικότητα συγχρόνως…)
Οπότε ναι, είναι μία ευκαιρία, αυτές οι εκδηλώσεις – αφιερώματα που γίνονται κάθε Δεκέμβριο (εξ ου και φέτος ήταν «Ο Καρυωτάκης και οι σύγχρονοί του») ενώ τον Μάρτιο έχουμε αμερικανική ποίηση σε νέες μεταφράσεις που φτιάχνονται από ποιητές και ποιήτριες. Φυσικά έχουμε καλούς μεταφραστές αλλά το να είναι και ο ίδιος ο μεταφραστής καλός ποιητής έχει μία παραπάνω αξία.

Ανταπόκριση κοινού;

«Ναι, νομίζω υπάρχει ανταπόκριση αν μπορώ να το πω εγώ ο ίδιος. Αν σκεφτούμε ότι στην πρώτη εκδήλωση τον Δεκέμβριο του ’11 ήταν καμιά 20αριά άτομα και την περασμένη περίοδο κυμάνθηκε ο αριθμός στο κοινό από 60 έως 100. Για λογοτεχνική –και δη, ποιητική – εκδήλωση που δεν είναι παρουσίαση βιβλίου που θα έρθουν όλοι οι φίλοι κλπ., είναι υψηλός αριθμός. Η δε πρώτη φετινή εκδήλωση που έγινε σε μία έκτακτη συνεργασία και με το Γκαίτε και ήταν αφιερωμένη στον Ρίλκε, πάλι είχε παραπάνω από 100 άτομα. Το μεγάλο χιτ ήταν η βραδιά αφιερωμένη στην Ντίκινσον που είχε 200 άτομα την πρώτη φορά.»

Υπάρχει ρεύμα στην Αθήνα αυτή τη στιγμή;

«Νομίζω στην Ελλάδα συνολικά υπάρχουν ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές. Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει κάποιο διακριτό ύφος όπως θα λέγαμε «η πρώτη μεταπολεμική γενιά» ή ο ρομαντισμός. Ή η Αθηναϊκή σχολή. Νομίζω ότι υπάρχει μία πολυφωνία πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι μία πολύ καλή περίοδος για την ελληνική ποίηση. Είναι τέτοια η πολυφωνία που είναι δύσκολο να ορίσει κανείς τα είδη. Μία ενδιαφέρουσα προσπάθεια εντοπισμού χαρακτηρισμών έχει κάνει η Μαρία Τοπάλη σε μία ανθολογία που εκδόθηκε πρόσφατα στη Γερμανία στα γερμανικά αλλά αναμένεται και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες όπου εκεί έχει εντοπίσει διάφορα χαρακτηριστικά όπως για παράδειγμα, το πώς μιλάνε οι σημερινοί ποιητές για την οικογένεια ή κάποιες γυναίκες ποιήτριες για τη μητρότητα ή το τι μορφή παίρνει η έννοια του πολιτικού που είναι κάτι με το οποίο ασχοληθήκαμε και στο περιοδικό Φάρμακο (Εξαμηνιαίο περιοδικό για τη διερεύνηση του ποιητικού φαινομένου) στο τελευταίο τεύχος.»

Υπάρχουν άνθρωποι στην Αθήνα σήμερα που βάζουν την ποίηση στη ζωή τους; Ποιοι είναι αυτοί που έρχονται στις βραδιές σας;

«Υπάρχει ένας πυρήνας ανθρώπων που έρχεται οποιαδήποτε κι αν είναι η εκδήλωση. Μέσα σ’αυτούς, τουλάχιστον το 50% είναι άνθρωποι που μπορεί να σου λέγανε «προηγουμένως δεν παρακολουθούσα την ποίηση, δεν την καταλάβαινα, νόμιζα ότι δεν μ’ άρεσε, ήρθα για τον ένα ή τον άλλο λόγο κι εδώ ένοιωσα ότι κάτι συμβαίνει» Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει είναι αυτό που κάνει το καλό ποίημα όταν ακουστεί υπό τις καλύτερες συνθήκες μοναχό του, χωρίς στολίδια. Το κοινό που έρχεται είναι πάρα πολύ ανομοιογενές και ηλικιακά και κοινωνικά. Στις βραδιές υπάρχει η δυνατότητα για συζήτηση που δεν εξαντλείται πάντα αλλά ναι, υπάρχει.»

Εσύ προσωπικά βρίσκεις ποίηση στην Αθήνα, στην καθημερινότητα;

«Οπωσδήποτε. Και ως εικόνες και αν κανείς στήνει αυτί και ακούσει πάρα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Αν είναι κανείς ανοιχτός και δεκτικός όπως ένας φωτογράφος μπορεί να βρει παντού ενδιαφέροντα πράγματα, έτσι και ένας ποιητής ή ποιήτρια μπορεί από όλες τις περιστάσεις να αντλήσει κάτι ενδιαφέρον. Να γεννήσει ένα ποίημα. Ή που γύρω του να αποκρυσταλλωθεί ένα προϋπάρχον ποίημα…. Ο Ορφέας Απέργης έχει γράψει ποιήματα που έχουν γεννηθεί στην πόλη. Η Μαρία Τοπάλη επίσης. Νεώτεροι ποιητές επίσης, η Παυλίνα Μάρβιν, ο Χρήστος Σιορίκης…
Και η ίδια η πόλη ως τοπίο γεννά ποίηση, ή το τι μπορεί να συμβεί ανάμεσα σε ανθρώπους μέσα στην πόλη ή σημεία της ιστορίας της πόλης ή ένα επεισόδιο. Είναι οι ίδιες πηγές έμπνευσης που μπορεί να έχει ένας οποιοσδήποτε καλλιτέχνης, ζωγράφος, μουσικός, και αυτό είναι πολύ χρήσιμο που το λέμε γιατί είναι πολύ σημαντικό να μη θεωρούμε ότι η ποίηση γράφεται μέσα σε ένα δωμάτιο ή ημίφωτο σαλόνι ή ίσως με χαμηλή μουσική ή μέσα σε έναν ελεφαντοστέινο πύργο. Είναι κι αυτή μία τέχνη και μπορεί να γραφτεί στο δρόμο όπως και στο γραφείο. Και ή έμπνευσή της μπορεί να προκύψει από ο,τιδήποτε είναι μεταμορφώσιμο ως υλικό και μπορεί με λόγια να αποδοθεί με έναν τρόπο που να του προσθέτουν διαστάσεις και αντηχήσεις.»

Μεταφράσεις. Πώς αντιμετωπίζεις ένα ποίημα σε ξένη γλώσσα που έχει τις ιδιαιτερότητές του ακόμα και ηχητικά;

«Προσωπικά, όποτε έχω μεταφράσει, έχω μεταφράσει από αγάπη. Είναι και η επιθυμία να δω, αυτό το ποίημα που μου αρέσει, πώς μπορεί να ακουστεί και στα ελληνικά με τρόπο που να είναι ενδιαφέρων και να μην προδίδει τις στροφές του ποιήματος. Το νόημα μπορείς εύκολα να μην το προδώσεις. Αν κάνεις μία πιστή μετάφραση, κατά γράμμα, το νόημα είναι οκέι, είναι εκεί. Όμως επειδή ακριβώς η ποίηση χρησιμοποιεί και τους ήχους και γενικότερα τη μουσική και το ρυθμό και τους φθόγγους –κι αυτό είναι ένας από τους λόγους αυτών των εκδηλώσεων, να ακουστεί δηλαδή αυτή η διάσταση της ποίησης που την ξεχνάμε συχνά όταν διαβάζουμε μόνοι μας, σιωπηρά. Πώς λοιπόν να μεταφέρεις ένα ποίημα; Νομίζω υπάρχουν τρόποι, κι εκεί είναι πολύ βοηθητική η τέχνη της ποίησης. Ένας ποιητής ή μία ποιήτρια ξέρει τι είδους εργαλεία, για να μην πω τεχνάσματα και τερτίπια διαθέτει για να φτιάξει κάτι. Συνεπώς, βλέποντας το πρωτότυπο, φυσικά δεν θα μπορέσει να μεταφέρει τον ίδιο αριθμό συλλαβών για παράδειγμα ή τα ίδια λογοπαίγνια ή την ίδια ηχητική εντύπωση, αλλά μπορεί να βρει ανάλογα. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι ο μεταφραστής είναι υπηρέτης του πρωτοτύπου. Φυσικά ένας πολύ ευρηματικός υπηρέτης, αλλά πρέπει να υπηρετήσει τον αφέντη με τέτοιον τρόπο ώστε να μείνει ικανοποιημένος ο αφέντης. Μία άλλη εικόνα που νομίζω αποδίδει τη γνώμη μου για τη μετάφραση είναι ο εγγαστρίμυθος – δηλαδή μιλάει το πρωτότυπο από μέσα σου, μέσα από μία φωνή που είναι διαφορετική.»

Πόσο προστατεύει ένας ποιητής το έργο του από τη στιγμή που βγαίνει προς τα έξω;

«Έχει ειπωθεί ότι είναι δυσάρεστο να σε μεταφράζουν σε μία γλώσσα που ξέρεις γιατί μπαίνεις μέσα στην αγωνία να κρίνεις εσύ αν η μετάφραση είναι καλή ή κακή σύμφωνα με τα δικά σου κριτήρια. Στην πραγματικότητα, όντως θα έπρεπε κανείς να εμπιστεύεται τους μεταφραστές με την προϋπόθεση βεβαίως και αυτοί να είναι σοβαροί στην εργασία τους.»

Πόσο γοητευτικό θα είναι να ακούσεις το ποίημά σου σε μία γλώσσα που δεν ξέρεις… Μπορεί να σου γεννήσει άλλου είδους εντυπώσεις και ιδέες… Μου έλεγες πριν, αν κατάλαβα καλά, ότι οι open mic βραδιές είναι κάπως πιο διασκεδαστικές;

«Κυρίως προσφέρουν μεγαλύτερη ποικιλία. Στο εξωτερικό υπάρχουν χώροι όπως το Poetry Café στο Λονδίνο το οποίο, αν δεν κάνω λάθος, ανήκει στην Poetry Society της Αγγλίας – εκεί κάθε Κυριακή απόγευμα, νωρίς, μπορείς να δηλώσεις συμμετοχή και να διαβάσεις την ποίησή σου - εκεί κρατάει πολύ, έως τρεις ώρες.  Και σε ‘μας μπορείς να ακούσεις τα πάντα. Από το κοινό, αντιδράσεις ηχηρές δεν έχουμε. Υπάρχει και μία διακριτικότητα. Δεν είναι σαν τα slam που είναι κάτι πιο φασαριόζικο. Σίγουρα, μετά το πέρας των αναγνώσεων θα δεις ανθρώπους να προσεγγίζουν κάποιον που τους άρεσε το ποίημά του για να μιλήσουν.
Από τους εκδότες δεν υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον για αυτές τις βραδιές. Υπάρχουν εκδότες που εκδίδουν βιβλία ποίησης αλλά δυστυχώς στην ποίηση, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι στην πεζογραφία, στην Ελλάδα δεν γίνεται η διάκριση μεταξύ των εκδόσεων που είναι ιδίοις αναλώμασι –που έχει πληρώσει ο ίδιος ο συγγραφέας- και των εκδόσεων όπου ο εκδότης έχει σκεφτεί ότι αυτό το βιβλίο θέλω να το έχω στον κατάλογό μου οπότε αναλαμβάνω τα έξοδα και τα κέρδη αν υπάρξουν. Ή έστω το ρεφάρισμα. Αυτή η διάκριση δεν υπάρχει κι αυτό, νομίζω, δεν κάνει καλό στην λογοτεχνία ούτε καν στους ίδιους τους εκδότες μακροπρόθεσμα.»

Η συνέχεια του «μ.τ.λ.γ.»

«Τον Φεβρουάριο θα έχουμε τη συνάντηση δύο ποιητών – πάντα είναι ένα ζευγάρι που και αυτοί κάνουνε τις ποιητικές τους αυτο-προσωπογραφίες και μπορεί να διαβάσουν ποιήματα ο ένας του αλλουνού, να κάνουν άλλου είδους παιχνίδι. Εκεί έχει διαμορφωθεί μία μεγάλη ποικιλία εκδηλώσεων επειδή δίνεται το εν λευκώ στους δύο που συμμετέχουν να διαμορφώσουν την εκδήλωση όπως επιθυμούν. Έχει προκύψει να μπορεί να είναι από ένα «πινγκ πονγκ» μέχρι μία απλή ανάγνωση μισό-μισό. Έχουν γίνει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Αυτή τη φορά θα διαβάζουν ο Αλέκος Λούντζης και ο Μάριος Χατζηπροκοπίου. Τον Μάρτιο έχουμε το αφιέρωμα στην αμερικανική ποίηση, φέτος είναι η σειρά του Ρόμπερτ Φροστ και τον Απρίλιο θα κλείσουμε με μία άλλη εκδήλωση όπου ο Παντελής Μπουκάλας, ποιητής, κριτικός και μελετητής δεινός του δημοτικού τραγουδιού, επιλέγοντας από τα δημοτικά τραγούδια έχει αναλάβει το «καθήκον» να εντοπίσει και να μας δείξει τι από το δημοτικό τραγούδι παραμένει σήμερα ενεργό και εναργές ως ποίηση. Και αυτό, ας πούμε ότι ανήκει σε μιάν άλλη υποκατηγορία – επί αρκετά χρόνια είχαμε και την ενδογλωσσική μετάφραση: παρουσιάζονταν αφιερώματα στην αρχαία ελληνική ποίηση και στις μεταφράσεις της. Έτσι κλείνει λοιπόν η χρονιά, με το δημοτικό τραγούδι ως ποίηση σήμερα.»

Και η δική σου ανταμοιβή από όλα αυτά;

«Η απόλαυση να βλέπω ανθρώπους να απολαμβάνουν την ποίηση όσο κι εγώ, όσο κι εμείς που τη διαβάζουμε περισσότερο ή τη γράφουμε. Το μοίρασμα και η έμφαση στην ακροαματική απόλαυση δημιουργεί και ένα αίσθημα κοινωνίας. Είναι όπως όταν πάμε σε μία συναυλία, δεν ακούς το δίσκο στο σπίτι σου, μπορεί οι συνθήκες στη συναυλία μουσικά και ακουστικά να μην είναι τόσο καλές όσο το hi-fi στο σαλόνι σου. Εκεί επειδή είσαι με άλλους δημιουργείται μία άλλη συνθήκη και αυτό συμβαίνει στο «μ.τ.λ.γ.», το νοιώθεις να συμβαίνει ως ατμόσφαιρα.»

Οι επόμενες διοργανώσεις του «Με τα λόγια γίνεται»:

  • 21/2/19: Αλέκος Λούντζης + Μάριος Χατζηπροκοπίου: δυο σύγχρονοι ποιητές παρουσιάζουν την ‘ποιητική αυτοπροσωπογραφία’ τους.
  • 13/3/19: Αφιέρωμα στην αμερικανική ποίηση: Robert Frost (1874-1963), σε νέες μεταφράσεις σύγχρονων ποιητ(ρι)ών.
  • 10/4/19: Το δημοτικό τραγούδι ως ποίηση σήμερα – με τον βραβευμένο μελετητή του και ποιητή Παντελή Μπουκάλα.

Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ