Βιβλιο

Η επιστροφή του Ανδρέα Αντωνιάδη στην ποίηση

Με το «Τανγκό στον βυθό ή Λευκωσία» ο Κύπριος συγγραφέας επανέρχεται μετά από 20 χρόνια (εκδ. Βακχικόν)

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20_1.jpg

Γράφει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος


Αισθάνομαι την ανάγκη να ομολογήσω εξαρχής πως με τον Αντρέα Αντωνιάδη γνωριζόμαστε εδώ και περίπου σαράντα χρόνια. Από την εποχή, δηλαδή, κατά την οποία ως σκηνοθέτης στην τότε ΕΡΤ μάς καθοδηγούσε πώς και πότε θα μιλήσουμε μπροστά στις κάμερες, πότε θα σταματήσουμε για να επαναλάβουμε κάποιες σκηνές και με τι τόνο και χροιά φωνής θα έπρεπε να διαβάσουμε ένα κείμενο. Η «επαγγελματική», ας πούμε, συνάφεια ευδοκίμησε αργότερα και εξελίχτηκε  σε φιλία, όταν βρεθήκαμε με τον ίδιον ή με τη σύζυγό του Ελένη σε ποικίλες λογοτεχνικές συναντήσεις, σε συμπόσια ή σε παρουσιάσεις βιβλίων, όπως η αποψινή. Αυτή η ομολογία δεν σημαίνει πως μεροληπτώ υπέρ του φίλου μου.

Ο Αντωνιάδης διαθέτει, θα τολμούσα να πω, μια διπλή λογοτεχνική ιθαγένεια. Ανήκει και δραστηριοποιείται στον χώρο της ελληνικής, μα και της Κυπριακής λογιοσύνης. Εμφανίστηκε στα Γράμματά μας το 1971 με τη συλλογή διηγημάτων Τα πληγωμένα άλογα, βιβλίο που απέσπασε στην Κύπρο το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Η συνέχεια της δημόσιας παρουσίας του στη λογοτεχνία επεκτάθηκε  και σε άλλους συγγραφικούς τομείς, πέραν της πεζογραφίας. Το 1973 εξέδωσε έναν τόμο με δύο μονόπρακτα κι ένα τρίπρακτο, υπό τον σεμνό τίτλο Θεατρικά, και ακολούθησαν τα πρώτα του ποιήματα Ημερομηνίες το 1982. Μεσολάβησε ένα χρονικό διάστημα σιωπής δεκαπέντε χρόνων έως ότου εκδώσει το 1997 νέα ποιητική συλλογή, υπό τον τίτλο Ήχοι οικείοι. Η τρίτη συλλογή του, με τον εύγλωττο διαζευκτικό τίτλο Τανγκό στον βυθό ή Λευκωσία, που παρουσιάζουμε απόψε, έρχεται μετά από μιαν ακόμη περίοδο εκδοτικής αποχής, η οποία πάντως δεν δηλώνει δημιουργική απραξία, όπως εξάλλου μαρτυρούν τα βιβλία που εξέδωσε από το 1997 και εντεύθεν. Αναφέρομαι στη δίγλωσση έκδοση του θεατρικού έργου του Το πλοίο (2011) και στο προπέρσινο αστυνομικό μυθιστόρημα Εκτός έδρας (2016) το οποίο σχολιάστηκε  πολύ εγκωμιαστικά από την κριτική. Αυτή η λελογισμένη εκδοτική δραστηριότητα οφείλεται προφανώς στις επαγγελματικές ασχολίες του Αντωνιάδη τόσο στην Κυπριακή όσο και στην ελληνική τηλεόραση, όπου έχει υπηρετήσει επί πολλά χρόνια σε καίριες διευθυντικές θέσεις. Επιπλέον, θα πρόσθετα δύο ακόμη γεγονότα που, με τον τρόπο του το καθένα, πρέπει να επηρέασαν τη συγγραφική πορεία του.

Το πρώτο και, ασφαλώς, το μείζον είναι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που αποτυπώθηκε με ποικίλους τρόπους στη λογοτεχνική παραγωγή του Κυπριακού ελληνισμού. Όπως έχει παρατηρήσει η κριτική, ο Αντωνιάδης στα προηγούμενα βιβλία του, τα διηγήματα και τα θεατρικά, έχει ασχοληθεί με ηθικά προβλήματα προσαρμογής της Κυπριακής κοινωνίας στις νέες συνθήκες που προέκυψαν μετά την ανεξαρτησία της Μεγαλονήσου και μετά την τουρκική εισβολή, καθώς είχαν αρχίσει, με τον καιρό, να παρακμάζουν οι παραδοσιακές αξίες της Κύπρου. Ένα ανάλογο συναίσθημα νομίζω πως μεταφέρει και αποτυπώνει το ποίημα «Ταυτότητα στη Λευκωσία», στη σελίδα 12 της συλλογής:

Ευτυχώς
που ακόμα υπάρχουν
οι οδοί
Πατρόκλου, Παρθενώνος,
Περικλέους, Σαλαμίνος,
Σοφοκλέους, Σουλίου,
Μεθώνης, Μεγάρων,
Θηβών, Κιλκίς, Κουρίου,
Μπουμπουλίνας, Ευαγόρου, 
Κωνσταντίνου και Ελένης,
Αποστόλου Βαρνάβα,
Γρηγόρη Αυξεντίου,
Μακαρίου του τρίτου
και
ανανεώνω την ταυτότητά μου. 

Το δεύτερο γεγονός είναι η μόνιμη πλέον εγκατάστασή του στην Αθήνα το 1982. Θεωρώ πως με αυτά τα συμφραζόμενα θα πρέπει να εξετάσουμε και τη σημερινή ποιητική συλλογή. Σαν περίπτωση, δηλαδή, ενός ανθρώπου ο οποίος αντλεί και τροφοδοτείται από δύο παράλληλες, όχι απολύτως όμοιες, κουλτούρες και, κατά συνέπεια, πατά με το ένα του πόδι στην Κύπρο και με το άλλο στην ελληνική πρωτεύουσα. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να είναι ένας από τους ελάχιστους Κύπριους συγγραφείς που έχουν μονίμως εγκατασταθεί στην Αθήνα και εκδίδουν εδώ τα βιβλία τους, χωρίς να έχουν αποκόψει τους δεσμούς ή τον διάλογο με τη γενέτειρα.


bookz.jpg
Το βιβλίο συγκροτείται από είκοσι πέντε, κατά κανόνα σύντομα, ποιήματα, δανείζεται τον τίτλο του εναρκτήριου ποιήματος της συλλογής, το οποίο επιγράφεται «Τανγκό στον βυθό ή Λευκωσία», και διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη και εκτενέστερη περιλαμβάνει δέκα τρία ποιήματα, η δεύτερη έχει επιμέρους τίτλο «Τα αρχαιόθεμα» με μόλις δύο ποιήματα, και η τρίτη, υπό τον τίτλο «Τα αφιερωμένα», απαρτίζεται από δέκα ποιήματα που αφιερώνονται σε φίλους ή σε συγγενικά πρόσωπα του Αντωνιάδη. Τη μερίδα του λέοντος σ’ αυτές τις αφιερώσεις νέμεται ο Τίτος Πατρίκιος με τέσσερα, και ανά ένα αφιερώνεται στον Στέφανο Αθηαινίτη, Ευριπίδη Δημητρίου, Ανδρέα Χριστοφίδη,  Ζακ Λακαριέρ, στη μητέρα και τον πατέρα του ποιητή. 

Πιστεύω πως αν επιμείνουμε στον γενικό τίτλο της συλλογής Τανγκό στον βυθό ή Λευκωσία, και ιδίως στη διάζευξη που περιέχει, μπορούμε να προσεγγίσουμε ασφαλέστερα τόσο  κλίμα του βιβλίου όσο και την ατμόσφαιρα των επιμέρους ποιημάτων. Το τανγκό, ως είδος χορού παραπέμπει σε  συναισθηματικά φορτισμένη έκφραση, σε μιαν ήρεμη, περίπου ειδυλλιακή κατάσταση που δεν έχει τίποτε από την ταραχή και την ένταση βίαιων εκδηλώσεων. Απεναντίας, ο βυθός του τίτλου θέλει να δηλώσει παλαιές, ξεχασμένες εικόνες, καταποντισμένα συναισθήματα που έχουν χαθεί ως πραγματικότητα, αλλά διαφυλάσσονται στη μνήμη και  συντηρούνται στις αναμνήσεις. Ο ποιητής, κατά κάποιον τρόπο, λικνίζεται στις στροφές ενός χορού, αναθυμούμενος πρόσωπα και καταστάσεις που είναι συνδεδεμένες με την πόλη της Λευκωσίας. Το όνομα της πόλης, όπως και το όνομα Κύπρος ή τα ονόματα άλλων περιοχών του νησιού, αναφέρονται στα πρώτα οκτώ ποιήματα της συλλογής. Παράδειγμα το ποίημα που έχει τίτλο «Αγαμέμνονος, 5», διεύθυνση που δηλώνει το σπίτι όπου γεννήθηκε ο ποιητής:

Η Αγαμέμνονος
δεν υπάρχει πια.                   
Έγινε Αναστασίας Τουφεξή
λόγω δωρεάς
του παλιού γωνιακού αρχοντικού
που ο δήμος της πόλης
έχει αναπαλαιώσει.
Ψάχνοντας με το δάχτυλο
τον χάρτη
της μη κατεχόμενης Λευκωσίας,
δεν μπορώ πια
να λέω,
στην κόρη και τον γιο μου
«γεννήθηκα στην Αγαμέμνονος, πέντε»
αφού η οδός που εφάπτεται με την Αξιοθέας,
έχει, όπως είπαμε, «αναπαλαιωθεί».

Δεν είναι μόνον τα πρώτα οχτώ ποιήματα του βιβλίου στα οποία γίνεται ρητή αναφορά στη Λευκωσία, στην Κύπρο ή σε άλλες τοποθεσίες της Κύπρου. Τόσο το νησί όσο και η πόλη δηλώνουν την παρουσία τους και σε άλλα ποιήματα, όπως στο αρχαιόθεμο με τον παιγνιώδη, κατά τη γνώμη μου, τίτλο  «Πάρις Πάφος Πόλεμος» ή στα δύο που ο ποιητής έχει αφιερώσει στον πατέρα και τη μητέρα του, τα οποία θεωρώ ως τα καλύτερα του βιβλίου, όπως και στο καταληκτικό που επιγράφεται «Άγιες γειτονιές» και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του  Ζακ Λακαριέρ. Όπως έχω ήδη αναφέρει, ο Τίτος Πατρίκιος νέμεται τη μερίδα του λέοντος στην ενότητα της συλλογής που φέρει τον επιμέρους τίτλο «Τα αφιερωμένα». Θέλω να υπογραμμίσω εδώ τη στενή φιλική, σχεδόν συγγενική, σχέση που διατηρεί το ζεύγος Αντωνιάδη με τον Τίτο, όπως και την αφοσίωση και τη γνώση με την οποία έχει εγκύψει στο έργο του Πατρίκιου η Ελένη Αντωνιάδη. Πάντως, και στα τέσσερα αυτά αφιερωμένα ποιήματα δεν πρωταγωνιστεί μόνον ο ποιητής Πατρίκιος, αλλά και η πρόωρα χαμένη Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, μια σπάνια προσωπικότητα για όλους εμάς που είχαμε την τύχη να την γνωρίσουμε και να την συναναστραφούμε.

Ο Ανδρέας Αντωνιάδης επανέρχεται στην ποίηση, μετά από είκοσι χρόνια και ύστερα από μια περιπλάνησή του  στο θέατρο και την πεζογραφία. Χρησιμοποιεί γλώσσα απλή και καθημερινή, δεν προσφεύγει καθόλου σε σχήματα λόγου, σε παρομοιώσεις ή σε δήθεν βαθυστόχαστους συλλογισμούς. Ο τόνος της φωνής του διατηρεί τον ρυθμό και την εκφορά της προφορικής κουβέντας, και μεταφέρει το συγκινησιακό φορτίο της μέσα από την ευθύβολη ματιά του πάνω σε πρόσωπα και καταστάσεις. Και κάπου κάπου, κλείνει το μάτι σε αγαπημένους φίλους του, όπως συμβαίνει στο ποίημα «Συλλογισμένο τοπίο», στο οποίο οι γνωρίζοντες μπορούν εύκολα να αποδώσουν τα επίθετά τους σε όσους αναφέρονται μόνον με το μικρό τους όνομα στους στίχους του ποιήματος. 

Ελπίζω πως με όσα είπα έως εδώ, να έχω μεταφέρει μιαν ελλιπή έστω εικόνα των αναγνωστικών μου εντυπώσεων από το βιβλίο του Ανδρέα Αντωνιάδη «Τανγκό στον βυθό ή Λευκωσία». Θα ολοκληρώσω με το καταληκτικό ποίημα της συλλογής, γραμμένο προφανώς μετά από ανάγνωση κειμένων του Ζακ Λακαριέρ για την Κύπρο.

Άγιες γειτονιές

Στην πρώτη σου στάση
στο δημοτικό σχολείο του Αγίου Κασσιανού
έμαθα γράμματα.
Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου
που κολλούσε η αυλή του σχολείου
έζησα την Προδοσία, τη Σταύρωση,
το «Αι Γενεαί Πάσαι» και την Ανάσταση.
Στο προαύλιο του Αγίου Ιακώβου
έπαιξα με αγωνίες εφηβικές
γεμάτες σούρουπο.
Οι «Άγιες γειτονιές» όπως τις λες
μαζί με τη Χρυσαλινιώτισσα,
«όλος ο κόσμος» δηλαδή,
λέγονται σήμερα BufferZone
.
Από σένα, ευτυχώς,
τις μαθαίνω, τώρα, ξανά
για να ερωτευτώ μέχρι θανάτου
τη Λευκωσία
και μαζί της να ξεκινήσω
ένα τανγκό στο βυθό.

Info: Τανγκό στον βυθό ή Λευκωσία, Ανδρέα Αντωνιάδη, εκδόσεις Βακχικόν  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ