Βιβλιο

Με μια χιλιάρα Καβασάκι

330083-682901.jpg
Γιάννης Αναστασάκος
ΤΕΥΧΟΣ 590
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
330081-682897.jpg

«Γι’ αυτό έγινες δημοσιογράφος. Θυμάσαι τις ζωές μας» λέει ένας φίλος από τη ρηγο-φοιτητοπαρέα της Μπολόνια στον Β.Σ. 35 χρόνια μετά. Κάνει πολύ παραπάνω  από το να θυμάται. Παρατηρεί με ενδιαφέρον γύρω του πώς αλέθουν οι άνθρωποι τον κόσμο μέσα στις ζωές τους. Από αυτές τις ζωές κλέβει τις εικόνες που έβαλε στο δικό του μύλο και τις έκανε ιστορίες. Της πόλης του, της φοιτητικής νεότητας του 1972-1977 στην Μπολόνια, του Ρήγα, της μεταπολίτευσης, των απολογισμών.

Η αφήγησή του είναι εικαστική –γράφει πορτρέτα– τα σχόλια έξυπνα και κυνικά. Το χιούμορ τα συνδέει όλα και δίνει το μέτρο. Περιπαικτικός και αυτοσαρκαστικός. Ερωτικός γιατί αλλιώς δεν κινείται τίποτε. Μεταφέρει εικόνες από την πόλη του –τα Γιάννενα–, από τη ζωή του στην Μπολόνια, από τη δράση του στον Ρήγα, δηλαδή από εκείνα που τον διαμόρφωσαν. Ακριβής στα γεγονότα και αναλυτικός στις περιγραφές, μιας και έγινε δημοσιογράφος.

Το γράψιμό του έχει λιτότητα και προσήλωση. Είναι αρκετές φορές τραχύ, άλλες λιγότερο δουλεμένο. Οι ιστορίες όμως έχουν πολλή δύναμη και φανερώνουν έναν πολύ δουλεμένο εαυτό.

Στις ιστορίες της πόλης του, στα Γιάννενα, έχει οδηγούς τον Δ. Χατζή και τον Ν. Χουλιαρά. Σε μία από τις ιστορίες, συγγραφική αδεία τους ανακατεύει. Διαβάζεις και θες να πας στα Γιάννενα να περπατήσεις με το βιβλίο για οδηγό σε αυτά που δεν υπάρχουν πια εκτός από τη Λίμνη ή το ρολόι. Η βεβαιότητα είναι πως θα τα βρεις όλα, και θα συναντήσεις και τους ήρωες στις ζωές, τα πάθη και τα στέκια τους. Αυτή είναι η επικαιρότητά του κι ας μιλά για μια πόλη που μετασχηματίζεται όπως όλη η Ελλάδα, με εκείνα τα τεράστια άλματα που οδήγησαν από τη δεκαετία του ’50-60 στη δεκαετία του ’80.

Έχει πολύ πόνο, θάρρος, αθωότητα, πολλή νεότητα τελικά για να κοιτάς, όπως ο Β.Σ., τη ζωή προς τα πίσω. Αυτά τα συναισθήματα στα περνάει, τα νιώθεις.  Συνοδεύονται από μια επίγνωση που μετά τα 60  γίνεται σχεδόν ιστοριογραφική, οι ιστορίες, εκεί και τότε, ζωντανεύουν τις κοινωνικές αλλαγές, με την επίγνωση του εδώ και σήμερα, μέσα από  αιωνίως κοινές κινητοποιήσεις. Ο έρωτας, η παιδική σκανταλιά, οι ζωτικές αναζητήσεις αναπτύσσονται στις συνθήκες κοινωνικού κομφορμισμού, με το συντηρητισμό και τη φτώχεια της επαρχιακής πόλης της μετεμφυλιακής Ελλάδας. 

Την πολιτική ο Β.Σ. τη σέβεται, είναι o εντέλει γκραμσιανός του εαυτός. Δεν τη χαραμίζει σε αναλύσεις και δοκιμιακές αποστροφές. Διαχέεται παντού σαν πατίνα  σε κάθε του πίνακα. Το μετεμφυλιακό δεξιό κράτος, η Χούντα, η μεταπολίτευση. Δεν είναι απλά αριστερός, είναι στον Ρήγα της δικτατορίας, στο ΚΚΕ εσ., σε αυτόν τον τελικά «ανύπαρκτο» κομματικό χώρο, που δεν έπαψε στιγμή να μη μετασχηματίζεται, με συνεχείς ματαιώσεις, διασπάσεις και οργανική αδυναμία να συλλάβει το παρόν. Η ανανεωτική αριστερά πάταγε σε παρελθόν και σε μέλλον, αιωρείτο. Για πολλούς από τους Ρηγάδες της δικτατορίας έγινε ‒κι ο Β.Σ. είναι ένας από αυτούς– καθολική ματιά, μια προσωπική πυξίδα. Το παρόν ήταν οι σχέσεις και η ζωή τους. Οι άλλοι χρόνοι ήταν ο Ρήγας.

Ο Β.Σ. γράφει για όλους εμάς. Όσες και όσους ήμασταν νέοι τότε και μπλεγμένοι με τις οργανώσεις και τα κόμματα της αριστεράς. Ενηλικιωθήκαμε πολλαπλά εκεί και αυτή τη διαδρομή τη μοιραζόμαστε. Ποιος, είτε Κνίτης είτε Ρηγάς, είτε ΑΑΣΠΕ ή ΠΠΣΠ δεν θυμάται τα συναπαντήματα, μόλις έπεσε η Χούντα; Από τα μεταξύ μας για όσους κρύβονταν, από τους φυλακισμένους που έβγαιναν, τους εξόριστους που επέστρεφαν. Συναπαντήματα που συναντούσαν την Ιστορία όταν μυθικά πρόσωπα –καπεταναίοι, στελέχη, ηγεσίες–άρχισαν να έρχονται από τα ανατολικά. Από τις πιο δυνατές περιγραφές του βιβλίου, βουρκώνεις όταν, ταυτόχρονα με τον «καταραμένο» Γκόγια και την ερωτική του απογοήτευση, ο Β.Σ. στη Μαδρίτη ζει τη γιορτή νομιμοποίησης του Ισπανικού Κόμματος και τα δικά τους μετά 40 χρόνια συναπαντήματα. Και μιλά με τα ιερά τέρατα Καρίγιο, Καμάτσο, Αθκαράτε, Σαρτόριους.

Δεν είναι αναδρομή, δεν υπάρχει νοσταλγία. Οι ιστορίες είναι τα δικά του σημαδεμένα και αφομοιωμένα γεγονότα. Είναι αφήγηση και στη γενίκευση ένας τρόπος να συζητάς για τη ζωή σου. Όλοι με τα χρόνια μαζεύουν, έχουν να πουν για τη  ζωή τους, λίγοι μπορούν να το κάνουν ιστορίες, ακόμη λιγότεροι να τις αφηγηθούν.  Η χιλιάρα Καβασάκι της ιστορίας που δανείζει τον τίτλο στο βιβλίο, είναι η πρώτη νεανική επαφή με το θάνατο, αλλά και η  σκωπτική περιπλάνηση  στη ζωή για κάποιον που έκανε πολλά χιλιόμετρα.

Έχει μια τελευταία ιστορία που είναι σαν να διαβάζεις Καζαντζάκη, η ιεροτελεστία του θανάτου γίνεται από εικονοκλαστική, δοξαστική. Η παρέα της Μπολόνια συναντιέται να αποχαιρετήσει  ένα μέλος της που πέθανε. Σαν να μην τρέχει τίποτα μιλάνε, περιπαίζονται για τότε και για τώρα. Μαζεμένοι στην ταβέρνα του ενός, κάποια στιγμή αφήνουν την Ιταλία τους, τα αστεία και τις ατάκες και όπως όλοι οι σύντροφοι, χωρίς ο «αναχρονισμός» να αναιρεί το τραγικό της απώλειας, αποχαιρετούν με το ασύγκριτο κομμουνιστικό μοιρολόι, «επέσατε θύματα αδέρφια εσείς». Το είπαν ολόκληρο, την τίμησαν. Αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη στον Βαγγέλη Σιαφάκα για αυτό το ρέκβιεμ. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ