Βιβλιο

To λεξικό μιας Άριας

«Άρια, ο κόσμος από την αρχή», το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 474
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
63666-140978.jpg

Στο μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη «Άρια, ο κόσμος από την αρχή», (εκδ. Ψυχογιός), ο νεαρός διπλωμάτης Στέφανος Μαυροειδής αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τα ταραγμένα χρόνια 1939-1944. Η φωνή του συμπυκνώνει την αγωνία και την αποφασιστικότητα των απλών ανθρώπων που υπερασπίζονται την καθημερινότητά τους στη σκιά μεγάλων γεγονότων. Αναδύεται έτσι το πλούσιο άρωμα μιας εποχής όπου πρωταγωνιστούν πρόσωπα και τόποι. Η A .V. παρουσιάζει την ανθρωπογεωγραφία του βιβλίου, όπως αυτή αναδεικνύεται μέσα από τις σελίδες του.


Πρόσωπα

Λόρδος Τζόναθαν Λόριμερ (σελ.16): «Ώστε γνωρίζεις, λοιπόν! Γάμος συμφέροντος, αυτή είναι η αλήθεια. Ο τίτλος, τα λεφτά. Ο Τζόναθαν θα μπορούσε να μην ξαναδουλέψει ποτέ του. Ωστόσο συχνά δραπέτευε από το συζυγικό πύργο για το πάθος της αρχαιολογίας και των ωραίων γυναικών. Πάντως είναι αναντικατάστατος. Οι ανασκαφές και οι δημοσιεύσεις του για τη Μυκηναϊκή Περίοδο θα αφήσουν εποχή».

Στέφανος Μαυροειδής (σελ. 23): «…στα τέλη του 1935… βρισκόμουν στην αρχή μιας σταδιοδρομίας που τη φανταζόμουν αλλιώς και το αυστηρό πλαίσιο της διπλωματικής υπηρεσίας με έκανε να ξυπνώ κάθε πρωί με την αίσθηση πως ο κόσμος είχε ξάφνου μετατραπεί σε απέραντο στρατώνα».

Μάρθα Γκράχαμ (σελ. 29): «Ανάμεσά τους βρισκόταν η Μάρθα Γκράχαμ, η γραμματέας της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής που μας υποδέχτηκε μαζί με έναν υπάλληλο της Κοινότητας. Καλοσχηματισμένη φιγούρα αλλά τίποτε το ιδιαίτερο. Κοκκινομάλλα, με φακίδες στο πρόσωπο και μικρά καστανά μάτια που έδειχναν κάπως μεγαλύτερα όταν χαμογελούσε. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο και το σώμα της έπαιρνε τέτοια στάση σαν να κούρνιαζε από κάτω για να προστατευτεί από τον ήλιο του μεσημεριού».

Ρόζμαρι Λεμπλάν (σελ. 44): «Η ομορφιά θα μας αιφνιδιάζει πάντοτε, γιατί είναι αδύνατο να συλλάβουμε όλες τις εκδοχές της. Όποτε έτυχε να γοητευτώ από κάποια γυναίκα είναι γιατί δεν είχα φανταστεί πως υπήρχε στον κόσμο η μορφή της. Η Ρόζμαρι Λεμπλάν, από την πρώτη στιγμή που την είδα, μου ανέτρεψε άρδην την εικόνα της κλασικής Βρετανίδας».

Τόμας Έντουαρντ Λόρενς (σελ. 72): «Στις 13 Μαΐου 1935 ο Τόμας Έντουαρντ Λόρενς οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του, Brough Superior SS100, η οποία παρεξέκλινε απότομα της πορείας της πάνω στον επαρχιακό δρόμο του Μόρετον, στην κομητεία του Ντόρσετ – γεγονός που του στοίχισε εντέλει τη ζωή. Έξι μέρες αργότερα, τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης ανακοίνωσαν επίσημα το θάνατό του. Όλοι μιλούσαν τότε για τη μοιραία λακκούβα του δρόμου όπου έπεσε στην προσπάθειά του να αποφύγει δύο μικρούς ποδηλάτες».

Πανωραία (σελ. 81): «Ντυμένη στα μαύρα, δεν έπαψε ούτε μέρα τις ασκήσεις ομορφιάς μπροστά στον καθρέφτη που είχε υιοθετήσει από παιδί. Κάθε πρωί ασκούσε τον εαυτό της σ’ αυτή την υψηλή τέχνη, τσιτώνοντας τα μάγουλα, δαγκώνοντας επανειλημμένα τα χείλη, βουρτσίζοντας επισταμένως τα πυκνά σπαστά μαλλιά της, φροντίζοντας τη γραμμή των φρυδιών και τα ματοτσίνορα. Ύστερα διόρθωνε τη στάση του σώματος, ισιώνοντας την πλάτη και προτάσσοντας το στήθος. Στο τέλος έκανε πάντα πέντε βήματα μπρος και πίσω, για να ξαναβρεί την πλαστικότητα στην κίνησή της. Κάπως έτσι πίστευε πως νικάς το χρόνο».

Μίστος (σελ. 85): «Εκείνος ήρθε και άραξε από κάτω με τη μαύρη Φορντ και πάτησε δυο φορές το κλάξον για να δηλώσει την άφιξή του. Στο μεταξύ είχε βγει με το φτερό και ξεσκόνιζε την κούρσα. Ψηλόλιγνος, μαύρο κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα, μουστάκι μυτερό σαν λάμα κι ένα σιρίτι από γκρίζες τρίχες στα μπριγιαντισμένα μαλλιά του από τη μεριά της χωρίστρας. Παλιός αμαξάς της πλατείας είχε κληρονομήσει την άμαξα από τον πατέρα του και στη συνέχεια, ακολουθώντας την εξέλιξη των πραγμάτων, πέρασε στη ρόδα όπως έλεγε και ο ίδιος, κάτι που συνέβη στα τέλη της περασμένης δεκαετίας.

Νέρουλας (σελ. 85): «Ο Νέρουλας –και αν με ρωτούσε κανείς το πραγματικό του όνομα, ειλικρινά δε θα ήξερα να του απαντήσω– υπήρξε ατίθασο αλλά πανέξυπνο παιδί, που καταπώς λένε τα έπαιρνε τα γράμματα. Ο πατέρας του κίνησε γη και ουρανό για να τον σπουδάσει…Ο πολλά υποσχόμενος νέος κατάφερε και πήρε το δίπλωμα της Νομικής όσο εγώ υπηρετούσα στο Λονδίνο. Στη συνέχεια όμως μπλέχτηκε με τα πολιτικά και τώρα τον κυνηγούσε η Αστυνομία. Ο πατέρας του κόντευε να πεθάνει από την ντροπή του. Όλοι λένε πως αυτό τον γέρασε μέσα σε λίγους μήνες. Στο κάτω-κάτω της γραφής, όμως, γερνάμε και ας μην ψάχνουμε συνεχώς δικαιολογίες γι’αυτό».

Άλαν Γουέις (σελ. 123): «Γέλασε και τα θυσσανωτά φρύδια του ενώθηκαν πάνω από τα μάτια. Ψηλόλιγνος και φαλακρός, κύρτωνε τη ράχη που κουβαλούσε ήδη εξήντα χρόνια ζωής. Τα γενέθλιά του τα γιόρτασε εδώ στις Μυκήνες, στα μέσα Ιουλίου. Όπως με πληροφόρησε ο Αγαμέμνονας, μαζεύτηκε κόσμος πολύς μέσα στο θολωτό τάφο του Ατρέα – εκκεντρικότητες αρχαιολόγων…»

Έκτορας Μαυροειδής (σελ. 125): «Αν μη τι άλλο, το κάνω στη μνήμη του θείου σας. Οφείλουμε πολλά στον Έκτορα Μαυροειδή. Αυτός και ο Τσούντας έβαλαν σε μια τάξη όσα ανακάλυψε ο Σλίμαν εδώ στις Μυκήνες. Να μείνει μεταξύ μας ό,τι σας λέω. Δίπλα του μαθήτευσε και ο λόρδος Λόριμερ. Αφήνω που ο θείος σας ξόδεψε μια περιουσία. Η αρχαιολογία είναι ακριβό χόμπι, θα το ξέρετε. Πρέπει να σας πω ότι ένα μέρος από τις δαπάνες των φετινών ανασκαφών καλύπτεται από παλιό καταπίστευμα του Έκτορα. Χρήματα που θα μπορούσατε κάλλιστα να είχατε κληρονομήσει εσείς».

Δημήτριος Μπάλφουρ (σελ. 140): «Η φήμη του βασιλικού εξομολόγου έκανε το ποίμνιο να κρέμεται από τα χείλη του, που μόλις και μετά βίας ξεχώριζαν πίσω από τη μακριά, διχαλωτή γενειάδα… Διαφορετικός απ’ ό,τι τον φανταζόμουν και πολύ πιο νέος απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς. Το πρόσωπό του θα είχε κάτι τρομακτικό αν δεν το γλύκαινε κάθε τόσο ένα χαμόγελο ηρεμίας».

Μάνος Βάρτας (σελ. 146): «Αρχές Νοέμβρη συνάντησα εκτάκτως τον Μάνο Βάρτα στον Εθνικό Κήπο ύστερα από δική μου πρωτοβουλία. Μου θύμισε επιθεωρητή της Σκότλαντ Γιάρντ έτσι όπως στεκόταν μπροστά στη λίμνη με τα χέρια στις τσέπες της καμπαρντίνας του και τη ρεπούμπλικα στο κεφάλι».

Κρίστοφερ Άλμπι (σελ. 157, 158): «Η θάλασσα είναι ο εαυτός μας, μέσα της καθρεφτίζεται η ψυχή σου». Ανοησίες ενός λοξού αρχαιολόγου που καθόταν στην ακτή και απάγγελλε ομηρικούς στίχους, με τον τρόπο που θα έλεγε την προσευχή του. Μου υπενθύμιζε πως το Φάληρο ήταν το πρώτο λιμάνι της Αρχαίας Αθήνας, προτού ο Θεμιστοκλής αποφασίσει να αξιοποιήσει τον βαλτότοπο του Πειραιά. Μου μιλούσε για το χρηματιστήριο εμπορευμάτων που δημιουργήθηκε στο νέο λιμάνι. Ήξερε τόσο πολλά για τον τόπο μου και αυτό με έκανε κάποιες φορές να ντρέπομαι».

Έλεν Τόμας (σελ. 166): «Η μικρόσωμη αρχαιολόγος είχε αναγκαστεί να διακόψει την επιστημονική της δραστηριότητα για τις ανάγκες του πολέμου από τον Σεπτέμβριο του περασμένου χρόνου, όταν εντάχθηκε στο προσωπικό της Βρετανικής Πρεσβείας ως κρυπτογράφος. Γκρίνιαζε γι’ αυτό, όπως παλιότερα γκρίνιαζε για την κατάσταση των ελληνικών δρόμων, για το επίπεδο ζωής στην Αθήνα και στην επαρχία, για τις δυσκολίες που συναντούσε μια γυναίκα ταξιδεύοντας ανά την Ελλάδα…»

Έλις Γουότερχαους (σελ. 167): «Στη ζωή μου δεν συνάντησα ποτέ τόσο ευφυή άνθρωπο, που να συνδυάζει την ευρυμάθεια με τη δημιουργική σκέψη. Από τον Έλις έμαθα ότι η κριτική, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουμε, αποτελεί και αυτή με τον τρόπο της δημιουργία. Όταν αργότερα άκουγα να τον χαρακτηρίζουν κορυφαίο αξιολογητή της αυθεντικότητας των έργων διάσημων ζωγράφων, σκεφτόμουν πως ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Αλλά πώς να το εξηγήσεις αυτό σε όσους θεωρούσαν την τέχνη παράπλευρο χρηματιστήριο».

Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ (σελ.177): «Στις αρχές Οκτωβρίου χρειάστηκε να μεταφέρω δυο τρεις φορές τα τηλεγραφήματα του Υπουργείου Εξωτερικών στο Παλάτι. Τη μία από αυτές με δέχτηκε η μεγαλειότητά του με καθημερινά ρούχα. Με ρώτησε κάτι στα αγγλικά και η απάντησή του με ικανοποίησε… Εκείνη τη μέρα πάντως ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ με την ανεπίσημη περιβολή του έχασε όλη τη λάμψη στα μάτια μου, όπως ακριβώς ένας ηθοποιός που θαυμάζεις επί σκηνής και μετά τον βλέπεις να σε υποδέχεται στο καμαρίνι με τη ρόμπα του κουρασμένος και ανυπόμονος».

n


Σεφεριάδης (σελ. 190, 191): «Συναντούσα συχνά το συμπατριώτη μου τον Σεφεριάδη. Άλλες φορές με χαιρετούσε εγκάρδια και άλλες έκανε ότι δε με γνώριζε. Περνούσε από μπροστά μου αυστηρός και βαρύθυμος. Κρατούσε το χαρτοφύλακα στο δεξί χέρι και με το αριστερό βαστιόταν από το πέτο του σακακιού του, σαν να ήθελε από κάπου να πιαστεί αυτές τις δύσκολες ώρες. Μου θύμιζε έντονα τους στίχους του Μποντλέρ από το «Άλμπατρος».

Ο ποιητής μοιάζει με τον πρίγκιπα των νεφών

Που αψηφά τη θύελλα και λοιδορεί τον τοξότη

Εξόριστος εδώ στη γη ανάμεσα στα γιούχα

Τα γιγάντια φτερά τον εμποδίζουν να βαδίσει.»

n


Μεταξάς (σελ. 192): «Εξίσου θεατρικές ήταν οι έξοδοι του Μεταξά από το ξενοδοχείο, ειδικά όταν περίμενε κόσμος για να τον επευφημήσει. Ακόμα και αυτός ο άσχημος άντρας έδειχνε για λίγο φωτεινός, σχεδόν όμορφος, με το χαμόγελο της ικανοποίησης να αναζωογονεί το κουρασμένο πρόσωπό του. Έβγαζε το καπέλο του και υποκρινόταν ακριβώς όπως ένας θεατρίνος που τον ζητωκραυγάζουν μετά τη θριαμβευτική του παράσταση».

n


Αλέξανδρος Κορυζής (σελ. 193): «Ήξερε τι έκανε ο Βασιλιάς όταν επέλεγε τον Αλέξανδρο Κορυζή για διάδοχο του Μεταξά; Εκτός και αν ήθελε να κοσμήσει τον πρωθυπουργικό θώκο με τη θωριά ενός ωραίου γκριζομάλλη άντρα με κοντοκομμένο μουστάκι και αριστοκρατικούς τρόπους. Η μητέρα μου, που σχετιζόταν με την οικογένεια Κορυζή, είπε: “Ο Αλεξάκης μας πρωθυπουργός”. Και συμπλήρωσε καγχάζοντας: “Κούκλα παραγεμισμένη με αέρα!”».

Μάικλ Πάλερετ (σελ. 194): «Ο Κρις μού είπε ότι τον επέβαλαν οι Άγγλοι. Εγώ έμαθα ότι στην αρχή οι Άγγλοι δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για Κορυζή και προπαντός ο πρέσβης Πάλερετ. Ο νέος πρωθυπουργός πάντως τον κάλεσε πρώτο-πρώτο! Η πολιτική έχει τους κανόνες της, όπως και ο έρωτας».

Χάρης Αβραμίδης (σελ. 263, 264): «Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο κατάλληλος άνθρωπος πρόβαλε ύστερα από την προτροπή του και τότε δοκίμασα μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στη ζωή μου. Και δεν ήταν απλώς ότι έβλεπα μετά από χρόνια τον Χάρη Αβραμίδη. Συναντούσα τη σκιά ενός ανθρώπου ο οποίος πριν από μία δεκαετία στην Αθήνα, όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα, έγινε για λίγο ο αχώριστος φίλος και σύμβουλος. Δίχως τα πλούσια κατάμαυρα μαλλιά που είχαν αραιώσει και γκριζάρει και χωρίς ίχνος από τη γνώριμη έπαρση στις κινήσεις του, μπήκε δειλά, σκοντάφτοντας σχεδόν, και μου χαμογέλασε με νόημα».

Εμμανουήλ Τσουδερός (σελ. 283): «Με είχαν πληροφορήσει ότι ο Τσουδερός ήταν πράος και απλός. Δε θα συμφωνήσω. Η πραότητά του, επιτηδευμένη όσο και η απλότητά του. Το βλέμμα του είχε κάτι πιο σύνθετο από ό,τι θα περίμενε κανείς. Τον κατηγορούσαν για διπροσωπία και μακιαβελισμό και είχαν δίκιο στο βαθμό που ένας διπρόσωπος υποφέρει από έλλειψη φαντασίας. Μου έδωσε την εντύπωση του ανθρώπου ο οποίος βλέπει τη ζωή σαν μια παρτίδα σκάκι και μελετά υπερβολικά την επόμενη κίνησή του».

Σέσιλ Μπίτον (σελ. 296): «Τον έλεγαν Σέσιλ Μπίτον και κατά τη Ρόζμαρι ήταν φωτογράφος διασημοτήτων, διακοσμητής εσωτερικών χώρων, σκηνογράφος και σχεδιαστής κοστουμιών για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Είχε φωτογραφίσει τη βασίλισσα Ελισάβετ, την Γκρέτα Γκάρμπο, τη Μάρλεν Ντίτριχ, τον Πικάσο, τον Στραβίνσκι, τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου και τώρα η χάρη του έφτασε και στην Αφρική με την ιδιότητα του πολεμικού φωτογράφου. Εκείνη τον γνώρισε στο βιβλιοπωλείο Lenhert & Landrock του Καΐρου ανάμεσα σε βιβλία, χάρτες και παλιές φωτογραφίες».

Χανς Ούλριχ φον Σένενμπεργκ (σελ. 393): «Το πραγματικό πρόβλημα ωστόσο αποδεικνυόταν η ανυπομονησία του Σένεμπεργκ, προέδρου της Υπηρεσίας Προστασίας της Τέχνης, ανθρώπου βάρβαρου που δεν ορρωδούσε προς ουδενός».

Τζέρομ Σπέρλινγκ (σελ. 393, 394): «Το μεσημέρι της προηγούμενης, ο Σπέρλινγκ, καθώς περπατούσε στο χώρο δυτικά της Πύλης των Λεόντων, σκόνταψε πάνω σε τοιχίο. Η περιέργεια του αρχαιολόγου τον ώθησε να σκάψει πρόχειρα με το σκαλίδι του αποκαλύπτοντας ένα τμήμα περιβόλου ταφικού κύκλου. Προσπάθησε αμέσως να καλύψει το εύρημα, τον είδαν όμως δυο Γερμανοί στρατιώτες και ειδοποίησαν τον Σένενμπεργκ.»

Γεώργιος Παπανδρέου (σελ. 422): «Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ο καινούργιος που οι Εγγλέζοι έφεραν από την Ελλάδα σύμφωνα με τον Έλις. Ο Μπάλφουρ βιάστηκε να τον αποκαλέσει “ισχυρό άντρα” ενώπιον των δημοσιογράφων».

n


Αλέξανδρος Σβώλος (σελ. 433): «Ένα βράδυ, αρχές Αυγούστου, μου τηλεφώνησε ο διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου και με πληροφόρησε ότι το πρωί έπρεπε να παραλάβω τον καθηγητή Αλέξανδρο Σβώλο. “Επιτέλους, κυβέρνηση εθνικής ενότητας, Μαυροειδή”, μου είπε περιχαρής κλείνοντας το τηλέφωνο».

Τόποι

Λονδίνο (σελ. 23): «Η καθημερινότητα αυτή ξεκινούσε από ένα επιπλωμένο διαμέρισμα δύο δωματίων στο καταπράσινο Χάμστεντ του Λονδίνου στο οποίο μετακόμισα αμέσως μετά την πρόσληψή μου. Το σπίτι ανήκε σε μια ηλικιωμένη γεροντοκόρη και κάθε φορά που τη συναντούσα, κουβαλούσε παραμάσχαλα κάποιο μυθιστόρημα της Όστεν ή της Έλιοτ με την ευλάβεια που θα κουβαλούσε κανείς την Αγία Γραφή».

Τζιά (σελ. 30): «Καταλύσαμε σ’ ένα δίπατο κτίσμα στη μέση της προκυμαίας. Από το μπαλκόνι αντίκριζε κανείς απέναντι το γυμνό τοπίο χέρσας γης που απάλυνε ένα εκκλησάκι και πίσω του η πετρόκτιστη έπαυλη Αλιφραγκή ή “βίλα Υποψία” περιτριγυρισμένη από δασύ πευκώνα. Ο αυλόγυρός της από αναρίθμητα λευκά κολονάκια ακροβατούσε στα γκριζοπράσινα βράχια. Η σκέψη μου γύρισε αμέσως στα χρόνια της Σμύρνης και στην οικογενειακή έπαυλη στον Βουτζά. Μπορεί τα δύο κτίρια να μην έμοιαζαν εξωτερικά, όμως το εσωτερικό τους θα έκρυβε πολλές ομοιότητες. Ο κοσμοπολιτισμός στη Μεσόγειο είχε πάνω-κάτω τις ίδιες εμμονές».

image


Σμύρνη (σελ. 70): «Έμειναν στη Σμύρνη μέχρι την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου. Κάθε απόγευμα με έβγαζε βόλτα στο Κε, την προκυμαία και μου αγόραζε γλασάδα καϊμάκι από τον γυρατζή και διασχίζαμε όλο το κοσμικό τμήμα της παραλίας από το Κουμερκάκι, το μικρό τελωνείο, μέχρι την Πούντα, δίπλα στο τραμβάι, στις άμαξες και στους περαστικούς. Το ιππήλατο τραμ έτριζε πάνω στις γραμμές, και οι άμαξες πάνω στους τροχούς – το ίδιο και οι οπλές των αλόγων και οι σόλες των παπουτσιών στις πλάκες Νεαπόλεως. Θυμάμαι το φλύαρο παφλασμό της θάλασσας και την έντονη ιωδιούχα οσμή που κατέκλυζε τα ρουθούνια μου αλλά και τους μακρόσυρτους ήχους από τις σμυρναίικες εστουδιάντινες στα παραλιακά café».

n


Επίδαυρος (σελ. 107): «Στην Επίδαυρο επισκεφτήκαμε πρώτα το Ασκληπιείο, το “νοσοκομείο της αρχαιότητας” κατά τον Κρις. Ύστερα περάσαμε και απ’ το ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα και φυσικά απ’ το θέατρο… τους βρήκαμε σε μια απόμερη παραλία, αφού χρειάστηκε να περπατήσουμε αρκετά στο έλεος του ήλιου. Υπήρχαν ρωμαϊκά κατάλοιπα οικιών κάτω απ’ το νερό».

Μυκήνες (σελ. 118, 119): «Φτάσαμε στην Πύλη των Λεόντων αλλά δε συναντήσαμε κανέναν. Σε λίγο ξεπρόβαλαν δυο εργάτες κι ένα παιδί από τα τείχη… τους έστελναν να φέρουν το μεσημεριανό φαγητό. Εκείνοι μας πληροφόρησαν πως το συνεργείο των ανασκαφών δούλευε ψηλά κοντά στην αρχαία δεξαμενή… ανεβήκαμε στην κορυφή του λόφου και ύστερα, μόλις αρχίσαμε να κατεβαίνουμε από την άλλη μεριά, είδα ένα σωρό ανθρώπους να δουλεύουν μες το μεσημέρι κάτω από μία μεγάλη τέντα από καραβόπανο… το συνεργείο εκτελούσε εργασίες καθαρισμού σε μια πλατιά επιφάνεια, ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι μετρούσαν τις αποστάσεις από σημεία που έμοιαζαν με βάσεις κιόνων».

Αθήνα (σελ. 165): «Την προηγούμενη μέρα, Κυριακή 27 Οκτωβρίου, τίποτε δεν προοιωνιζόταν τη συμφορά… Ο κόσμος είχε βγει για περίπατο στο Ζάππειο και στα ζαχαροπλαστεία της πλατείας Συντάγματος γινόταν το αδιαχώρητο. Ευυπόληπτοι κύριοι διάβαζαν τα κυριακάτικα φύλλα των εφημερίδων στη λιακάδα μπροστά στον αχνιστό καφέ στρίβοντας αμέριμνα το μουστάκι τους. Ανδρικά και γυναικεία καπέλα κάθε λογής σκίαζαν τα ξεκούραστα πρόσωπα της ευγενούς αθηναϊκής πελατείας. Η Ωραία συναντήθηκε με τις φίλες της στου Γιαννάκη, στην Πανεπιστημίου, και το μεσημέρι, στο φαγητό, μου ανακοίνωσε πως την επομένη θα πήγαινε στον κινηματογράφο Ρεξ για αν δει έναν νέο Αμερικανό ηθοποιό, τον Κάρι Γκραντ, που άρεσε πολύ στην παρέα των ώριμων γυναικών».

n


Πειραιάς (σελ. 237, 238): «Το Κορινθία έμοιαζε με ασπρόμαυρη φάλαινα που ξεκουραζόταν στα θολά νερά του λιμανιού έτοιμη να μας πάρει στη ράχη της. Η Ρόζμαρι σχολίασε το κίτρινο φουγάρο με τη γαλάζια μπορντούρα. Στο πρωραίο κατάρτι ελληνικές σημαιούλες έδιναν πανηγυρικό χαρακτήρα στην απόδρασή μας. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα πως η Ωραία θα προσκυνούσε τον Επιτάφιο κι ένιωσα την ανάγκη να κάνω το ίδιο. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου απέναντί μας. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Νέος συναγερμός».

Αλεξάνδρεια (σελ. 253): «Στη rue de France συναντήσαμε το τραμ με κίτρινη μετώπη κι έναν κόκκινο κύκλο δίπλα στον αριθμό 6 γραμμένο και στα αραβικά. Στην πλατεία Μοχάμετ Άλι μάς προϋπάντησε το άγαλμα του ανθρώπου που οραματίστηκε τη σύγχρονη πολιτεία. Έφιππος ατένιζε τη θάλασσα με την ηρεμία των αγαλμάτων που ζουν στη δική τους απολιθωμένη πραγματικότητα.

Οι αναμνήσεις από την πρώτη εκείνη βόλτα θα μπερδεύονταν αμετάκλητα με τη μεγαλόπρεπη όψη του Χρηματιστηρίου της Αλεξάνδρειας, με το πασχαλινό κερί που ανάψαμε στο ναό του Ευαγγελισμού κατ’ απαίτηση του θείου, με τη χλιδή του πολυκαταστήματος Hanot και το τέμενος του Αταρίν, ώσπου να βγούμε στην οδό Φουάτ μ’ ένα αίσθημα πείνας αλλά και ναυτίας και τη Ρόζμαρι να μην εννοεί να καθίσει ούτε στιγμή φρόνιμη».

Καϊρο (σελ. 268): «Τι κι αν γινόταν πόλεμος κάπου αλλού; Στο Κάιρο όλα στροβιλίζονταν στη δίνη μιας κινηματογραφικής ψευδαίσθησης. Στα πολυτελή ξενοδοχεία και στα café της πόλης μια πολυεθνική κοινωνία πλούτου και αριστοκρατίας συνέχιζε να δίνει τη δική της παράσταση. Και αναρωτιόταν κανείς ποιος σκηνοθετούσε και ποιος διένειμε τους ρόλους».

n


Κοιλάδα των Βασιλέων (σελ. 302): «Το 1905 μια παρέα από θορυβώδεις Βρετανούς τουρίστες τα έβαλε με τους φύλακες ενός αρχαιολογικού χώρου στην Κάτω Αίγυπτο. Ο αρχιεπιθεωρητής της Υπηρεσίας Αρχαιοτήτων πήρε το μέρος των φυλάκων και υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Τρία χρόνια αργότερα έψαχνε ακόμα για δουλειά όταν τον προσέλαβε ο λόρδος Κάρναρβον για να αναλάβει τις ανασκαφές στη δυτική όχθη των Θηβών. Δεκατέσσερα χρόνια μετά κι ενώ η συνέχιση των ανασκαφών ήταν πια αμφίβολη, τηλεγραφεί στον εργοδότη του: “Ανακάλυψα τάφο…”. Ένας από τους μικρότερους τάφους στην Κοιλάδα των Βασιλέων που έκρυβε αμύθητους θησαυρούς… Ο αρχαιολόγος λεγόταν Χάουαρντ Κάρτερ και το όνομα του βασιλιά, Τουταγχαμών».

n


Άκαμπα (σελ.328): «Η μικρή πολιτεία έμοιαζε περισσότερο με χωριό που όμως αργά ή γρήγορα θα αναπτυσσόταν, μιας και πολύς κόσμος συνέρεε εδώ για να ασχοληθεί με το εμπόριο. Ο Αβραμίδης μού είχε διηγηθεί για την Άκαμπα μία από εκείνες τις μακάβριες ιστορίες του. Κατά τα λεγόμενά του, υπήρχε μια συμμορία γνωστή ως “Μαύροι Άγγελοι” που μπορούσε, αν της το ζητούσες, να σκηνοθετήσει την αυτοκτονία σου».

Πέτρα (σελ. 332): «Αντικρίζοντας τον πρώτο σταθμό του ταξιδιού μας, η ερώτησή μου “γιατί Πέτρα;” μου φάνηκε αμέσως αφελής. Πώς αλλιώς να αποκαλέσεις έναν κόσμο φτιαγμένο από βράχους μέσα στην έρημο. Ο Κρις έσπευσε να μου εξηγήσει πως το όνομα το έδωσαν στην αρχαιότητα Έλληνες έμποροι παρακολουθώντας τους κατοίκους της πόλης να προσφέρουν δώρα στους θεούς πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Η Ρόζμαρι δεν είπε τίποτε. Φερόταν σαν υπνωτισμένη».

Δαμασκός (σελ. 335): «Συνεχίσαμε για τη Δαμασκό κι εκεί φάνηκε πια καθαρά ο διαφορετικός προσανατολισμός μας σε αυτό το ταξίδι. Οι άλλοι δύο επέμεναν να δουν και το τελευταίο πετραδάκι που είχε τοποθετηθεί στο νεόδμητο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Εγώ ενδιαφερόμουν κυρίως να απολαύσω το περίφημο παγωτό του ζαχαροπλαστείου Μπαγκντάς με γεύση μαστίχας και μαχλέμπ».

Έφεσος (σελ. 341): «Σημείο συνάντησης η βιβλιοθήκη του Κέλσου. Η Ρόζμαρι ενθουσιάστηκε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα έκανε αυτή τη διαδρομή χωρίς μια στάση στην Έφεσο για να αποθαυμάσει τουλάχιστον το Αρτεμίσιο, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου».

Κάβα Ντεϊ Τιρένι (σελ. 444): «Διαβήκαμε τους κατασκαμμένους δρόμους με τα μισογκρεμισμένα σπίτια, και τα σπασμένα μπαλκόνια να αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια μας. Κατηφείς χωρικοί και παιδιά-σκιές μάς υποδέχτηκαν γυρεύοντας κατιτί. Στην άκρη του χωριού υψώνονταν δύο ξενοδοχεία, το Βιτόριο και το Ιμπέρο, που από μακριά έμοιαζαν αξιοπρεπή καταλύματα, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκονταν στα όρια της αθλιότητας».

n

*Ευχαριστούμε την αρχαιολόγο Εύη Παπαδοπούλου-Χρυσικοπούλου για τη συμβολή της στο μικρό αυτό αφιέρωμα…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ