Βιβλιο

Μάκης Παπούλιας: Aπό την εξορία στις επιχειρήσεις

Η αυτοβιογραφία του «Πόσο η φόρα ήταν μεγάλη» διαφέρει απ’ όλες τις άλλες στην πιάτσα. Γιατί;

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 639
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
papouliasfinal.jpg

Ο αειθαλής Μάκης Παπούλιας έβγαλε φέτος την αυτοβιογραφία του («Πόσο η φόρα ήταν μεγάλη», εκδ. Αλεξάνδρεια). Είχα την τιμή να είμαι ένας από τους παρουσιαστές του βιβλίου σε εκδήλωση, του πήρα και συνέντευξη στο ραδιόφωνο. Η αυτοβιογραφία του διαφέρει απ’ όλες τις άλλες στην πιάτσα. Γιατί; Πολλά θα μπορούσα να γράψω, αν του ’κανα μια κλασική παρουσίαση. Αλλά προτίμησα να δώσω το λόγο στον ίδιο, στο ένατο κεφάλαιο του βιβλίου του. Βρισκόμαστε στην οδό Αθηνάς, τη δεκαετία του ’50. Κλακέτα, πάμε. 

Η Μπρίλη
Στην οδό Αθηνάς, εκτός από τις μεγάλες και τις μικρές επιχειρήσεις, τα πολλά μικρομάγαζα με τα σιδηρικά είδη, τα εκκλησιαστικά είδη, εκτός από το τραμ της χαράς όπου σκαρφάλωναν οι τζαμπατζήδες, την αγορά με τα κρέατα και τα ψάρια από τη μία και με τα λαχανικά και τα φρούτα από την άλλη, σύχναζαν και έβρισκαν καταφύγιο και άλλα «φρούτα». Αβανταδόροι, κράχτες, κλέφτες, παπατζήδες, ταχυδακτυλουργοί, πόρνες, νταβατζήδες, σαλτιμπάγκοι και διάφοροι παράνομοι. Ο κόσμος της αρπαχτής ήταν εδώ! Για τον πολύ κόσμο και τους «εκπατρισμένους αγρότες» των συνοικιών της Αθήνας, αυτή η οδός των υποχρεωτικών εκπτώσεων και του «ό,τι αγοράζεις επιβάλλεται να το παζαρεύεις» ήταν μια λίγο πολύ αμαρτωλή και επικίνδυνη οδός, ιδιαίτερα έρημη τα βράδια. Είχε όμως και τα καλά της... 

Σε διάφορες εγκυκλοπαίδειες, στο λήμμα «πατσάς» γράφανε για τον καλύτερο πατσά του Καραμάνου, στη γωνία Αθηνάς και Βορέου! O πατσάς ήταν το φαγητό της φτωχολογιάς, πραγματικό βάλσαμο, δυναμωτικό, μια εξαιρετική επιλογή κυρίως για τις πρωινές ώρες. Το μυστικό του Καραμάνου ήταν ότι έριχνε στον πατσά μακαρονόζουμο για να γίνει πηχτός και νόστιμος. Έβραζε τα μακαρόνια και τα πούλαγε χώρια. Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, έμποροι και εμποροϋπάλληλοι, γυρολόγοι και προμηθευτάδες, θαμώνες των νυχτερινών κέντρων, μπεκρήδες, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες και ηθοποιοί δίπλα δίπλα, χόρταιναν με τον πατσά του Καραμάνου. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, Γιάννης Βελιανίτης, δεν είχε παιδιά, είχε όμως τα γκαρσόνια του σαν παιδιά του και τους άφησε και το μαγαζί φεύγοντας. Πάνω από το ταμείο είχε μια ταμπέλα που έγραφε «Νευρικοί και βιαστικοί δεν σερβίρονται». Η ταβέρνα στη Βορέου, το πατσατζίδικο, ελληνιστί «ακροπαρασκευαστήριο», πήρε το όνομά της από την πλατεία Καραμάνου με τα δημόσια λουτρά της και τα ουρητήρια. Σήμερα δεν υπάρχει πια η πλατεία, έχει γίνει πολυώροφο κτίριο του Δήμου Αθηναίων.

Ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει για την οδό Αθηνάς στην εισαγωγή του πονήματός του «Οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς», μιας θεατρικής εκδοχής του δρόμου: «Ο δρόμος έχει πολλά οινομαγειρεία και πιο πολλά πορνεία, κινηματόγραφους για κατ’ ιδίαν ερωτικήν απόλαυση, ξενοδοχεία σκοτεινά για άμεση ερωτική περίθαλψη –κάτι σαν Πρώτων Βοηθειών, να πούμε, ερωτικών–, χιλιάδες καφενεία για ημερήσια χαύνωση, το Δημαρχείο, κι ένα γραφείο κηδειών αλλοτινών καιρών. Στον δρόμο αυτόν κυκλοφορούν εργατικοί, μικροέμποροι, αλήτες, πόρνες, τραβεστί, δημοσιογράφοι, επαρχιώτες μαστρωποί και χίλιοι δολοφόνοι. Αυτό περίπου είναι το σκηνικό».

Σ’ αυτό τον χώρο, μ’ αυτό τον κόσμο ήμουν υποχρεωμένος καθημερινά να συναλλάσσομαι, να φροντίζω να έχει εμπόρευμα το μαγαζί, να προσέχω ό,τι στρατιωτικό αγοράζαμε να μην είναι κλεμμένο, να πουλάμε με τον θείο μου σε καλές τιμές για να βγάζουμε τη διαφορά – τη σημειώναμε σ’ ένα μπλοκάκι, ρούχο σε ρούχο, πώληση σε πώληση, και το βράδυ σούμα το κέρδος μας. Ο θείος μου με ενημέρωνε για όλα τα οικονομικά του μαγαζιού, μου έδειχνε όλα τα κιτάπια, ήταν ψυχούλα, σαν να μην τον ενδιέφερε το χρήμα, ίσως γι’ αυτό έπαιζε χαρτιά και άλλα τυχερά παιχνίδια. Συχνά μου έλεγε: «Αφού γλίτωσα όταν μου βάλανε οι ταγματασφαλίτες το περίστροφο στην κοιλιά στην πλατεία της Τρίπολης, δεν υπολογίζω ούτε φοβάμαι για τίποτα!».

Μορφωμένος, έξυπνος, χαρούμενος, όμορφος, πανούργος, βοηθούσε κάθε γραφικό τύπο που έφτανε στην πόρτα του. Όπως τον παλαιστή Τάσο που, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο κρέμαγε παράσημα ψεύτικα στον λαιμό του, όλο και περισσότερα, τ’ αγόραζε ο καημένος στα παλιατζίδικα... Τον Τάσο τον είχε με τον μήνα. Τον σαλεμένο καθηγητή που ήξερε την Αγία Γραφή απέξω και που, όταν του φωνάζανε «γόη», σήκωνε το κεφάλι του και το τέντωνε ψηλά, κι όταν τον φώναζαν «λούστρο» το κατέβαζε ταπεινά, ο θείος μου τον πρόσεχε και τον προφύλαγε από κινδύνους, καθόταν μαζί του και κουβέντιαζε σοβαρά για ώρα πολλή. 

Μία φορά την εβδομάδα είχαμε και τον μόνιμο λούστρο με τα τατουάζ, το σκαμνί στη μασχάλη, φανελάκι άσπρο στο γυμνασμένο κορμί και το κασελάκι κρεμασμένο στον ώμο. Αυτόν τον είχε μόνιμο ο θείος μου. Καθόταν στο σκαμνί, άνοιγε το κασελάκι με τα σύνεργα, βούρτσες, βερνίκια και γυαλιστικό, χαρτόνι από κουτί τσιγάρα για το πλάι να μη λερωθούν οι κάλτσες, δέρμα και βελούδο για το τελικό γυάλισμα. Αυτό τον μελαμψό λούστρο με το αθλητικό σώμα (Μάνθος το βαφτιστικό του) τον είχα τσεκάρει πριν καιρό στην πλατεία Κοτζιά να τον παίρνει αστυνομικός για ανάκριση στο τμήμα. Ο λούστρος «τα ’κανε Κορέα», σήκωσε το ξύλινο κασελάκι ψηλά και το διέλυσε πάνω στην πλατεία, αλλού οι μπογιές, αλλού οι βούρτσες, αλλού το σπασμένο κασελάκι. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, τράβηξε ξυραφάκι από το τσεπάκι του και με το δεξί πλάκωσε να κόβει τις φλέβες στο αριστερό χέρι, και να τα αίματα. Δρόμο ο αστυνομικός, άφησε το λούστρο στο χάλι του. Ο Μάνθος καθάρισε μ’ ευκολία τα αίματα, πήρε σφυρί και πρόκες και σε μισή ώρα το μαγαζί ήταν σε λειτουργία. Και εγώ τον ρωτάω: «Τις φλέβες, ρε Μάνθο;». «Όχι, ρε μορτάκο, ο μπάτσος ήταν φρέσκος και την “έφαγε” με το ξυραφάκι, ψάρωσε, ίσα μια μύτη της καρφίτσας αφήνω και τραβάω καμιά δεκαπενταριά ξυραφιές στο δέρμα, κι ο τσαμπουκάς μου πιάνει κι έτσι είμαι στον δρόμο με το κασελάκι και βγάζω μεροκάματο». «Στο αστυνομικό τμήμα γιατί, ρε Μάνθο; Ερωτοδουλειές ή χασίσια;» τολμάω την ερώτηση. «Και τα δύο, ρε μόρτη».

Mια άλλη γλυκιά φιγούρα της οδού Αθηνάς κι όλης της Αθήνας ήταν η Φτερού. Όργωνε το κέντρο της Αθήνας και δημιουργούσε ευθυμία με τις ατάκες της και το περήφανο βάδισμά της. Πουλούσε φτερά και πούπουλα πολύχρωμα, ακούω ακόμα τη φωνή της «Φτεράαα... πάρτε, καλέ, φτερά...» Ο Ανδρέας Νομικός, έτσι ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν υπερήφανος και ετοιμόλογος, δεν δεχόταν ποτέ του χαρτζιλίκι, πέρναγε σίφουνας από το μαγαζί μας και ξεσήκωνε με την αδελφίστικη φωνή του, το γλαρό του μάτι και τις περίτεχνες κινήσεις του σώματος νέους, ηλικιωμένους, γυναίκες, καταστηματάρχες, οδηγούς, τροχονόμους, περιπτεράδες, για να τον προσέξουν και να αγοράσουν την πραμάτεια του που πάντα κουβαλούσε μαζί του. Το ταλέντο του ήταν μοναδικό, αυτοσχεδίαζε όλη μέρα και κάλυπτε μεγάλες αποστάσεις διαλαλώντας «τα φτερά και πούπουλα». Φαίνεται πως ήταν μεγάλος ηθοποιός στο θέατρο του δρόμου, παρίστανε μάλλον τον ομοφυλόφιλο, δεν τον έκοβα για «σαρκολάτρη»· τρόπο να βγάζει το μεροκάματο είχε σοφιστεί, άλλωστε έπαιξε σε ελληνικές ταινίες ρόλους σχετικούς κι επιτυχημένους.

Η μεγάλη πριγκίπισσα του μαγαζιού μας αλλά και της οδού Αθηνάς, ίσως και όλης της Αθήνας εκείνη την εποχή, ήταν η Μπρίλη, που είχε ξεμείνει από την Κατοχή, μεγάλη πια, αλλά ασκούσε ακόμα το επάγγελμα με επιτυχία. Μπροστά στο μαγαζί ήταν ένας θάλαμος του ΟΤΕ και εκεί, στον ίσκιο του, είχαμε μια καρέκλα για εμάς αλλά και για την Μπρίλη με τα κοκκινόξανθα μαλλιά και τις φακίδες στο πρόσωπο, που εκτός των άλλων ήταν και γλωσσοπλάστρια. Όταν άνοιγε το στόμα της, που δεν είχε δόντια, γέλαγε, διασκέδαζε όλο το πεζοδρόμιο, και οι οδηγοί σταματούσαν τα αυτοκίνητά τους για να ακούσουνε το διαφορετικό κάθε μέρα υβρεολόγιό της. Η Μπρίλη, αυτό το νευρικό αγρίμι, αυτή η πρασινομάτα ιερόδουλη, δεν πίστευε κανέναν, τα ’βαζε με όλους και περισσότερο με τους μπάτσους. Όταν συχνά της ζητούσαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα, γινότανε μεγάλη φασαρία, φούσκωναν οι φλέβες στον λαιμό της, κοκκίνιζε ολόκληρη και δεν άκουγε κανέναν, δεν μπορούσε να την κάνει καλά κανένας, μόνο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης λειτουργούσε. 

Ζευγαράκια νιόπαντρα από την επαρχία «πλήρωναν τη νύφη» όταν η Μπρίλη καταλάβαινε ότι τη σχολιάζουν, γινόταν «Τούρκος», τα ακολουθούσε δεκάδες μέτρα και τα στόλιζε με τον δικό της, μοναδικό τρόπο. Άρχιζε με το «Ρε μαλάκα, φαρμακοψώλη, εγώ πουτάνα είμαι και βγάζω το ψωμί μου με τις βίζιτες, εσύ με τη μαλακισμένη που έχεις δίπλα σου, την κουφαλοπαρθένα, που καμαρώνεις για την παρθενιά της, πού ξέρεις, που να ξεραθείς, τι ξεροτσίμπουκα έχει πάρει στη ζωή της...»· και τελείωνε σχεδόν πάντα με το «Στην Ακρόπολη την πας την αρχιδοστραγγίχτρα, ρε μαλάκα, κοίτα μη ζαλιστείς και πέσεις και σπάσεις τ’ αρχίδια σου!». Τον κουλουρά από την Ήπειρο που την ενοχλούσε συστηματικά και πρόστυχα, τον παραφύλαξε μια μέρα και, όταν αυτός περνούσε με δύο μέτρα φορτωμένα τα κουλούρια στον νταβά, του ξηγήθηκε μπαμπέσικα από πίσω, του ’δωσε σπρωξιά θανάτου μέσα στις γραμμές του τραμ. «Πάρ’ την, ρε πούστη!» είπε και τον ξάπλωσε στην Αθηνάς με καμιά πεντακοσαριά κουλούρια σκόρπια στην άσφαλτο. Δεν τον λυπήθηκε κανείς.

Η αγαπημένη μας Μπρίλη μεσολαβούσε και στις πωλήσεις του μαγαζιού, ήξερε λίγα απ’ όλες τις γλώσσες, γερμανικά καλά.Ένα μεσημέρι που ήμουν πίσω από το παραβάν και προσπαθούσα να πουλήσω ένα ψαράδικο παντελόνι σε δύο Γερμανούς, με τα γερμανικά της και τις καντρίλιες της, με το φουστάνι σηκωμένο, τους έπεισε σε χρόνο μηδέν, το πήραν ακριβοπληρωμένο και λίγο ελαττωματικό. Όταν της είπα τους φόβους μου μήπως μας το φέρουν πίσω και της έδωσα για τον κόπο της πέντε δραχμές, μου έδωσε την απάντηση: «Σιγά τους μαλάκες, θα τους το φάνε στο παραπάνω καμπαρέ». Κάθε πρωτομηνιά ήταν γι’ αυτήν η μεγάλη της, η μοναδική μέρα: Στολιζόταν με ό,τι καλύτερο σιδερωμένο ρούχο είχε με έντονα χρώματα –προτιμούσε τα κίτρινα– κι άρχιζε να κατεβαίνει από την Ευριπίδου και κάτω, στο αριστερό πάντα πεζοδρόμιο της οδού Αθηνάς, με την κοιλίτσα της να εξέχει, τα ξανθά της μαλλιά, τα ανοιχτά βασανισμένα της πόδια, μάλλον από τις πολλές βίζιτες, από μαγαζί σε μαγαζί. «Να σας μπει βαθιά, κορίτσια, να τον έχετε μεγάλο και πρόχειρο, αγόρια, καλό μήνα...»

Ανάλογα με το αφεντικό, είχε και την πρόστυχη ατάκα στα χείλη της, όλα φωναχτά, βρόμικα, πρωτάκουστα σεξουαλικά ουσιαστικά κι επίθετα. Σε μας έφτανε κατάκοπη στις δέκα και μισή το πρωί και συνήθως άρχιζε μ’ ένα «Καλό μήνα, Σπύρο μου, κομμένα είναι τα ματάκια σου, αυτές οι μισότριβες [οι γυναίκες που επιτρέπανε την επαφή με άντρες από τη μέση και πάνω] είναι δύσκολες γυναίκες, το φυλάνε για το μαλάκα που θα τις παντρευτεί, παράτα τες τις παρθένες, πήγαινε με πιο εύκολα κορίτσια... Τη μελαχρινή με τον ωραίο κώλο δεν την έχεις πια; Την κοντούλα την παρθένα από τα Πετράλωνα, λέω. Θέλει γάμο; Η Μαρίκα με τον κότσο και τα στρογγυλά κωλαράκια γιατί χάθηκε, σε παράτησε, παντρολογιέται, Σπύρο μου; Ξεκωλιάρες, μυξοπαρθένες, κακογαμημένες, χιλιοκερατωμένες είναι όλες τους, μην τις πιστεύεις, Σπύρο μου».

Ήξερε η Μπρίλη ότι ο θείος μου, εκτός από χαρτοπαίκτης, ήταν και γυναικάς, διατηρούσε καλές σχέσεις, και της άρεσε να τον πειράζει. Κουβέντιαζε μαζί του τα προσωπικά της, είχε έναν αδερφό χασάπη στην κρεαταγορά που όμως δεν της μιλούσε, ήθελε να μοιράζεται τις «επιτυχίες» της όταν κατέβαιναν νεοσύλλεκτοι να πάνε φαντάροι. Τότε είχαμε άλλου είδους πανηγύρια από την πλευρά της, πελάτες νεαρούς χωριάτες που τους εκπαίδευε στον έρωτα και τα εξιστορούσε μες στην καλή χαρά και με λεπτομέρειες στον θείο μου. Αυτοί που την ξέρανε καλά βεβαίωναν μετά λόγου γνώσεως πως ήταν η πιο καθαρή και παστρική πουτάνα της οδού Αθηνάς. Αυτή τη μοναδική φιγούρα του πιο εμπορικού δρόμου της Αθήνας, τη «μεγάλη αδερφή μας», όταν είχε αναδουλειές την τσοντάριζε με χαρτζιλίκια ο θείος μου ο Σπύρος. Φωτογραφίες της δεν βγήκαν ποτέ σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Ποιος τολμούσε να πλησιάσει την Μπρίλη, να τη φωτογραφίσει με τα μέσα της εποχής, όταν την ενοχλούσε ακόμη και το βλέμμα του περαστικού;

Ήταν λίγο σαν μπαγιάτικο φρούτο, αλλά είχε ακόμα χυμούς και πολλή ανθρωπιά. Εγώ, που ήμουν ο μικρός του μαγαζιού, συχνά την έπιανα να θέλει να με προστατέψει από κλέφτες, προαγωγούς κι ανώμαλους. Έβγαιναν σπίθες από τα μάτια της και σκληρά λόγια από το στόμα της όταν κοντοστεκόταν κανένας απ’ αυτούς ή τους συναντούσε τυχαία μπροστά της. Πολλοί επισκέπτες της οδού Αθηνάς που δεν ζούσαν την ατμόσφαιρα αυτού του δρόμου χαρακτήριζαν την Μπρίλη μ’ ευκολία: αλανιάρα, ανερμάτιστη, γυναίκα ρέμπελη του δρόμου… Μόνο αυτό δεν ήταν. Στον δρόμο ήταν κι από τον δρόμο ζούσε, ρέμπελη δεν ήταν καθόλου, καθημερινά σφουγγάριζε τις σκάλες του ξενοδοχείου όπου έμενε και ήταν πρόθυμη για κάθε δουλειά που της τύχαινε, αν μπορούσε να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα που κέρδιζε από τις σπάνιες βίζιτες που έπαιρνε.

Η «δεύτερη τη τάξει» πουτάνα της οδού Αθηνάς, που έκανε πιάτσα εκεί γύρω, ήταν η Μανταλένα. Κοντόχοντρη, ασχημούλα, αγαθιάρα, με χρυσά δόντια. Η Μπρίλη δεν ήθελε να τη βλέπει μπροστά της, της έκλεβε δουλειά και είχε και νταβατζή... Όταν σπάνια την περιλάβαινε στο υβρεολόγιό της με μοναδικούς χαρακτηρισμούς
και χειροδικίες, μόνο η αστυνομία μπορούσε να τις χωρίσει.

Ο Αδαμάντιος Καραμουρτζούνης ήταν ένας ωραίος φιλάνθρωπος, φίλος του θείου μου αλλά και προμηθευτής του μαγαζιού μας. Έφερνε στρατιωτικές κουνουπιέρες πρώτης ποιότητας, αμερικάνικες και μεγάλες, και εμείς τις πουλούσαμε σε βιοτεχνίες που έφτιαχναν φιλέδες για αντρικά μαλλιά. Με το καμηλό παλτό του πάντα, γραβατοφορεμένος, θεοφοβούμενος, άρχοντας σε όλα του, λειτουργούσε με το μοναδικό σύνθημά του «Ο άνθρωπος διά τον άνθρωπον», μοίραζε λεφτά, γαλοπούλες τα Χριστούγεννα, έστελνε ανθρώπους στο εξωτερικό για θεραπεία. Τον ήξερε όλη η Ελλάδα τότε και μάλιστα είχε γίνει και... παροιμία. Για παράδειγμα, όταν κάποιος που του ζητάγανε δανεικά δεν είχε ή δεν ήθελε να δώσει, έλεγε: «Ποιος νομίζεις ότι είμαι, ο Καραμουρτζούνης;». Ήταν πράγματι ένας καλός άνθρωπος, το μόνο που δεν μου άρεσε σ’ αυτόν ήταν που όποια ώρα και να ερχόταν στο μαγαζάκι μας ήταν πάντα ατσαλάκωτος με το κασκόλ του και καλοσιδερωμένος, η εξαίρεση στην πιάτσα της οδού Αθηνάς, έβγαζε μάτι το παρουσιαστικό του.

Από το μαγαζί μας συχνά πέρναγε ο Νίκος ο Μηλιώνης από το χωριό μου το Ψάρι. Δούλευε πωλητής στα κασμίρια του Αναγνωστόπουλου στη Μητροπόλεως. Ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ήταν από το Δραγουμάνου Μεγαλόπολης, μεγάλο όνομα στα υφάσματα με το μέτρο. Τον Νίκο τον είχε σαν παιδί του και στη δουλειά του πωλητή, πολύ καλή δουλειά με καλά λεφτά. Μου έμοιαζε άνετος, πλούσιος ο Νίκος, ήταν και ωραίος άντρας, άλλαζε κοστούμια κάθε μέρα, «καλοραμμένος», όπως λέγαμε τότε για όποιον φόραγε κοστούμι, τον καμάρωνα και ήθελα να του μοιάσω. Θα τον έλεγα μπονβιβέρ της Αθηνάς – αεράτος, καλός κουβεντιαστής, ίσως είναι ο δεύτερος άνθρωπος μετά τον πατέρα μου που με επηρέασε θετικά για το χωριό μας το Ψάρι. Αυτός δεν έπαιζε χαρτιά αλλά κουβέντιαζε με τον θείο μου πολιτικά, είχαν διαφωνίες και τις ψιθύριζαν, κάτι για τα λάθη της ηγεσίας (Σ.Σ. της ΕΔΑ και του ΚΚΕ) έλεγαν. Όταν πούλαγα κανένα ρούχο, ερχόταν κοντά ν’ ακούσει επιχειρήματα, να με βοηθήσει στην πώληση και μετά έδινε συμβουλές για όλα. Νίκος Μηλιώνης του Χρήστου, πρότυπο ανθρώπου για μένα, καμάρωνα για την καταγωγή του, την εξυπνάδα του, το παράστημά του, τη ματιά του, την κουβαρντοσύνη του, τον λόγο του και την ουσιαστική μαγκιά του.

Σε απόσταση αναπνοής από το μαγαζί μας ήταν η ταβέρνα του Σιγάλα, πίσω από το Ιερό της Παναγιάς της Παντάνασσας στο Μοναστηράκι. Εκεί έτρωγα ζεστό φαγητό όταν δεν μου είχε ετοιμάσει κάτι η μάνα μου. Συνήθως «μια ολίγη» (μισή μερίδα φαΐ) ήταν η παραγγελία κι «ένα φράγκο λάδι παραπάνω, μάστορα» για να χορτάσουμε την πείνα μας. Η φασολάδα και οι φακές δεν μου άρεσαν, προτιμούσα τα συκωτάκια λαδορίγανη, το παστίτσιο, το στιφάδο, αλλά δεν έφτανε το βαλάντιό μου για τέτοιες πολυτέλειες, που τις δοκίμαζα σπάνια. Στου Σιγάλα σύχναζαν οι Παριανοί και εκεί έφταναν οι «ταχυδρόμοι» με τα καλάθια ραμμένα από πάνω με το άσπρο πανί, καλούδια από το νησί για τους συγγενείς. Πανηγύρι γινόταν όταν έφτανε το φορτηγό από τον Πειραιά με τον Παριανό ταχυδρόμο για συνοδεία των πραγμάτων και σωστή παράδοση.

Με ένα δωδεκάφυλλο τετράδιο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου, δίχως τσάντα, πήγαινα στη νυχτερινή Εμπορική Σχολή του Νίκου Αλικάκου και του Γιώργου Τσεκούρα στην πλατεία Κουμουνδούρου. Η σχολή στεγαζόταν σε ένα παλιό διώροφο κτίριο με μεγάλη αυλή, κατοικία του πάλαι ποτέ πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Στη Μέση Εμπορική Σχολή Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών (ΜΕΣΕΑ) πληρώναμε 750 δραχμές τον χρόνο σε δόσεις, μεγάλο ποσό για εκείνη την εποχή. Δεν διάβαζα, ούτε είχα όρεξη για πολλά γράμματα. Στα διαγωνίσματα στρωνόμουν λίγο περισσότερο και πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου την αντιγραφή. Τους περισσότερους καθηγητές δεν τους ήθελα, ούτε τους συμπαθούσα, ήταν απόμακροι και αδιάφοροι, δεν ήταν κοντά μας ούτε μας ένιωθαν. Περισσότερο ήθελα να ευχαριστήσω τον πατέρα μου που έκανε μεγάλο αγώνα για να μας μεγαλώσει και να μας σπουδάσει.

Από συμμαθητές και φίλους είχα ό,τι καλύτερο. Πρώτος, μοναδικός και ακριβός φίλος μου ο Σπύρος Βεντουράτος, που είχαμε γνωριστεί στα γαλλικά φροντιστήρια της «Μαντάμ» στους Αγίους Αναργύρους, μετά στην Εμπορική Σχολή στην οδό Λευκωσίας στα Πατήσια, μετά στο ποδόσφαιρο στην ΑΕΚ και που στις νυχτερινές σπουδές μας κολλήσαμε για τα καλά. Κεφαλονίτης αυτός, από την Αρκαδία εγώ, αλλά τότε δεν δίναμε σημασία στην καταγωγή... Και μετά, μια ζωή μαζί, με προστάτευε και τον προστάτευα, αχώριστοι. Μετά τον Σπύρο, ο Σωτήρης Πέτρουλας, τρεις χρονιές μαζί στο νυχτερινό, ο καλύτερος μαθητής, πρώτος με μεγάλη διαφορά, μας παρείχε πνευματική προστασία και μας μάζευε από την αλητεία, μας στήριζε στα δύσκολα μαθήματα, μας έμαθε να διαβάζουμε λογοτεχνικά βιβλία. Τον θαυμάζαμε όταν έκανε κόντρες με συμμαθητές μας της «Ζωής» για θρησκευτικά ζητήματα. Δούλευε κι αυτός εμποροϋπάλληλος και ήταν πάντα κουρασμένος.

Τρίτος ακριβός φίλος ο Νίκος Φίλης, δοσατζής στις γειτονιές, πούλαγε σεντόνια, τραπεζομάντιλα, πάντες για τους τοίχους και καμιά κουβέρτα. Όλη μέρα στο πόδι και το βράδυ πάντα διαβασμένος, καλός μαθητής, ντυμένος στην τρίχα και με χαμόγελο μια οργιά. Όσο μπόι τού έλειπε, τόσο σκληροτράχηλος και τσαμπουκάς ήτανε, ιδεολόγος και αριστερός, ταγμένος από πατέρα εργάτη βυρσοδέψη. Τα καλύτερα παιδιά, τα μπεσαλίδικα, τα γνώρισα στα νυχτερινά σχολεία. Κορίτσια είχαμε πολύ λίγα κι αυτά αδιάφορα σε έρωτες.

Στα συλλαλητήρια για το Κυπριακό, όλοι οι συμμαθητές μας έδιναν βροντερό παρών, πατριωτικό παρών, όλη η σχολή στο πόδι. Τους μπάτσους  δεν τους φοβόμασταν στις διαδηλώσεις, τους είχαμε αντιμετωπίσει πολλές φορές όταν αλητεύαμε στους δρόμους γύρω από την πλατεία  Κουμουνδούρου. Όταν ήρθε ο Τάσος ο παλαιστής με τα κρεμασμένα ψευτοτρόπαια στον λαιμό να κάνει παράσταση στην πλατεία Κουμουνδούρου για να βγάλει κάνα φράγκο, του είπα να μη δεχτείνα τον δέσουνε.  «Είναι κωλόπαιδα» του είπα, αλλά δεν με άκουσε. Άφησε να τον δέσουνε με ναυτικούς κόμπους. Προσπαθούσε να λυθεί, αλλά εις μάτην. Μερικοί συμμαθητές μας, απαίδευτα τσογλάνια, δεμένο τον γιαούρτωσαν. Σκοτωθήκαμε και κόψαμε με το μαχαίρι τις φιλίες μαζί τους. Ο Τάσος είχε ψώνιο με τον αθλητισμό και τα μετάλλια, ευχάριστος άνθρωπος, αλλά όσο έχανε τις δυνάμεις του, τόσο περισσότερα μετάλλια μπούρλιαζε στον λαιμό του. Μετά από χρόνια είχε περισσότερα από τρία κιλά σιδηρικά, ψευτομετάλλια, αγορασμένα όλα από τα παλιατζίδικα στο δημοπρατήριο· ήταν σκελετωμένος κι αξιολύπητος, ψυχούλα όμως, αγάπαγε πολύ τα παιδιά κι όλους εμάς εκεί, στην πιάτσα της οδού Αθηνάς. Ο Τάσος μάς έλεγε αθλητικές ιστορίες υπέροχες, είχε έναν μαγευτικό λόγο ντομπροσύνης, όταν άρχιζε δεν ήθελε να τελειώσει. Κι εμείς το ίδιο, συχνά του μαζεύαμε φραγκοδίφραγκα «για τη φασολάδα, ρε μαγκάκια», όπως έλεγε. 

Όταν σχολάγαμε το βράδυ, περνάγαμε τις περισσότερες φορές από τη «φραγκοκλέφτρα», το τζουκ-μποξ στη Μενάνδρου, ακούγαμε εναλλάξ έναν Καζαντζίδη, συνήθως τη «Ζιγκουάλα», και έναν Αγγελόπουλο, συνήθως τη «Φαρίντα, αγάπη γλυκιά μου», παίρναμε και μάτι τον μόρτη που χόρευε το ζεϊμπέκικο με το κεφάλι κάτω, φορτωμένος πιώμα και η ψυχή του κατράμι. Το ’παιρνε καλά και μας άρεσε. Μετά τρέχαμε να προλάβουμε το τελευταίο λεωφορείο για το σπίτι μας. Άμα το χάναμε, μπαίναμε στο πειρατικό ταξί του Μίμη, που ήταν οδηγάρα και άντρακλας, όμορφος, ψηλός, με μουστάκι· οδηγούσε μια παλιά Μερσεντές με διπλά καθίσματα πίσω.

Οι πελάτες ήμασταν διάφοροι συγκάτοικοι, μάγειροι και γκαρσόνια, μηχανικοί κινηματογράφου και αργοπορημένοι μαθητές της νύχτας. Γυναίκα δεν έσκασε μύτη ποτέ. Μια φορά που έβρεχε, στο πειρατικό μπήκαμε είκοσι ένα άτομα, δεν γινότανε να μείνει κανένας έξω, όλοι πελάτες του Μίμη ήμαστε και ξέραμε ο ένας τον άλλο με τα μικρά μας ονόματα και τα παρατσούκλια. Μοναδικές πλάκες μέσα στο αμάξι μέχρι να φτάσουμε στο Μπραχάμι.

Με το Σπύρο τον Βεντουράτο κάναμε όλες τις σκανδαλιές και τις κοπάνες από τα μαθήματα, ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο, αυτός έβαζε τρέλα και σωματική δύναμη, εγώ το ήρεμο μυαλό και τις καλές επιλογές. Στα πολιτικά ήταν πατενταρισμένος δεξιός λόγω του πατέρα του, που ήταν από την Κεφαλονιά και είχε ψώνιο με τον Μεταξά. Στο υπόγειο της Πανεπιστημίου ήταν το μεγαλύτερο σφαιριστήριο της Αθήνας, το Ματζέστικ. Εκεί συχνάζαμε τα Σαββατόβραδα που είχαμε και φράγκα και παίζαμε παπάδες και αεροπλανάκια στο μαύρο κόκκινο, πάθος και χασούρα... Την άλλη μέρα έπρεπε να σκάσουμε το βδομαδιάτικο στον πατέρα ή στη μάνα μας, μα έλα που το είχαμε χάσει στ’ αεροπλανάκια... Εκεί άρχιζαν τα ψέματα και το τρεχαλητό για δανεικά... Παιδική ζωή με ορθοστασία, κούραση σωματική, με πολλές αγωνίες αλλά κι εκπαίδευση, εμπειρία στα δύσκολα σοκάκια της μετεμφυλιακής Αθήνας.

papouliasfinal.jpg

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ