- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Κυριάκος Αθανασιάδης: Θέλω να ζω σε μία πλούσια χώρα, εν ειρήνη
Μια συζήτηση για τα βιβλία, τη ζωή και τον κόσμο μας
Μιλήσαμε με τον Κυριάκο Αθανασιάδη, με αφορμή τα τελευταία του βιβλία, για την πεποίθησή του πως τα πράγματα πάνε όλο και καλύτερα και για πολλά ακόμα
Γεννήθηκε το 1963 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζουν με την Κίκα, τα τρία τους σκυλιά και τη γάτα τους τη Φαντομά, αλλά έζησε στην Αθήνα από το 1986 έως το 2009. «Τι θα απαντούσες σ’ έναν φίλο που θα σε ρωτούσε, “και τι έκανες αυτά τα χρόνια στην Αθήνα;”» ρώτησα τον Κυριάκο Αθανασιάδη για να μας πει για εκείνο το κομμάτι της ζωής του, με αυτόν τον ωραίο τρόπο που αφηγείται ιστορίες. «Τίποτε ιδιαίτερο δεν έκανα, ούτε κάνω γενικώς κάτι ιδιαίτερο. Απλώς δούλευα στα βιβλία. Όλη την εβδομάδα, χωρίς Σαββάτα και Κυριακές. Ακόμα το ίδιο πράγμα κάνω. Πάντως (και συνεχίζω να απαντώ μόνο και μόνο για να μην είναι μικρότερη η απάντηση από την ερώτηση), ναι, δεν έκανα κάτι. Δηλαδή, δεν ξέρω, μπορεί οι άνθρωποι γενικώς να κάνουν αξιοσημείωτα πράγματα, εγώ πάντως δεν έκανα κανένα αξιοσημείωτο πράγμα».
Κλασικός Κυριάκος. Έχει αυτό τον πολύ άμεσο, κάπως κοφτό και λίγο αστείο τρόπο που σε κάνει να μην κολλάς και να πηγαίνεις στα επόμενα. Κάπως έτσι κύλησε η συζήτησή μας. Τον ρώτησα για τον κόσμο του βιβλίου και τις λογοτεχνικές παρέες, για τον χρόνο που περνάει καθώς μεγαλώνουμε, αλλά και για το πότε προλαβαίνει να γράφει τόσα βιβλία. Είναι κατεξοχήν άνθρωπος του βιβλίου, έχει επιμεληθεί αρκετές εκατοντάδες βιβλία και έχει γράψει κάμποσες δεκάδες, μυθιστορήματα, οδηγούς συγγραφής, βιβλία για γάτες και σκύλους και βιβλία για παιδιά, έχει βιβλιοφιλική εκπομπή στο ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης και φτιάχνει βιβλιοφιλικά βιντεάκια στο TikTok της Voice. Εδώ δίπλα, στο γραφείο μου, έχω κάποια από τα βιβλία του Κυριάκου Αθανασιάδη των τελευταίων μηνών: «Φωτόσπαθα και Σαμουράι» (εκδ. Στερέωμα), «Εσωστρέφεια - Αυτή η υπερδύναμη» (εκδ. Bell), «Ο παράξενος Αδάμ και το φεγγάρι» (εκδ. Ψυχογιός), «Άγρια χώρα» (εκδ. Παπαδόπουλος), «Mπαμάδες και Μαμπάδες» (εκδ. Διόπτρα), ένα με ψευδώνυμο που δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, αλλά και το «Καταφύγιο των ωραίων ψυχών» (εκδ. Διόπτρα), που είναι του 2023 αλλά το αγαπώ για άλλους λόγους και πάντα το ’χω κάπου κοντά.
Είναι πολύ ιδιαίτερος ο ίδιος, έχει fun club στα σόσιαλ, κάνει αστείες αναρτήσεις από τον μικρόκοσμό του αλλά ποστάρει και για τον Τραμπ και τον Πούτιν, ενημερώνεται για τα γεωπολιτικά και ξέρει ακριβώς πού βρισκόμαστε ως ανθρώπινο είδος. Και την ίδια στιγμή είναι φουλ αισιόδοξος — «εφόσον, βέβαια, ξεπεράσουμε τους επόμενους 10 μεγάλους κινδύνους που μας απειλούν» τους οποίους είχε γράψει σε πρόσφατο άρθρο του. Κι έτσι κάπως ήξερα ότι θα μας φτιάξει τη διάθεση όταν τον ρώτησα: Τι λες, πάει ο κόσμος μας από το κακό στο χειρότερο; Ή όχι;
«Όχι, εγώ ζω με τη διαρκή πεποίθηση πως τα πράγματα πάνε όλο και καλύτερα, κι αυτό δεν θα αλλάξει μέσα μου — εκτός κι αν έρθει η Αποκάλυψη. Πάντα είχαμε πολέμους, και αρρώστιες, και φτώχεια και μετακινήσεις πληθυσμών. Για την ακρίβεια, παλιά αυτά συνέβαιναν σε καθημερινή και ταυτοχρόνως κολοσσιαία βάση. Δηλαδή ερχόταν όλη η Ασία εδώ, και το εδώ πήγαινε όλο μαζί παραπέρα. Και οι άνθρωποι θεωρούνταν πλούσιοι αν είχαν ένα ταγάρι κοκκινογούλια και μια κότα. Και ήταν γέροι στα τριάντα πέντε τους, και πεθαμένοι από βαθιά γεράματα στα σαράντα. Και γράμματα ήξεραν μόνο μερικοί παπάδες, που κάνανε στ’ αλήθεια μάγια στον κόσμο. Και οι γυναίκες, που τις έδερναν και τις σκότωναν ανάλογα τα κέφια τους, άρχιζαν να γεννάνε από τα δώδεκα-δεκατρία ένα λόχο παιδιά, μπας και ζήσει κανένα για να οργώνει το χωράφι. Στο οποίο χωράφι ορμούσαν οι μαϊμούδες και ο τίγρης και τρώγαν τα παιδιά. Κι αυτά δεν συνέβαιναν στην πρωτόγονη εποχή, συνέβαιναν μέχρι σκάρτο έναν αιώνα πίσω. Η πρόοδος είναι αδιανόητη, και αφορά όλο τον ανθρώπινο πληθυσμό, όχι μόνο τούς κακούς πλούσιους. Και δεν τα λέει ένας τυχαίος κυριούλης από τη Θεσσαλονίκη αυτά, τα λένε οι Ειδικοί και οι Δείκτες. Βασικά, ΟΛΟΙ οι δείκτες. Τώρα, αν μέσα σε έναν αιώνα υπήρξε ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Πολ Ποτ, ο Μάο, ο Πούτιν και ο ισλαμοφασισμός, ε τι να κάνουμε. Ας μην έσωναν να υπάρχουν. Αλλά έτσι προχωράει ο κόσμος:όταν πεινάει, το πόπολο αγαπά να λατρεύει ό,τι χυδαιότερο σε ηγέτη. Γίνεται, έτσι, μία σφαγή, αναπτύσσεται η τεχνολογία, και εν συνεχεία περνάμε σε περίοδο ειρήνης και ευημερίας. Και ξανά πάλι από την αρχή. Έτσι ανασαίνει η ζωή και ο ανθρώπινος πολιτισμός. Σε αντιστοιχία, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, π.χ.,και στη σαβάνα. Στο Σερενγκέτι: έχουμε αφθονία τροφής και νερού, μετά έχουμε ξηρασία, θανατικό, μετά πάλι αρχίζουν οι βροχές, μετά έχουμε πάλι αφθονία. Απλώς εκεί ζουν γκνου και λιοντάρια, που δεν θα φτιάξουν ποτέ πολιτισμό. Όσο για την τεχνολογία, η τεχνολογία υπήρξε πάντα και μόνον ευλογία. Ναι, ξέρω πολύ καλά πως οι 9 στους 10 από τους τύπους που ελέγχουν τις εταιρίες Α.Ι. είναι ηλίθιοι πιτσιρικάδες που δεν μπορούν καλά-καλά να διαβάσουν μικυμάους και έχουν σοβαρά ψυχολογικά —όχι μόνο ο φασίστας Μασκ—, αλλά και πάλι: τι να κάνουμε; Έτσι πάνε αυτά. Τα κράτη οφείλουν να τους έχουν δεμένους με σίδερα, με σιδηρά νομοθεσία, για να μη μας ανατινάξουν μια ωραία ημέρα».
— Ας πούμε τώρα για τα δικά μας, τα μικρά: Τι λες για το ότι ο χρόνος περνάει; Είσαι καθόλου συμφιλιωμένος;
Α, εδώ μπορώ να πω πολλά. Σιχαίνομαι που περνάει ο χρόνος, σιχαίνομαι που μεγαλώνω — βασικά, που μεγάλωσα ήδη. Είναι μια κατάρα αυτό, και φυσικά πολύ χειρότερο από τον θάνατο. Αυτό που λέμε «ανθρώπινη τραγωδία» δεν είναι βέβαια ο θάνατος —τουλάχιστον για τον πεθαμένο—, είναι τα γηρατειά, και η συνειδητοποίηση, ακόμη και αν είσαι γερός και δυνατός, πως δεν προλαβαίνεις να κάνεις αυτά που σκοπεύεις να κάνεις, και να μάθεις όλα αυτά που πρόκειται να γίνουν. Αυτό είναι το βασικό FOMO. Τα άλλα δεν με απασχολούν. Οπότε, όχι, δεν είμαι καθόλου συμφιλιωμένος, είμαι σε άρνηση, καταστρέφομαι, πονάει το μέσα μου. Τίποτε καλό δεν υπάρχει σε αυτό, ούτε η «σοφία», το γεγονός δηλαδή ότι τώρα ξέρεις και νιώθεις. Δεν έχει καμία σημασία. Ή μάλλον έχει: κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα — δεν υπάρχει τίποτε καλό στο να ξέρεις πως όσα έκανες, έλεγες, πίστευες κλπ. ήταν λάθος, και τώρα ξέρεις την Αλήθεια και θα επέλεγες διαφορετικά. Ε και; Τώρα είναι αργά.
Αυτό που λέμε «ανθρώπινη τραγωδία» δεν είναι βέβαια ο θάνατος —τουλάχιστον για τον πεθαμένο—, είναι τα γηρατειά, και η συνειδητοποίηση πως δεν προλαβαίνεις να κάνεις αυτά που σκοπεύεις να κάνεις
— Ποια πράγματα νοσταλγείς περισσότερο από τον 20ό αιώνα, και ποια σε ενθουσιάζουν περισσότερο στον 21ο;
Δεν νοσταλγώ τίποτε, ποτέ, δεν προλαβαίνω. Από την άλλη, δεν υπάρχει και κάτι να νοσταλγήσεις — τι να νοσταλγήσεις; το νέφος; το ότι καπνίζαμε μέσα στα αεροπλάνα; το ότι από κάποια στιγμή και μετά καπνίζαμε μέχρι κάποια θέση και πίσω, επειδή ο καπνός μας θα ντρεπόταν να πάει πιο μπροστά; Δεν υπάρχει, ούτε είναι δυνατόν να υπάρξει καλύτερη εποχή από το σήμερα. Το ότι εγώ κάθομαι και βλέπω κυρίως παλιές σειρές και ταινίες στον υπολογιστή, δεν σημαίνει ότι θα ήθελα να τα ξαναζήσω όλα αυτά. Απλώς με γοητεύουν κάποια πράγματα που με διαμόρφωσαν, τότε που μπορούσα (λόγω νεότητος) να αγαπήσω την τέχνη, και κυρίως το ποπ κομμάτι της. Είναι ο τρόπος μου να φρενάρω κάπως τον καιρό που τρέχει. Και δεν είμαι ο μόνος, πάρα πολλοί το κάνουμε. Από την άλλη, όλα με ενθουσιάζουν στον 21ο αιώνα. Όλα, τα πάντα. Και, βασικά, η ακλόνητη βεβαιότητά μου πως ακόμη δεν είδαμε τίποτε. Αναφέρομαι στην τεχνολογία κυρίως, γιατί τι άλλο είναι η ζωή του ανθρώπου όπως τη βλέπουμε να κυλά προς το μέλλον; Ούτε τραγούδια είναι, ούτε αισθήματα. Ο άνθρωπος πορεύεται με τη φωτιά, τα δομικά υλικά, τον τροχό, τη μηχανή εσωτερικής καύσεως, τον λαμπτήρα, τα τσιπάκια, την Τεχνητή Νοημοσύνη. Τα άλλα τα έχουμε για να αρταίνουμε τη ζωή μας.
— Εκτός από λίγες εξαιρέσεις, τους συγγραφείς τους έχω στο μυαλό μου σαν ανθρώπους του μόχθου, μεροκαματιάρηδες. Δύσκολα ζεις από τα βιβλία, και δεν είναι καθόλου απλό να γράψεις ένα βιβλίο — όλη αυτή η αφοσίωση που χρειάζεται το γράψιμο… Είναι έτσι;
Νομίζω, δεν ξέρω. Δεν συναναστρέφομαι με πολλούς συγγραφείς, και κανένας από όσους ξέρω κάπως καλύτερα δεν ζει από το γράψιμο. Δεν φταίει που έχουμε πολύ μικρό κοινό στην Ελλάδα αναλογικά με όλες τις άλλες χώρες, οι διαφορές είναι μικρές με τους έξω. Θέλω να πω, ένας Αμερικάνος συγγραφέας τυχαίνει να μην έχει και τόσο πιο πολλές ευκαιρίες από εμάς να ζήσει από τα βιβλία του, κι ας απευθύνεται σε μερικά δισεκατομμύρια κόσμο, γιατί απλούστατα είναι εκατομμύρια οι συγγραφείς που γράφουν στα αγγλικά, ενώ εμείς είμαστε μια χούφτα άνθρωποι. Σε κάθε περίπτωση, ναι, πρέπει να κάνεις και μια κανονική δουλειά για να βιοπορίζεσαι αν θες ντε και καλά να συνεχίσεις να εκδίδεις για να πουλήσεις τα βιβλία σου. (Που είναι κάτι διαφορετικό από το να «γράφεις»).
Τώρα, ναι, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα του κόσμου να γράψεις ένα βιβλίο (ένα κανονικό βιβλίο), γιατί προϋποθέτει να ξέρεις πώς γίνεται (γιατί δεν γίνεται με το να κάτσεις και να αρχίσεις να πατάς τα πλήκτρα), να έχεις κάτι να πεις (αυτό είναι το δυσκολότερο κομμάτι, εξ ου και εδώ αποτυγχάνουν οι περισσότεροι), και βέβαια να στρωθείς να το κάνεις (κι αυτό είναι δύσκολο, γιατί απαιτεί πειθαρχία και πρόγραμμα). Ένα «μέσο» μυθιστόρημα θέλει αφοσίωση για ένα τρίμηνο περίπου. (Οι περισσότεροι θα σου πουν πως χρειάζονται ένα-δυο χρόνια, αλλά αυτό δεν ισχύει για έναν επαγγελματία. Αλίμονο). Ακούγεται λίγο βέβαια. Οκέι, όπως το δει κανείς. Από την άλλη, υπάρχουν διάφοροι τρόποι να τα προσεγγίσει κανείς αυτά τα πράγματα. Κάποιος μπορεί να νιώθει τρομερά καλλιτέχνης, να πιστεύει πολύ στον εαυτό του, να είναι ο νέος Τόμας Μαν ή κάτι τέτοιο. Να διαβάζει μόνο Ναμπόκοφ και Τόμας Μπέρνχαρντ. Αυτός είναι άλλη περίπτωση, και καλά κάνει. Έχουμε μπόλικους τέτοιους, δεν μας πειράζουν.
Ναι, πρέπει να κάνεις και μια κανονική δουλειά για να βιοπορίζεσαι αν θες ντε και καλά να συνεχίσεις να εκδίδεις για να πουλήσεις τα βιβλία σου. (Που είναι κάτι διαφορετικό από το να «γράφεις»)
— Εργάστηκες για πολλά χρόνια ως επιμελητής εκδόσεων, και τα αρκετά δέκα χρόνια αποκλειστικά ως συγγραφέας, και βέβαια αρθρογραφείς. Αλλά, θέλω να πω, τον κόσμο του βιβλίου τον ξέρεις καλά. Πώς λειτουργεί; Μοιάζει να υπάρχουν «παρέες» στη λογοτεχνία που φτιάχνονται με βάση π.χ. τις πολιτικές πεποιθήσεις, ισχύει;
Ναι, τον ξέρω πολύ καλά τον χώρο μας. Είμαι τόσο παλιός. Και, ναι, φυσικά και υπάρχουν παρέες και κλίκες και τα συναφή, πάντα έτσι γινόταν και πάντα έτσι θα γίνεται. Με τις νέες τεχνολογίες απλώς έχουν πολλαπλασιαστεί, έχουν απλωθεί οριζόντια. Θέλω να πω, παλιά ας πούμε υπήρχαν τα «λογοτεχνικά καφενεία», δηλαδή έπρεπε να πας εκεί, στο ανάκλιντρο, να δειχτείς, να φιλήσεις το χέρι τού τάδε συγγραφέα, μουσικού κλπ. για να σε αποδεχτεί ίσως. Τώρα υπάρχουν άπειρες ομάδες που συνασπίζονται υπέρ ή κατά αυτών ή εκείνων των συγγραφέων. Και σε καμία δεν βλέπεις κάποιον Κατσίμπαλη, είναι λαϊκά πράγματα αυτά. It’s complicated κάπως, αλλά νιώθεται. Από την άλλη, ναι, οι ισχυρότερες είναι οι πολιτικές ομάδες, και προφανώς οι αριστερές πολιτικές ομάδες — οι δεξιοί δεν διαβάζουν, ποτέ δεν διάβαζαν. Άρα, αν δεν είσαι κοντά τους, μαζί τους, παρέα τους, και κυρίως αν δεν το λες δημόσια, δεν υπάρχει περίπτωση να σε παίξουν στα σάιτ τους, να σε βάλουν στις εφημερίδες τους, να σου ζητήσουν κείμενο για το περιοδικό τους, να σε πάρουν στις εκδηλώσεις τους, να σε πουλήσουν στο βιβλιοπωλείο τους, να σε προσθέσουν στη λίστα με τα ευπώλητα που οι ίδιοι συντάσσουν, έστω στη θέση #10. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα, ξέχασέ το κύριε συνάδελφε αν δεν είσαι αριστερός και Free Palestine. (Προσωπικά, δεν μου έχει ζητήσει ποτέ κανένα περιοδικό ή εφημερίδα κείμενο, όλα αυτά τα σχεδόν σαράντα χρόνια που είμαι στην πιάτσα. Ή συνέντευξη ή κάτι τέτοιο. Μόνο κάτι πολύ φίλοι, μία ή δύο φορές συνολικά, καλή ώρα).
Και βέβαια υπάρχουν και οι παρέες τού ποιοτικού «ρεπορτάζ», που μιλούν για το βιβλίο σαν να είναι όστια και όλοι εμείς διάκονοι ξέρω γω, ομολογητές, εν Θεώ σαλοί. Στον καιρό μου αυτό ήταν πολύ πιο φανερό, δεν μπορούσες αίφνης να βγεις και να πεις δυο καλά λόγια για το αστυνομικό ας πούμε, πόσο δε μάλλον το Φανταστικό ή τη ροζ λογοτεχνία. Θα σε πυροβολούσαν νύχτα στη Σόλωνος. Όμως ακόμη παίζει γερά αυτό το πράγμα. Που επίσης ανεβοκατεβάζει ονόματα, τίτλους, είδη, και εκδοτικά. Υστερόγραφο: Αυτές οι δύο ομάδες τυχαίνει να ταυτίζονται. Είναι άλλες· αλλά είναι και οι ίδιες ταυτοχρόνως.
— Πάντως πολλοί νέοι συγγραφείς δεν περιμένουν να τους προωθήσουν κάποιοι τρίτοι, το κάνουν οι ίδιοι για τα βιβλία τους.
Ναι, έτσι κάνουν όλες. Παντού συμβαίνει. Αν δεν δείχνεις πως έχεις κάποιο «ικανό» κοινό από πίσω σου, δεν θα σου βγάλουν το βιβλίο. Να σ’ το βγάλουν να κάνει τι; Να διακοσμεί τον χώρο; Αφού δεν θα πουλήσει — εδώ δεν πουλάνε άλλα κι άλλα, τα βιβλιοπωλεία είναι γεμάτα, κάθε μέρα κυκλοφορούν δέκα (10!) νέα λογοτεχνικά βιβλία, του Σαββάτου και της Κυριακής συμπεριλαμβανομένων. Οπότε, ναι, αναλαμβάνει ο ίδιος ο συγγραφέας το προμόσιον, στο προϋπάρχον κοινό του, και ακόμη παραπέρα. Πράγμα που μπορεί να γίνει με τον καλό τρόπο. Και μπορεί να γίνει και με τον κακό τρόπο. Οι περισσότεροι επιλέγουν τον Πολύ Κακό Τρόπο. Και μπόλικοι, ακόμα, τον Λάθος. Και δεν μιλάω για τις ακραίες περιπτώσεις ημίτρελων που δημιουργούν εκατό ψεύτικα προφίλ και βαθμολογούν το βιβλίο τους με πέντε αστέρια στο Goodreads, βάζοντας και ένα αστέρι στον ανταγωνισμό, ή που κατεβάζουν από την κοιλιά τους «βιωματικές ιστορίες» με φανταστικούς αναγνώστες-παύλα-θαυμαστές, που τους είδαν στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό και έπεσαν γονατιστοί και τους φιλούσαν τα χέρια, και τα γράφουν όλα αυτά στα σόσιαλ. Δεν λέω καν γι’ αυτούς. Απλώς αν θέλει κάποιος να κριντζάρει κανονικά, μπορεί να παρακολουθήσει μερικά προφίλ συγγραφέων που προσπαθούν να πουλήσουν, οι έρμοι, μόνοι τα βιβλία τους.
Αλλά οκέι, δεν υπάρχουν καν αρκετά εξειδικευμένα γραφεία σοβαρού επιπέδου που να το κάνουν αυτό για έναν συγγραφέα. (Υπάρχουν όμως καναδυό, οι ενδιαφερόμενοι ας τα αναζητήσουν). Τα περισσότερα που κινούνται στον χώρο, το πολύ-πολύ να σου γράφουν αναρτησούλες εδώ κι εκεί στα σόσιαλ, ή να σε παραπέμψουν σε έναν ινφλουένσερ του χώρου. Που είναι σχεδόν όλοι τους, ένας κι ένας. Η συντριπτική πλειονότητα των καλών ινφλουένσερ είναι meh, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι να σου σηκώνεται η πέτσα. Δηλαδή, αφού δεν έχεις διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο επειδή δεν έχεις διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο στη ζωή σου, ούτε καν Ένιντ Μπλάιτον στο δημοτικό —κι αυτό κάνει μπαμ—, τι διάολο μου θες και διαφημίζεις βιβλία; Δεν λέω ότι τα βιβλία είναι wow, ιερά και εκ Θεού, λέω ότι αλλιώς μιλάς για ένα μπλέντερ, και αλλιώς για ένα βιβλίο. Το πρώτο ξέρεις καλά ότι αναδεύει και φτιάχνει σμούθι. Μια χαρά. Αν γράφεις στον φακό, βγες και πούλα το, θα σε δούμε και θα το πάρουμε. Το άλλο όμως τι κάνει; Το βιβλίο. Ξέρεις; Ε, δεν ξέρεις. Τέλος πάντων, όλοι πρέπει να πουλήσουν, και κάπως πρέπει να το κάνουν.
Και βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως υπάρχει κοινό για όλα αυτά τα βιβλία, και για όλους αυτούς τούς τρόπους. Το μεγάλο κομμάτι του κοινού των βιβλίων είναι έτσι κι αλλιώς πολύ λαϊκοί άνθρωποι, εκείνοι ακριβώς που εναλλάσσουν τα μυθιστορήματα που τους αρέσουν με σαπουνόπερες στην τηλεόραση. Μάλιστα, τώρα που το λέμε, στο βιβλίο έχουμε την ίδια ακριβώς κατηγοριοποίηση που έχουμε και στο τραγούδι: έχουμε έντεχνο βιβλίο, έχουμε λαϊκό βιβλίο, έχουμε σκυλάδικο βιβλίο, έχουμε «ποπάκια ελληνάκια» βιβλίο, έχουμε ροκ, χιπ-χοπ, ελεκτρόνικα, τραπ, πανκ, δημοτικό, κλασικό, αρχοντορεμπέτικο, ό,τι θες — δεν υπάρχει κατηγορία του τραγουδιού που να μην την έχουμε και στον χώρο μας. Τραγουδιού-ερμηνευτή-κοινού, βιβλίου-συγγραφέα-αναγνωστών. Εννοείται πως αυτά που πουλάνε περισσότερο ανήκουν στις τρεις πρώτες κατηγορίες: έντεχνο, λαϊκό, σκυλάδικο, «ποπάκια ελληνάκια». Έχουμε Μαρίνα Σάττι, έχουμε και Αλέκα Κανελλίδου. Και λέω επίτηδες την Αλέκα Κανελλίδου (παρεμπιπτόντως, μου αρέσει πολύ), γιατί οι «φυλές» των αναγνωστών λειτουργούν με διαφορά φάσης, σαν πιο πρόσφατες που είναι. Οπότε, ναι, διαβάζουν ακόμα Αλέκα Κανελλίδου.
— Εσύ πού ανήκεις;
Εγώ γράφω διάφορα είδη, βασικά σχεδόν όλα τα είδη, με ελληνικά ονόματα, με ξένα ονόματα, με γυναικεία ονόματα (έχω εκδώσει καμιά εικοσπενταριά μυθιστορήματα με πάνω από δέκα ψευδώνυμα συνολικά, ζωή να ’χω), οπότε είμαι άλλη περίπτωση. Μάλιστα, έχω ξεχάσει πια τι είμαι —αν είμαι κάτι— και τι μου αρέσει. Δεν το συστήνω σε κανέναν, για να κάνει κανείς καριέρα πρέπει να γράφει αποκλειστικά και μόνο σε ένα είδος, και να επενδύει εκεί.
— Ξέρω αρκετούς που έχουμε αυτή την απορία: πώς προλαβαίνεις και γράφεις τόσα πολλά βιβλία. Υπάρχει κάποιος «Δεκάλογος για την παραγωγικότητα»; Μήπως η απάντηση κρύβεται στο να μας περιγράψεις μια τυπική σου μέρα;
Δεν γράφω πολλά, απλώς είναι η δουλειά μου, είμαι επαγγελματίας, όχι χομπίστας. Ούτε καλλιτέχνης με βαρύ ύφος, υψωμένο φρύδι, και το χέρι στο πιγούνι είμαι. Ποτέ δεν λέμε σε έναν φούρναρη ότι ψήνει πολλά ψωμιά, ενώ στα βιβλία το λέμε. Όχι, είναι το ίδιο πράγμα. Για να το πω αλλιώς: δεν υπάρχει έμπνευση — ο όρος αρχίζει και τελειώνει στα λεξικά, δεν υφίσταται στην πραγματική ζωή. Προσωπικά έχω μπροστά μου πάνω από εκατό πρότζεκτ αυτή τη στιγμή που μιλάμε —καλά, κακά, πολύ κακά, χλιαρά, μέτρια, δεν έχει σημασία, μπορεί κι από κανένα αριστούργημα, ποιος ξέρει— και, για να θυμηθώ την τρίτη μας ερώτηση, πολύ λίγο χρόνο για να κάνω ούτε καν τα μισά από δαύτα. Ούτε το εν τρίτον. Μάλιστα, όσο κάνεις κάτι, σκέφτεσαι και άλλα δύο με τρία καινούργια πράγματα. Οπότε ο όγκος της δουλειάς που είναι να γίνει μεγαλώνει όσο γράφεις. Ζόρικο, αλλά έτσι πάει.
Εν πάση περιπτώσει, ούτε η μέρα μου είναι για να τη μιμηθεί κάποιος, κι αυτό για τρεις λόγους: πρώτον, ξυπνάω στις 5 τα χαράματα· δεύτερον, κάνω δυο-τρεις ώρες προπόνηση κάθε μέρα, εκτός Σαββάτου και Κυριακής· και, τρίτον, έχουμε και τα σκυλάκια μας, με τα οποία καταγίνομαι τουλάχιστον δύο ώρες κάθε μέρα. Εννοώ, και τις 365 ημέρες του έτους: με τα σκυλιά δεν έχει αργίες, γιορτές, είμαι άρρωστος, είμαι σε διακοπές. Γνωστά αυτά. Επίσης: τρεις φορές την εβδομάδα γράφω στο σάιτ μας, εδώ στη Voice, πράγμα που σημαίνει ότι τρεις ημέρες την εβδομάδα δεν κάνω απολύτως τίποτε άλλο. Χρειάζομαι όλη τη μέρα για το κείμενο, και όταν τελειώνει δεν είμαι σε θέση να κάνω και πολλά άλλα πράγματα, το πολύ να δω καμιά ταινία δράσης και να χαζολογήσω σαν μπούμερ που είμαι στο Facebook. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό: επειδή εγώ δεν είμαι γνωστός, δεν είμαι όνομα, δεν μπορώ να γράφω πεντακόσιες λέξεις με την άποψή μου, και να περιμένω να με διαβάσουν. Οπότε επενδύω στην ποσότητα, και σε μερικά άλλα πράγματα, για να φτουράνε τα κείμενά μου. (Χώρια που δεν αντέχω να γράφω όλο για την επικαιρότητα, μου προκαλεί θλίψη και το βρίσκω αρκετά κιτς και εύκολο, συχνά δε ταπεινωτικό).
Δεν γράφω πολλά, απλώς είναι η δουλειά μου, είμαι επαγγελματίας, όχι χομπίστας. Ποτέ δεν λέμε σε έναν φούρναρη ότι ψήνει πολλά ψωμιά, ενώ στα βιβλία το λέμε.
— Τη δύσκολη δεκαετία της κρίσης έδινες μάχες, να το πούμε έτσι, υπερασπιζόσουν όσα πίστευες σε σχέση με την πολιτική και κυρίως για τη χώρα — τότε όλοι είχαμε κόστος, όσοι πήγαμε ενάντια στο ρεύμα. Είχες πει κάπου ότι ήσουν αναρχοφιλελεύθερος (είσαι ακόμα; τι σημαίνει, αλήθεια, αυτός ο όρος;) Και τώρα βγαίνεις και μιλάς για την Ουκρανία και το Ισραήλ. Αφού ηρεμήσαμε για λίγα χρόνια, νομίζεις ότι πάλι πηγαίνουμε σ’ ένα σημείο που υπάρχει ένταση στον δημόσιο λόγο, όπως τον καταλαβαίνουμε στα σόσιαλ;
Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αναρχοφιλελεύθερος, το παίρνω πίσω. Ήταν μια ανοησία που είπα πάνω στην αψάδα της στιγμής. Ξέρεις, ήμουν πολλά χρόνια σε μια αναρχική ομάδα, οπότε πήρα από εκεί το πρώτο συνθετικό. Μετά ήρθαν οι φιλελεύθεροι, κόλλησα και το δεύτερο. Αλλά αλίμονο, δεν είμαι κάτι τέτοιο. Αναρχοφιλελεύθερος — πλάκα έχει βέβαια. Όχι ότι ξέρω τι είμαι, εδώ που τα λέμε. Δεν έχω καμία σιγουριά γι’ αυτά τα πράγματα. Θα μπορούσα να πω πως είμαι κεντρώος και να ξεμπερδεύω, αλλά κυρίως νομίζω ότι είμαι φιλοτομαριστής. Θέλω να είμαι και να περνάω καλά. Πράγμα που σημαίνει ότι θέλω να ζω σε μία πλούσια χώρα, εν ειρήνη: ο μοναδικός συνδυασμός που πολλαπλασιάζει το αναγνωστικό κοινό. Εγώ πουλάω βιβλία, και θέλω αναγνώστες. Αλλιώς δεν θα μπορώ να πληρώσω τους λογαριασμούς. (Εντάξει, η γυναίκα μου τους πληρώνει, αλλά πιάνεις το νόημα). Οπότε, ναι: θέλοντας το καλό το δικό μου, προκρίνω το καλό τού συνόλου. Αν είναι αυτοί καλά, θα είμαι κι εγώ. Και, για να είναι αυτοί καλά, ξαναλέω, χρειάζονται λεφτά. Με τα λεφτά έρχονται και τα βιβλία, και τα θέατρα, και τα σούπερ κινητά, και τα μουσεία, και τα ταξίδια, και το καλό φαΐ, και οι premium σκυλοτροφές, και τα πάντα όλα. Άρα Δημοκρατία, Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Δύση, μεγάλοι συνασπισμοί αλά Star Trek, ανθρώπινα δικαιώματα για όλους/όλες/όλα, δωρεάν παιδεία και υγεία υψηλού επιπέδου για όλο τον κόσμο, και πόλεμος στον δεξιό, αριστερό και εμπορικό ολοκληρωτισμό. Απλά είναι τα πράγματα, σαν το 4-4-2 στην μπάλα.
Για το άλλο που λες, ναι, δεν ξέρω, ενδεχομένως να έχουμε πάλι μία έξαρση του λαϊκισμού στην Ελλάδα. Αλλά θα είναι μικρότερης έντασης, μικρότερης διάρκειας, και θα αποτύχει. Το πρόβλημα τώρα (αν εξαιρέσουμε τον μακελάρη Πούτιν), είναι ο Τραμπ. Οι μουλάδες και οι αγιατολάδες θα κάνουν πολλά χρόνια να μας απασχολήσουν ξανά. (Εξαιρώ όμως τους τρομοκράτες τους, γιατί χτυπήματα θα έχουμε, και πολύ σύντομα μάλιστα).
Θα μπορούσα να πω πως είμαι κεντρώος και να ξεμπερδεύω, αλλά κυρίως νομίζω ότι είμαι φιλοτομαριστής. Θέλω να είμαι και να περνάω καλά. Οπότε, ναι: θέλοντας το καλό το δικό μου, προκρίνω το καλό τού συνόλου.
— Υπάρχουν στιγμές που λογοκρίνεσαι ή λες, «Πού να μπλέκω τώρα;». Στο κάτω-κάτω ένας συγγραφέας —λογικά— θα θέλει να τα έχει καλά με όλους.
Ναι, το κάνω, αυτό έλειπε. Αλλά όχι για να τα έχω καλά με όλους. Θέλω να τα έχω καλά με τους ανθρώπους που είμαστε σε κοινό μήκος κύματος, όχι με τους υπόλοιπους. Δεν είμαι με τον Λαό, ούτε με το Αναγνωστικό Κοινό, ούτε με καμία άλλη τέτοια απρόσωπη μάζα. Είμαι με κάποιους ανθρώπους, και με κάποιους αναγνώστες. Μαζί, θα μπορούσαμε να πάμε σε μια ταβέρνα να φάμε μεζέδες και να πιούμε μπίρες και να τα βρούμε σε όλα, κυριολεκτικά. Εννοώ, με δύο-δύο τη φορά, άντε τρεις, γιατί ποτέ δεν κάθομαι σε τραπέζι με πάνω από τέσσερα άτομα, με πιάνει το στομάχι μου, υποφέρω και θέλω να φύγω. Οπότε, ναι, καμιά φορά, αυτολογοκρίνομαι και σκάω: σε ένα 10% των περιπτώσεων, ίσως — στο υπόλοιπο όχι. Ξέρεις, δεν με νοιάζει να είναι ο άλλος δεξιός ή αριστερός φασίστας, και να λέει ό,τι τού καπνίσει. Αδιαφορώ, δεν ασχολούμαι, δεν έχω χρόνο για τέτοιους ανθρώπους. Αλλά γι’ αυτούς που, ενώ γίνεται της τρελής στον κόσμο, όχι απλώς δεν παίρνουν θέση, αλλά ανεβάζουν γατάκια, σκυλάκια, τραγουδάκια, ή τα βιβλιαράκια τους για να πουλήσουν, γι’ αυτούς έχω. Αυτούς τούς ακούω όταν το βουλώνουν, η σιωπή τους σου σπάει τα τύμπανα. Τους απεχθάνομαι εκατό φορές περισσότερο από τους προηγούμενους. Με δαύτους όχι απλώς δεν θα μπορούσα να κάτσω στο ίδιο τραπέζι, θα προτιμούσα να μην ξανάβγαινα ποτέ από το σπίτι μου.
— Άφησα για το τέλος την ερώτηση για τους Εσωστρεφείς — γράφεις συχνά για αυτό, και έχεις βγάλει και ολόκληρο βιβλίο. Οι εσωστρεφείς δεν μιλούν για την κατάστασή τους γιατί ακριβώς είναι εσωστρεφείς. Είναι σαν να δίνεις ορατότητα σε μια ομάδα ανθρώπων, που δεν είναι και μικρή… Και επίσης, οι εσωστρεφείς ταυτιζόμαστε, μ’ έναν τρόπο μάς δίνεις ένα εργαλείο να σκεφτούμε κάποια κομμάτια μας.
Ναι, αυτός ήταν ο σκοπός του βιβλίου, και αυτός είναι ο σκοπός για τα συγκεκριμένα κείμενα που γράφω. I’m on a mission from God. Αλλά δεν θα μιλήσω άλλο για το βιβλίο, γιατί δεν πρέπει, το βρίσκω αντιδεοντολογικό. Βασικά, όλη αυτή η συνέντευξη είναι αντιδεοντολογική, καθώς δουλεύω εδώ στο μαγαζί, άρα κανονικά δεν πρέπει να μιλάμε. Όμως νά που το έκανα τελικά, γιατί ήξερα πως θα έκανες ωραίες ερωτήσεις, και γιατί σε αγαπώ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Από τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα μέχρι απλούς κατοίκους, ένα βιβλίο — ταξίδι σε 201 ιστορίες. Ο Χρήστος Πιπίνης, «ψυχή» της ομάδας, μάς είπε περισσότερα
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου, στις 19:30
Τα δεκατέσσερα κείμενα του βιβλίου αναφέρονται στις πολιτικές, στρατιωτικές και διπλωματικές εξελίξεις που διαμόρφωσαν το νεοελληνικό κράτος και την νεοελληνική κοινωνία
Στην ποιητική συλλογή «Les Grottes – Excavating Insanity» προσπαθεί να βρει τον δρόμο της επιστροφής προς τη νηφαλιότητα και την επιβίωση γράφοντας
Όσα είπαμε με έναν από τους πιο επιδραστικούς στοχαστές της εποχής μας
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.