Βιβλιο

Ο Τζον Μπόιν μάς στέλνει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα

Πρόγευση του νέου του βιβλίου, που κυκλοφορεί το 2014 από τις εκδόσεις Ψυχογιός

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 463
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
56900-124078.jpg

O δημοφιλέστατος Δουβλινέζος αυγγραφέας Τζον Μπόιν, του οποίου το «Αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα» μεταφράστηκε σε 42 γλώσσες και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, χαρίζει μια ιστορία στην Athens Voice. Προπομπός και πρόγευση του νέου του βιβλίου, που κυκλοφορεί το 2014 από τις εκδόσεις Ψυχογιός, το διήγημα «Μέρα Ανάπαυσης» (μετάφραση Χρήστος Καψάλης) εμπνέεται από την εκατονταετηρίδα του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου για να υφάνει ένα χριστουγεννιάτικο μύθο που εμπεριέχει πολλές από τις προβληματικές του προσεχούς του βιβλίου: τη δοκιμαζόμενη αγάπη πατέρα-γιου σε περιόδους κρίσης, τη φρίκη του πολέμου και τις αλυσιδωτές της επιπτώσεις.


Ο Χοκ, ένας γκρίζος λύκος με ανθρώπινη μορφή, ξεπρόβαλε από το δάσος στηριγμένος στα χέρια και τα γόνατα, τραβώντας τις πευκοβελόνες από τις παλάμες του. Ένα ρετσίνι από τις πρασινάδες είχε κολλήσει πάνω στη χλαίνη του, στέλνοντας μια μελωμένη οσμή προς τα ρουθούνια του, ένα άρωμα που του θύμιζε τους ιδιωτικούς κήπους πίσω από το σπίτι του, στην πλατεία Χάιντ Παρκ, εκεί όπου είχε κρυφτεί από τον πατέρα του ένα σωρό φορές, όταν ήταν μικρός. Ξετρύπωσε ανάμεσα από την πυκνή βλάστηση, καθώς τα μάτια του προσαρμόζονταν για να παρατηρήσουν τον ανοιχτό τόπο που εκτεινόταν μπροστά του. Είχε νυχτώσει. Ήταν κουρασμένος και πεινασμένος. Είχε να φάει από εκείνο το πρωί, όταν ο Κόουλ τού έδωσε μια κονσέρβα βοδινό κρέας, κλεμμένη από το σακίδιο του Γουέστμαν, και το κρέας ξεπρόβαλε κόκκινο και λιπώδες από το μεταλλικό δοχείο, έτσι που του θύμισε τα τσακισμένα κρανία των πτωμάτων τα οποία κουβαλούσε στην οργωμένη από τις αρβύλες λάσπη, όταν είχε υπηρεσία τραυματιοφορέα. Αυτή ήταν δουλειά αντιρρησία, παραπονιόταν, όμως κανένας δεν του έδινε σημασία. Ο Γουέστμαν είχε φάει μια σφαίρα στο μάτι πριν από μία ώρα· τα μυαλά του ακόμη στέγνωναν πάνω στο πρόσωπό του, σχημάτιζαν κρούστα όπως απλώνονταν στις μακριές βλεφαρίδες του, ενώ ο Κόουλ λεηλατούσε τις προμήθειές του.

Οι κονσέρβες ήταν δύο, φυσικά. Ο Κόουλ κράτησε τη μία για τον εαυτό του και βάλθηκε να την καταβροχθίσει, σκουπίζοντας με το δάχτυλο το αίμα που έμενε, ανακατεύοντάς το με το δικό του όπως το πιπιλούσε, με μάτια κλειστά από την απόλαυση. Τη δεύτερη την έδωσε στον Χοκ, επειδή τον συμπαθούσε. Υποστήριζαν την ίδια ποδοσφαιρική ομάδα κι αυτό, από ό,τι φάνηκε, ήταν αρκετό για να σφυρηλατηθεί μια φιλία.

Το βοδινό είχε απαίσια γεύση, τα ζουμιά του σχημάτιζαν μια εμετική γλίτσα η οποία έζεχνε, όμως ο Χοκ το έφαγε όλο, προτού ξεράσει στις τουαλέτες. Δίπλα του, ο Όκλεϊ στεκόταν με τον πούτσο στο χέρι, γερμένος πάνω στον τοίχο, και κατουρούσε τα άρβυλά του κλαίγοντας. Βέβαια, ο Όκλεϊ ήταν κλαψιάρης· το ήξεραν οι πάντες αυτό. Έκλαιγε την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος. Έκλαιγε όταν ξεκινούσαν οι βομβαρδισμοί. Έκλαψε ακόμη και σαν έμαθαν ότι ο λόρδος Κίτσενερ είχε χαθεί όταν βυθίστηκε το Χάμσερ, και δεν ήταν να πεις ότι τον ήξερε προσωπικά.

«Τι έγινε, τα έμαθες για τον Γουέστμαν;» ρώτησε ο Χοκ, όμως ο Όκλεϊ δεν του απάντησε. Δεν του άρεσε να τον διακόπτουν όταν έκλαιγε. Τελείωσε με το κατούρημα και ο Χοκ με το ξέρασμα. Προτού φύγει από τις τουαλέτες, είπε του Όκλεϊ να μαζέψει τον πούτσο του. «Συμμαζέψου, άνθρωπέ μου», μουρμούρισε.

Πίσω, στην Αγγλία, ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Μπορεί να ήταν παραμονή Χριστουγέννων και εδώ, αλλά ήταν δύσκολο να το καταλάβεις. Δε θα μπορούσε να ήταν όπως τα Χριστούγεννα τον παλιό καιρό, φυσικά. Οι περιορισμοί στα τρόφιμα είναι εξοντωτικοί, του είχε πει η μητέρα στο τελευταίο της γράμμα. Μας έχουν αποκτηνώσει όλους. Ευτυχώς ξέρω κάποιον στο Υπουργείο Πολέμου που βοήθησε πάρα πολύ σε αυτό το θέμα.

Ήταν επίσημα μέρα ανάπαυσης. Ο Στάινς έπιασε να παίζει στην αρμόνικά του το Άγια Νύχτα, όμως κανένας δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον. Ο Σίλτον τού είπε να βγάλει τον σκασμό, ειδεμή θα του έμπηγε τη γαμημένη αρμόνικα στο γαμημένο λαρύγγι του. «Για πες, Χοκ», είπε ο Ντελέινι, ο νεαρός Ιρλανδός που οι πάντες φώναζαν Τσάρλι Τσάπλιν λόγω της ομοιότητας. «Τι θα ζητούσες να σου φέρει φέτος ο Άγιος Βασίλης;»

«Έναν καλό ύπνο για μια νύχτα», απάντησε ο Χοκ. «Μπα, κατάφερα και κοιμήθηκα καλά μια φορά, πριν από μερικές εβδομάδες. Τελικά, σε τίποτα δε με ωφέλησε. Και πάλι πτώμα αισθανόμουν, όταν ξύπνησα».

Κανένας δεν ήξερε τι δουλειά είχε ο Γουέστμαν στο δάσος. Πρέπει να έπεσε πάνω σε κάποια ομάδα Γερμανών που περνούσαν από εκεί και τον σκότωσαν, αντί να τον πάρουν αιχμάλωτο. Ευκολότερο. Ο τόπος εδώ ήταν γεμάτος Γερμανούς. Δύσκολα τους έβρισκες, όμως. Ο Γουέστμαν είχε ένα σκύλο, για τον οποίο μιλούσε ακατάπαυστα. Έσπαγε τα νεύρα των υπολοίπων. Οι περισσότεροι είχαν γυναίκες ή φιλενάδες στην πατρίδα, όμως το μόνο που είχε ο Γουέστμαν ήταν αυτός ο σκύλος. Έτσι όπως μιλούσε για το σκύλο, θα νόμιζες πως τον είχε παντρευτεί. Τον είχε αφήσει στους γονείς σου, στο Κάντεμπουρι. Σούμπερτ τον έλεγαν…

Ο Χοκ είχε καθαρές κάλτσες στο σακίδιό του και όλη μέρα δεν έβλεπε τη στιγμή που θα τις φορούσε. Του τις είχε στείλει η μητέρα για χριστουγεννιάτικο δώρο. Του είχε βάλει κι ένα κομμάτι κανέλας μαζί, αλλά δεν ήταν σίγουρος για ποιο λόγο. Οι παλιές, αυτές που έβγαζε τώρα, ήταν μέσα στις λάσπες και στα αίματα, και βρομούσαν χειρότερα από εκείνη την κονσέρβα βοδινού, όμως για κάποιο λόγο τις έφερε στη μύτη του για μια στιγμή, ανασαίνοντας την μπόχα. Ποτέ δεν τον ενοχλούσε η μυρωδιά του δικού του σώματος. Η μυρωδιά των άλλων αντρών, ναι, φυσικά. Ήταν κτήνη, οι περισσότεροι. Η δική του, όμως, όχι. Του υπενθύμιζε ότι εξακολουθούσε να ζει, ότι συνέχιζε να παράγει όλη εκείνη τη γλίτσα και τη βρομιά που ανέδιδε σε όλη τη διάρκεια της ημέρας το ανθρώπινο σώμα. Η Κουίνι, η παλιά νταντά του, έπαιζε με τα πόδια του όταν ήταν παιδί. Είχε κάτι το ενοχλητικό ο τρόπος που τον κάθιζε στον καναπέ, έπιανε την πατούσα του και πιπιλούσε μερικά δάχτυλα, τα ρουφούσε κανονικά ενώ κοίταζε κατάματα το αγόρι, ίσια σε εκείνα τα βαθυγάλανα μάτια, αυτά που οι φίλες της μητέρας του έλεγαν πως μια μέρα θα έκαιγαν καρδιές. Η συμπεριφορά αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα έντεκα χρόνια του. Ο πατέρας την τσάκωσε μια μέρα να του πιπιλάει τα δάχτυλα και της τράβηξε χαστούκι· λίγες ώρες αργότερα, η Κουίνι είχε φύγει. Βρήκε δουλειά στο τσίρκο, τουλάχιστον έτσι είπαν στον Χοκ. Μερικές ημέρες αργότερα, ο πατέρας ήταν νεκρός. Τον παρέσυρε αυτοκίνητο στο δρόμο.

Οι καθαρές κάλτσες ήταν πλεγμένες από παχύ, γκρίζο μαλλί και δεν ήταν οι προβλεπόμενες. Η μητέρα τού τις είχε ταχυδρομήσει και με κάποιον τρόπο δεν κατασχέθηκαν στην πορεία. Δεν πίστευε στα μάτια του όταν άνοιξε το πακέτο. Υπήρχε κι ένα γράμμα εκεί μέσα. Η Τζέιν είχε αρραβωνιαστεί έναν νεαρό που ήταν τυφλός από το ένα μάτι. Το όνομά του ήταν Χάρι Στάνλεϊ και καταγόταν από καλή οικογένεια. Ο Τζόζεφ είχε προσπαθήσει ήδη τρεις φορές να καταταγεί, όμως τον απέρριπταν διαρκώς λόγω της ηλικίας του. Ήταν ζήτημα χρόνου, έγραφε η μητέρα, ώσπου να βρεθεί κάποιος χαμένος που θα πίστευε πως ήταν δεκαοκτώ χρόνων, και τότε θα τον έστελναν στη Γαλλία ή την Ιταλία, ή όπου αλλού έστελναν τα παράτολμα αγόρια που δεν καταλάβαιναν πόσο τυχερά ήταν. Η γιαγιά είχε πεθάνει και την είχαν θάψει δίπλα στον παππού. Ο καιρός ήταν καλός, απρόσμενα ζεστός για την εποχή.

Ξεκόλλησε τις παλιές κάλτσες από πάνω του, κι ένας στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του, καθώς η επιδερμίδα και τα κόκαλα άρχιζαν να χαλαρώνουν.

Δεν ήταν σίγουρος αν όλο αυτό ήταν τρομερά επώδυνο ή αφόρητα απολαυστικό. Του θύμιζε την αίσθηση που είχε όταν περνούσαν κάνα δυο εβδομάδες χωρίς να αυνανιστεί. Την ένταση του καθυστερημένου οργασμού. Ήταν σχεδόν ανυπόφορος. Κοίταξε τα πόδια του, τα οποία είχαν πάψει να θυμίζουν πόδια. Περισσότερο έμοιαζαν με δυο κούτσουρα, τα νύχια είχαν σπάσει και σαπίσει, τα πέλματά του ήταν γεμάτα φουσκάλες, μαύρο αίμα έτρεχε αργά από σκόρπιες πληγές. Η Κουίνι ούτε που θα πλησίαζε τα πόδια του τώρα έτσι και τα έβλεπε. Θα λιποθυμούσε ή θα ούρλιαζε ή ό,τι τέλος πάντων έκανε εκείνη η ανόητη γυναίκα όποτε ερχόταν αντιμέτωπη με κάτι δυσάρεστο.

Κάθε παραμονή Χριστουγέννων, ο Χοκ πήγαινε στο πανηγύρι. Μια ψηλή, λεπτή, μεταλλική κατασκευή, βαμμένη χρυσαφένια και κίτρινη, υψωνόταν μέσα από το έδαφος και γύρω της έφερνε βόλτα ένας τροχός, ο οποίος ανεβοκατέβαινε γρήγορα, τόσο γρήγορα ώστε οι άνθρωποι στις κούνιες που κρέμονταν από τις άκρες των ακτινών του τσίριζαν και γελούσαν, όπως έφεραν στροφές στον αέρα. Η αίσθηση της λευτεριάς από τη βαρύτητα. Ο φόβος της πτώσης. Ο Χοκ ήταν δεκατεσσάρων όταν του είχε φύγει το αριστερό παπούτσι, ενώ βρισκόταν κοντά στο ψηλότερο σημείο της βόλτας και ο ουρανός έμοιαζε με θρυμματισμένο ουράνιο τόξο, γεμάτος από τις λάμψεις των πυροτεχνημάτων. Το αγόρι που καθόταν δίπλα του, ένα αγόρι που πρώτη φορά έβλεπε, είχε γελάσει, γιατί τα δάχτυλα του Χοκ έβγαιναν μέσα από την κάλτσα του.

«Είσαι φτωχός;» είχε ρωτήσει το αγόρι και ο Χοκ είχε γίνει κατακόκκινος από την ντροπή του. «Δε σου μαντάρει τις κάλτσες η μάνα σου;»

Χρόνια είχε να θυμηθεί εκείνο το περιστατικό. Τώρα του ήρθε στο μυαλό.

Δε μύρισε τις καινούργιες κάλτσες. Ήταν φρεσκοπλυμένες· δεν είχαν κάτι να τον απασχολήσουν. Τις φόρεσε και έβαλε ξανά τις αρβύλες του, διπλώνοντας τους λαιμούς των καλτσών γύρω από τους αστραγάλους του. Για κάποιο λόγο, δεν τις αισθανόταν τόσο άνετες όσο τις παλιές. Αναρωτήθηκε αν θα αντιμετώπιζε χειρότερα προβλήματα με τις φουσκάλες τις επόμενες ημέρες.

Δυο παιδιά, ο Άρθουρς και ο Κράουτς, πιάστηκαν στα χέρια λίγο παρακάτω. Κάποιο σχόλιο είχε προηγηθεί. Κάποια χοντράδα. Ο Άρθουρς τράβηξε μια γροθιά στη μύτη του Κράουτς κι εκείνος έβγαλε μια φωνή, καθώς γέμιζαν τα χέρια του μύξες. «Ρε καθοίκι», είπε. «Με συγχωρείς», είπε ο Άρθουρς. «Πρέπει να μάθεις όμως πότε να το βουλώνεις».

Ο Χοκ αναρωτήθηκε αν έπρεπε να προσπαθήσει να πάρει έναν υπνάκο, όμως η ώρα κόντευε έξι. Τέτοια ώρα στην πατρίδα θα ξεκινούσε η χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Ολόκληρη η οικογένεια θα βρισκόταν εκεί. Όσοι απέμεναν, τέλος πάντων. Τη χρονιά προτού ξεσπάσει ο πόλεμος, όταν ήταν δεκαέξι χρόνων, είχε πάει κι αυτός εκεί, κι η Κάθι Μπλάι τον είχε ρωτήσει αν θα τη συνόδευε ως το σπίτι της, επειδή είχε σκοτεινιάσει. Κυκλοφορούσε ένας τύπος, του είπε, ένας μανιακός που ορμούσε σε αθώες κοπέλες.

«Άμα είναι έτσι, εσύ δεν κινδυνεύεις», σχολίασε ο Χοκ χαμογελώντας της, κι εκείνη χαχάνισε και του είπε να προσέξει μην τον ακούσει ο πατέρας της να λέει τέτοια λόγια. Έτσι, τη συνόδευσε μέχρι το σπίτι της και δοκίμασε να τη φιλήσει εκεί που κόντευαν να φτάσουν, οπότε εκείνη τον χαστούκισε το πρόσωπο και τον ρώτησε τι σόι κοπέλα νόμιζε πως ήταν. Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ύστερα, εκείνη πήγε και είπε σε όλους πως δοκίμασε να της βάλει χέρι, οπότε ο αδελφός της χτύπησε την εξώπορτα του σπιτιού του Χοκ, ανήμερα τα Χριστούγεννα, γυρεύοντας καβγάδες.

«Άμα θες φασαρίες, εντάξει», είπε ο Χοκ ήρεμα, όπως έβγαινε χαλαρός στον δρόμο και σήκωνε τα μανίκια του, με ένα τσιγάρο να κρέμεται από το στόμα του.

«Κοίτα να μείνεις μακριά από την αδελφή μου, με ακούς;» απάντησε το αγόρι φοβισμένο, αφού δεν μπορούσε να κάνει καλά τον Χοκ. «Διαφορετικά, θα έχεις μπελάδες».

Ο Χοκ είχε σηκώσει τους ώμους και είχε γυρίσει στο σπίτι, όπου η Τζέιν σχολίασε πως όλα αυτά ήταν απερίγραπτα συναρπαστικά. Ήταν επικίνδυνη αυτή η ώρα. Έτσι και τον έπαιρνε ο ύπνος, θα ξυπνούσε γύρω στις δύο το πρωί και δε θα κοιμόταν ξανά. Όχι, καλύτερα έτσι όπως ήταν τώρα. Θα κοιμόταν στις εννέα. Μπορεί και στις οκτώμισι, έτσι και έδυε αρκετά γρήγορα ο ήλιος.

Πέρασε ο λοχίας από εκεί και ρώτησε τον Χοκ αν είχε δει το βιβλίο του. «Δεν το έχω δει, κύριε».

«Δεν το έχεις δει;» «Όχι, κύριε». «Καλά, πες μου έτσι και το δεις». «Ποιος είναι ο τίτλος του;» «Ιδέα δεν έχω. Κάτι λέει για ένα ορφανό. Είναι και μια γυναίκα, τρομερά αγενής».

Ο Χοκ δε διάβαζε πολύ. Τα βαριόταν τα βιβλία, όχι πως θα το παραδεχόταν ποτέ σε κανέναν, γιατί δεν ήθελε να τον περάσουν για άξεστο. Όχι, η γλυπτική ήταν η αδυναμία του. Από τότε που ήταν παιδί, του άρεσε να φτιάχνει γυμνά σώματα από πηλό. Υποψιαζόταν πως θα τα κατάφερνε καλά με την πέτρα ή το μάρμαρο, όμως ακόμη δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να το δοκιμάσει. Μετά τον πόλεμο, σκέφτηκε, θα έκανε μια προσπάθεια. Ήξερε έναν τύπο στην πατρίδα, τον Μπέστλεϊ, που ο πατέρας του είχε γκαλερί, στην οδό Κορκ. Ή μήπως είχε σκοτωθεί ο Μπέστλεϊ; Κάτι τέτοιο δεν είχε πάρει το αυτί του; Μήπως είχε χαθεί όταν βυθίστηκε το Αράμπις, στο Ντόγκερ Μπανκ; Τέλος πάντων, ο πατέρας του μάλλον εξακολουθούσε να ζει. Μπορεί να περνούσε από εκεί την επόμενη φορά που θα βρισκόταν στο Λονδίνο, να ζητήσει τη συμβουλή του. Ίσως να υπήρχε και κανένας τύπος που να έκανε φτηνά μαθήματα. Να μάθαινε πέντε πράγματα, για να κάνει την αρχή.

Το διάβασμα όμως; Όχι, δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα.

Αποφάσισε να φτιάξει λίγο τσάι. Στη σκηνή του εστιατορίου ήταν ο Μπέλαμι, σκάλιζε ένα κομμάτι χαρτί με ένα μολύβι.

«Στους δικούς σου γράφεις;» ρώτησε ο Χοκ. «Η κυρά μου γέννησε μωρό», απάντησε ο Μπέλαμι. «Τώρα δα το έμαθα». «Μπράβο σου, ρε μπαγάσα». Ο Μπέλαμι τον κοίταξε τσαντισμένος. «Έχω έναν χρόνο να περάσω από το σπίτι μου». Ο Χοκ δαγκώθηκε για να μη γελάσει. «Λυπάμαι», είπε, όπως κοίταζε ολόγυρα, συνοφρυωμένος. «Δε βρίσκω το τσάι μου». «Το τελευταίο το ήπια εγώ».

Κοντά σε μια τσάντα, ήταν ακουμπισμένα μερικά κλαδάκια γκι. Πώς είχαν βρεθεί εκεί;

Εν τω μεταξύ, αισθανόταν ανήσυχος. Αυτό ήταν το πρόβλημα με την ανάπαυση. Ήταν τόσο σπάνιες αυτές οι μέρες, ώστε λαχταρούσες να έρθουν, όμως μόλις έφταναν, το σώμα σου ήταν τόσο μαθημένο στη διαρκή κίνηση, που ήταν σχεδόν αδύνατο να ηρεμήσεις. Το δάσος βρισκόταν εκεί κοντά. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα. Φόρεσε το κράνος του και πήρε μαζί το τουφέκι του, σε περίπτωση που ήταν ακόμη εκεί τριγύρω οι Γερμανοί που είχαν σκοτώσει τον Γουέστμαν.

«Πού πηγαίνεις;» ρώτησε ο Σάμπτον.

«Να μοιράσω δώρα», είπε ο Χοκ. «Σε όλα τα φρόνιμα αγοράκια και κοριτσάκια».

Ήταν ευχάριστο να απομακρύνεται από το τάγμα, να μπαίνει στο δάσος μόνος. Του ήρθαν στο μυαλό εκείνα τα κάλαντα, Άγια Νύχτα. Ανέκαθεν του άρεσε το συγκεκριμένο. Μια φορά, παραμονή Χριστουγέννων, ένα αγόρι που έμενε δυο πόρτες παρακάτω και η φωνή του δεν είχε σπάσει ακόμη το τραγούδησε μόνο του, κι όταν έφτασε σε εκείνο το σημείο όπου άλλαζε το κλειδί, ο Χοκ ένιωσε ένα ρίγος να διατρέχει την πλάτη του. Η μουσική καμιά φορά τον επηρέαζε με αυτό τον τρόπο. Η μητέρα έγραφε πως τα κάλαντα τα τραγουδούσαν πλέον αγόρια σοπράνο και γυναίκες, αλλόκοτος συνδυασμός. Και ο μπουφές είναι απλά απαίσιος, συνέχιζε. Θα πήγαινε ξανά φέτος· πιθανότατα βρισκόταν ήδη εκεί, μαζί με τον άντρα από το Υπουργείο Πολέμου, όποιος κι αν ήταν. Μερικά καλσόν ή μια σοκολάτα, δε χρειαζόταν κάτι περισσότερο, κι άλλωστε η μητέρα ήταν ακόμη νέα και αρκετά όμορφη. Τον παλιό καιρό, ο πατέρας και η μητέρα τραγουδούσαν και χόρευαν πολύ τα Χριστούγεννα. Έκαναν σαν παιδιά. Ενώ ο Χοκ, ακόμη κι όταν ήταν ο ίδιος παιδί, έβρισκε πως όλο αυτή ήταν πολλή φασαρία για το τίποτα. Ο ήχος των κλαδιών που τσακίζονταν κάτω από τα άρβυλά του τον ευχαριστούσε, οπότε τα κατέβασε αρκετές φορές με ακόμη περισσότερη δύναμη, ξεχνώντας τους Γερμανούς. Ύστερα, τους θυμήθηκε, αλλά σκέφτηκε: Δε γαμιέται. Συνέχισε να χτυπά τα πόδια του κάτω.

Κάτι συνέβη μέσα στο μυαλό του, οπότε συνειδητοποίησε πως είχε μπουχτίσει με αυτό τον αναθεματισμένο πόλεμο και αποφάσισε να μη γυρίσει. Άραγε, το έκαναν οι άνθρωποι αυτό; αναρωτήθηκε. Λιποταξία χωρίς προμελέτη; Δεν είχε πάρει τίποτα μαζί του, ούτε προμήθειες, ούτε πανωφόρι, οπότε όλοι τους θα αιφνιδιάζονταν. Μπορεί και να υπέθεταν ότι τον είχε αιχμαλωτίσει ο εχθρός, στο δάσος. Ίσως να τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί που έφαγαν τον Γουέστμαν. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι που να οδηγούσε σε κανονική λιποταξία. Τελικά, συνειδητοποίησε, αυτός ήταν πιθανότατα ο καλύτερος τρόπος για να το επιχειρήσεις.

Άρχισε να γελάει. Ήταν πολύ αστείο, σε τελική ανάλυση. Τη μια στιγμή καθόταν, άπραγος, και την επομένη ήταν λιποτάκτης του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος. Είχε υπόψη του μερικές τέτοιες περιπτώσεις. Ο Μπράουν και ο Πις το προσπάθησαν μια μέρα, και τελικά τους έπιασαν αγκαλιασμένους, μερικά χιλιόμετρα παρακάτω, κρυμμένους σε έναν αχυρώνα. Τους έφεραν πίσω και τους εκτέλεσαν. Ο λοχίας τούς είχε πει να πάψουν να κρατιούνται από το χέρι και να φύγουν σαν άντρες, όμως εκείνοι του είπαν να πάει να γαμηθεί και ύστερα οι σφαίρες σφύριξαν. Στο απόσπασμα είχε καταλήξει και ο Μπάνκροφτ, αν κι εκείνος δεν είχε λιποτακτήσει, φυσικά. Είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά έπειτα από εκείνη την ιστορία με τον νεαρό Γερμανό στα χαρακώματα και είπε: «Λυπάμαι, δεν αντέχω άλλο αυτή την παράνοια».

Άραγε, αυτό σήμαινε πως δε θα κατάφερνε ποτέ να επιστρέψει στο σπίτι του; Δε θα γνώριζε τον μονόφθαλμο αρραβωνιαστικό της Τζέιν; Δε θα απαντούσε ξανά στα γράμματα της μητέρας; Όχι, άλλωστε ο πόλεμος δε θα κρατούσε για πάντα. Αρκετά είχε διαρκέσει ήδη. Όμως, για μισό λεπτό, και να τελείωνε ο πόλεμος, που δεν ήταν σίγουρο, αυτό δε σήμαινε πως θα έδιναν χάρη στους λιποτάκτες, σωστά; Μήπως χορηγούνταν κάποια γενική αμνηστία; Απίθανο. Κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να τα σκεφτεί όλα αυτά τώρα. Είχε πάρει την απόφασή του.

Φυσικά, το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν. Δεν ήταν καν βέβαιος ότι ήξερε σε ποια χώρα βρισκόταν. Θα μπορούσε να περιορίσει τις πιθανότητες σε δυο τρεις, φυσικά, όμως από εκεί και πέρα δύσκολα θα κατέληγε σε μία. Για πού να τραβούσε; Προς Ελβετία μεριά, μάλλον. Εκεί πήγαιναν όλοι, σωστά; Θα μπορούσε να βρει κάτι να κάνει κοντά στο καντόνι της Ζίρα. Ή απλώς να κρυφτεί στην άλλη πλευρά των συνόρων.

Δεν μπορούσε να βγάλει άκρη με το ξέφωτο που έβλεπε μπροστά του. Έμοιαζε με θερισμένο χωράφι, καταμεσής αμέτρητων εκταρίων δάσους. Θα μπορούσε να το διασχίσει, όμως τα δέντρα στην απέναντι πλευρά δεν αποκλείεται να εκτείνονταν για εκατοντάδες χιλιόμετρα. Κι αν ήταν έτσι, τότε θα βάδιζε προς τον θάνατό του. Αυτό, όμως, δε φάνηκε να τον προβληματίζει ιδιαίτερα, οπότε ανησύχησε μήπως είχε αρχίσει να του σαλεύει. Άλλωστε, μια τέτοια προοπτική κανονικά έπρεπε να τον ανησυχήσει.

Άκουσε ένα σύρσιμο πίσω του, οπότε έσκυψε και κρύφτηκε στους θάμνους. Ένα πουλί πέταξε από κάποιο κλαδί και το ακολούθησε ένα δεύτερο· παρακάτω κινούνταν κάτι πιο θορυβώδες, πιο βαρύ. Κρατούσε το τουφέκι του μπροστά του όπως προχωρούσε σκυφτός, περιμένοντας να πέσει πάνω σε κάποια αλεπού ή τίποτα χειρότερο. Ωστόσο, δε φάνηκε το παραμικρό, οπότε χαλάρωσε και κρέμασε ξανά το τουφέκι στον ώμο του.

Συνέχισε να προχωρά, ρίχνοντας μια ματιά στο λειψό φεγγάρι και λογάριασε πως θα κόντευε εννέα η ώρα. Η μητέρα, η Τζέιν και ο Τζόζεφ θα είχαν γυρίσει στο σπίτι ήδη και θα στερέωναν κάλτσες γύρω από το τζάκι. Μαζί τους μπορεί να ήταν και ο άντρας από το Υπουργείο Πολέμου, αντιμέτωπος με το ψυχρό βλέμμα του Τζόζεφ. Οι υπηρέτες θα είχαν ξεκινήσει τις προετοιμασίες για το πρωινό ανήμερα των Χριστουγέννων. Όσοι είχαν απομείνει εκεί, δηλαδή. Είχε συναντήσει τυχαία τον Γουίλιαμ, ο οποίος είχε εργαστεί στο σπίτι επτά χρόνια, όταν τα τάγματά τους διασταυρώθηκαν πριν από μερικούς μήνες.

«Γεια σου, Γουίλιαμ», του είχε πει. «Για δες πού συναντιόμαστε». Ο Γουίλιαμ είχε χτυπήσει την πόρτα του υπνοδωματίου του αργά μια νύχτα, όταν ήταν δεκαεπτά χρόνων, και ρώτησε αν θα ήθελε ο Χοκ κάτι από εκείνον. Ο Χοκ είχε γνέψει αρνητικά με το κεφάλι, έκπληκτος.

«Τίποτα, ευχαριστώ», είπε. «Είστε σίγουρος γι’ αυτό, κύριε;» ρώτησε ο Γουίλιαμ. «Απολύτως», είπε ο Χοκ. «Μου φαίνεται πως θα πέσω για ύπνο τώρα. Καληνύχτα, Γουίλιαμ».

Πέρασαν μήνες προτού καταλάβει τι σήμαινε αυτό το πράγμα, κι όταν το κατάλαβε, ήθελε απεγνωσμένα να το πει κάπου, όμως δεν μπόρεσε να αποφασίσει σε ποιον. Είχε την αίσθηση πως μπορεί και να είχε μπλεξίματα με αυτή την ιστορία.

«Οπλίτη Χίντον με λένε, οπλίτη Χοκ», είπε ο Γουίλιαμ όταν συναντήθηκαν στα χαρακώματα, όπως κατέβαζε το τσιγάρο από το στόμα του και παρατηρούσε την καύτρα. «Είμαστε ίσοι, εσύ κι εγώ».

Τώρα το μυαλό του πήγε στην ψητή χήνα με πατάτες. Γογγύλια, λαχανάκια Βρυξελλών και φασιανός. Κιμαδόπιτες, βούτυρο αρωματισμένο με μπράντι και σάλτσα ψωμιού. Η μητέρα να ζητάει κι άλλο κρασί και να τους διηγείται την ιστορία πώς, όταν ήταν κοπέλα ακόμη, ο φίλος του αδελφού της την είχε ανεβάσει στο τιμόνι του ποδηλάτου του για να την πάει στη λειτουργία το πρωί της Κυριακής, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει σκάνδαλο που της πήρε μήνες να ξεπεράσει. Ο πατέρας, τον καιρό που ζούσε ακόμη, να κάνει πρόποση στην υγεία του βασιλιά. Εκείνη η φορά που η Τζέιν είχε στραβοκαταπιεί ένα κοκαλάκι της γαλοπούλας. Το πρωινό που ο Τζόζεφ είχε αρχίσει να χτυπιέται, όταν δεν είχε άλλα δώρα να ανοίξει. Άραγε, τον σκέφτονταν κι εκείνοι τώρα; αναρωτήθηκε.

Μπροστά του, φωνές. Το τουφέκι σε θέση ετοιμότητας, ξανά. Κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε, περιμένοντας να ακούσει γερμανικές κουβέντες, λέξεις τραχιές, εκείνους τους λαρυγγικούς ήχους που σχηματίζονταν μέσα στον λαιμό. Τόσο άσχημα θα ήταν έτσι και τον έπιαναν αιχμάλωτο; Ή αν τον εκτελούσαν; Το είχε δει να συμβαίνει ένα σωρό φορές και συνήθως τα πάντα τελείωναν μέσα σε μια δυο στιγμές. Ήταν δύσκολο να φανταστείς πως θα πονούσες. Θα προτιμούσε να την έτρωγε στο στήθος, όμως, αν έφτανε εκεί το πράγμα. Δεν του άρεσε η σκέψη πως θα άνοιγε το κεφάλι του στα δύο. Δεν ήξερε προς τα πού να κινηθεί τώρα, τα δέντρα τον κύκλωναν, κλειστοφοβικά. Αποφάσισε να προχωρήσει· θα το διακινδύνευε.

Ο ΜακΓκρέγκορ με έναν κόκκινο σκούφο στο κεφάλι. Έναν αγιοβασιλιάτικο σκούφο. Πού στην ευχή τον είχε βρει; Ο Όκλεϊ, σε μια από τις σπάνιες φορές που δεν έκλαιγε, καθόταν ακίνητος με το βλέμμα στραμμένο κάπου στο βάθος. Ο Σάμερφιλντ μοίραζε ολόγυρα κομματάκια αμυγδαλόπαστας, κέρασμα χριστουγεννιάτικο.

«Έχεις κάτι να αναφέρεις, Χοκ;» ρώτησε ο λοχίας, κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του. Είχε κάνει κύκλο, επέστρεψε εκεί από όπου είχε ξεκινήσει. Χαμήλωσε τα μάτια, κοίταξε τις αρβύλες του· τον είχαν προδώσει. Ποια χρονιά έμπαινε; Δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση για πολύ καιρό ακόμη, σωστά; Είχε αρχίσει να γίνεται γελοίο το όλο πράγμα.

«Σκέφτηκα πως είχες κόψει λάσπη, όταν σε ψάχναμε και δε σε βρίσκαμε», είπε ο λοχίας. «Εγώ, κύριε; Όχι, κύριε». «Πλάκα κάνω, Χοκ. Μην τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά. Έλα, φάε ένα κομμάτι αμυγδαλόπαστα. Σάμερφιλντ, έλα εδώ να κεράσεις τον Χοκ λίγη αμυγδαλόπαστα. Η μάνα μου την έφτιαχνε κάθε χρονιά, παραμονή Χριστουγέννων. Μοσχοβολούσε όλο το σπίτι. Υπέροχες αναμνήσεις».

Ο Χοκ πήρε ένα κομμάτι και βάλθηκε να το μασουλάει, η γεύση του αμύγδαλου και του μελιού γλύκαινε το σάλιο του. Κατέβηκε στο χαράκωμα και τράβηξε σε ένα άδειο πολυβολείο, ακούμπησε το τουφέκι δίπλα του και έγειρε πάνω στον τοίχο, κλείνοντας τα μάτια του. Ακούγονταν ήχοι στο βάθος, πέρα από τα χωράφια, πέρα από τις σκάλες και τα συρματοπλέγματα, τα ξεριζωμένα χορτάρια και τη ματωμένη λάσπη. Άρβυλα που χόρευαν πάνω σε σανίδες. Ο βομβαρδισμός ξεκινούσε, τα πυροβόλα έπιαναν δουλειά. Ο θόρυβος που έκαναν οι άντρες όπως έτρεχαν στις θέσεις τους. Παραμονή Χριστουγέννων κι οι κολασμένοι έβραζαν στα καζάνια τους. Άρπαξε ξανά το τουφέκι του και ίσιωσε το κράνος στο κεφάλι του. Έπρεπε να φτάσει στη σκάλα νούμερο πέντε. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Ρουκέτες έσκαγαν στον ουρανό από πάνω του, μία από τις μεγαλύτερες δωρεάν επιδείξεις πυροτεχνημάτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Καλύτερα εδώ παρά σε ένα δάσος ολομόναχος, αποφάσισε, όπως πατούσε το πόδι του στο πρώτο σκαλί και σκαρφάλωνε, χωρίς να διστάσει στιγμή προτού ξεπροβάλει από το όρυγμα, σταθεί όρθιος και ριχτεί στην έφοδο.

Τι υπέροχο θέαμα, σκέφτηκε, καθώς το τόπος μπροστά του φωτιζόταν, λες κι ήταν η πύλη που οδηγούσε σε έναν άλλο κόσμο. Δε βλέπεις τέτοιες εικόνες στο σπίτι.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.