Θεατρο - Οπερα

Λένα Κιτσοπούλου: Στις περισσότερες οικογένειες η αγάπη των γονιών είναι χειριστική

Πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Σε φιλώ, Πέτρος» και μιλάει για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, το coming out, τη σχέση γονέων-παιδιών και το μοναδικό στιλ δουλειάς της

niki-koskina1
Νίκη - Μαρία Κοσκινά
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Λένα Κιτσοπούλου στο «Σε φιλώ, Πέτρος»
Η Λένα Κιτσοπούλου στο «Σε φιλώ, Πέτρος» © Χρήστος Συμεωνίδης

Συνέντευξη με τη Λένα Κιτσοπούλου με αφορμή το έργο «Σε φιλώ, Πέτρος», στο θέατρο Δίπυλον

Ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτρια, τραγουδίστρια, εικαστικός, ένας άνθρωπος που δεν σταματά να δημιουργεί και να εκφράζεται καλλιτεχνικά. Φέτος έχουν ανέβει πολλές δικές της παραστάσεις είτε ως επαναλήψεις από προηγούμενες χρονιές, είτε ως νέες παραγωγές. Όμως αφορμή για τη συζήτησή μας αυτή τη φορά με τη Λένα Κιτσοπούλου είναι η παράσταση «Σε φιλώ, Πέτρος», στην οποία συμπρατωγωνιστεί με τον Βασίλη Βηλαρά, ο οποίος υπογράφει και το κείμενο. Η παράσταση μάς μεταφέρει στα τέλη της δεκαετίας του 1977, όταν ένας γιος αποφασίζει να μοιραστεί με τη μητέρα του το σεξουαλικό του προσανατολισμό και η Λένα Κιτσοπούλου μιλάει για τις θεματικές που θίγει το έργο, αλλά και ζητήματα που την αφορούν, όπως η καριέρα της ως εικαστικός, οι υπόλοιπες παραστάσεις της και το μοναδικό στιλ δουλειάς της.

Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Βασίλης Βηλαράς στο «Σε φιλώ, Πέτρος»
Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Βασίλης Βηλαράς στο «Σε φιλώ, Πέτρος» © Χρήστος Συμεωνίδης

Συνέντευξη με τη Λένα Κιτσοπούλου για το «Σε φιλώ, Πέτρος»

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Βηλαρά για το «Σε φιλώ Πέτρος»; Ήρθε με το κείμενό του ανά χείρας και σου πρότεινε να είσαι η παρτενέρ του στην παράσταση; Ή είχατε δουλέψει από πριν την ιδέα;
Ο Βασίλης είχε την ιδέα, είχε το κείμενο και μου το πρότεινε. Όμως επειδή είχα δει ήδη δύο παραστάσεις του που τις είχα θαυμάσει πολύ, χάρηκα ανεξαρτήτως κειμένου στην ιδέα και μόνο να δουλέψω μαζί του. Με ενδιέφερε πολύ ο τρόπος του και ο κόσμος του και είπα ναι χωρίς καν να διαβάσω το έργο.

Δεν ξέρω τελικά κατά πόσο το ανθρώπινο είδος αλλάζει επί της ουσίας, ή απλώς καμώνεται ότι αλλάζει για να βρίσκεται εντός μόδας.

Η ιστορία βασίζεται σε ένα γράμμα κάποιου Πέτρου και μας μεταφέρει στο 1977, που ακόμα η ελληνική κοινωνία ήταν βαθιά συντηρητική. Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε για την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα; Το ζήτημα του coming out πόσο ταμπού είναι ακόμη στις μέρες μας;
Σίγουρα αλλάζουν τα πράγματα προς το καλύτερο, σίγουρα εξωτερικεύονται περισσότερο, βγαίνουν φωνές όπως του Βασίλη που δεν τις λιθοβολούν στην πλατεία του χωριού, όμως υπάρχουν ακόμα βαθιά ριζωμένα ταμπού, υπάρχει έμφυτος ρατσισμός στον άνθρωπο, υπάρχει μαζί με τη δήθεν πιο απελευθερωμένη κοινωνία, μια ροπή παγκοσμίως προς τον φασισμό και δεν ξέρω τελικά κατά πόσο το ανθρώπινο είδος αλλάζει επί της ουσίας, ή απλώς καμώνεται ότι αλλάζει για να βρίσκεται εντός μόδας. Σίγουρα όμως έχουν γίνει βήματα πολλά, αλλά και πάλι αναφερόμαστε στον περίφημο δυτικό κόσμο, σε ένα μικρό κομμάτι του πλανήτη μας.

Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Βασίλης Βηλαράς στο «Σε φιλώ, Πέτρος»
Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Βασίλης Βηλαράς στο «Σε φιλώ, Πέτρος» © Χρήστος Συμεωνίδης

Ένα γράμμα που άργησε να παραδοθεί. Είναι πιο εύκολο να παραδεχτούμε γράφοντάς το ή στον προφορικό λόγο; Τι βαρύτητα έχει ένα γράμμα; Έχουν σημασία στο σήμερα τα γράμματα ή είναι ένα μέσο που έχει «πεθάνει» πλέον;
Το γράμμα έχει αντικατασταθεί από το μήνυμα και από τα social, πλέον η πληροφορία μεταδίδεται σε κλάσματα του δευτερολέπτου και η απάντηση στο γράμμα σου έρχεται επίσης μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου και κατά συνέπεια έχει εξαφανιστεί ο χρόνος αναμονής, ο χρόνος επεξεργασίας, η διαθεσιμότητα του εγκεφάλου μας να κατανοήσει ή τέλος πάντων να περάσει από περισσότερα συναισθηματικά στάδια. Θέλουμε πια πολύ γρήγορα να ξέρουμε τα πάντα, πολύ γρήγορα να βγάζουμε συμπεράσματα, πολύ γρήγορα να κρίνουμε ή να αφορίζουμε τον άλλον κι αυτό νομίζω στενεύει τον χώρο της φαντασίας. Χαιρόμαστε πιο γρήγορα και διαλυόμαστε πιο γρήγορα. Τρέχουμε πιο γρήγορα από τη φύση, η οποία έχει πολλή υπομονή, δίνει πολλά σημάδια πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, το κάθε ζώο αφουγκράζεται το άλλο ακόμα κι αν δεν έχουν οπτική επαφή, εμείς νομίζω έχουμε κάπως ανάπηρα αντανακλαστικά πλέον και λειτουργούμε υστερικά και υπό πίεση όλη μέρα.

Πώς ήταν η συνεργασία σου μαζί με τον Βασίλη Βηλαρά; Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε;
Πρώτη φορά συνεργαζόμαστε και ήταν μια συνεργασία ήπια που κύλησε χωρίς να το καταλάβω, σαν να ήμασταν παρέα από πάντα. Ο Βασίλης έχει έναν πολύ ευγενικό και συγκινητικό τρόπο να οδηγεί τα πράγματα χωρίς να νιώθεις αγωνία να φτάσεις σε κάποιο αποτέλεσμα. Ακόμα και τώρα στις παραστάσεις δεν κυνηγάμε κάποιον στόχο, βγαίνουμε στη σκηνή και πλέουμε μέσα σε αυτό το κείμενο με την περιέργεια να δούμε πού θα μας πάει και σήμερα. Είναι πολύ ωραίο αυτό, να βιώνεις μια παράσταση σαν εμπειρία κάθε φορά κι όχι σαν δουλειά που πρέπει να φέρεις εις πέρας.

Υποδύεσαι τη μητέρα ενός Πέτρου που αποκαλύπτει στη μητέρα του τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Η σχέση μεταξύ σας στο έργο είναι γεμάτη ένταση αλλά και αγάπη μιας μάνας για το παιδί της. Πώς δουλέψατε ώστε να ισορροπήσει η παράσταση ανάμεσα στα δύο;
Αυτά τα στοιχεία τα είχε το κείμενο από μόνο του κι αυτό ήταν και το ωραίο αυτού του κειμένου. Το γεγονός ότι δεν είναι ακραίο, έχει εκ πρώτης όψεως μια ηπιότητα, βλέπεις δύο σχετικά κανονικούς ανθρώπους που προσπαθούν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον, εκεί όμως ακριβώς βρίσκεται η αγριότητα. Ότι μέσα από λέξεις και φράσεις κλισέ, που μιλούν για αγάπη, καταλαβαίνεις ότι η αγάπη των γονιών τις περισσότερες φορές είναι χειριστική και τα λόγια τους δεν αγαπούν τελικά πραγματικά. Αυτό είναι το έγκλημα που γίνεται κατά τη γνώμη μου στις περισσότερες οικογένειες, οι γονείς δημιουργούν παιδιά εξαρτημένα από αυτούς για λόγους προσωπικής ικανοποίησης και μόνο, δεν δημιουργούν παιδιά ελεύθερα, γιατί θέλουν τα παιδιά τους είτε να είναι προέκταση του εαυτού τους, είτε να τους υπηρετήσουν στα γεράματα τους, ακόμα και γονείς οι οποίοι έχουν δυστυχήσει στην ανήλικη ζωή τους, επιμένουν να λειτουργούν ως πρότυπα για τα παιδιά τους, αντί να εύχονται τα παιδιά τους να μην ασχολούνται καν μαζί τους.

Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Βασίλης Βηλαράς στο «Σε φιλώ, Πέτρος»
Η Λένα Κιτσοπούλου και ο Βασίλης Βηλαράς στο «Σε φιλώ, Πέτρος» © Ερρίκος Ανδρέου

Πώς ήταν η δική σου σχέση με τους γονείς σου στην όλη σου πορεία; Στην ενασχόλησή σου με το θέατρο; Υπήρξαν συγκρούσεις;
Οι δικοί μου γονείς προσπάθησαν όσο μπορούσαν να έχω εαυτό, να με διώξουν μακριά με μια αγάπη που φρόντιζε να μου δίνει φτερά και όρεξη να πετάω μακριά τους, κι αυτό τους το χρωστάω. Δεν ήταν τέλειοι, πάλευαν όμως προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας μου, δεν χτίσανε ένα τριπάτο για να μείνουμε όλοι μαζί, με στείλανε σε ένα μοντεσοριανό σχολείο, μου έδιναν ταξίδια και εμπειρίες ώστε από πολύ μικρή να νιώθω τον εαυτό μου δυνατό σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη κι αν βρισκόμουν και ακόμα κι αν έπρεπε να μπουν σε ένα νοσοκομείο, μου το έλεγαν αφού είχαν βγει. Δεν θα μου χαλούσαν ούτε μια βραδινή μου έξοδο για να μου ζητήσουν κάτι, κι αυτό το βρίσκω μεγαλειώδες.

Και λέγε λέγε, Κατάθλας, ΜΑΙΡΟΥΛΑ, ο Μουνής, Η Ορέστεια του Στρίντμπεργκ... Πόσα έργα σου παίζονται αυτή τη σεζόν (κάποια έχουν ολοκληρωθεί);
Παίζονται διάφορα έργα μου και κείμενά μου κατά καιρούς, τα οποία με χαρά τα δίνω, χωρίς να εμπλέκομαι. Η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. είναι ένα έργο που μου ζητείται πάρα πολύ συχνά και φέτος χαίρομαι ιδιαίτερα που το κάνει η Μαρία Σολωμού. Επίσης χάρηκα πάρα πολύ το τελευταίο μου έργο «Η Ορέστεια του Στρίντμπεργκ» στο θέατρο ΑΝΕΣΙΣ, που σκηνοθέτησα και έγραψα για έναν θίασο που δεν είναι ακριβώς η δική μου θεατρική παρέα, όμως αυτοί οι ηθοποιοί με τη συγκινητική δοτικότητα και ικανότητά τους, μου άνοιξαν έναν δρόμο δημιουργικό που ούτε φανταζόμουν. Ακριβώς επειδή δεν ήμασταν παρέα από πριν, νομίζω ότι έβαλα περισσότερες δυνάμεις απ’ ό,τι συνήθως στο κομμάτι της δημιουργίας και αυτό με έκανε πολύ καλύτερη και πολύ πιο εφευρετική τόσο συγγραφικά όσο και σκηνοθετικά. Το απόλυτα δικό μου project ήταν για φέτος το «Και λέγε λέγε», με την έννοια ότι ήταν μια παράσταση που ξεκίνησε από το μηδέν με τους όρους και τις συνθήκες που συνηθίζω να κάνω παραστάσεις μέχρι σήμερα: με τον βασικό πυρήνα των ηθοποιών με τους οποίους δουλεύουμε συχνά μαζί και με τη δική μου συμμετοχή επί σκηνής.

Η Λένα Κιτσοπούλου στο «Και λέγε λέγε»
Η Λένα Κιτσοπούλου στο «Και λέγε λέγε» © Πάνος Δάβιος

Συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης, τραγουδίστρια: πώς τα συνδυάζεις όλα μαζί; Πώς μοιράζεις τον χρόνο σου; Είναι μια δική σου ανάγκη να κάνεις πολλά πράγματα ταυτόχρονα ή προκύπτει από τις συνθήκες;
Αυτό έχει προκύψει από μια προσωπική ανάγκη να καταπιάνομαι με όλα τα παραπάνω, όπως και με τη ζωγραφική, είναι πράγματα που τα έκανα από μικρή, το ένα συμπληρώνει το άλλο, το ένα με αποφορτίζει από το άλλο και το καθένα από αυτά δίνει την έμπνευση στο άλλο. Οπότε για μένα όλα αυτά είναι ένας και μόνο τρόπος έκφρασης, ο δικός μου. Έχω ανάγκη τη μοναχική δημιουργία την οποία μου προσφέρει η συγγραφή και η ζωγραφική, γιατί δεν μου αρέσει πολύ η ομαδικότητα. Μου αρέσει η έκθεση του live και το φως, αλλά η συνύπαρξή μου με άλλους με ξεζουμίζει αρκετά, οπότε δεν θα μπορούσε μια ολόκληρη χρονιά μου να αποτελείται μόνο από θέατρο. Επίσης, τα συγκεκριμένα ωράρια που έχει η θεατρική ζωή μου είναι αρκετά αποθαρρυντικά, δεν μου αρέσει πολύ το πρόγραμμα, θα ήθελα ιδανικά να μπορώ κάθε μέρα να βρίσκομαι αλλού. Επίσης, δεν μου αρέσει πολύ να πρέπει να εξηγήσω τον εαυτό μου σε άλλους ανθρώπους, δεν με ευχαριστεί αυτό.

Νομίζω ότι πιστεύω στον κίνδυνο γιατί γεννάει αλήθειες εκείνη την ώρα, συσπειρώνει όλη σου την ενέργεια και έχεις και κάποιες πιθανότητες να εκστομίσεις λόγια πολύ πιο ταιριαστά για την περίσταση, απ’ ό,τι αν τα είχες έτοιμα και σίγουρα. Έτσι όπως συμβαίνει και στη ζωή

Σε πολλά έργα σου παίζεις κιόλας. Υποκριτική ή σκηνοθεσία; Τι προτιμάς από τα δύο; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να πρωταγωνιστείς σε ένα έργο που έχεις γράψει και σκηνοθετείς;
Συνήθως παίζω μικρά πράγματα στις παραστάσεις που σκηνοθετώ και πράγματα στα οποία μπορώ με μια προχειρότητα να εισβάλλω στο παρά πέντε. Μάλλον αυτό το στυλ έχει προκύψει αναγκαστικά, επειδή όταν σκηνοθετώ και γράφω δεν είμαι ποτέ έτοιμη στην πρεμιέρα. Ο τρόπος μου αυτός όμως φέρνει ένα επείγον, δημιουργεί μία ατμόσφαιρα ελεύθερης πτώσης και αδρεναλίνης, που είναι τελικά αυτό που μου αρέσει να κάνω. Δεν ξέρω αν έχει προκύψει από τεμπελιά ή αν είναι τελικά μια πολύ σοβαρή και συνειδητή απόφαση να εκτίθεμαι χωρίς να είμαι έτοιμη, νομίζω ότι πιστεύω στον κίνδυνο γιατί γεννάει αλήθειες εκείνη την ώρα, συσπειρώνει όλη σου την ενέργεια και έχεις και κάποιες πιθανότητες να εκστομίσεις λόγια πολύ πιο ταιριαστά για την περίσταση, απ’ ό,τι αν τα είχες έτοιμα και σίγουρα. Έτσι όπως συμβαίνει και στη ζωή.

Ο έρωτας είναι ένα θέμα που απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τα έργα σου. Είναι και μια δική σου ανάγκη να μοιραστείς με το κοινό τις δικές σου σκέψεις και αναζητήσεις; Πώς εμπνέεσαι τα θέματα των έργων σου;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει τίποτα άλλο στην ιστορία, στη λογοτεχνία και στο θέατρο παγκοσμίως πέρα από τον έρωτα. Από τον Όμηρο και τον Τρωικό Πόλεμο μέχρι τον Σαίξπηρ και τον Καβάφη, ένας έρωτας βασανίζει τις λέξεις και τις πράξεις του ανθρώπου. Ακόμα και μιλώντας για το φθαρτό της ανθρώπινης ύπαρξης ή για τον θάνατο, ο έρωτας πάντα υμνείται ή θρηνείται ως επίκεντρο του κάθε υπαρξιακού σεισμού. Εγώ εμπνέομαι από τον έρωτα και από την εφηβική ηλικία. Νομίζω ότι μέχρι εκεί φτάνει η ζωή μου, δεν έχω τίποτα το ενήλικο και δεν θέλω και να αποκτήσω. Μου αρέσει να γράφω για ό,τι δεν μπορεί ο εαυτός να ορίσει και νομίζω ότι αυτή είναι και η προσμονή κάθε θεατή ενός έργου: να πάθει κάτι το σώμα του, χωρίς να μπορέσει το μυαλό του να το επεξεργαστεί ή να το φρενάρει εκείνη την ώρα.

Οι δάσκαλοί σου και οι επιρροές σου; Υπήρξαν κάποια άτομα που σημάδεψαν την πορεία σου στο θέατρο και θα ήθελες να αναφερθείς σε αυτά;
Με σημάδεψε σίγουρα η σχολή του Θεάτρου Τέχνης που πήγα, κυρίως λόγω του ότι από το πρώτο κιόλας έτος έπαιρνα μέρος σε παραστάσεις στην Επίδαυρο, στα αρχαία θέατρα της χώρας, όπως και στο Υπόγειο και την Φρυνίχου. Στην πορεία με σημάδεψε πάρα πολύ η συναναστροφή μου με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, τον οποίο θαύμασα και θαυμάζω πολύ, όπως και οι παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή και του Δημήτρη Μαυρίκιου. Επηρεάστηκα πάρα πολύ όταν άρχισα να γνωρίζω το γερμανόφωνο θέατρο, πρώτα στο φεστιβάλ της Βιέννης και αργότερα στα θέατρα του Βερολίνου. Νομίζω κατάλαβα τι αγαπάω στο θέατρο όταν πρωτοείδα αρχές του ’90 Κάστορφ, Μαρταλέρ, Τσάντεκ, αλλά και σκηνοθεσίες από θιάσους της υπόλοιπης Ευρώπης, από τη Λετονία και τη Νορβηγία μέχρι την Ολλανδία και το Βέλγιο, τον Πίτερ Μπρουκ στο θέατρο του στο Παρίσι, ή όταν πρωτοείδα την Ανχέλικα Λίντλ εδώ στο Φεστιβάλ Αθηνών, ή το ’95 στη Νέα Υόρκη τον Μπομπ Γουίλσον να παίζει όλο τον Άμλετ μόνος του. Πολλά πράγματα έχω θαυμάσει και στην Ελλάδα και εκτός Ελλάδας, εξακολουθώ να θαυμάζω οτιδήποτε αξιοθαύμαστο και ζω για να θαυμάζω.

Λένα Κιτσοπούλου: Στις περισσότερες οικογένειες η αγάπη των γονιών είναι χειριστική

Έχεις «χτίσει» ένα δικό σου προσωπικό στιλ, που κάνει τα έργα σου αναγνωρίσιμα και ενίοτε προκλητικά. Σου αρέσει να είσαι στο επίκεντρο της προσοχής; Πώς αισθάνεσαι γι' αυτό;
Μου αρέσει να είμαι το επίκεντρο, πάντα μου άρεσε, από μικρή, ήθελα να έλκω και να με ερωτεύονται και να μη μοιάζω με κανέναν άλλον και όταν συμβαίνει αυτό αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση.

Είσαι και εικαστικός. Πόσο συχνά συμμετέχεις σε εκθέσεις και πόσο εύκολο είναι να βάλεις και αυτό το project στο πρόγραμμά σου;
Μια μόνο ατομική έκθεση έχω κάνει στην γκαλερί Breeder με ζωγραφική και γλυπτά. Έχω πλέον ένα δικό μου στούντιο που πηγαίνω όποτε μπορώ. Είναι κάτι στο οποίο έχω πολύ όρεξη να βουλιάζω, θέλω πάρα πολύ να ξανακάνω μία έκθεση, θέλει όμως χρόνο και ολοήμερη ενασχόληση, αλλά ευελπιστώ ότι θα το κάνω σύντομα. Οι αγαπημένοι μου χώροι είναι τα ατελιέ, τα εργαστήρια κεραμικής, νομίζω θα μπορούσα μέσα σε τέτοιους χώρους να ξεχάσω τι μέρα είναι, τι μήνας είναι, είναι όνειρό μου να ζω έτσι.

Θέλω να νιώθω ότι δεν υπάρχει πλάνο, δεν θελω να βλέπω κάτι συγκεκριμένο στον ορίζοντα, γιατί αυτό μου στερεί τη δυνατότητα να τα θέλω όλα

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σου; Περιλαμβάνεται και καθόλου ξεκούραση στο πρόγραμμά σου ή είσαι σε ένα διαρκές δημιουργικό τρέξιμο;
Την ξεκούραση την αντιλαμβάνομαι σαν μέρος κάποιας δουλειάς που έχει ανάγκη το κεφάλι μου, οπότε αν δεν κάνω θέατρο, κάτι πάντα θα γράφω ή θα ζωγραφίζω. Δεν κάνω σχέδια, ούτε εχω συγκεκριμένα σχέδια, πάντα γίνονται συζητήσεις για παραστάσεις ή για επόμενα πρότζεκτ, αλλά εγώ πάντα δεσμεύομαι την τελευταια στιγμή. Θέλω να νιώθω ότι δεν υπάρχει πλάνο, δεν θελω να βλέπω κάτι συγκεκριμένο στον ορίζοντα, γιατί αυτό μου στερεί τη δυνατότητα να τα θέλω όλα. Οπότε ξέρω σίγουρα πού θα πάω το Πάσχα και μετά δεν ξέρω τίποτα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Αλέξανδρος Ραπτοτάσιος: Ο σκηνοθέτης που τολμά να πειραματίζεται με το κοινό
Αλέξανδρος Ραπτοτάσιος: Ο σκηνοθέτης που τολμά να πειραματίζεται με το κοινό

Μια συζήτηση για το έργο «Ολική Άμεση Συλλογική Επικείμενη Επίγεια Σωτηρία», τις υπαρξιακές και κοινωνικές αφετηρίες που τροφοδοτούν το καλλιτεχνικό του όραμα, το θέατρο και την κοινωνία

«Η Αλίκη στη χώρα των ψαριών» στο Θέατρον του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος
Κερδίστε προσκλήσεις για την Αλίκη στη χώρα των ψαριών στο Θέατρον του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος

Το αλληγορικό παραμύθι του βραβευμένου Γιάννη Ξανθούλη είναι ένας ύμνος για την αγάπη, την ισότητα, την ελευθερία, τη διαφορετικότητα και τον σεβασμό στο περιβάλλον.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY