Πολεις

80s: Α true Golden Age (#not)

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Σε μια σελίδα αφιερωμένη στο Star Trek (παρακολουθώ δυο-τρεις τέτοιες), ένα μέλος ρώτησε τους υπόλοιπους σε ποια εποχή θα ήθελαν να ταξιδέψουν έτσι και υπήρχε μια χρονομηχανή όπως αυτές που παρουσιάζονται πού και πού στη σειρά. Όλοι είπαν διάφορα (για κάποιο λόγο, οι περισσότεροι προτίμησαν τα 50s), αλλά εντύπωση μου έκανε κάποιος που έγραψε αυτό εδώ: «Definitely the 80s, a true Golden Age».

Ο Θεός να μας φυλάει. Golden Age; Τα 80s; Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι πιο ολότελα χαζό από αυτό. Όχι απλώς λάθος: χαζό. Σίγουρα ο φίλος που το έγραψε είναι μικρός, και κατά πάσα βεβαιότητα κάτω από τα 25. Λογικά όταν παίχτηκε το Stranger Things ήταν 15, άρα τώρα είναι 24. (Ναι, το Stranger Things —μια σειρά για τα 80s— έκανε πρεμιέρα πριν από 9 χρόνια, λυπάμαι που το μαθαίνετε από μένα, και ακόμα περισσότερο λυπάμαι που όντως πέρασε τόσο γρήγορα, όπως το έχει συνήθειο, ο καιρός).

Φυσικά δεν έχει σημασία η άποψη ενός ανθρώπου — ούτε και εκατό, εδώ που τα λέμε, ούτε και χιλίων. Όμως ούτε είναι άγνωστη η ανάγκη μας (δεν είναι τάση· είναι ανάγκη) να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, στ’ αλήθεια από πάντα. Και, όσο πιο μικροί είμαστε, τόσο πιο κοντινές σε εμάς δεκαετίες τείνουμε να εξιδανικεύουμε. Το παιδί που είπε αυτή τη χαζομαρούλα («Definitely the 80s, a true Golden Age», λολ) δεν ξέρει καν τι σημαίνει, φέρ’ ειπείν, δεκαετία τού ’20 και roaring 20s. Είναι έναν αιώνα πίσω αυτό το πράγμα. Είναι σχεδόν science fucking fiction.

Αλλά εν πάση περιπτώσει. Τώρα, ο όρος «Χρυσή Εποχή» είναι κάπως συγκεκριμένος, και γενικά έχει να κάνει —μπορεί κανείς να υποθέσει μάλλον με ακρίβεια— με ειρηνικές περιόδους οικονομικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής ευημερίας (αυτά πάνε μαζί, αν δεν έχεις χορτασμένο κόσμο δεν έχεις τέχνη, και τον κόσμο τον χορταίνει η τεχνολογία εν ειρήνη) που επισκιάζει όλα τα —αναπόφευκτα— αρνητικά τους στοιχεία. Γιατί αυτά είναι, ξαναλέμε, αναπόφευκτα· και εν πολλοίς αναγκαία, αλλιώς θα ζούσαμε στον Παράδεισο, που είναι μεσοτοιχία με την Κόλαση. Κατ’ αυτά, μολονότι η δεκαετία του 1980 υπήρξε πράγματι «μεταμορφωτική και αξέχαστη», σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί Χρυσή Εποχή γιατί τα αρνητικά των 80s ήταν πολύ-πολύ περισσότερα από τα όποια καλά τους. Ισχύει για όλες τις εποχές, για όλες τις περιόδους: για κάθε εμβληματική στιγμή πολιτιστικών ή τεχνολογικών επιτευγμάτων, πάντα υπάρχουν στίγματα, κηλίδες, μουτζούρες που άφησαν μια άσχημη επίγευση στον κόσμο. Συχνά, υπάρχουν μόνο στίγματα.

Ναι λοιπόν, το 80 είχαμε ταινιάρες (ποτέ πριν και ποτέ μετά τόσο πολλές και τόσο καλές μαζεμένες), και, ναι, είχαμε τον Μάικλ Τζάκσον, και τον Πρινς, και τη Μαντόνα, και είχαμε και το MTV. Και, ναι, είχαμε και τους πρώτους μας υπολογιστές, και κονσόλες για βιντεοπαιχνίδια, και γουόκμαν. Όπως επίσης είχαμε πολύχρωμα ρούχα, μακριά μαλλιά και λιλά πουκάμισα (Θεούλη μου…), που μπόλικο καιρό μετά μιμήθηκαν πολύ οι σχεδιαστές που δεν είχαν καν γεννηθεί το 80. Και, ναι, ήταν μια εποχή οικονομικής ανάπτυξης και έκρηξης ενός αγελαίου καταναλωτισμού για κάμποσες χώρες και για κάμποσους ανθρώπους.

Αλλά…

  • Αλλά επίσης είχαμε AIDS, τη μεγαλύτερη και πιο καταστροφική κρίση δημόσιας υγείας του αιώνα. Από την εμφάνιση της επιδημίας του HIV/AIDS και ώς το τέλος της δεκαετίας, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είχαν μολυνθεί από τον ιό και εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν. Οι κοινωνίες συντηρητικοποιήθηκαν, βγήκαν μαχαίρια, το θηρίο του στίγματος ποτέ πριν δεν ήταν τόσο ισχυρό και με τόσο άσχημο πρόσωπο (πρέπει να πάμε στις μεσαιωνικές δίκες των μαγισσών για να δούμε κάτι παρόμοιο), σχέσεις διαλύθηκαν, και ο φόβος απλώθηκε παντού — και φώλιασε. Η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα πέρασε τα πάνδεινα, και σχεδόν εξοστρακίστηκε από την αστυνομία ηθών.
  • Για να αναφέρουμε μόνο δύο από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές καταστροφές της ιστορίας, δεν είχαμε μόνο το Τσερνομπίλ το 1986 και το Μποπάλ το 1984: όλη η δεκαετία ήταν ένα πανηγύρι για τη βιομηχανική ρύπανση και την περιβαλλοντική υποβάθμιση: (και) αυτά πληρώνουμε σήμερα. Μόλις στα μισά της δεκαετίας αντιληφθήκαμε πως καταστρέψαμε την προστατευτική στιβάδα αερίων πάνω από την Ανταρκτική. Οι χλωροφθοράνθρακες και η τρύπα του όζοντος ήρθαν για να μείνουν. Όπως βέβαια και η πιο εκτεταμένη και άγρια αποψίλωση των δασών στην ιστορία του πλανήτη Γη.
  • Ήταν η δεκαετία με τα περισσότερα θύματα από ναρκωτικά. Δεν μιλάμε καν για την επιδημία κρακ στην Αμερική: μιλάμε για την ηρωίνη που πλημμύρισε την Ευρώπη — και την Ελλάδα, και την Αθήνα, και τα Εξάρχεια, και τις παρέες μας, και τα πάντα παντού. Γέμισαν τα νεκροταφεία, τα νοσοκομεία και οι φυλακές.
  • Όσο και αν πολλοί εξαίρουν το μεταρρυθμιστικό έργο πολιτικών όπως ο Ρίγκαν και η Θάτσερ, η οικονομική ανισότητα —το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών— ήταν στον Θεό, την ίδια στιγμή που οι φορολογικές περικοπές για τους (ήδη) πλούσιους και η αντίστοιχη μείωση των κρατικών δαπανών για κοινωνικά προγράμματα ήταν ο κανόνας — για να μην κάνουμε λόγο για την παγκόσμια ύφεση, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, και το ολοένα διογκούμενο χρέος των αναπτυσσόμενων χωρών, που επέβαλλε σκληρά προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα — προγράμματα που συχνά απαιτούσαν ακόμη πιο σκληρά μέτρα λιτότητας, που με τη σειρά τους επιδείνωναν —γιατί έτσι πάνε αυτά— τη φτώχεια και την ανισότητα. Εκεί ακριβώς άλλωστε κρύβεται (όχι και πολύ καλά) ο πυρήνας της κρίσης που διέλυσε την Ελλάδα και έφερε αυτούς που έφερε στην εξουσία ένα τέταρτο του αιώνα μετά.
  • Οι παραβιάσεις των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ήταν ο κανόνας, είτε μιλάμε για τη Νότιο Αφρική είτε για χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Αργεντινή και η Χιλή. Τα αυταρχικά καθεστώτα ήταν η πλειονότητα στον πλανήτη. Άνθρωποι φυλακίζονταν, εξαφανίζονταν, βασανίζονταν και δολοφονούνταν καθημερινά. Το χειρότερο; Κανένας δεν νοιαζόταν, κανένας δεν ήξερε — και κανείς δεν ήθελε να μάθει. Οι άνθρωποι στα 80s (βλ.: οι πολλοί) ήταν τόσο χάχες, που σε τρελαίνει.
  • Η ομοφοβία και οι διακρίσεις απέναντι στα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα ήταν στο ζενίθ τους, μαζί με τις προκαταλήψεις και τη συνακόλουθη περιθωριοποίηση. Η εικόνα των γκέι στα μέινστριμ Μέσα ήταν τραγελαφική, εξοργιστική, και βέβαια «αστεία». Τα ίδια ίσχυαν και για τα δικαιώματα των γυναικών: ενώ σημειώθηκε μια κάποια πρόοδος σε ορισμένους τομείς, οι διακρίσεις ειδικά στον χώρο εργασίας ήταν εξωφρενικές. Ακόμα χειρότερα: ένας παρουσιαστής μιας τηλεοπτικής εκπομπής δεν θα σκεφτόταν δεύτερη φορά να… φιλήσει μια τραγουδίστρια που του γυάλισε, on-air, ή να της τρίψει το γόνατο, χωρίς καν να σηκώσει παλμό. Ανατριχιάζεις όποτε τύχει να δεις ένα τέτοιο στιγμιότυπο. Οι κοινωνίες, παρά μια όλο στρας και χαμόγελο επίφαση, ήταν τρομερά συντηρητικές — όπως και οι αντίστοιχες πολιτικές των κυβερνήσεων, που έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αναστρέψουν τα γλίσχρα κέρδη των φεμινιστικών κινημάτων, των κινημάτων πολιτικών δικαιωμάτων και των ΛΟΑΤΚΙ+ ακτιβιστών.
  • Οι ψυχροπολεμικές πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης, η κούρσα των εξοπλισμών και η απειλή ενός πυρηνικού πολέμου ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Για να μην επεκταθούμε στις πολυάριθμες πολεμικές συγκρούσεις που έπληξαν μεγάλο μέρος του πλανήτη (πόλεμος Ιράν-Ιράκ, Σοβιετικο-Αφγανικός πόλεμος, εμφύλιες συρράξεις στην Κεντρική Αμερική κλπ.), και για τις —αναπόφευκτες…— τρομοκρατικές επιθέσεις υψηλού προφίλ (Βηρυτός 1983, Λόκερμπι 1988). Τουλάχιστον η δεκαετία μάς έκανε το μεγαλύτερο δώρο ever λίγο πριν μάς αφήσει: το 1989. Ευχαριστούμε.

Όμως δεν ήταν ΜΟΝΟ αυτά, που αλλού έχουν παρουσιαστεί πολύ-πολύ καλύτερα. Ήταν κυρίως μια μιζέρια που τύλιγε και κάλυπτε τα πάντα, μια «σκαμμένη» γενειάδα στο πρόσωπο του γείτονα, ένα απύθμενο θράσος που όπλιζε τα όλο δόντια στόματα της εποχής. Ήταν μια χωριατιά που ακόμα τη βλέπουμε στον ύπνο μας. Μια δεκαετία-φορμάικα. Και τώρα, θα πείτε, έτσι δεν είναι; Μπορεί. Αλλά χωρίς τη φορμάικα.

Αλλά Golden Age; Οχ Θε μου. Ούτε καν.

* * *

ΤΑ ΡΟΔΑΚΙΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Το αφηγούμαι συχνά, γιατί όταν το πρωτοείδα εντυπωσιάστηκα τρομερά. Σε ένα πολύ σπουδαίο «πικαρέσκο» μυθιστόρημα, λοιπόν, ένα εκτεταμένο αφήγημα που γράφτηκε τρεις ΑΙΩΝΕΣ από σήμερα, στον «Ζιλ Μπλας» του Αλέν-Ρενέ Λεσάζ (στη γλώσσα μας κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg), υπάρχει μία πολύ χαρακτηριστική μικρή σκηνή ανάμεσα στις εκατοντάδες άλλες. Σε ένα τραπέζι, όπου παρίστανται ο ίδιος ο Ζιλ Μπλας και ο κύριός του, ο Δον Γκονζάλες, ένας από τους συνδαιτυμόνες, κάποιος ηλικιωμένος κόμης, γκρινιάρης και χολερικός, που θυμίζει πολύ τον μέσο σημερινό χρήστη των social media και πάντα μιλά με αποστροφή για το παρόν αντιπαραβάλλοντάς το με ένα φαντασιακό παρελθόν, λέει κάποια στιγμή κοιτώντας τα ροδάκινα που σέρβιραν οι τραπεζοκόμοι μετά το φαγητό: «Αχ, αλίμονο! Στον καιρό μου, τα ροδάκινα ήταν πολύ μεγαλύτερα από αυτά. Η φύσις, κύριοι, εκφυλίζεται μέρα με την ημέρα…» Οπότε ο Δον Γκονζάλες, με ένα χαμόγελο, του λέει, «Φαντάζομαι, λοιπόν, πόσο πελώρια θα ήταν τα ροδάκινα τον καιρό του Αδάμ και της Εύας».

Όχι: οι άνθρωποι δεν αλλάζουμε. Το tableau vivant του οποίου είμαστε μέρος ΔΕΝ αλλάζει. Αλλάζει η κορνίζα του πίνακα, αλλάζει το σκηνικό, αλλάζει η ατμόσφαιρα και αλλάζει ο αέρας που αναπνέουμε. Και αλλάζει, ασφαλώς, η απόσταση που μας χωρίζει από τα άστρα: σήμερα είναι πολύ μικρότερη από χθες, και πολύ μεγαλύτερη από την αυριανή. Όμως τα ροδάκινα δεν μίκρυναν. Ούτε οι ντομάτες έχασαν τη γεύση τους. Ούτε τα 80s και τα 60s και τα δεν ξέρω κι εγώ ποια ήταν καλύτερα από σήμερα. Ούτε καν.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Σελίν, «Θάνατος επί πιστώσει» (μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης & Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Εστία)

Υπάρχουν βιβλία που πολλοί άνθρωποι θεωρούν σημαντικότερα και από τον σημαντικότερο άνθρωπο που πέρασε από τη ζωή τους. Τέτοια είναι τα μεγάλα βιβλία του Σελίν. Και ο «Θάνατος επί πιστώσει» είναι από τα μεγάλα του.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:

Αλλά δεν μ’ άφηνε, προσπαθούσε πάντα να με βάλει στην κουβέντα: «Good morning, Φέρντιναντ! Hello! Good Morning!...» Σε χλωρό κλαρί δεν μ’ άφηνε... Σάστιζα, κοκκίνιζα. Έκανε μορφασμούς τόσο χαριτωμένους, τόσο αξιαγάπητους... Πολλές φορές έφτανα στο τσακ να την πατήσω, να πέσω στην παγίδα της. Ευτυχώς έκανα πίσω, έστω την τελευταία στιγμή... Θύμιζα στον εαυτό μου όλα μου τα βάσανα. Ξανάφερνα στο μυαλό μου το μούτρο του Λαβλόνγκ, του Γκορλός, μαζί και τους δυο, σαν να ’ταν ένας!... Άμα ήθελα να ξεράσω, είχα πολλούς να θυμηθώ! Την κυρα-Μεόν!... Τον Σάκυα Μούνι!... Δεν είχα παρά ν’ αφήσω τα ρουθούνια μου να πεταρίσουν, η μύτη μου ήταν χωμένη στα σκατά! Κι από μέσα μου απαντούσα: «Εμπρός, κουκλίτσα μου! Μίλα! Μίλα όσο θέλεις, καραβιδούλα μου! Δεν θα με κάνεις εσύ ν’ ανοίξω το στόμα μου!... Όσες τσιριμόνιες κι αν κάνεις... Δεν πα να χαμογελάς σαν βατραχίνα! Δεν θα σου κάτσω!... Είμαι μαθημένος εγώ, άκου που σου λέω, ξεσκολισμένος...». Σκεφτόμουνα τον καλό μου τον μπαμπά, τις φωνές του, τα βρισίδια του... Όλα τα σκατά που με περίμεναν, τις σιχαμερές δουλειές, τους βρομερούς πελάτες, τους μαλάκες, τους απαίσιους... τις παραδόσεις... τ’ αφεντικά! Τα μπερντάχια που είχα φάει! Στο Πασάζ!... Κι αν είχα την παραμικρή όρεξη για τσιλημπουρδίσματα, αυτά όλα μου την έκοβαν αμέσως... Σπασμούς μου φέρνανε οι αναμνήσεις... Μ’ έκαναν ν' αναγουλιάζω! Να ξερνάω! Κωλοσφούγγι τις είχα εγώ τις αναμνήσεις!... Μ’ αυτές σκούπιζα τον κώλο μου!... Και τον σκούπιζα με τόση μανία που γδερνόμουνα, κομμάτια ολόκληρα δέρμα ξεκολλούσα από πάνω μου... Τα χα φάει με το κουτάλι εγώ αυτά. Δεν θα με τύλιγε σε μια κόλα χαρτί το παλιομισοφόρι! Εντάξει, ήταν καλή, ήταν έξοχη... Αλλά και δέκα χιλιάδες φορές καλύτερη και λαμπερότερη και καταπληκτικότερη να ’τανε, εγώ δεν θα ’βγαζα άχνα! Κιχ! Τσιμουδιά! Ανάσα!

Σελίν - Θάνατος επί πιστώσει
  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Πριν το «Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας», πριν το ταξίδι στο τέρμα του κόσμου που ήταν ο Μεγάλος Πόλεμος και η Μεγάλη Σφαγή, ο στρατιώτης Φερντινάν Μπαρνταμού είναι μόνον ο Φερντινάν: ένα παιδί που μεγαλώνει στην άκρη της ζωής, στο χείλος της αβύσσου. Ένα παιδί που το ταΐζουν ο απόλυτος φόβος, η αχαλίνωτη απόγνωση και υποκρισία. Ένα παιδί που μεγαλώνει στους ρυθμούς της μαύρης κωμωδίας, της χρεοκοπημένης κοινωνίας, της επικείμενης καταστροφής. Μαθαίνει να λέει την ιστορία της ζωής του με τρόπο συγκλονιστικό: με φωνές, με παραμιλητά, με βρισιές και σιωπές, με πικρά, τραγικά, φλύαρα αποσιωπητικά… Αλλά προπάντων με γέλια. Γιατί ο Φερντινάν πλέκει τα νήματα του χάους και της υστερίας γύρω του με τις δεξιοτεχνικές σταυροβελονιές του Ραμπελαί: γελάει πικρά και πηγαία, γελάει και περιγελάει τον εαυτό του και τους άλλους. Θεούς και δαίμονες. Και βέβαια τους ανθρώπους. Ο Φερντινάν γυρίζει τις σελίδες αυτού του επικού Bildungsroman, που είναι η εφηβεία του, με ορμή και πάθος που κόβουν την ανάσα. Προχωράει χωρίς να λυπάται ούτε την ψυχή ούτε το σώμα του˙ ξοδεύει αλύπητα για ν’ αντέξει, να σταθεί στα πόδια του, να περπατήσει – εντέλει να ζήσει. Ο λόγος του ανατρέπει τα πάντα, λογική, γραμματική, σύνταξη˙ έτσι κινείται. Πατάει γκάζι καίγοντας ομορφιές και πίστεις και λέξεις. Τρέχει δίχως φρένα. Στο τέλος του βιβλίου τον βλέπουμε να φτάνει ζωντανός, όρθιος, έτοιμος για τη νέα αρχή. [Μ. Α.]

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του Σελίν:

Ο Λουί Φερντινάν Σελίν (ψευδώνυμο του Λ. Φ. Ντετούς) γεννήθηκε στο Κουρμπεβουά, κοντά στο Παρίσι, το 1894. Τελείωσε το σχολείο, ενώ παράλληλα εργαζόταν· για το απολυτήριο προετοιμάστηκε μόνος του, αργότερα. Το 1912 κατατάχθηκε στο στρατό και τον Νοέμβριο του1914 τραυματίστηκε σοβαρά. Αποστρατεύθηκε με αναπηρία 75% και ως εμπορικός αντιπρόσωπος έφυγε πρώτα για το Καμερούν (1916) και μετά για το Λονδίνο (1917). Μετά τη νίκη, σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια συμμετείχε σε αποστολές στην Αφρική και στις Ηνωμένες Πολιτείες για λογαριασμό της Κοινωνίας των Εθνών. Επιστρέφοντας στη Γαλλία, άσκησε την ιατρική στα προάστια του Παρισιού. Το 1932 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Το 1936 ακολούθησε ο Θάνατος επί πιστώσει. Από το 1944 ώς το 1951, ο Σελίν έζησε εξόριστος στη Γερμανία και στη Δανία. Όταν επέστρεψε στη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στο Μεντόν, όπου συνέχισε να γράφει («Από τον έναν πύργο ο άλλος», «Βορράς», «Ριγκοντόν») και να ασκεί την ιατρική, προσφέροντας τις φροντίδες του κυρίως στους φτωχούς. Πέθανε το 1961. Από τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφορούν τα βιβλία «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» (2007) και «Συνομιλίες με τον καθηγητή Υ» (2009) σε μετάφραση Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.