Πολεις

Με ποιον (μόνο) μπορώ να γίνω κολλητός

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Με ποιον (μόνο) μπορώ να γίνω κολλητός
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Copilot.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση


Ο ΑΛΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

Εδώ κοντά είναι ένα παρκάκι, που το ’χουν για να κοιμούνται και να αράζουν οι κλοσάρ. Τους διώχνουν πότε-πότε, αλλά δεν λείπουν πάνω από δυο-τρεις μέρες, μετά ξανάρχονται και ξαναπιάνουν ο καθένας το παγκάκι του, το πόστο του. Δεν αλλάζει αυτό, ούτε θα αλλάξει ποτέ. Οι άνθρωποι αυτοί (άντρες φυσικά, όλοι οι κλοσάρ είναι άντρες) αρνούνται να πάνε στις «δομές» του Δήμου, να φάνε εκεί, να πλυθούν, να σενιαριστούν, να ζεσταθούν, να πάρουν καινούργια καθαρά ρούχα, να μείνουν σε ένα δωμάτιο δικό τους, ή, με άλλα λόγια, «ν’ αλλάξουν». Δεν γουστάρουν το κράτος, είναι απέναντί του, και το περιγελούν. (Επίσης, ξέρουν πως εκεί δεν έχει αλκοόλ και τσιγάρο, οπότε η φάση είναι εξαρχής άκυρη). Καλά ασκημένοι στην υπομονή, και σκληρόπετσοι σαν γέροι σαολίν, όταν κάνει πολύ κρύο κουκουλώνονται απλώς σαν μούμιες με κουβέρτες, υπνόσακους, εφημερίδες, μουσαμάδες και ό,τι άλλο έχουν, και περιμένουν να περάσει η μπόρα για να μπορέσουν να ξεμυτίσουν.

Λοιπόν, ένας απ’ όλους είναι μεγάλος αλήτης και κάνει ένα κόλπο με τα περιστέρια και τους περαστικούς για χαβαλέ. Είναι ο τρόπος του να ξεγελάει τον χρόνο. Αλήτης.

Τι κάνει. Έχει πολλά ψωμιά πάντα σε μια από τις τσάντες του, πέντε, δέκα, είκοσι, άπειρα ψωμιά, δεν ξέρω πού τα βρίσκει, και μαζεύει γύρω του όλα τα περιστέρια της περιοχής. Μιλάμε για δεκάδες περιστέρια, ίσως εκατό, καμιά φορά και διακόσια. Δεν γίνεται να τα μετρήσεις. Παίρνει λοιπόν τα ψωμιά και τα τρίβει, πετάει κάτω στα πόδια του τα ψίχουλα, και τα περιστέρια τρελαίνονται και στριμώχνονται ολόγυρά του για να φάνε το ψωμί. Ο τύπος όμως —αλητεία ολκής— δεν νοιάζεται στην πραγματικότητα να ταΐσει τα περιστέρια. Κι ας τα σκάει στο φαΐ. Έχει άλλο σχέδιο. Όποτε βλέπει λοιπόν κάποιον περαστικό να περνάει καναδυό μέτρα μακριά από το παγκάκι του, στο φαρδύ πεζοδρόμιο πέριξ της πλατείας που έχει το πάρκο, πατάει με το πόδι ένα κλάξον ποδηλάτου που έχει πάντα μαζί του, και τα περιστέρια μουρλαίνονται, παρατάνε το τσιμπολόγημα και φεύγουν κρώζοντας όλα μαζί σαν ένα σύννεφο, σαν μια έκρηξη από φτερά, γιατί νομίζουν πως ήρθε η Αποκάλυψη.

Και περνάνε πετώντας με όλη τους την ταχύτητα, ή μάλλον κουτρουβαλώντας στον αέρα, γύρω από τον τύπο που περπατάει αμέριμνος, χαμένος στις σκέψεις του, ή συνήθως χαζεύοντας στο κινητό του. Όλοι τους παθαίνουν κάτι από «Πουλιά», ΚΑΘΕ φορά, και απομακρύνονται θορυβημένοι από το πάρκο, χωρίς κανείς, ποτέ, να μην μπορεί να καταλάβει τι πάθανε τα βρομόπουλα και τους χίμηξαν έτσι στα καλά καθούμενα, κόβοντάς τους τη χολή.

Όσο για τον άστεγο, κάνει μια γκριμάτσα-χαμόγελο και δείχνει τα δόντια του, όσα έχει, πλαταίνοντάς το ακόμη περισσότερο όταν με βλέπει κι εμένα να έρχομαι από πίσω. Ξέρει ότι ξέρω. Κι εγώ ξέρω ότι ξέρει πως ξέρω. Μπορεί μάλιστα να χαμογελάμε και ο ένας στον άλλο, καθώς μοιραζόμαστε αυτό το τρομερό μυστικό· μπορεί και όχι.

* * *

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

Η Little Miss No-Name, δημιουργία του περίφημου σχεδιαστή παιχνιδιών Deet D’Andrade, κυκλοφόρησε το 1965 από τη Hasbro Toys. Ήταν 38 εκατοστά ψηλή και λανσαρίστηκε με σκοπό να ανταγωνιστεί την Μπάρμπι, που είχε ξεκινήσει τη λαμπρή πορεία της το 1959 από τη Mattel. Η Μπάρμπι είχε τα πάντα — η Little Miss No-Name δεν είχε ΤΙΠΟΤΕ. Δεν είχε καν παπούτσια.

Little Miss No-Name

Φορούσε ένα φουστάνι από λινάτσα όλο κι όλο, κι αυτό με μπαλώματα. Η Μπάρμπι ήταν ξανθιά και αστραφτερή, ενώ τα μαλλιά της Little Miss No-Name ήταν μπερδεμένα και άλουστα. Η Μπάρμπι δεν έψαχνε για αγκαλιές: είχε καριέρα και έκανε ό,τι ήθελε. Η Little Miss No-Name ήθελε μόνο αυτό: ένα σπίτι και μια αγκαλιά. Το κουτί της μάλιστα το έγραφε ξεκάθαρα: «Χρειάζομαι κάποιον να με αγαπήσει, θέλω να μάθω να παίζω… σε παρακαλώ, πάρε με σπίτι μαζί σου και σκούπισε το δάκρυ μου». Γιατί η κούκλα Little Miss No-Name, που το ένα της χεράκι είναι απλωμένο σαν να ζητιανεύει, είχε πράγματι ένα μεγάλο δάκρυ κολλημένο στο μάγουλό της.

Little Miss No-Name

Δεν πούλησε τίποτε, εννοείται, οι επιστροφές από τα καταστήματα παιχνιδιών ήταν μυθικές, κάποιοι στα ψηλά κλιμάκια της Hasbro έφαγαν το κεφάλι τους, αλλά σήμερα όποιος έχει μια αυθεντική Little Miss No-Name με το δάκρυ της στη θέση του —γιατί είχε την τάση να ξεκολλάει· λογικό— μπορεί να βγάλει καλά λεφτά.

Νά και η πρώτη Μπάρμπι, δίπλα στην Bild Lilli, τη γερμανική κούκλα που στάθηκε πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία της. Στην πραγματικότητα, ήταν μια σχεδόν πιστή αντιγραφή — αλλά τι να κάνεις, περασμένα-ξεχασμένα:

Little Miss No-Name

* * *

ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΜΠΛΕΞΕΙ;

Το έγραψα αυτό για δύο λόγους. Ο ένας γιατί είναι κάπως ωραία ιστορία. Κάποιοι άνθρωποι σκέφτηκαν πως θα είχε επιτυχία μία creepy κούκλα, πως τα παιδάκια θα την αγκάλιαζαν. Θεέ μου, τι λάθος!… Ο άλλος είναι για να σκεφτώ πώς διάολο ήρθε σε εμένα αυτή η πληροφορία, γιατί ο καλός αλγόριθμος θεώρησε σωστό να μου δείξει αυτό το θέμα, να το δείξει τέλος πάντων σε μένα και όχι σε κάποιον άλλον. Πού έχω μπλέξει;

Πού έχουμε μπλέξει;

Νομίζω πως πια δεν έχουμε ιδέα για το ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Τα μηχανήματα μας ξέρουν πολύ καλύτερα από όσο μπορούμε ποτέ να μάθουμε εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Αλλά και πάλι… τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε. Δεν ξέρω καν αν χρειάζεται να το αλλάξουμε. Ή αν πρέπει. Θα ζήσουμε μ’ αυτό.

Προχωράμε.

* * *

ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

Μπορώ να γίνω στενός φίλος με έναν άνθρωπο, ΜΟΝΟ αν έχει την ειλικρίνεια να ομολογήσει πως, έτσι και του κάτσει το τζακπότ, δεν θα ξαναδουλέψει ποτέ πια στη ζωή του. Ούτε τέχνες, ούτε «εμένα η δουλειά μου μου αρέσει», ούτε τίποτα. Χόμπι μόνο, και αν· ή τέλος πάντων, κι αυτά με μέτρο. Αλλά κυρίως: ύπνος. Γιατί δεν μπορείς να γίνει στενός φίλος με έναν άνθρωπο που δεν του έχει λείψει ο ύπνος. (Ή που δεν έχει πεινάσει — και όχι από διαλειμματική νηστεία). Είναι σαν να ’στε τουβλάκια λέγκο, και να μην κουμπώνετε.

Απροπό, αυτός είναι και ο βασικός λόγος που ο κόσμος κάνουνε τέχνη: οι λογαριασμοί που έχουν να πληρώσουν. Με το τζακπότ δεν θα χρειάζεται να ξανασχοληθείς ποτέ πια με λογαριασμούς. Αντιθέτως, θα κοιμάσαι, θα κάθεσαι στο καφενείο συντροφιά με μπίρα και με ένα παλπ περιοδικάκι από το ’25 (το γνήσιο το ’25, όχι το ιμιτασιόν το δικό μας), θα διαβάζεις μερικές αράδες, βία μία σελίδα, και μετά θα κοιτάς τα παπάκια στο νερό. Και όλο αυτό ξανά από την αρχή, σε λούπα.

Ποια τέχνη, ποια βιβλία, ποια ξέρω γω. Τίποτα. It’s a peaceful life.

* * *

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

 

Malcolm Lowry, «Ουλτραμαρίν» (μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Το «Ουλτραμαρίν» είναι ένα… υποχρεωτικό ανάγνωσμα για όλους τούς φαν τού Μάλκολμ Λόουρι. Το πρώτο του μυθιστόρημα, ένα ναυτικό βιβλίο ποτισμένο αλμύρα και θαλασσινή ομορφιά, και ασχήμια, και τρικυμία, και αλκοόλ. Λυρικό, ειλικρινές, χωρίς φτιασίδια, ποιητικό και τραχύ μαζί. Ένα σύγχρονο κλασικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που δεν μοιάζει με κανένα άλλο, και δεν θα πάψει ποτέ να διαβάζεται ξανά και ξανά. Και σε υπέροχη μετάφραση — η Κατερίνα Σχινά είναι σπουδαία.

  • Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Malcolm Lowry, «Ουλτραμαρίν» (μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Μεταίχμιο)

Για άλλη μια φορά —αλλά με πόση ικανοποίηση τώρα!— μπαίνω στο καμπούνι κι ανάβω τη λάμπα θυέλλης να διώξω τα σκοτάδια. Πώς με διαπερνά τώρα η μοναξιά της φιλικής λάμπας! Τέλεια, ακριβώς όπως το φανταζόμουν. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι βολικότερο από την ένταση με την οποία στραγγάλισε η σειρήνα την κραυγή του! Όλα ακριβώς όπως τα σχεδίασα! Ανάβω τη λάμπα θυέλλης στο σκοτάδι και το σκοτάδι της τραπεζαρίας γεμίζει με μια μοναξιά που γίνεται δική μου. Γίνομαι μέρος της θάλασσας· μοναξιά της λάμπας θυέλλης και του θαλασσινού σκότους και του αφρού που κατακλύζει μέσα κι έξω το πλοίο, μέρος της ίδιας της τραπεζαρίας —έξι επί έξι—, της σόμπας πετρελαίου και του μυγοχεσμένου γλόμπου που ποτέ δεν ανάβει και της λωρίδας από μουσαμά στο κατάστρωμα και των βαμβακερών τραπεζομάντιλων με το ροζ σχέδιο· γιατί τώρα, υπό το φως της φρικτής μου πράξης, όλα αυτά ζωντανεύουν όπως ποτέ άλλοτε και, όπως ποτέ άλλοτε, νιώθω την ψυχή μου να επικοινωνεί με τον αινιγματικό διάδρομο έξω, με τη θαλασσινή ανάσα των ναυτικών, με τους απόμακρους θαλασσινούς λυγμούς και με τους χτύπους της καρδιάς του πλοίου.

  • Νά και το οπισθόφυλλο:

Το πρώτο μυθιστόρημα του Malcolm Lowry είναι η ιστορία του παρθενικού ταξιδιού του Ντέινα Χίλιοτ, που σε ηλικία δεκαεννέα χρόνων μπαρκάρει στο Οιδίπους Τύραννος με προορισμό τη Βομβάη και τη Σιγκαπούρη. Ως πρωτόβγαλτος ναύτης, ο νεαρός θα χρειαστεί να παλέψει κόντρα στις ίδιες του τις αξίες, ώστε να κερδίσει την αναγνώριση και τον σεβασμό των υπόλοιπων μελών του πληρώματος. Έτσι, προσπαθεί να ακολουθήσει το παράδειγμά τους περιφερόμενος στα μπαρ και στα μπουρδέλα των λιμανιών, παραμένοντας όμως ταυτόχρονα πιστός στην Τζάνετ, τον πρώτο του έρωτα, που άφησε πίσω στην Αγγλία. Μέσα από την αφήγηση του ίδιου του Ντέινα, η οποία εναλλάσσεται με τη χυδαία και ζωηρή γλώσσα των ναυτικών, παρακολουθούμε τη μύηση του αγοριού στην παρέα των μπαρουτοκαπνισμένων αντρών.

  • Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:

Ο Malcolm Lowry (Μάλκομ Λόουρι) γεννήθηκε το 1909 στη βορειοδυτική Αγγλία. Κατά τη δεκαετία του 1930 έζησε στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, το Μεξικό και το Λος Άντζελες, πριν καταλήξει στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά το 1939. Ο Lowry δημοσίευσε μονάχα δύο μυθιστορήματα όσο ζούσε: το «Ουλτραμαρίν» και το «Κάτω απ’ το ηφαίστειο». Ωστόσο, άφησε πολλά χειρόγραφα, μερικά από τα οποία εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του το 1957 σε επιμέλεια της συζύγου του. Το αριστούργημά του, «Κάτω απ’ το ηφαίστειο» (1947) είναι ένα από τα τελευταία σπουδαία μοντερνιστικά μυθιστορήματα.

Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη
Νίκο, σήκω, ήλθαν οι δικοί μας! Ο Νίκος Χριστοδούλου περιγράφει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης

«Ξυπνάτε από τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι / Να δήτε την πατρίδαν σας απελευθερωμένη. / Ξυπνάτε από τα μνήματα, δεν είσθε πια ραγιάδες / Ξυπνάτε κι ήρθ’ η λευθεριά, έφυγαν οι αγάδες»

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY