Γιατί να ΜΗ δεις τη σειρά που βλέπουν όλοι
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας


Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση
ΟΛΟΣ Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ
Συζητάμε διάφορα με τους φίλους στα μηνύματα, όπως όλος ο πλανήτης Γη, και καμιά φορά λέμε και για τις καινούργιες σειρές —επίσης όπως όλος ο πλανήτης Γη—, οπότε κάποια στιγμή με ρωτάνε και μένα τι είδα τώρα τελευταία και μου άρεσε. Στους πολύ κολλητούς, λέω πως δεν είδα καμία σειρά, γιατί ποτέ μου δεν βλέπω σειρές. Πού ζω; Στη Βικτωριανή Εποχή, που σβήνανε τα φανάρια του γκαζιού στους δρόμους απ’ τις εννιά, και ο κόσμος δούλευαν με το σπαρματσέτο στο τραπέζι, όταν δεν ξάπλωναν για να κάνουν ακόμη ένα παιδί επειδή τα μισά και βάλε από τα προηγούμενα τους είχαν πεθάνει; Όχι, ζω σήμερα. Και δεν βλέπω σειρές — δεν έχω χρόνο. Ποιες σειρές;!
Άλλωστε, όποτε το επιχείρησα, έβλεπα ξανά και ξανά τα πρώτα είκοσι λεπτά του πρώτου επεισοδίου της πρώτης σεζόν, ξανά και πάλι από την αρχή, γιατί με έπαιρνε ο ύπνος και δεν θυμόμουν τι είχε γίνει, ποιοι έπαιζαν, ποια ήταν η υπόθεση, ποιοι ήταν οι καλοί και ποιοι οι κακοί. Μάλιστα, καθώς μπαίνω και από διαφορετικές συσκευές στις πλατφόρμες, το είχα κάνει με κάμποσες σειρές αυτό, και έτσι κάποια στιγμή —στο σταυρό που σας κάνω— έτυχε να δω μερικά μισά επεισόδια το ένα πίσω από το άλλο από ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ σειρές. Χωρίς να το καταλάβω. Οπότε τα παράτησα, δεν αξίζει. (Αν και βρήκα κάπως τού γούστου μου αυτό το συμπιληματικό, fusion αποτέλεσμα).
Σ’ αυτούς, πάλι, που δεν είμαστε και πολύ κολλητοί, λέω ότι είδα όποια μου έρθει στο μυαλό εκείνη τη στιγμή, ή απλώς κάνοντας ένα γρήγορο γκουγκλάρισμα για να δω τι παίζει. Μη νομίζουν και ότι είμαι κανένας αγριάνθρωπος. «Α, ναι, βλέπω το Τάδε στο Netflix. Πολύ καλό». Ή, αν μιλάμε για ταινίες, «Ναι, φυσικά και το είδα. Φοβερή φωτογραφία».
Εν πάση περιπτώσει.

Όμως ο πραγματικός λόγος που δεν βλέπω σειρές, και κυρίως αυτές που βλέπουν οι περισσότεροι, το Τοπ-10, το Τοπ-20 κ.ο.κ., δεν είναι που δεν έχω χρόνο, ή που με πιάνει ο ύπνος στα πρώτα λεπτά, ή επειδή προτιμώ να ξαναβλέπω το X-Files ή το Twin Peaks, ή οτιδήποτε τέτοιο, αλλά ακριβώς αυτό: ότι τις βλέπουν οι περισσότεροι, τις βλέπουν «όλοι». Επειδή είναι κοινό κτήμα της εφήμερης ποπ κουλτούρας. Επειδή τις βλέπει όλος ο πλανήτης Γη. Γι’ αυτό δεν τις βλέπω κι εγώ.
Άρα; Άρα είμαι σνομπ, ψηλομύτης, ακατάδεχτος, ένας εστέτ της κακιάς ώρας; Αχ, ελπίζω να μη δημιουργώ ποτέ μου τέτοιαν εντύπωση, δεν θα το άντεχα. (Ακόμη και αν ισχύουν όλα αυτά πού και πού. Θέλω να φαίνονται, αλλά τόσο όσο). Όμως όχι. Απλώς ασφυκτιώ. Όταν βλέπω αυτή την καινούργια σειρά ταυτόχρονα με τον υπόλοιπο πληθυσμό, όπως επίσης όταν διαβάζω το βιβλίο που διαβάζει όλο το τένις, αλλά ακόμα και όταν βλέπω εκείνη την καινούργια ταινία που προτάθηκε για πέντε και δέκα Όσκαρ και για την οποία μιλάνε όλοι, ΝΙΩΘΩ ΠΩΣ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ, εδώ, στο δωμάτιο, στο γραφείο μου, πίσω από την πλάτη μου, πάνω στα γόνατά μου, καθισμένοι ανακούρκουδα στο πάτωμα, κρεμασμένοι από το ταβάνι, αραχτοί στα κρεβατάκια των παιδιών, σκαρφαλωμένοι στους ώμους μου, μέσα στο στήθος μου. Και νιώθω ασφυξία, νιώθω ότι ο αέρας δεν φτάνει για όλους μας, ότι από στιγμή σε στιγμή ασφαλώς θα πεθάνουμε. Όλοι.
Γι’ αυτό δεν το κάνω: γιατί δεν μπορώ. Είναι κάτι που με εμποδίζει. Ένας τοίχος. Ή ένα τείχος, εδώ που τα λέμε.
Φαντάσου, μια φορά που πήγα σε multiplex —μία και μοναδική, πρώτη και τελευταία—, κόντεψα να πάθω κρίση πανικού. Ή ίσως και να την έπαθα πράγματι, εξ ου και, όταν με το καλό τελείωσε η ταινία, την οποία ξέχασα αμέσως —κύλησε από μέσα μου σαν λάδι από χαλασμένο αμάξι—, έτρεξα στο σπίτι καπνίζοντας δυο τσιγάρα μαζί.
Οπότε ποτέ ξανά. Ούτε φυσικώ τω τρόπω, στα καταστήματα όπου προβάλλονται ακόμη ταινίες, είτε όμως και μεταφορικά. Γιατί για εμένα είναι ένα και το αυτό. Όχι με όλο τον πλανήτη Γη. Είμαστε πολλοί, και δεν μας χωράει το δωμάτιό μου.
Θέλω κάπου να είμαι μόνος, και να κάνω από τα πράγματα που κάνεις μόνος, όχι με τους άλλους. Είναι πιο καλά έτσι. Πιο ήρεμα. Πιο χαλαρά, που λέμε κι εμείς εδώ πάνω. It’s a peaceful life.
* * *
ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΨΕΜΑΤΑ
Δεν ξέρω αν λέω μόνο αλήθειες στο προηγούμενο κομμάτι. Άλλωστε, είμαι αυτός που είχε κόψει την Ελευθεροτυπία όταν ξεκίνησε να βγάζει το «9», το ένθετο για τα κόμικς, γιατί πίστευα πως στα κόμικς ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ, δεν σ’ τα φέρνουν στο πιάτο τα μέινστριμ μαγαζιά. Αλλιώς τι αξία έχει, τα ξύλα μου μέσα;
Οπότε ποτέ δεν ξέρεις.
* * *
ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΑΔΡΑΝΕΙΑ
Είναι κάποιες φορές που έχεις τόσο πολλά να κάνεις, αλλά μέσα σε τόσο λίγο, τόσο ανελαστικά περιορισμένο χρόνο, που τα χάνεις σαν τον λαγό μπροστά στους προβολείς του αυτοκινήτου. Απλώς δεν κάνεις τίποτε. Παγώνεις. Βλέπεις το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει, αλλά είσαι ανίκανος να κινηθείς, να δραστηριοποιηθείς, να βοηθήσεις τον εαυτό σου να τα βγάλει πέρα. Ή έστω: να προσπαθήσεις. Αυτό είναι ένα φαινόμενο που το ξέρουμε όλοι, έχει συμβεί πολλές φορές στον καθένα μας. Όμως κάποτε είναι και κάτι παραπάνω από αυτό. Κάποτε δεν αφορά την αντίδρασή μας σε ένα επιβαρυμένο πρόγραμμα, ή ένα πιεστικό deadline. Κάποτε μπορεί να αφορά ολόκληρη τη ζωή μας. Ή, έστω, έναν κύκλο της. μπορεί κανείς να ζει μια εποχή στην αδράνεια.
* * *
ΟΙ ΛΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ
Όπως κάθε Κυριακή, συνεχίζουμε με χαρά να αναδημοσιεύουμε τις λίστες που φτιάχνει κατά καιρούς ο πολύ καλός μας φίλος Δημήτρης Ψυχούλας. Σήμερα σας έχουμε, όχι μία, όχι δύο, αλλά ΤΡΕΙΣ λίστες: Μου λείπουν, Μου αρέσουν, Δεν μου αρέσουν. Απολαύστε τον:
[ Α΄ ] Μου λείπουν:
- Το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στην Αλεξάνδρεια.
- Η μπάλα στις πολυκατοικίες των αξιωματικών.
- Η προσμονή του Σαββατόβραδου.
- Το Balkan. Τα ποτά, η μουσική, το φαγητό, η παρέα, τα πάντα!
- Τα ταξίδια στο εξωτερικό.
- Τα καλοκαίρια στην Περαία.
- Τα πάρτι με τα μπλουζ.
- Το παγωτό Σικάγο.
- Τα σερί ξενύχτια για διασκέδαση.
- Το Τσιμισκάρισμα.
- Το ξεκοκάλισμα των αθλητικών εφημερίδων τη Δευτέρα.
- Του Διακογιάννη η φωνή.
- Το οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής, με το κοτόπουλο και τις πατάτες στο φούρνο.
- Ορισμένοι καθηγητές μου στο γυμνάσιο.
- Το μπουρλότο το μεσημέρι, στο καφενείο της πλατείας στην Ξάνθη.
- Η Βαβέλ και το Παρά Πέντε.
- Οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς.
- Η Γιώτα, το υπόγειο σφαιριστήριο που μαζευόμασταν πριν από κάθε έξοδο.
- Οι συνακροάσεις στο τηλέφωνο.
- Η εποχή που έτρωγα τον αγλέορα και δεν πάχαινα.
- Οι σχολικές εκδρομές.
- Οι μπουάτ.
- Ο δρόμος με τις λεύκες.
- Η ψιλή πόκα που παίζαμε μια φορά τον χρόνο, κοντά στα Χριστούγεννα.
- Το αμυγδαλάκι του πάγου.
Ο πατέρας μου.

[ Β΄ ] Μου αρέσουν οι άνθρωποι…
- ...που όταν μιλάνε δεν προσπαθούν να σε εντυπωσιάσουν, αλλά σε εντυπωσιάζουν.
- ...που δεν προσπαθούν να σε πείσουν, αλλά σε πείθουν.
- ...που δεν φαίνεται ότι διαλέγουν τις λέξεις, αλλά ότι οι λέξεις τούς διαλέγουν.
- ...που λένε αυτά που ήθελες να πεις κι εσύ, αλλά πολύ καλύτερα.
- ...που λένε και αυτά που κακώς δεν σκέφτηκες να πεις.
- ...που χαίρεσαι όταν συμφωνείς μαζί τους και που δεν σε χαλάει όταν διαφωνείς.
- ...που δεν κομπάζουν, που δεν είναι ούτε βαρύγδουποι, ούτε βαρύμαγκες.
- ...που δεν είναι αυθεντίες, ή, κι αν είναι, δεν το δείχνουν.
- ...που είναι μέσα σε όλα, χωρίς να έχουν απάντηση για όλα.
- ...που ρωτάνε να μάθουν και δεν απαξιώνουν ό,τι δεν καταλαβαίνουν.
- ...που δεν γυρνάνε την κουβέντα εκεί που τους βολεύει.
- ...που ξέρουν πότε και πώς να αποφορτίσουν μια συζήτηση· και που ξέρουν πώς να τη φορτίσουν όταν πρέπει.
- ...που δεν αφήνουν κενά αμηχανίας να παρεισφρήσουν στην κουβέντα.
- ...που, όταν διηγούνται ιστορίες, η διήγηση είναι πιο ενδιαφέρουσα από τις ιστορίες.
- ...που χρησιμοποιούν παλιοκουβέντες, αλλά έχουν τον τρόπο να τις κάνουν να μην ακούγονται χυδαίες.
- ...που δεν τους βαριέσαι.
- ...που σε εκπλήσσουν ευχάριστα.
- ...που έχουν χιούμορ.
- ...που ξέρουν πότε να κάνουν πλάκα και πότε να σοβαρευτούν, μα που κυρίως ξέρουν πότε να μιλήσουν και πότε να σωπάσουν.
- ...που η παρατεταμένη σιωπή τους γίνεται αισθητή.
Μου αρέσουν οι άνθρωποι που γίνονται πιο όμορφοι όταν μιλάνε, και ακόμη πιο όμορφοι όταν ακούνε.
[ Γ΄ ] Δεν μου αρέσουν:
- Το φοιτητικό κίνημα.
- Το συνδικαλιστικό κίνημα.
- Το οπαδικό κίνημα.
- Οι πρόεδροι των ΠΑΕ.
- Οι influencers.
- Η ηλιοθεραπεία.
- Το ινδοκάρυδο πάνω από το ρεβανί. Το ινδοκάρυδο γενικά.
- Οι ψαγμένοι γευσιγνώστες.
- Το λιμοντσέλο και η μαστίχα.
- Όλα τα ριάλιτι σόου. Ακόμα και αυτά της μαγειρικής.
- Η ατελείωτη, μοναχική οδήγηση.
- Ο σκοπός που αγιάζει τα μέσα.
- Οι ίσες αποστάσεις.
- Το άσπρο-μαύρο.
- Ο ύπνος στο απόλυτο σκοτάδι.
- Οι άνθρωποι που βάζουν την εξυπνάδα πάνω από την καλοσύνη.
- Ο ενικός μεταξύ αγνώστων.
- Οι τηλεδιαιτητές.
- Μια δασκάλα που είχα στο δημοτικό και δυο καθηγητές στο γυμνάσιο.
- Το μάθημα της οργανικής χημείας.
- Ο χορός στη πίστα των μπουζουκιών.
- Όσοι λοιδορούν την αγαπημένη μου ομάδα, τον Άρη.
- Τα εστιατόρια που δεν κερνάνε κάτι τις. Ένα γλυκό, ένα χωνευτικό, κάτι…
- Το πιτόγυρο στο αυτοκίνητο. Το πικνίκ στην εξοχή.
- Αυτοί που σχεδόν μετά από κάθε πρόταση βάζουν το «κατάλαβες;».
- Τα δυσνόητα κείμενα. Τα πολύ προφανή κείμενα.
- Τα τραγούδια της «παρέας». (Έλα στην παρέα μας φαντάρε, Βάλε το κόκκινο φουστάνι, Θεσσαλονίκη είσαι μία, στον κόσμο δεν είν’ άλλη… και τέτοια.)
- Το Ελλάδα ΜΑΣ, το Μακεδονία ΜΑΣ.
- Αυτούς που δεν με εκτιμάνε.
- Καμιά φορά τον εαυτό μου. Όταν πάει να κλέψει εντυπώσεις.
Για πολλά από τα παραπάνω, η σωστή έκφραση θα ήταν «απεχθάνομαι».
* * *
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Είτε αγαπάτε πολύ, είτε αρκετά, είτε έστω και λίγο τη λογοτεχνία, αλλά πάντως τη θωρείτε μέρος της ζωής σας χωρίς το οποίο δεν θα την απολαμβάνατε, τότε θα απολαύσετε αυτό το βιβλίο. Ανήκει στην πιο όμορφη λογοτεχνική κατηγορία, αυτή των βιβλιοφιλικών αναγνωσμάτων, είναι ένα μοντέρνο κλασικό έργο (γράφτηκε πριν από μισό αιώνα περίπου), και γεμίζει την καρδιά σου με αισιοδοξία: γιατί ξέρεις —το βλέπεις να ξεδιπλώνεται μπροστά σου, και να ενισχύεται με ένα πλήθος επιχειρήματα— ότι έχεις έναν πολύ μεγάλο σύμμαχο σ’ αυτή τη ζωή· και γιατί σ’ αυτή τη ζωή χρειάζεσαι πράγματι ισχυρούς συμμάχους. Και η λογοτεχνία, τα βιβλία, είναι πράγματι ένας ακριβός σύμμαχος.
Πολιτικό, «πονηρό», έξυπνο, παθιασμένο, θερβαντικό, δονκιχωτικό, όλο χιούμορ, ευαισθησία, συγκίνηση, κλεισίματα του ματιού και λογοτεχνικές αναφορές, αλλά και με το απαραίτητο δήγμα πίκρας, το μικρό αυτό μυθιστόρημα του Γεωργιανού Γκούραμ Ντοτσανασβίλι —μια έξοχη νουβέλα που θα κάθεσαι δυο όμορφα απογεύματα και την ξεκοκαλίζεις— είναι ένας ύμνος στο μέγα παυσίλυπο του χρόνου: τις αφηγήσεις. Κι αν βρείτε ομοιότητες ανάμεσα στον «Άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία» και στα πολύ νεότερα μέινστριμ βιβλιοφιλικά μυθιστορήματα που μας δίνουν δύο και τρία μεγάλα μπεστ-σέλερ κάθε χρόνο, πολύ καλά κάνετε: όλα τους υπηρετούν τον ίδιο ωραίο, ευγενικό, ιερό σκοπό· και όλα τους αγαπούν εξίσου τη λογοτεχνία — ήτοι, πολύ.
Γιατί η λογοτεχνία δεν προορίζεται για κάποια επαρχιακή ελίτ της μιζέριας: είναι για τον κόσμο, για τους πολλούς, για όλους. Τα βιβλία, είτε θα στοχεύουν κατά μείζονα και πρωταρχικό λόγο στις μάζες, σχηματίζοντας μια γερή πυραμίδα, είτε δεν θα υπάρχουν καθόλου. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν.
- Διαβάστε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
«Υπάρχει ένα κοινό σημείο ανάμεσα στην κατανάλωση κρασιού και στην ανάγνωση, νομίζω ότι και τα δύο οδηγούν στη λεγόμενη ελευθερία του ανθρώπου, αλλά με την εξής διαφορά: Η πρώτη είναι μια ελευθερία πιο απαξιωμένη, περιφρονημένη, μια άχαρη ελευθερία που προκύπτει από ανευθυνότητα, ενώ η άλλη είναι σφοδρή, δοκιμασμένη, παντοδύναμη, μια ελευθερία που σε ανυψώνει, καταλαβαίνετε; Ω, με πόση ευχαρίστηση θα μάντρωνα όλους αυτούς τους μπεκρούλιακες σε ένα κρατητήριο πολυτελείας μόνο και μόνο επειδή έχουν μια εμφανή τάση προς την ελευθερία, και ασφαλώς θα τους ακολουθούσαν και οι μεγαλέμποροι, όχι τα εμποράκια, αλλά οι μεγαλέμποροι, οι μεγαλέμποροι, και ξέρετε γιατί; Αχ, ναι, τους αγαπώ πολύ κι ούτε που μπορείτε να φανταστείτε πόσο ένθερμος οπαδός τους είμαι. Αλλά μην τους θεωρείτε ευτυχισμένους, και το πιο σημαντικό, αγαπητοί μου, μην τους ζηλεύετε, γιατί, όσο ψηλά κι αν σηκώσουν τη μύτη τους, όσο θρασείς και φαντασμένοι κι αν είναι, κάθε μέρα τους καταλήγει δηλητηριασμένη, αφού, όταν ξαπλώνουν, εκεί, λίγο πριν από τον ύπνο, υπάρχει ένα τόσο δα δευτερόλεπτο, ένα μεταβατικό δευτερόλεπτο κατά το οποίο όλοι μας ξέρουμε πολύ καλά ποιοι είμαστε… Και μη ζηλεύετε ούτε τα ακριβά φαγητά και τα ποτά τους, γιατί, μεγαλόπρεπα χορτασμένοι καθώς είναι, κάπου αμυδρά και χωρίς ούτε οι ίδιοι καν να το καταλαβαίνουν, ονειρεύονται μια φραντζόλα ψωμί κι ένα κρεμμύδι. Αλλά εμείς, οι αναγνώστες, όχι, δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτα από την περιουσία τους, γιατί ο “Δον Κιχώτης” είναι πιο αληθινός από όλα τα δαχτυλίδια και από όλες τις ντουλάπες που υπάρχουν επί της γης, επειδή ο “Δον Κιχώτης” είναι κάτι το ιδανικό…»
- Νά και το οπισθόφυλλο:
Ποια μπορεί να είναι άραγε η κατάληξη μιας στημένης κρατικής δημοσκόπησης με θέμα τις συνθήκες διαβίωσης σε μια πόλη της Σοβιετικής Ένωσης, όταν ένας τυπικός δημόσιος υπάλληλος περνάει την πόρτα ενός φωτογράφου που εννοεί να απαντήσει στο σχετικό ερωτηματολόγιο ορμώμενος αποκλειστικά και μόνο από τη λογοτεχνία; Η νουβέλα Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία, που μας έρχεται από τη «μικρούλα Γεωργία», είναι ένας ακατάπαυστος ύμνος στην υψηλή λογοτεχνία και στους μεγάλους συγγραφείς −ο Θερβάντες έχει την τιμητική του−, αλλά και ένα βαθύτατα πολιτικό έργο. Με σαρκαστική ευφυΐα και με διαλόγους-μονολόγους έτοιμους, συν τοις άλλοις, να παρουσιαστούν και σε σκηνή θεάτρου, ο Ντοτσανασβίλι αντιπαραθέτει δύο διαφορετικούς κόσμους: τον sui generis διανοούμενο φωτογράφο, λάτρη της λογοτεχνίας και μέντορα του καλοπροαίρετου βοηθού του Κλιμ, από τη μία, τον αθλητικό, μοντέρνο, πολλά υποσχόμενο κρατικό προϊστάμενο και τον πειθήνιο υποτακτικό υπάλληλό του, από την άλλη. Μπορεί η ζωή μέσα στην ποικιλόμορφη υπερβολή της να στριμωχτεί στα τυποποιημένα κουτάκια που προσπαθεί να τη χωρέσει η εξουσία;

- Και ένα μικρό βιογραφικό του συγγραφέα:
Ο Γκούραμ Ντοτσανασβίλι (1939-2021, Τιφλίδα, Γεωργία), ιστορικός και αρχαιολόγος, στρέφεται στην πεζογραφία τη δεκαετία του ’60. Τα πιο γνωστά του έργα είναι το μυθιστόρημα-ποταμός «Το πρώτο ένδυμα», βασισμένο στην παραβολή του Ασώτου, και η νουβέλα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία». Κύρια χαρακτηριστικά των έργων του η υποδόρια κοινωνικοπολιτική κριτική του σοβιετικού καθεστώτος, ο σαρκασμός, η ισορροπία ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον μη ρεαλισμό. Το 1985 έλαβε το Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του και το 2010 το βραβείο Saba. Θεωρείται από τους πλέον εμβληματικούς συγγραφείς της Γεωργίας.
Βρείτε το εδώ, ή στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σας, ή όπου αλλού σάς αρέσει να προμηθεύεστε τα βιβλία σας.
* * *
Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Σάββατο, κάθε Κυριακή, και κάθε Τετάρτη. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ο τρόπος που κατέγραψε τη Θεσσαλονίκη είναι «σχολή»
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Υπήρχαν Λαδάδικα και πριν τον Μητροπάνο
Η τεχνολογία προσφέρει έξυπνες λύσεις που βελτιώνουν την πρόληψη ατυχημάτων, συμβάλλοντας σε ένα ασφαλέστερο οδικό περιβάλλον
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Στον Θερμαϊκό δεν παίζουν μόνο σέλφι αλλά και αστυνομικές ιστορίες
Όσο θα υπάρχουν φοιτητές και σημειώσεις τόσο θα ανθεί ο πεζόδρομος
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι οι άνθρωποί του
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Άλλου είδους μπαρ, άλλου είδους νυχτερινός πολιτισμός
Αυτό που το αποκαλούν Στοιχειωμένη Σπίτι έχει ζωή τριών αιώνων
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
Ιστορίες από το πάνω πάτωμα της Θεσσαλονίκης
Να τσιμπήσω έναν δίσκο ή να φάω μια μπουγάτσα;
Οι κάτοικοι αυτής της πόλης έχουν νικήσει το πολικό ψύχος και ζουν μια φυσιολογική ζωή παρά τις ακραίες θερμοκρασίες που αντιμετωπίζουν κάθε μέρα
Βόλτα στη Θέρμη, που όλοι ψάχνουν για «χρυσάφι»
Τα πάντα είναι εκεί έξω που φυσά ο Βαρδάρης κι όχι στο λάπτοπ σου
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.