Πολιτικη & Οικονομια

Γκράφιτι νεοκλασικού ρυθμού

Δημόσιος χώρος και ελληνική ταυτότητα

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
90264-182054.jpg

Το κτίριο του Πολυτεχνείου είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο δυνατά σύμβολα της πόλης. Επίσης, ένα από τα πιο ταλαιπωρημένα. Στη διάρκεια της ζωής του έχει υποστεί εισβολές τεθωρακισμένων, ακραίους βανδαλισμούς, «απαλλοτριώσεις», εμπρησμούς, καταρρεύσεις, την εγκατάλειψη και τη φθορά. Στις γωνίες του ακροβολίζονται συχνότατα πάνοπλες διμοιρίες. Μπροστά του στήνονται οδοφράγματα με φλεγόμενα αυτοκίνητα και κάδους. Εκτοξεύονται μολότοφ και χημικά. Γίνονται δοσοληψίες, χτυπιούνται ενέσεις, ψυχορραγούν άνθρωποι.

Τελευταίο επεισόδιο, το ασπρόμαυρο γκράφιτι που εδώ και λίγες μέρες καλύπτει τον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου, στη γωνία Στουρνάρη και Πατησίων. Όπως ήταν αναμενόμενο, το θέμα ξεσήκωσε συζητήσεις και τσακωμούς. Κάποιοι το θεωρούν μια σκέτη κακογουστιά, άλλοι λένε πως πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα παρέμβαση, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που αρνούνται να το κρίνουν με καλλιτεχνικούς όρους και το χαρακτηρίζουν σαν μια αυθαιρεσία. Μια βίαιη επέμβαση στο δημόσιο χώρο, για την οποία δεν έχουν ρωτηθεί οι πολίτες.

Αν ανοίξουμε μια οποιαδήποτε εγκυκλοπαίδεια θα δούμε πως αρχιτέκτονας του βασικού κτιριακού συγκροτήματος ήταν ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου. Γεννήθηκε το 1811 στη Θεσσαλονίκη στους κόλπους μιας από τις πιο γνωστές οικογένειες της πόλης. Δέκα χρόνια αργότερα, όταν η επανάσταση εξαπλώνεται στην Μακεδονία, οι Καυταντζόγλου διαφεύγουν στην Μασσαλία. Ο Λύσανδρος κάνει εντυπωσιακές σπουδές στην Ιταλία και πολύ γρήγορα γίνεται μέλος πολλών ευρωπαϊκών Ακαδημιών. Στην Ελλάδα έρχεται για πρώτη φορά σε ηλικία τριάντα τριών ετών, το 1844, έπειτα από πρόσκληση του βασιλιά. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση του αρτισύστατου Πολυτεχνείου και εκπονεί τα σχέδια πολλών σημαντικών κτιρίων (Αρσάκειο, καθολική εκκλησία Αγ. Διονυσίου, Άγιος Κωνσταντίνος στην Ομόνοια κ.α)

Θεωρείται ο δημιουργός ενός απέριττου ρυθμού που συνομιλεί με τον γερμανικό κλασικισμό -ο ίδιος και οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν «ελληνικό». Σπουδαιότερο έργο του είναι βέβαια το Πολυτεχνείο. Το κεντρικό κτίριο, το Αβερώφειο, χαρακτηρίστηκε σαν μια σύνθεση όπου «η αρχαία Ελληνική τέχνη, η Ρωμαϊκή και εκείνη της Αναγεννήσεως έδωκαν τα χέρια». Στα κτίρια προς την Πατησίων «ο δωρικός ρυθμός δίδεται με μια ελαφράδα και χάρη σπάνια».

Παράλληλα, ο Καυταντζόγλου παρεμβαίνει διαρκώς στον δημόσιο λόγο με οξύτατες κριτικές και λιβέλους, οι οποίοι τυπώνονται σε φυλλάδια ώστε να διαβαστούν από τους γραμματιζούμενους της χώρας. Φυσικά, αποκτά πολλούς ορκισμένους εχθρούς. Ο ίδιος έχει μια πολύ αυστηρή άποψη για την αρχιτεκτονική και γενικότερα την τέχνη. Είναι άλλωστε η εποχή κατά την οποία παίρνει σάρκα και οστά το μεγάλο ιδεολόγημα που γεννήθηκε στην Ευρώπη έναν αιώνα νωρίτερα. Σύμφωνα με αυτό, η σύγχρονη Δύση είναι απόγονος του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Η δε σύγχρονη Ελλάδα, χάρη σε μια εντυπωσιακή γέφυρα που υπερπηδά τους αιώνες, είναι η απευθείας συνέχεια της Αθήνας του Περικλή. Τα ενδιάμεσα είτε αποσιωπούνται είτε εκκαθαρίζονται με συνοπτικές διαδικασίες. Δημιουργείται έτσι μια νέα ταυτότητα, η οποία επιβάλλεται από πάνω –από την αστική τάξη- προς τα κάτω και δεσμεύει όλες τις επόμενες γενιές, μέχρι σήμερα.

Πράγματι λοιπόν. Το γκράφιτι της οδού Στουρνάρη αποτελεί μια αυθαιρεσία, μια βίαιη επέμβαση στο δημόσιο χώρο. Κανείς μας δεν ρωτήθηκε και κανείς μας δεν έδωσε την έγκρισή του για να γίνει. Παράλληλα όμως είναι και μια –μάλλον ασύνειδη- προσπάθεια για να ανοίξει η κουβέντα πάνω στο τι ακριβώς σημαίνει επιβολή, στο πώς δημιουργείται η ταυτότητα μιας πόλης, μιας χώρας και ενός λαού. Για κάποιους δε, ίσως και να αποτελεί μια άτσαλη επιχείρηση απεγκλωβισμού από τα απόνερα της μεγάλης αφήγησης του 19ου αιώνα, στα οποία κολυμπάμε, δίχως σωσίβιο, εδώ και τόσες γενιές. Τα απόνερα που έχουμε μάθει να αγαπάμε και να βλέπουμε πάνω τους το είδωλό μας.

Το βέβαιο είναι πως οι δημιουργοί του γκράφιτι δεν έχουν φιλοδοξίες ανάλογες με εκείνες του Καυταντζόγλου, του Χάνσεν ή του Τσίλλερ. Το δικό τους έργο δεν είναι προορισμένο για να μείνει. Δεν πρόκειται να φτιάξει μεγάλες αφηγήσεις ούτε και να δεσμεύσει τους Έλληνες του μέλλοντος. Αργά ή γρήγορα θα βρεθεί το απαιτούμενο κονδύλι και ο τοίχος θα καλυφθεί –μέχρι νεωτέρας βέβαια- από ένα επίχρισμα που θα αναδεικνύει τον «ελληνικό» ρυθμό του κτιρίου. Και η ζωή μπροστά στο μνημείο θα συνεχιστεί, με την ίδια πάντοτε ελαφράδα με την ίδια πάντοτε χάρη.

Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας του Τομά Κουτύρ, Οι Ρωμαίοι της παρακμής, 1847

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.