Βιβλιο

Προδημοσίευση: «Λαγέ, τρέξε» του John Updike

Διαβάστε τις πρώτες σελίδες από το πρώτο μυθιστόρημα της τετραλογίας «The Rabbit series» (εκδόσεις Οξύ)

62222-137653.jpg
A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Λαγέ, τρέξε» του John Updike, εκδόσεις Οξύ

«Λαγέ, τρέξε»: Προδημοσίευση του πρώτου βιβλίου της τετραλογίας του Τζον Απντάικ, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Οξύ

Το 2010, το περιοδικό Time το συμπεριέλαβε στα εκατό καλύτερα μυθιστορήματα των τελευταίων εκατό χρόνων. Ο λόγος για το «Λαγέ, τρέξε», το πρώτο μυθιστόρημα της βραβευμένης τετραλογίας του Τζον Απντάικ «The Rabbit series», με πρωταγωνιστή τον «Λαγό» Άνγκστρομ. Η τετραλογία αυτή θεωρείται η σπουδαιότερη ίσως λογοτεχνική παρακαταθήκη του Απντάικ ενώ ο 3ος τίτλος της σειράς «Ο Λαγός έχει λεφτά» καθώς και ο 4ος «Ο Λαγός αναπαύεται» τιμήθηκαν με βραβείο Πούλιτζερ.
Όπως σημειώνει στο επίμετρο η Σώτη Τριανταφύλλου
«Το "Λαγέ τρέξε" είναι ένα μυθιστόρημα γύρω από το στερεότυπο του Αμερικανουύ άνδρα που νιώθει το κάλεσμα της άγριας φύσης ακόμα κι όταν αυτή απουσιάζει, όπως συμβαίνει στο Μπρούερ της Πενσιλβάνια. Το Μπρούερ συγκεντρώνει τις ιδιότητες και τα φαινόμενα της εποχής του Αϊζενχάουερ: συναίνεση, ή αλλιώς τυραννία της πλειοψηφίας (I like Ike!), κομφορμισμό, προαστιακή εξάπλωση, ευημερία, καταναλωτισμό· και ταυτοχρόνως, καινούργια ερωτήματα για το σεξ, για τη θρησκεία, για την ατομική ταυτότητα έξω από τον γάμο, έξω από το εκκλησίασμα και την κοινότητα. Αυτά τα ερωτήματα, μαζί με μια μορφή θρησκευτικής, μεταφυσικής δίψας, οδηγούν τον Χάρι, όπως πολλούς ήρωες της αμερικανικής λογοτεχνίας –τον Σαλ Πάρανταϊζ και τον Ντιν Μοράιαρτι ως κλασικό παράδειγμα– στη φυγή, ένα per se αμερικανικό μοτίβο της μυθοπλασίας, συνδυασμός γεωγραφικής μορφολογίας, ιστορίας (η κατάκτηση της Δύσης, η μετατόπιση των Συνόρων), μυθολογίας και υποδομών: για να φύγεις χρειάζονται δρόμοι και, για τη φυγή του εικοστού αιώνα, χρειάζεται τροχοφόρο».

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει την 1 Ιουλίου από τις εκδόσεις Οξύ.

Διαβάστε τις πρώτες σελίδες από το «Τρέξε, Λαγέ» του Τζον Απντάικ

Παιδιά παίζουν μπάσκετ γύρω από έναν τηλεφωνικό στύλο με μια βιδωμένη σανίδα για ταμπλό. Πόδια, φωνές. Το σύρσιμο και τα χτυπήματα των πάνινων παπουτσιών τους στο χαλίκι της αλάνας σαν να εκσφενδονίζουν τις φωνές τους ψηλά στον υγρό μαρτιάτικο αέρα, πάνω από τα καλώδια. Ο Λαγός Άνγκστρομ περπατάει στο σοκάκι φορώντας κοστούμι και, παρόλο που είναι είκοσι έξι χρονών και έχει ύψος ένα κι ενενήντα, σταματάει για να δει. Με τέτοιο ύψος δεν μοιάζει για λαγός, αλλά το πλατύ άσπρο του πρόσωπο, οι ξεθωριασμένες γαλάζιες ίριδες των ματιών του και το νευρικό πετάρισμα της μικρής μύτης του καθώς χώνει ένα τσιγάρο στο στόμα του δικαιολογούν εν μέρει το παρατσούκλι του, που του το έδωσαν όταν ήταν κι αυτός παιδί. Στέκεται και σκέφτεται· τα παιδιά τρέχουν συνέχεια, σε στριμώχνουν.

Η παρουσία του δημιουργεί παράξενα συναισθήματα στα σημερινά παιδιά. Παίζουν για τη δική τους ευχαρίστηση, δεν δίνουν παράσταση για έναν ενήλικα που τριγυρίζει στην πόλη με καφέ σταυρωτό κοστούμι. Τους φαίνεται παράξενο να βλέπουν έναν μεγάλο άνθρωπο να περπατάει στην αλάνα. Πού είναι το αυτοκίνητό του; Το τσιγάρο τον κάνει να δείχνει ακόμα πιο υποχθόνιος. Μήπως είναι από κείνους που θα τους προ σφέρουν τσιγάρο ή χρήματα για να πάνε μαζί τους πίσω από το παγοποιείο; Έχουν ακούσει ότι γίνονται τέτοια πράγματα, αλλά δεν φοβούνται και πολύ. Αυτά είναι έξι κι εκείνος ένας.

Η μπάλα χτυπά στο στεφάνι, περνά πάνω από τα έξι κεφάλια και πέφτει μπροστά στα πόδια του ενός. Εκείνος την πιάνει στο πρώτο σκάσιμο, με μια σβελτάδα που τα ξαφνιάζει. Όπως τον κοιτάζουν βουβά, εστιάζει το βλέμμα του κάπου πέρα από τα γαλάζια σύννεφα του καπνού από τα τσιγάρα, μοιάζει ξαφνικά με μια σκοτεινή μορφή που υψώνεται σαν καμινάδα στον απογευματινό ανοιξιάτικο ουρανό· στερεώνει προσεκτικά τα πόδια του και στριφογυρίζει την μπάλα νευρικά μπροστά στο στέρνο του, το ένα κάτασπρο χέρι του πιάνει την μπάλα από πάνω και το άλλο από κάτω, την κουνά υπομονετικά για να υπολογίσει το φύσημα του αέρα. Τα πετσάκια στα νύχια των χεριών του είναι μεγάλα. Τότε, η μπάλα σαν να εκσφενδονίζεται από το δεξί πέτο του σακακιού του και να φεύγει απ’ τον ώμο του ενώ τα λυγισμένα γόνατά του τεντώνονται, αλλά φαίνεται ότι θα αστοχήσει γιατί, αν και έριξε την μπάλα με τη σωστή γωνία, αυτή δεν πηγαίνει προς τη σανίδα. Δεν ήταν όμως αυτός ο στόχος του. Η μπάλα πέφτει μέσα στο στεφάνι, τινάζοντας ελαφρά το δίχτυ που θροΐζει απαλά. «Ναι!» φωνάζει με περηφάνια.

«Καθαρή τύχη», λέει ένα από τα παιδιά.
«Ικανότητα», απαντάει αυτός και ρωτάει: «Μπορώ να παίξω κι εγώ;»

Τα παιδιά δεν αποκρίνονται· ανταλλάζουν απλώς απορημένες ματιές. Ο Λαγός βγάζει το σακάκι του, το διπλώνει προσεκτικά και το αφήνει πάνω σ’ έναν καθαρό σκουπιδοτενεκέ. Ακούει πίσω του τα παντελόνια τους να τρίβονται μεταξύ τους καθώς αρχίζουν πάλι να τρέχουν. Τρέχει ανάμεσά τους ενώ συνωστίζονται για να πιάσουν την μπάλα, την αρπάζει από δυο αδύναμα παιδικά χέρια με λερωμένα δάχτυλα και την κρατάει στην κατοχή του. Η αίσθηση του παλιού τεντωμένου δέρματος της μπάλας αναζωογονεί το σώμα του, δίνει στα χέρια του φτερά. Αγγίζοντάς τη, νιώθει πως έχει γυρίσει πίσω στον χρόνο. Τα χέρια του σηκώνονται σαν από μόνα τους πάνω απ’ το κεφάλι του και η καουτσουκένια μπάλα κατευθύνεται προς το καλάθι. Αισθάνεται τόσο σίγουρος που ανοιγοκλείνει τα μάτια, αλλά η μπάλα αστοχεί για λίγο. Για ένα δευτερόλεπτο αναρωτιέται μήπως έπεσε μέσα στο καλάθι χωρίς ν’ ακουμπήσει το δίχτυ. Ρωτάει: «Με ποια ομάδα παίζω;»

Τα παιδιά μετακινούνται βουβά δεξιά κι αριστερά, και δυο αγόρια ορίζονται να πάνε μαζί του. Θα παίξουν εναντίον των άλλων τεσσάρων. Παρόλο που ο Λαγός φροντίζει να παραμένει σε απόσταση τριών μέτρων από το καλάθι για να ισορροπήσει τις πιθανότητες, και πάλι δεν είναι δίκαιο. Κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να κρατήσει σκορ. Η κατήφεια και η σιωπή τον ενοχλούν. Τα παιδιά μιλούν φωναχτά μεταξύ τους με μονοσύλλαβες λέξεις, αλλά σ’ αυτόν δεν τολμούν να πουν κουβέντα. Στη συνέχεια του παιχνιδιού τα νιώθει να μαζεύονται γύρω απ’ τα πόδια του και να προσπαθούν, ιδρωμένα και τσαντισμένα, να του κλέψουν την μπάλα, αλλά εξακολουθούν να μη βγάζουν λέξη. Δεν του αρέσει να του δείχνουν σεβασμό μ’ αυτό τον τρόπο. Θέλει να τους πει ότι δεν τρέχει τίποτα αν μεγαλώνει κανείς, απολύτως τίποτα. Μετά από δέκα λεπτά, το ένα αγόρι πάει με την άλλη ομάδα και τώρα ο Λαγός Άνγκστρομ παίζει μόνο μ’ ένα παιδί εναντίον πέντε. Αυτό το αγόρι, παρόλο που είναι συγκριτικά νάνος και φαίνεται συνεσταλμένο λόγω της άχαρης σωματικής του διάπλασης, είναι το καλύτερο από τα έξι. Φοράει ένα μάλλινο σκουφί με πράσινη φούντα, που του σκεπάζει τα αυτιά και του φτάνει ως τα φρύδια, κάνοντάς το να μοιάζει με αλήτη στην όψη. Είναι φυσικό ταλέντο. Το κατα- λαβαίνεις από τον τρόπο που κινείται πλάγια χωρίς να κάνει βήμα, γλιστρώντας σαν σκιά. Περιμένει πριν κάνει κάποια κίνηση. Με λίγη τύχη θα γίνει φανταστικός αθλητής στο λύκειο· ο Λαγός ξέρει πώς είναι. Περνάς τις μικρές τάξεις, φτάνεις στην τελευταία και όλοι σε ζητωκραυγάζουν· δεν μπορείς να δεις καλά, γιατί ο ιδρώτας κυλά στο μέτωπό σου και ο θόρυβος σε περικυκλώνει και σε υψώνει στα ουράνια, κι ύστερα τελειώνεις το σχολείο –στην αρχή όλοι σε θυμούνται– απλά τελειώνεις και νιώθεις ωραίος, άνετος κι ελεύθερος. Τελειώνεις και είναι κάπως σαν να εξαϋλώνεσαι και να συνεχίζεις να ανυψώνεσαι, ώσπου γίνεσαι κι εσύ ένα κομμάτι του ουρανού από ενήλικες που κρέμεται πάνω απ’ αυτά τα παιδιά στην πόλη, ένα κομμάτι του ουρανού που για κάποιο λόγο έχει συννεφιάσει και βρίσκεται από πάνω τους. Δεν τον έχουν ξεχάσει, αλλά, ακόμη χειρότερα, δεν τον έχουν καν ακουστά. Στην εποχή του, ωστόσο, ο Λαγός ήταν διάσημος σε όλη την κομητεία. Όταν έπαιζε μπάσκετ στην πρώτη λυκείου έκανε ρεκόρ πόντων για τη δεύτερη κατηγορία, το οποίο και κατέρριψε στην τρίτη λυκείου, πετυχαίνοντας μια επίδοση που καταρρίφθηκε ύστερα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια, δηλαδή τέσσερα χρόνια πριν.

Σκοράρει σουτάροντας με το ένα χέρι, και με τα δύο, από το ύψος της κοιλιάς, από σταθερή θέση, εκτός ισορροπίας, με ραβέρσα και με άλμα. Η μπάλα σηκώνεται στον αέρα ανάλαφρα. Το γεγονός ότι δεν έχει χάσει ακόμα το άγγιγμά του τον χαροποιεί. Νιώθει σαν ν’ απαλλάχτηκε από μια μακροχρόνια θλίψη. Όμως το σώμα του έχει βαρύνει και η ανάσα έχει αρχίσει να του κόβεται. Τον ενοχλεί που λαχανιάζει. Τα πέντε παιδιά στην αντίπαλη ομάδα αρχίζουν να βαρυγκομούν και να παίζουν τεμπέλικα. Πέφτει κατά λάθος πάνω σ’ ένα αγόρι και το ρίχνει κάτω· αυτό σηκώνεται με το πρόσωπο λερωμένο και φεύγει, και τότε ο Λαγός βρίσκει ευκαιρία να τα παρατήσει.

«Εντάξει», λέει. «Ο γέρος φεύγει. Ζητωκραυγάστε τον».

Γυρίζει προς τον συμπαίκτη του, το αγόρι με τη φούντα στο σκουφί, και προσθέτει: «Γεια σου, παιχταρά μου». Αισθάνεται ευγνωμοσύνη για το αγόρι, γιατί συνέχισε να τον παρατηρεί με μια απάθεια αλλά κι έναν θαυμασμό όταν όλα τα υπόλοιπα σκυθρώπιασαν. Τα φυσικά ταλέντα καταλαβαίνουν. Όλα είναι στην αίσθηση.


Ποιος ήταν ο Τζον Απντάικ

Εξέχουσα μορφή των αμερικανικών γραμμάτων του 20ού αιώνα, ο Τζον Απντάικ (1932-2009) ήταν από τους παραγωγικότερους λογοτέχνες, διατηρώντας παράλληλα επί δεκαετίες τη συνεργασία του με έντυπα όπως το New Yorker και το New York Review of Books ως βιβλιοκριτικός και τεχνοκριτικός. Το αμίμητο στυλ γραφής του χαρακτηρίζει όλο το συγγραφικό του έργο – μια ρευστή πρόζα με μεγάλο γλωσσικό πλούτο, «εστιακό» βάθος και ανάγλυφη περιγραφικότητα, στοιχεία που ο ίδιος χαρακτήρισε κάποτε «φόρο τιμής στην ομορφιά του κοινότοπου».

Στοιχεία έκδοσης «Λαγέ, τρέξε»
ISBN: 978960436715
Tίτλος πρωτοτύπου: Rabbit, Run
Συγγραφέας: John Updike
Μετάφραση: Πάνος Τομαράς
Αριθμός σελίδων: 448
Διαστάσεις: 14 (πλάτος) x 21 (ύψος)
Επιμέλεια έκδοσης: Οξύ
Διανομή: Brainfood Εκδοτική ΜΕΠΕ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ