Πολιτικη & Οικονομια

Η χώρα των σκουπιδιών

Υπάρχουν δύο δρόμοι, δύο πιθανές εξελίξεις για την ελληνική κοινωνία

93870-210734.jpg
Δημήτρης Ιωάννου
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
325333-671699.jpg

Ο Τζών Κέννεθ Γκαλμπραίηθ προσπαθώντας, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, να αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίον ο λαός των Ινδιών έδειχνε να μην ενοχλείται ουδέ κατ’ ελάχιστον από τις απαθλιωτικές συνθήκες ένδειας και ρυπαρότητας μέσα στις οποίες διαβιούσε, δημιούργησε την έννοια του «εγκλιματισμού στη φτώχεια» (the accommodation of poverty): έχοντας συνηθίσει να ζουν σε τέτοιες συνθήκες οι άνθρωποι έτειναν να τις θεωρούν εντελώς φυσιολογικές και ως εκ τούτου δεν είχαν καμμία διάθεση να αναζητήσουν μία άλλη, διαφορετική ζωή.

Είναι βέβαιο ότι ο ξένος επισκέπτης στην Ελλάδα, την ομολογουμένως –και ανεξαρτήτως των κατοίκων της– ωραιότερη χώρα του κόσμου, θα αναρωτιέται κάτι αντίστοιχο με τον μεγάλο οικονομολόγο. Όταν θα περιέρχεται τα τοπία της και θα αντικρίζει παντού πεταμένα σκουπίδια, θα προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει. Διότι η Ελλάδα, μετά αρκετής βεβαιότητας, είναι η πιο ρυπαρή χώρα του κόσμου όσον αφορά τα στέρεα απορρίμματα (τα λεγόμενα και litter στην αγγλική). Η Ινδία, αντίστοιχα, πρέπει να είναι πρωταθλήτρια παγκοσμίως στην ρύπανση του περιβάλλοντος από οργανικά απόβλητα (αν και ούτε και στον τομέα αυτόν η Ελλάδα  υπολείπεται και πολύ: προφανώς είναι πρωταθλήτρια στην κατηγορία της, δηλαδή μεταξύ των χωρών μέσου και υψηλού εισοδήματος). Στα στέρεα απορρίμματα, πάντως, ως διακοσμητικό στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος, η Ελλάδα αδιαφιλονίκητα κερδίζει το χρυσό μετάλλιο σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπερτερεί ακόμη και χωρών όπως η Αίγυπτος ή εκείνες του Μαγκρέμπ, και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: διότι οι καταναλωτικές δυνατότητες των κατοίκων της είναι πολύ μεγαλύτερες και έτσι μπορούν να πετούν στα πλαϊνά των δρόμων, στα άλση, στα πάρκα, στα δάση, στις βουνοκορφές, και στις παραλίες αλλά επίσης στη θάλασσα, στα ποτάμια και στις λίμνες πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από πλαστικές φιάλες, κουτάκια μπίρας, κάθε είδους και σχήματος υλικά συσκευασίας, τα πλαστικά ποτηράκια της φραπεδιάς και οτιδήποτε άλλο τους περισσεύει. (Σε αυτό βεβαίως βοηθούν και οι ανοιχτές χωματερές, το περιεχόμενο των οποίων παρασέρνεται πάντοτε όταν υπάρχει νεροποντή προς τα εκεί που τρέχει το νερό. Η αποκομιδή και η διάθεση των απορριμμάτων πάντως είναι άλλο θέμα, και δεν μιλάμε γι’ αυτό εδώ). Στα ελαφριά απορρίμματα μίας χρήσης, δε, που βρίσκονται παντού, προστίθενται και άλλα, πιο βαρέα υλικά, αντιπροσωπευτικά της νοικοκυροσύνης των Ελλήνων όπως, για παράδειγμα, πεταμένες λεκάνες αποχωρητηρίου και νεροχύτες που μπορεί να βρει κανείς καλά κρυμμένες μέσα στις –πανέμορφες κάποτε– αμμοθίνες σε μία παραλία της Αττικής ή στρώματα και ξεκοιλιασμένοι καναπέδες στη μέση του πουθενά, στη δημοσιά που συνδέει το χωριό με την Εθνική. 

Αυτό, λοιπόν, που θα προσπαθεί να καταλάβει ο ξένος περιηγητής της περίεργης αυτής χώρας που λέγεται Ελλάδα, είναι πώς μπορεί να ζουν οι Έλληνες τόσο πολύ συμφιλιωμένοι με τα σκουπίδια τους.

Ένας νέος Γκαλμπραίηθ θα επιχειρούσε ίσως να απαντήσει στο ερώτημα διά της αναλυτικής μεθόδου εξετάζοντας δύο εναλλακτικές υποθέσεις ερμηνείας του φαινομένου. Η πρώτη είναι πως ο Έλληνας θεωρεί τα απορρίμματα ως διακοσμητικό στοιχείο που στολίζει το φυσικό περιβάλλον και γι’ αυτό μεριμνά να τα αυξήσει και να τα πολλαπλασιάσει. Η δεύτερη είναι πως δεν τα βλέπει καθόλου γιατί στην αντίληψή του για τον κόσμο αποτελούν κάτι σαν οργανικό στοιχείο του φυσικού τοπίου ή, ακόμη, και σαν προέκταση του οικείου χώρου του ή και του ίδιου του του εαυτού.

Στην πρώτη περίπτωση, βεβαίως, έχουμε μία ιδιόρρυθμη και ιδιοπρόσωπη αντίληψη αισθητικής που μας ξεχωρίζει από όλους τους άλλους λαούς του δυτικού κόσμου. Εάν πράγματι ισχύει αυτό σημαίνει ότι φανταζόμαστε τη χώρα κάτι σαν ένα τεράστιο ανοιχτό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, σαν ένα πανεθνικό Guggenheim, όπου η υπαρκτή Ελλάδα του πανωσηκώματος, του ελενίτ και της αναμονής με μπετόβεργα, ψιμυθιώνεται ιδανικά από το στόλισμα των σκουπιδιών, ευτελών μεν στην αξία αλλά και τόσο πολύτιμων στην αισθητική αρτίωση της ζωής των κατοίκων της. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται, άλλωστε, από την εμπειρία περιοχών οι οποίες προσπαθούν -και το δηλώνουν μάλιστα-, να ζήσουν και να ευημερήσουν από τον τουρισμό. Στις περιοχές αυτές, λοιπόν, ο περιηγητής μπορεί  να προσέξει ότι οι τοπικές αρχές και η τοπική κοινωνία, συνήθως, όχι μόνο δεν κάνουν τίποτε για να μαζέψουν το σκουπιδαριό που κοσμεί την τοπική φύση, αλλά μάλλον το καμαρώνουν και προσπαθούν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, να το συντηρήσουν και να το πολλαπλασιάσουν. Είναι σαφές σε αυτή την περίπτωση ότι οι Έλληνες θεωρούν το σκουπιδαριό αισθητικό αγαθό, αναπόσπαστο στοιχείο της ομορφιάς του τόπου και της έλξης που αυτός ασκεί στους ξένους επισκέπτες. 

Η δεύτερη περίπτωση, πάλι, εκείνη δηλαδή στην οποία οι Έλληνες δεν ενοχλούνται από τα απορρίμματα διότι απλά δεν τα βλέπουν με αρνητική προσήμανση, δηλαδή σαν περιττά αντικείμενα που τραυματίζουν την εικόνα και την αίσθηση του χώρου εντός του οποίου διαβιούν, είναι η περίπτωση που αποκαλύπτει, ίσως, σαν ιδιαίτερο εθνικό χαρακτηριστικό, έναν μανικό ερωτικό πανθεϊσμό. Όπου το Όλον συναντάται με το επί μέρους, και η Πόλις με τον Δήμο, κατά τον ελληνικό Τρόπο, και όπου ό,τι υπάρχει θεωρείται ιερό και όσιο, διότι διαφορετικά δεν θα υπήρχε. Τα απορρίμματα στην περίπτωση αυτή είτε είναι κάτι σαν τις αγελάδες στην Ινδία, ιερές και απαραβίαστες, είτε αποτελούν μία προέκταση του συλλογικού εαυτού, δηλαδή μία κατηγορία ομοταγών αντικειμένων με τα οποία το συλλογικό υποκείμενο «Νεοέλλην» συμπαρατάσσει και τον εαυτό του.

Όποια όμως και από τις δύο ερμηνείες να προκρίνει ο σύγχρονος Γκαλμπραίηθ, το θέμα είναι ότι υπάρχει ένα αρκετά σοβαρό πρόβλημα. Η εξοικείωση, και ίσως η κρυφή λατρεία του Νεοέλληνα για τα σκουπίδια, έχει μία ανησυχητική ανθρωπολογική πτυχή. Υποδηλώνει έναν λαό που ευρισκόμενος στην ύστερη Νεωτερικότητα, και μάλιστα στην δεύτερη Παγκοσμιοποίηση, δεν έχει ακόμη καταφέρει να συντονιστεί με την εποχή του. Αντιπροσωπευτική της υστέρησης του αυτής είναι η αδυναμία του να χειριστεί, με κατάλληλα τρόπο, τα ευτελή υλικά της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου: χρησιμοποιεί τα πλαστικά, το εμαγιέ και τον τσίγκο, τα φθαρτά, δηλαδή, αλλά και δύσκολα ανακυκλώσιμα, ευτελή τεχνητά προϊόντα της νεώτερης τεχνολογίας, σαν τα άφθαρτα η φυσικά ανακυκλούμενα υλικά της προνεωτερικότητας, δηλαδή την πέτρα, το ξύλο ή τον πηλό. Και αυτή του η αποτυχημένη σχέση με τα υλικά αποκαλύπτει και συμβολίζει απολύτως την, επίσης, πλήρως αποτυχημένη σχέση του με τους ρυθμούς, τους κανόνες και τις αναγκαιότητες του περιβάλλοντος υστερονεωτερικού κόσμου, με τους οποίους όμως ρυθμούς και κανόνες είναι υποχρεωμένος να ζήσει, και των οποίων τις συνέπειες είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει και να υποστεί. (Και μάλιστα τις υφίσταται ήδη και με το παραπάνω). Συνεπώς, η αρμονική συνύπαρξη με το σκουπιδαριό υποδηλώνει και συμβολίζει ευθέως ένα πρόβλημα ανθρωπολογικής φύσεως, το οποίο μπορεί να ορισθεί ως η αναντιστοιχία των αντιλήψεων της νεοελληνικής κοινωνίας με τις αναγκαιότητες της εποχής της.

Χρήσιμο θα ήταν, ίσως, ένα παράδειγμα από τον κόσμο της ευγενούς σκουπιδοάμιλλας. (Και ένα αντιπαράδειγμα, επίσης). Η Ελλάδα δεν ήταν πάντοτε παγκόσμια πρωταθλήτρια στην κατηγορία litter. Πριν από αυτήν, απόλυτος κυρίαρχος στον συγκεκριμένο τομέα ήταν μία άλλη χώρα, της οποίας διέτρεχες τους επαρχιακούς δρόμους και δεν μπορούσες να δεις τίποτα από την εξοχή της, διότι στα δεξιά και στα αριστερά υψώνονταν βουνά ολόκληρα από πεταμένα σκουπίδια. Γιατί, όμως, η χώρα αυτή έπαψε να έχει την πρώτη θέση και έχασε το χρυσό μετάλλιο από την ένδοξη Ελλάδα; Μήπως καθαρίσθηκε και νοικοκυρεύτηκε; Κάθε άλλο. Δυστυχώς, ο λόγος είναι πιο δυσάρεστος: η χώρα αυτή απλά έπαψε να υπάρχει και να λογίζεται ως χώρα. Έγινε no man’s land, δηλαδή μη-χώρα. (Πρόκειται για τη Λιβύη, πρώην «Λαϊκή Δημοκρατία της Τζαμαχιρίας», εάν αυτό έχει κάποια σημασία). Ενώ, αντίθετα, μία πόλη-κράτος στη μακρινή νοτιο-ανατολική Ασία, ρυπαρή και βρώμικη έως τη δεκαετία του 1950 (η Σιγκαπούρη), έγινε η πλέον καθαρή και αποστειρωμένη της περιοχής της, και ταυτοχρόνως προχώρησε με τεράστια βήματα από την απόλυτη ένδεια στην ομάδα των πιο πλούσιων χωρών. Τα δύο παραδείγματα, που δεν είναι μοναδικά γιατί υπάρχουν και πολλά άλλα, αναφέρονται εδώ προς χάριν όσων δύσπιστων και χαλαρών στα θεωρητικά θα αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό, ή περιφρόνηση, τις σημειολογικές αναλύσεις για την σχέση του σκουπιδαριού με την μοίρα ενός έθνους. Δυστυχώς, λοιπόν, ακόμη και γι’ αυτούς οι οποίοι δεν γουστάρουν και πολύ τις φιλοσοφίες, η σύγχρονη εμπειρική πραγματικότητα διδάσκει ότι υπάρχει υψηλός βαθμός συσχέτισης ανάμεσα στον τρόπο αντιμετώπισης των σκουπιδιών και τις πιθανότητες επιβίωσης και ευημερίας  ενός έθνους.

ένας λαός που δεν καταφέρνει να μαζέψει τα σκουπίδια του, δεν μπορεί ούτε το Μνημόνιο να υπερβεί, ούτε την οικονομία του να μεταρρυθμίσει

Ιδωμένα υπό το συγκεκριμένο πρίσμα της  θρησκευτικής λατρείας και της αισθητικής ανάδειξης του σκουπιδαριού σε κεντρικό στοιχείο της νεοελληνικής ταυτότητας, καθώς και των συνδηλώσεων που αυτό έχει για τα βαθύτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, πολλά από τα σύγχρονα ζητήματα μοιάζουν τελείως διαφορετικά. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, πλήθουν οι οραματιστές, οι εραστές, δηλαδή, των μεγάλων και υψηλών στόχων και σκοπών. Κάποιοι βεβαίως είναι ακραίοι και υστερικοί. Έχουμε τους χιτλερικούς που οραματίζονται την κυριαρχία της Άριας φυλής στον τόπο που γέννησε τους Ήρωες, τους εθνοπριαπιστές που οραματίζονται την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας, τους ταξικούς αγωνιστές που οραματίζονται την αταξική κοινωνία, εκείνους που θέλουν να θέσουν τέλος σε κάθε βιασμό της γης από την εξορυκτική βιομηχανία και την γεωργο-κτηνοτροφία, τους άλλους που πιστεύουν ότι οφείλουμε να γεννιόμαστε  άφυλοι-πολύφυλοι και να πεθαίνουμε πολυερωτικοί πανηδονιστές, και ούτω καθ’ εξής. Υπάρχουν όμως και πιο «μετριοπαθείς» και συγκρατημένοι οραματιστές. Αίφνης οι σοσιαλδημοκράτες που οραματίζονται την Ελλάδα ως Δανία του Νότου, ή οι πιστοί της «ευρωπαϊκής πορείας» που οραματίζονται να φθάσουν στο τέρμα τον εξευρωπαϊσμό της χώρας όπως τους άφησε υποθήκη ο Μεγάλος Ευρωπαίος, οιστρηλατούμενοι παράλληλα από τα διδάγματα του «Οίκαδε» και των «Πομερανών», ή ακόμη οι πολύ, πολύ νεο-φιλελεύθεροι που θέλουν ο κάθε Έλληνας να έχει την δική του επιχείρηση, το δικό του οπλοστάσιο και την δική του επικράτεια μέχρι τα όρια της αυλής του σπιτιού του κλπ. (Όσοι κάνουν τακτικές υποχωρήσεις στον δρόμο για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό παραμένουν, πάντως, αταξινόμητοι).

Όλοι αυτοί όμως οι οραματιστές, ακραίοι ή μετριοπαθείς, έντιμοι ιδεολόγοι ή πωρωμένοι δολοφόνοι, υστερικοί ή διαλλακτικοί, εκείνο που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι κινούνται και ενεργούν εντελώς στο κενό. Πράττουν και φλυαρούν με μηδενικό αποτέλεσμα και παράγουν, εκτός από άφθονη αδολεσχία, μία τρύπα στο νερό. Τους διαφεύγει πλήρως το πιο σημαντικό γεγονός: ότι η θρησκευτική αναγόρευση του σκουπιδαριού από τους νεοέλληνες στη θέση που είχαν τα τοτέμ στις πρωτόγονες κοινωνίες του νοτιοδυτικού Ειρηνικού, καθιστά τα κοσμογονικά οράματα, αλλά και κάθε είδους μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, ανυπόστατες, ανεδαφικές και καταγέλαστες παραισθήσεις ενώ, ταυτοχρόνως, τους ίδιους τους καταργεί και τους ακυρώνει ως πολιτικές οντότητες και δυνάμεις και τους καθιστά εφάμιλλους του Δελαπατρίδη. Διότι –πολύ απλά– ένας λαός που δεν καταφέρνει να μαζέψει τα σκουπίδια του, δεν μπορεί ούτε το Μνημόνιο να υπερβεί, ούτε την οικονομία του να μεταρρυθμίσει, ούτε μία πολιτισμένη και ευημερούσα κοινωνία να οικοδομήσει. (Και ας αφήσουμε την συζήτηση για την  Βασιλεύουσα). Έτσι λοιπόν, εις πείσμα των οραματιστών και των κάθε είδους αλαφροΐσκιωτων, η ανάταξη της χώρας μέσω της πορείας της προς την σύγχρονη εποχή δεν μπορεί να ξεκινήσει από πουθενά αλλού παρά μόνο από την αποκαθήλωση του σκουπιδαριού. Η μόνη πραγματική μεταρρύθμιση που μπορεί να λάβει χώρα στην Ελλάδα σήμερα, και το μόνο προαπαιτούμενο για την σωτηρία της χώρας από την επερχόμενη μεταβολή της σε μη-χώρα, περνάει μέσα από την αυτοκάθαρση της, δηλαδή μέσα από το πόλεμο εναντίον του σκουπιδαριού. Έναν πόλεμο, δηλαδή, που θα προσφέρει την μοναδική ευκαιρία να αναβαπτισθεί ο ελληνικός λαός στα νάματα των εθνικών ιδεωδών αλλά και να αποκτήσει συνείδηση της πραγματικότητας του περιβάλλοντος κόσμου την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, ώστε να ευθυγραμμισθεί με τις αδήριτες αναγκαιότητες που επιβάλλει η ύστερη νεωτερικότητα εντός της οποίας ζούμε, και από την οποία δεν μπορούμε να διαφύγουμε όσο και αν εξυμνήσουμε τον Παπουλάκο ή τον ηρωικό Γώγο Μπακόλα.

Ο πόλεμος εναντίον των σκουπιδιών συνεπάγεται αλλά και προϋποθέτει μία πολιτιστική επανάσταση η οποία θα αλλάξει την χώρα οριστικά και διά παντός. Απαιτεί έναν πανεθνικό ξεσηκωμό ώστε να πάψει η πατρίδα μας να στενάζει κάτω από τον αβάσταχτο ζυγό της ανθρωπολογικής της υστέρησης. Η άμεση εισαγωγή νομοθεσίας η οποία θα απαγορεύει ρητά και εις το διηνεκές κάθε είδους συσκευασία μίας χρήσης και θα εξοβελίζει το πλαστικό από οποιαδήποτε χρήση το καθιστά ορατό δια γυμνού οφθαλμού, δεν είναι παρά το πρώτο βήμα. Μεγαλύτερη προσπάθεια απαιτεί η εκπόνηση ενός πανεθνικού σχεδίου δράσης με στόχο την μετατροπή της Ελλάδας στην πιο καθαρή χώρα της Υφηλίου. Στην επιδίωξη του στόχου αυτού δεν πρέπει να υπάρχει καμία έκπτωση, καμία λιγοψυχία και καμία ολιγωρία. Μία με δύο φορές την εβδομάδα οι μαθητές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα πρέπει να βγαίνουν ομαδικά έξω από τα σχολεία τους και να καθαρίζουν εξοχές, δρόμους και παραλίες. (Δεν θα χάνουν και τίποτα, άλλωστε, γιατί έτσι κι αλλιώς, και μάθημα που κάνουνε, πάτοι είμαστε στις διεθνείς συγκρίσεις του προγράμματος PISA). Αντίθετα, η ενασχόληση με τον καθαρισμό της πατρίδας τους θα καταγραφεί και θα λειτουργήσει διά βίου επάνω τους ως το πιο πολύτιμο και λυτρωτικό παιδαγωγικό τους βίωμα. Έτσι θα μάθουν να αγαπούν την χώρα τους, γιατί θα την έχουν περιποιηθεί και εξωραΐσει με τα χέρια τους, και όταν μεγαλώσουν, σε αντίθεση με τους πατεράδες τους που, αγέρωχα και λεβέντικα, ανοίγουν σήμερα το παράθυρο του αυτοκινήτου και πετάνε όλη την σαβούρα τους στον δρόμο, αυτοί θα πονάνε την πατρίδα τους, γιατί θα την έχουν δουλέψει με μόχθο και ανιδιοτέλεια και θα την έχουν καθαρίσει με τον κόπο και με τον ιδρώτα τους στα πιο τρυφερά τους χρόνια. Δεν θα κάνουν ποτέ τις ελεεινές πράξεις των γονιών τους, ενώ θα μαθαίνουν και στα παιδιά τους να μην τις  κάνουν. Η κλασική Αθήνα της αρχαιότητας ίσως έγινε αυτό που έγινε γιατί ανέθρεφε τους εφήβους της με τον σωστό τρόπο, μαθαίνοντάς τους να αγαπάνε την πατρίδα τους όταν τους ανέθετε την πιο κρίσιμη αποστολή, την φύλαξη των συνόρων της. Έτσι και οι απόγονοι των Αθηναίων, σήμερα, θα αναθέσουν στους νέους την πλέον σημαντική και πολύτιμη αποστολή, μετά από την φύλαξη των συνόρων: την απελευθέρωση της χώρας από τα σκουπίδια.

Η πρωτοκαθεδρία, όμως, των νέων στο εγχείρημα σωτηρίας της χώρας δεν αναιρεί τον πανεθνικό/παλλαϊκό του χαρακτήρα και ουδόλως σημαίνει ότι οι άλλες ηλικίες δεν θα συμμετέχουν. Αντίθετα: θα πρέπει ίσως να υπάρξει συνταγματική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία πλήρη πολιτικά δικαιώματα θα απολαμβάνει μόνο ο πολίτης εκείνος ο οποίος αποδεδειγμένα θα έχει συμμετάσχει στον «Μεγάλο Καθαρισμό». Παρομοίως, δεν πρέπει να υπάρχει περίπτωση να εξεταστούν τα συνδικαλιστικά αιτήματα κάποιου σωματείου εάν αυτό προηγουμένως δεν έχει προσκομίσει αδιάσειστες αποδείξεις ότι όχι μόνο καθάρισε σε βαθμό τελειότητας μία έκταση όσο περίπου ο νομός Βοιωτίας αλλά συνεχίζει σε μόνιμη βάση την στενή επιτήρηση και επιθεώρηση του τόπου αυτού ώστε να μην υπάρξει το παραμικρό σκουπιδάκι, πουθενά. Αυτονόητο, δε, είναι ότι δεν θα πρέπει ούτε να τολμήσει να σκεφτεί πολιτικό κόμμα να συμμετάσχει στις εκλογές εάν δεν διαθέτει τα πλέον αδιαμφισβήτητα διαπιστευτήρια για το ότι, σε πλήρη πανστρατιά, από τον αρχηγό του (μπροστά-μπροστά μάλιστα) μέχρι το τελευταίο μέλος του, έχει καθαρίσει και σκουπίσει την χώρα απ’ άκρου εις άκρον, από την Ορεστιάδα έως την Γαύδο και το Καστελόριζο. Και φυσικά όποιος συλλαμβάνεται να βρωμίζει την χώρα πετώντας τα σκουπίδια του στον δρόμο, αφήνοντας το πλαστικό μπουκάλι του νερού του ή το ποτήρι από την καφούντζα που κατανάλωσε στην ωραία αμμουδιά που η μητέρα Φύση για να δημιουργήσει χρειάσθηκε εκατομμύρια χρόνια, θα πρέπει να τιμωρείται αμείλικτα. Όχι μόνο από την θεσμική Δικαιοσύνη, αλλά και από τον αναμορφωμένο, αμείλικτο, τιμωρό λαό. 

Αυτό είναι το μόνο όραμα το οποίο, στην παρούσα φάση, μπορεί και πρέπει να έχει ένας καλός Έλληνας πατριώτης για την χώρα του: μία τεράστια πολιτιστική επανάσταση, ο «Μεγάλος Καθαρισμός», η οποία θα αλλάξει για πάντα και οριστικά την εξωτερική εικόνα της χώρας αλλά και την εσωτερική ψυχοσύνθεση και τον συλλογικό χαρακτήρα του ελληνικού λαού. Κάθε άλλο κοινωνικό όραμα και πολιτικό πρόταγμα, στην παρούσα στιγμή, δεν μπορεί παρά να είναι πρόταση αλαφροϊσκιωτου βλάκα ή αδίστακτου απατεώνα. Κανένα σχέδιο και κανένα πρόγραμμα, ξεκινώντας από τα πιο σαλεμένα και παλαβά, με τον Σείριο και τους Ε, και φθάνοντας έως τα πιο -υποτίθεται- πραγματιστικά και προσγειωμένα, όπως η απαλλαγή από το Μνημόνιο ή η παραμονή στην νομισματική ένωση, δεν έχει ελπίδα να υλοποιηθεί την στιγμή που ο ελληνικός λαός ζει μακάριος στον αστερισμό των σκουπιδιών, και της συλλογικής ξευτίλας που αντανακλάται από αυτό. Μόνο αν προηγηθεί η πολιτιστική επανάσταση, που καθαρίζοντας και αποκαθάροντας την Ελλάδα θα την φέρει πιο κοντά στον 21ο αιώνα, είναι δυνατόν στην συνέχεια να τεθούν και άλλοι εθνικοί στόχοι που θα κατατείνουν στην πρόοδο και στην ανάπτυξη.

Υπάρχουν, λοιπόν, σήμερα δύο δρόμοι, δύο πιθανές εξελίξεις για την ελληνική κοινωνία. Η πρώτη είναι, με αφορμή το εξευτελιστικό και ντροπιαστικό φαινόμενο των σκουπιδιών, να προχωρήσει σε μία πολιτιστική επανάσταση εναντίον του κακού και οπισθοδρομικού της εαυτού που θα την αλλάξει συθέμελα και για πάντα. Στις καθυστερημένες κοινωνίες, εκείνες δηλαδή που δεν μπορούν να αντιληφθούν τους ρυθμούς, τις αξίες και τις αναγκαιότητες της εποχής τους και γι’ αυτό είτε καταστρέφονται είτε παρακμάζουν, η αναπαραγωγή της ακατάλληλης, νοσηρής και αυτοκαταστροφικής ιδεολογίας γίνεται με ομαλό τρόπο, χωρίς τομές και ανατροπές. Οι νέες γενεές εσωτερικεύουν και εγκολπώνονται τις παρακμιακές αξίες της σήψης και της στασιμότητας αντιγράφοντας την στάση ζωής των γονέων τους. Μαθαίνουν τα πατροπαράδοτα παρατηρώντας τις πράξεις και τα ήθη των μεγαλυτέρων και αρχίζουν να τα επαναλαμβάνουν με την είσοδό τους στην παραγωγική ηλικία. Διαμορφώνουν φερ’ ειπείν την εδραία πεποίθηση ότι η κοινωνική ανευθυνότητα δεν έχει απαξία αλλά αντιθέτως είναι μεγάλη μαγκιά, και συμπεριφέρονται αναλόγως. Μην έχοντας μάθει ποτέ είτε από κάποιο ζωντανό παράδειγμα, είτε από την ηθική τους διαπαιδαγώγηση ότι πρέπει πρώτα να κρίνουν τον εαυτό τους πριν επιτεθούν στον εξωτερικό κόσμο, βρίσκουν πολύ βολικό να θεωρούν υπεύθυνους για την κακοτυχία τους όλους τους άλλους εκτός από την δική τους τεμπελιά και οκνηρία. Επιπλέον, έτσι ακριβώς όπως συνέβαινε στην αδάμαστη Αρβανιτιά τον 19ο αιώνα με τις «κτηματικές διαφορές», όπου αυτό που κέρδιζες όταν κατάφερνες να καταπατήσεις και να υπεξαιρέσεις κομμάτι από το χωράφι του γείτονα ήταν ακριβώς όσο έχανε αυτός, (και το αντίστροφο), έτσι και οι σημερινοί νέοι μαθαίνουν από τους σεβάσμιους γονείς τους  να ερμηνεύουν τον κόσμο ως ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος στο οποίο ό,τι δεν αφαιρέσουν με δόλιο και ανέντιμο τρόπο από τον συμπαίκτη-ανταγωνιστή τους θα τους το αφαιρέσει εκείνος. 

Αντίθετα, η πολιτιστική επανάσταση, θα είναι η μεγάλη τομή στην ιστορία της χώρας που θα διακόψει αυτή την ομαλή συνέχεια της παρακμής και την συνεχή αναπαραγωγή της πολιτισμικής απαθλίωσης και της υπαρξιακής ένδειας. Εκτός από το ότι θα γλυτώσει την νέα γενιά από την αθλιότητα των γονέων της και θα μεταστρέψει τον ρου της κοινωνικής μας εξέλιξης, εκτός από το ότι θα απαλλάξει την πατρίδα από την ξευτίλα και την ντροπή που αντιπροσωπεύει η θεοποίηση-τοτεμοποίηση του σκουπιδαριού που κανείς δεν τολμά να το αγγίξει σηκώνοντάς το από την άκρη του δρόμου ή από την παραλία για να το ρίξει στον κάδο, θα έχει και ένα άλλο αποτέλεσμα. Μπορεί να βοηθήσει κάποιους από τους Ελληνάρες να ξεκαπνίσουν λίγο το μυαλό τους για να δραπετεύσουν από την δεισιδαιμονία και την αμορφωσιά. Εκεί δηλαδή που το παλληκάρι ή η λυγερή θα βρίσκεται στην άκρη του δρόμου, ή στην μέση του δάσους, και θα μαζεύει σκουπίδια, βρίζοντας από μέσα του/της για την καταναγκαστική εργασία, μπορεί ξαφνικά να έχει μία πνευματική έκλαμψη και να προσπαθήσει να ισομετρήσει μέσα στο μυαλό του/της  την φοβερά τολμηρή υπόθεση ότι αυτά τα σκουπίδια εκεί δεν τα έριξαν οι πράκτορες του Σόιμπλε και του Σόρος που εποφθαλμιούν να μας φάνε την πατρίδα μας που εμείς τόσο την αγαπάμε και την προσέχουμε, αλλά αυτός ο ίδιος/αυτή ή ίδια καθώς και κάποιοι άλλοι συμπατριώτες/συμπατριώτισσες. Οι οποίοι μάλιστα, όλοι μαζί, εκτός από το να πετάνε τα σκουπίδια έκαναν και πολλά άλλα πράγματα που δεν έπρεπε να είχαν κάνει, και που μόνο εκείνη η περίφημα ελληνική λέξη, που δεν υπάρχει σε καμμία άλλη γλώσσα του κόσμου, δηλαδή η υπέροχη λέξη «ξευτίλα» μπορεί να χαρακτηρίσει. Πράγματα που άμα δεν τα είχαν κάνει δεν θα  βρισκόμασταν σήμερα εδώ που βρισκόμαστε. Και έτσι, μέσα στις (συμβολικές) ιαχές και τις φλόγες της (πραγματικής) μάχης για την αποκάθαρση της χώρας από το σκουπιδαριό μπορεί, παρ’ ελπίδα, και ο αδάμαστος Ελληνάρας να βιώσει μία αληθινή Επιφάνεια, μία καταλυτική Αποκάλυψη και να δει τον κόσμο αλλιώς. 

Αντίθετα, εάν η ελληνορθόδοξη, νεοδημοκρατική και σοσιαλιστική κοινωνία μας συνεχίσει να αντιμετωπίζει σαν πραγματικά λατρευόμενη θεότητά της τα σκουπίδια (και όχι μόνο τα υλικά αλλά και τα πνευματικά και πολιτισμικά), επιμένοντας έτσι να παραμένει ένα αρχαϊκό υστερο-οθωμανικό μόρφωμα τόσο στην νοοτροπία της όσο και στην ιδεολογία της, το μέλλον της δεν θα είναι λαμπρό, στην ταραγμένη εποχή και στην ταραγμένη περιοχή που ζούμε. Το πιο πιθανό είναι ότι, ακόμη και πριν προλάβουν οι «βάρβαροι» να την καταστρέψουν, θα καταστραφεί μόνη της. Αν, δηλαδή, συνεχίσει να συσσωρεύει σκουπίδια με τον ίδιο αδιάλειπτο ρυθμό, πολύ σύντομα αυτά θα γίνουν ένα τεράστιο βουνό που θα καταπλακώσει και θα απονεκρώσει κάθε μορφή ζωής στην χώρα. Υπό το βάρος του η ίδια η ελληνική χερσόνησος κάποια στιγμή θα καταβυθισθεί και θα χαθεί για πάντα στην θάλασσα. Τα μόνα ίχνη που θα απομείνουν να θυμίζουν στο βιαστικό θαλασσοπόρο ταξιδευτή το υπέροχο νεοελληνικό κλέος που κάποτε καταύγασε όλον το κόσμο θα είναι οι ατέλειωτες χιλιάδες πλαστικά μπουκαλάκια, τα κυπελάκια από καφέ, τα κουτάκια της μπύρας και τα κομμάτια από φελιζόλ, που θα επιπλέουν στην επιφάνεια των υδάτων. Όντας μάλιστα φτιαγμένα από υλικά υπερβραδείας (δηλαδή μακραίωνης) ανακύκλωσης θα παραμένουν για αιώνες στις θάλασσες της πρώην Ελλάδας. Τα κύματα θα τα σπρώχνουν στις ακτές της Βουλγαρίας και των Σκοπίων και μετά θα τα τραβάνε ξανά πίσω, μέσα στο ελληνικό αρχιπέλαγος. Και αυτά θα παρασύρονται από τα ρεύματα πότε εδώ και πότε εκεί, χωρίς να λιώνουν και χωρίς να ανακυκλώνονται, αιώνιο μνημείο που θα μαρτυρά πως εδώ κάποτε υπήρξε η περίφημα χώρα των σκουπιδιών, που για να μην τα μαζέψει από τους δρόμους της και τα χωράφια της, και για να μην τα αποκαθηλώσει από την θέση της σύγχρονης θεότητας που τα είχε αναγορεύσει, προτίμησε να πεθάνει και να θαφτεί η ίδια κάτω από αυτά. 

ΥΓ. Εξαιρετικά αφιερωμένο στον αρχιμαλάκα που έσπειρε στην χρυσή άμμο του Άγιου Προκόπη στην Νάξο, δίπλα από την θέση του δεξιού ναυαγοσώστη, εκατοντάδες αποτσίγαρα.     

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ