Βιβλιο

Παιδί, κινητό, διαδίκτυο και social media: Μια μεγάλη συζήτηση

Όσα μάς είπε ο καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας και Κυβερνοψυχολογίας Πέτρος Ρούσσος, με αφορμή το βιβλίο του «Μεγαλώνοντας παιδιά στην ψηφιακή εποχή» (Gutenberg)

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
21’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Παιδί, κινητό, διαδίκτυο και social media: Μια μεγάλη συζήτηση
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας. Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Ο Πέτρος Ρούσσος είναι καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας και Κυβερνοψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ. Είναι επίσης διευθυντής του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών στην Κυβερνοψυχολογία, και διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας, επίσης στο ΕΚΠΑ. Ασχολείται ερευνητικά πάνω από 30 χρόνια τώρα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την αλληλεπίδραση παιδιών, εφήβων και ενηλίκων με τις ψηφιακές τεχνολογίες, εστιάζοντας στις επιπτώσεις που έχουν στις νοητικές διεργασίες, στη μάθηση και στη συμπεριφορά μας. Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά. Πριν από λίγες ημέρες, κυκλοφόρησε και το βιβλίο του, «Μεγαλώνοντας παιδιά στην ψηφιακή εποχή. Κίνδυνοι, προκλήσεις και ευκαιρίες» (196 σελίδες, Εκδόσεις Gutenberg). Το θεωρούμε βασικό ανάγνωσμα για τη συζήτηση που έχει αρχίσει και γίνεται, όχι μόνο γιατί καλύπτει σφαιρικά το θέμα, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο το κάνει — με δυο λέξεις: χωρίς κινδυνολογία· ψύχραιμα· όπως ακριβώς πρέπει να γίνονται αυτές οι συζητήσεις.

Τον αναζητήσαμε, και είχαμε μαζί του την παρακάτω συζήτηση. Εάν έχετε παιδιά, ή αν είστε σε επαφή με παιδιά, παρακαλούμε διαβάστε την οπωσδήποτε — και προμηθευτείτε το βιβλίο. Από μεριάς μας, τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του, και για την ευγένειά του.

Παιδί, κινητό, διαδίκτυο και social media: Μια μεγάλη συζήτηση

Κ.Α.: Από τον ερχόμενο μήνα η Αυστραλία απαγορεύει τη χρήση των social media στα παιδιά κάτω των 16 ετών. Κατόπιν πρωτοβουλιών της Ελλάδας —από τις χώρες που πρωτοστατούν στο θέμα της προστασίας των ανηλίκων στο διαδίκτυο—, η ΕΕ καθιερώνει νέα μέτρα ελάχιστης ηλικίας 16 ετών για την πρόσβαση στα social media, στις πλατφόρμες κοινής χρήσης βίντεο και στις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης (εκτός εάν υπάρχει άδεια των γονέων), και ελάχιστης ηλικίας 13 ετών για την πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Αν δεν σας κάνει κόπο, κύριε καθηγητά, θα ήθελα ένα σχόλιο επ’ αυτού, για να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας.

Π.Ρ.: Η απόφαση της Αυστραλίας, αλλά και τα νέα ευρωπαϊκά ηλικιακά όρια, δείχνουν κάτι πολύ σημαντικό: διεθνώς υπάρχει πλέον μια σαφής παραδοχή ότι τα παιδιά χρειάζονται μεγαλύτερη προστασία στον ψηφιακό κόσμο. Το τοπίο των πλατφορμών αλλάζει πολύ γρήγορα και οι κίνδυνοι είναι πραγματικοί και υπαρκτοί. Ωστόσο, τα ηλικιακά όρια από μόνα τους δεν αρκούν. Είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. Η εμπειρία των τελευταίων ετών μάς δείχνει ότι ένα παιδί που θέλει να μπει σε μια πλατφόρμα μπορεί να το κάνει εύκολα, ακόμη κι αν δεν πληροί το ηλικιακό όριο. Συνεπώς, ο κίνδυνος είναι να δημιουργήσουμε έναν «κρυφό» ψηφιακό κόσμο, όπου τα παιδιά θα κινούνται χωρίς εποπτεία και χωρίς καθοδήγηση.

Το τοπίο των πλατφορμών αλλάζει πολύ γρήγορα και οι κίνδυνοι είναι πραγματικοί και υπαρκτοί. Ωστόσο, τα ηλικιακά όρια από μόνα τους δεν αρκούν. Είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη

Στο βιβλίο μου τονίζω συχνά ότι η τεχνολογία μοιάζει με τη θάλασσα: δεν είναι λύση να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά από αυτήν. Η λύση είναι να τους μάθουμε να κολυμπούν με ασφάλεια. Τα ηλικιακά όρια μπορούν να λειτουργήσουν όπως οι σημαδούρες σε μια παραλία: θέτουν όρια ασφαλείας, αλλά δεν αντικαθιστούν την εκπαίδευση, την επίβλεψη και την πλήρη ενημέρωση.

Για να προστατευτούν πραγματικά τα παιδιά χρειάζονται ενημερωμένους και ενεργούς γονείς, καλλιέργεια κριτικής σκέψης από μικρή ηλικία, και πλατφόρμες με πραγματική λογοδοσία. Πιστεύω ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από τις οικογένειες και τα σχολεία να αναλάβουν όλο το βάρος. Οι εταιρείες τεχνολογίας οφείλουν να διασφαλίσουν μηχανισμούς επαλήθευσης ηλικίας, περιορισμούς στο ακατάλληλο περιεχόμενο και εργαλεία προστασίας που να είναι ενεργά «από προεπιλογή».

Κ.Α.: Πιστεύετε ότι υπάρχει δυνατότητα υγιούς ισορροπίας στο διαδίκτυο ή μιλάμε για ένα μέσο που εκ φύσεως παράγει εξάρτηση;

Π.Ρ.: Η ιδέα ότι «το διαδίκτυο από τη φύση του παράγει εξάρτηση» ακούγεται ελκυστική, γιατί μας απαλλάσσει από την ευθύνη να το κατανοήσουμε. Όμως δεν είναι ακριβής. Το διαδίκτυο δεν είναι μια ομοιογενής οντότητα, ούτε μια ενιαία εμπειρία. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, με πεδία υψηλής εκπαιδευτικής αξίας, με εργαλεία δημιουργικότητας και επικοινωνίας, αλλά και με χώρους που έχουν σχεδιαστεί για να κρατούν τον χρήστη «κολλημένο». Άρα το ερώτημα δεν είναι αν το διαδίκτυο παράγει εξάρτηση, αλλά ποιο κομμάτι του παράγει εξάρτηση, σε ποιον και υπό ποίες συνθήκες.

Θα έλεγα ότι ο κίνδυνος βρίσκεται κυρίως στις πλατφόρμες που έχουν σχεδιαστεί με βάση την οικονομία της προσοχής. Εκεί όπου ο χρόνος που περνάμε μεταφράζεται σε κέρδος για την εταιρεία. Πράγματι, αυτές οι πλατφόρμες αξιοποιούν πολύ εξελιγμένα ψυχολογικά εργαλεία: αλγοριθμικές προτάσεις, ειδοποιήσεις, μηχανισμούς επιβράβευσης, περιεχόμενο που εναλλάσσεται γρήγορα. Όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον που μπορεί να ευνοεί εθιστικές συμπεριφορές. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το διαδίκτυο στο σύνολό του είναι εθιστικό. Υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι του που υποστηρίζει την αυτονομία, τη δημιουργικότητα, τη μάθηση και τη συνεργασία, δηλαδή τα ακριβώς αντίθετα του εθισμού.

Όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον που μπορεί να ευνοεί εθιστικές συμπεριφορές. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το διαδίκτυο στο σύνολό του είναι εθιστικό

Κρίσιμο κατά τη γνώμη μου είναι και το ότι η εξάρτηση δεν είναι προϊόν μόνο της τεχνολογίας· είναι προϊόν της αλληλεπίδρασης της τεχνολογίας με το παιδί, την οικογένεια, την καθημερινότητα και τα όρια που έχουν τεθεί. Αν ένα παιδί κοιμάται ελάχιστα, δεν αθλείται, δεν βλέπει φίλους, δεν έχει οικογενειακές ρουτίνες, αν οι γονείς απουσιάζουν πολλές ώρες ή χρησιμοποιούν και οι ίδιοι υπερβολικά τις οθόνες, τότε το έδαφος για προβληματική χρήση είναι πολύ πιο πρόσφορο.

Άποψή μου είναι πως υπάρχει η δυνατότητα της υγιούς ισορροπίας που αναφέρατε, και αυτή χτίζεται όταν οι γονείς έχουν ενεργή παρουσία και κατανοούν τον ψηφιακό κόσμο, υπάρχουν σαφή όρια και ρουτίνες, τα παιδιά συμμετέχουν στη διαδικασία «συμφωνίας» των κανόνων και νιώθουν ότι έχουν λόγο, υπάρχει ποικιλία δραστηριοτήτων εκτός οθόνης, και η τεχνολογία χρησιμοποιείται όχι μόνο για κατανάλωση, αλλά και για δημιουργία.

Κ.Α.: Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι η ανωνυμία και η ψευδής ταυτότητα στο διαδίκτυο αποτελούν τη ρίζα των κινδύνων, και σε ποιο βαθμό είναι απλώς ο καθρέφτης μιας ήδη υπάρχουσας κοινωνικής αποξένωσης;

Π.Ρ.: Η ανωνυμία και η ψευδής ταυτότητα στο διαδίκτυο αποτελούν πράγματι ισχυρούς παράγοντες που ενισχύουν την επιθετικότητα, τον εκφοβισμό, την παραπληροφόρηση και τη χειραγώγηση. Δεν μπορούμε να το αμφισβητήσουμε: όταν κάποιος αισθάνεται ότι «δεν βλέπουν το πρόσωπό του», ότι μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες, ότι δεν λογοδοτεί, τότε μειώνονται σημαντικά οι αναστολές του. Αυτό εξηγεί γιατί βλέπουμε συμπεριφορές στο διαδίκτυο που δεν θα εμφανίζονταν ποτέ με την ίδια ένταση στον φυσικό χώρο.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι η ανωνυμία είναι η «ρίζα» όλων των σύγχρονων κινδύνων. Στην πραγματικότητα λειτουργεί περισσότερο ως ενισχυτής, όχι ως γενεσιουργός αιτία.

Στο βιβλίο τονίζω ότι η τεχνολογία συνήθως μεγεθύνει συμπεριφορές και τάσεις που ήδη υπάρχουν στην κοινωνία. Η επιθετικότητα, η αποξένωση, η ανασφάλεια, η έλλειψη ορίων, η δυσκολία στη διαχείριση των συναισθημάτων προϋπήρχαν της τεχνολογίας. Το διαδίκτυο τα κάνει αυτά πιο ορατά, πιο άμεσα και συχνά πιο ακραία. Με άλλα λόγια, ο ψηφιακός κόσμος λειτουργεί σαν καθρέφτης. Δεν δημιουργεί έναν νέο άνθρωπο, αλλά αποκαλύπτει και ενίοτε διογκώνει κομμάτια του ανθρώπου που υπάρχουν ήδη. Ειδικά για τα παιδιά και τους εφήβους, η ανωνυμία τροφοδοτεί συμπεριφορές που σχετίζονται με την αναπτυξιακή τους φάση: πειραματισμό, ανάγκη για αποδοχή, παρορμητικότητα, δοκιμή ορίων. Αυτά δεν τα δημιουργεί η τεχνολογία· τα εντάσσει όμως σε ένα περιβάλλον που μπορεί να τα κάνει πιο επικίνδυνα.

Η επιθετικότητα, η αποξένωση, η ανασφάλεια, η έλλειψη ορίων, η δυσκολία στη διαχείριση των συναισθημάτων προϋπήρχαν της τεχνολογίας. Το διαδίκτυο τα κάνει αυτά πιο ορατά, πιο άμεσα και συχνά πιο ακραία

Είναι επίσης σημαντικό να σημειώσουμε ότι η ανωνυμία δεν είναι εξ ορισμού αρνητική. Προστατεύει ευάλωτες ομάδες, λειτουργεί ως εργαλείο ελευθερίας έκφρασης σε αυταρχικά καθεστώτα, επιτρέπει σε παιδιά και εφήβους να αναζητήσουν βοήθεια για θέματα που δυσκολεύονται να συζητήσουν ανοιχτά. Άρα το ερώτημα δεν είναι «πρέπει ή όχι να υπάρχει η ανωνυμία;» αλλά υπό ποίες συνθήκες και με ποιους μηχανισμούς προστασίας.

Συνεπώς, όταν μιλάμε για κινδύνους στο διαδίκτυο, οφείλουμε να αποφύγουμε την εύκολη λύση της μονοδιάστατης εξήγησης. Πιστεύω ακράδαντα πως η προστασία των παιδιών δεν περνάει από την κατάργηση της ανωνυμίας, αλλά από την καλλιέργεια ενσυναίσθησης, τον ψηφιακό γραμματισμό, τη διδασκαλία ορίων και συνέπειας, την καλή σχέση των παιδιών με τους γονείς, και ένα σχολείο που αναγνωρίζει τον ψηφιακό κόσμο ως κομμάτι της σύγχρονης ταυτότητας των μαθητών.

Η τεχνολογία αποκαλύπτει ποιοι είμαστε. Το στοίχημα δεν είναι να αλλάξουμε τον καθρέφτη· είναι να αλλάξουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο τα παιδιά μεγαλώνουν και διαμορφώνουν την ταυτότητά τους.

Κ.Α.: Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη ψευδαίσθηση της ψηφιακής εποχής για τους νέους; Την αίσθηση ελευθερίας ή τη βεβαιότητα ότι είναι «ενημερωμένοι», ότι είναι μέσα στα πράγματα;

Π.Ρ.: Δυσκολεύομαι να απαντήσω ποια από τις δύο είναι μεγαλύτερη! Θα έλεγα ότι μάλλον είναι ένα δίπολο που αλληλοτροφοδοτείται. Το διαδίκτυο τους δίνει την αίσθηση ότι μπορούν να δουν τα πάντα, να εκφράσουν τα πάντα, να γνωρίζουν τα πάντα. Στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος αυτής της εμπειρίας είναι εξαιρετικά περιορισμένο και διαμορφωμένο από αλγορίθμους που λειτουργούν αόρατα.

Να το εξηγήσω όμως για να μη μείνει ασαφές. Οι νέοι νιώθουν ότι έχουν απόλυτη ελευθερία επειδή μπορούν να δημιουργήσουν περιεχόμενο, να σχολιάσουν, να συμμετάσχουν σε κοινότητες, να παρουσιάσουν τον εαυτό τους όπως θέλουν. Όμως, αυτή η «ελευθερία» είναι βαθιά εξαρτημένη από τις επιλογές που κάνουν οι πλατφόρμες γι’ αυτούς: τι θα δουν, τι θα τους προταθεί, ποιο περιεχόμενο θα επιβιώσει και ποιο θα χαθεί στον αλγόριθμο. Το περιβάλλον μοιάζει ανοιχτό, αλλά λειτουργεί σαν καλά σχεδιασμένο οικοσύστημα στο οποίο οι χρήστες κινούνται σε προδιαγεγραμμένα μονοπάτια. Όσο νεότερος είναι ο χρήστης, τόσο δυσκολότερο του είναι να το συνειδητοποιήσει.

Όμως, αυτή η «ελευθερία» είναι βαθιά εξαρτημένη από τις επιλογές που κάνουν οι πλατφόρμες γι’ αυτούς: τι θα δουν, τι θα τους προταθεί, ποιο περιεχόμενο θα επιβιώσει και ποιο θα χαθεί στον αλγόριθμο

Αντίστοιχα, η ψευδαίσθηση της ενημέρωσης είναι ίσως ακόμη πιο ισχυρή. Οι νέοι εκλαμβάνουν τη ροή του περιεχομένου ως πραγματική γνώση. Το γεγονός ότι «βομβαρδίζονται» από εικόνες, βίντεο, απόψεις και αποσπασματικές πληροφορίες τούς κάνει να πιστεύουν ότι είναι «μέσα στα πράγματα». Όμως η συνεχής έκθεση δεν ισοδυναμεί με κατανόηση.

Είναι χαρακτηριστικό, και το υπογραμμίζω στο βιβλίο, ότι ο σύγχρονος εγκέφαλος γίνεται πολύ καλός στη σάρωση πληροφοριών, αλλά όχι απαραίτητα στην εμβάθυνση, στην κριτική ανάλυση ή στη διάκριση αλήθειας-ψεύδους. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση «ψευδο-επαρκούς γνώσης» που είναι πολύ απατηλή. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση δεν είναι ούτε αποκλειστικά η ελευθερία ούτε αποκλειστικά η ενημέρωση, αλλά η πεποίθηση ότι η εμπειρία του διαδικτύου είναι ουδέτερη και ότι την ελέγχουν οι ίδιοι. Αυτό είναι το βαθύτερο λάθος.

Κ.Α.: Πόσο επηρεάζει, κατά τη γνώμη σας, η πορνογραφία τον τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι αντιλαμβάνονται τις σχέσεις και τη συναίνεση; Θεωρείτε ρεαλιστική τη συζήτηση αυτών των θεμάτων μεταξύ γονιών και παιδιών;

Π.Ρ.: Η πορνογραφία έχει αναμφίβολα ισχυρή επίδραση στον τρόπο με τον οποίο οι έφηβοι αντιλαμβάνονται τις σχέσεις, τη σεξουαλικότητα και τη συναίνεση. Όχι επειδή «καταστρέφει» τον εγκέφαλο των παιδιών, αυτή τη θεωρώ μια υπεραπλουστευμένη και ανακριβή προσέγγιση, αλλά επειδή λειτουργεί ως ένα είδος «σιωπηλής εκπαίδευσης» σε μια ηλικία όπου η σεξουαλική ταυτότητα και οι προσδοκίες διαμορφώνονται. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι μεγάλο μέρος της πορνογραφίας παρουσιάζει μη ρεαλιστικά ή ακραία σενάρια. Είναι ότι λειτουργεί ως ο πρώτος «δάσκαλος», ειδικά όταν δεν υπάρχει οργανωμένη σεξουαλική αγωγή και οι γονείς αποφεύγουν τις συζητήσεις αυτές. Έτσι, ο έφηβος μπορεί να υιοθετήσει λανθασμένες αντιλήψεις καθώς η πορνογραφία παρουσιάζει την ερωτική πράξη αποκομμένη από συναισθήματα, από διαπραγμάτευση και από επικοινωνία, δηλαδή ακριβώς εκείνα τα στοιχεία που είναι θεμελιώδη στις πραγματικές σχέσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει κάποιους εφήβους σε μια στρεβλή κατανόηση του τι σημαίνει σεξουαλική οικειότητα.

Ωστόσο, το κρίσιμο σημείο είναι ότι η πορνογραφία δεν δρα στο κενό. Η επίδρασή της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των συζητήσεων μέσα στην οικογένεια, από το αν υπάρχει εμπιστοσύνη ώστε ο έφηβος να ζητήσει καθοδήγηση, από το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον εαυτό του και το σώμα του, αλλά και από το συνολικό ψηφιακό περιβάλλον στο οποίο κινείται.

Στο ερώτημά σας για το αν είναι ρεαλιστική η συζήτηση γονιών-παιδιών, θα πω ότι όχι μόνο είναι ρεαλιστική, αλλά είναι και απολύτως απαραίτητη. Ξέρετε, το πρόβλημα δεν είναι ότι οι γονείς δεν μπορούν να συζητήσουν αυτά τα θέματα. Το πρόβλημα είναι ότι συχνά πιστεύουν ότι δεν πρέπει. Αυτό αφήνει τον έφηβο μόνο του, να μαθαίνει από το διαδίκτυο, από φίλους, από περιεχόμενο εντελώς ακατάλληλο. Οι γονείς δεν χρειάζεται να αναλύσουν λεπτομέρειες ούτε να κάνουν μια «διάλεξη». Χρειάζεται να μπορούν να πουν με φυσικότητα τι σημαίνει συναίνεση, τι σημαίνει σεβασμός, τι σημαίνει ασφάλεια, τι είναι υγιές και τι είναι επικίνδυνο, πώς διαχειριζόμαστε την πίεση από συνομηλίκους, πώς ξεχωρίζουμε τον φανταστικό κόσμο από τον πραγματικό.

Ξέρετε, το πρόβλημα δεν είναι ότι οι γονείς δεν μπορούν να συζητήσουν αυτά τα θέματα. Το πρόβλημα είναι ότι συχνά πιστεύουν ότι δεν πρέπει

Αν η οικογένεια έχει ήδη χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης σε άλλα ζητήματα, η συζήτηση για τη σεξουαλικότητα και τη συναίνεση γίνεται σταδιακά, όχι σε μία «μεγάλη στιγμή». Και αυτή η προσέγγιση είναι πολύ πιο αποτελεσματική από το «μην το δεις», το οποίο συχνά έχει το αντίθετο αποτέλεσμα.

Ποιο είναι λοιπόν το μεγαλύτερο ζητούμενο; Όχι να κρατήσουμε τους εφήβους μακριά από την πληροφορία (αυτό είναι πρακτικά αδύνατο), αλλά να μην αφήσουμε την πορνογραφία να είναι ο μόνος δάσκαλος. Η πραγματική προστασία των εφήβων δεν έρχεται με απαγορεύσεις αλλά με τη δυνατότητα να συζητήσουν όσα βλέπουν, να κάνουν ερωτήσεις και να καταλάβουν τι είναι υγιές, τι είναι ρεαλιστικό και τι είναι επικίνδυνο. Αν δεν το κάνουν με τους γονείς τους, θα το κάνουν με το διαδίκτυο. Και το διαδίκτυο δεν έχει πάντα τις καλύτερες προθέσεις.

Κ.Α.: Θεωρείτε ότι οι γονείς μπορούν πράγματι να παρακολουθούν τη διαδικτυακή ζωή των παιδιών τους χωρίς να καταπατούν την ιδιωτικότητά τους; Πού χαράσσεται η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην προστασία και στην παραβίαση των δικαιωμάτων των παιδιών;

Π.Ρ.: Το ερώτημα αυτό είναι ένα από τα πιο δύσκολα της σύγχρονης γονεϊκότητας. Και είναι δύσκολο γιατί δεν υπάρχει μια καθολική λύση που να ταιριάζει σε όλες τις οικογένειες και σε όλες τις ηλικίες. Παρά ταύτα, υπάρχει μια βασική αρχή που πρέπει να μας καθοδηγεί: η προστασία των παιδιών δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με τον σεβασμό προς αυτά. Αν συμβεί αυτό, όχι μόνο χάνουμε την εμπιστοσύνη τους, αλλά τα ωθούμε να κρύβονται περισσότερο.

Οι γονείς οφείλουν να έχουν παρουσία και εποπτεία, αλλά όχι «παρακολούθηση» με την αστυνομική έννοια. Η ουσία δεν είναι να ψάχνουμε κρυφά, αλλά να δημιουργούμε ένα πλαίσιο στο οποίο το παιδί νιώθει ότι μπορεί να μιλήσει. Ένας έφηβος που νιώθει ότι τον κατασκοπεύουν δεν οδηγείται σε ασφαλέστερες συμπεριφορές· γίνεται απλώς πιο επιδέξιος στο να κρύβει.

Ένας έφηβος που νιώθει ότι τον κατασκοπεύουν δεν οδηγείται σε ασφαλέστερες συμπεριφορές· γίνεται απλώς πιο επιδέξιος στο να κρύβει

Πού λοιπόν βρίσκεται η λεπτή γραμμή; Νομίζω ότι η γραμμή ανάμεσα στην προστασία και στην παραβίαση δεν χαράσσεται τεχνικά, αλλά σχεσιακά. Δεν καθορίζεται από το αν ο γονέας έχει πρόσβαση σε μια συσκευή, αλλά από το αν έχει προηγηθεί συζήτηση και συμφωνία, αν το παιδί γνωρίζει ποια όρια υπάρχουν και γιατί, αν ο γονιός λειτουργεί με διαφάνεια ή με μυστικότητα, αν η παρέμβαση είναι προληπτική ή τιμωρητική, αλλά και από την ηλικία και την ωριμότητα του παιδιού. Για ένα παιδί 8-10 ετών, λογικές μορφές εποπτείας είναι απαραίτητες και αναμενόμενες. Δεν μπορεί να αφεθεί μόνο του σε έναν κόσμο που δεν κατανοεί ακόμη. Για έναν 15χρονο, όμως, η υπερβολική παρακολούθηση μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερο κακό από το ίδιο το διαδίκτυο: να διαβρώσει τη σχέση γονιού-εφήβου, να ενισχύσει τη μυστικότητα και να δυσκολέψει το παιδί να ζητήσει βοήθεια όταν πραγματικά τη χρειάζεται.

Σε τελική ανάλυση, η γραμμή ανάμεσα στην προστασία και στην παραβίαση βρίσκεται στο αν ο γονέας προσπαθεί να χτίσει έλεγχο ή εμπιστοσύνη. Ο έλεγχος παράγει μυστικότητα, ενώ η εμπιστοσύνη παράγει ασφάλεια.

Κ.Α.: Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το πιο επικίνδυνο λάθος που κάνουν οι σύγχρονοι γονείς στην προσπάθεια να προστατεύσουν τα παιδιά τους από το διαδίκτυο;

Π.Ρ.: Θεωρώ ότι αντιμετωπίζουν την τεχνολογία ως τον «εχθρό» και όχι ως ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο τα παιδιά έτσι κι αλλιώς θα ζήσουν. Όταν ο γονέας ξεκινά από τη λογική «να μην έρθει σε επαφή», «να το περιορίσω όσο γίνεται», «να το ελέγχω συνεχώς», στην πράξη πετυχαίνει το αντίθετο αποτέλεσμα: το παιδί μαθαίνει να κρύβεται, όχι να προστατεύεται. Αυτό το λάθος χαρακτηρίζεται από τρεις διαστάσεις:

  • Υπερπροστασία που οδηγεί σε άγνοια και μυστικότητα. Τι εννοώ; Πολλοί γονείς προσπαθούν να κρατήσουν τα παιδιά «μακριά» από το διαδίκτυο ή από συγκεκριμένες πλατφόρμες. Το πρόβλημα είναι ότι τα παιδιά θα εκτεθούν ούτως ή άλλως, είτε στο σπίτι φίλων, είτε στο σχολείο, είτε μέσα από τη δική τους συσκευή. Όταν η προσέγγιση του γονέα είναι απαγορευτική, το παιδί δεν μαθαίνει να αναγνωρίζει κινδύνους, γιατί απλώς επικεντρώνει την προσπάθειά του στο να αποφύγει τον γονικό έλεγχο και όχι τον κίνδυνο.
  • Το δεύτερο χαρακτηριστικό αυτού του λάθους είναι η αυταπάτη του πλήρους ελέγχου, δηλαδή η πεποίθηση ότι ο γονέας μπορεί να ελέγχει κάθε δραστηριότητα του παιδιού στο διαδίκτυο: κάθε μήνυμα, κάθε εφαρμογή, κάθε λεπτό χρήσης. Αυτό όχι μόνο είναι ανέφικτο, αλλά και επικίνδυνο. Κανένα παιδί, και ειδικά κανένας έφηβος, δεν αντέχει σε ένα περιβάλλον συνεχούς παρακολούθησης. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως η μυστικοπάθεια, τα κρυφά προφίλ, οι δεύτερες συσκευές, η χρήση πλατφορμών που ο γονέας δεν γνωρίζει. Στο βιβλίο το επαναλαμβάνω συχνά: η ασφάλεια των παιδιών δεν χτίζεται με επιτήρηση αλλά με επικοινωνία.
  • Τέλος, ίσως το πιο ύπουλο χαρακτηριστικό αυτού του λάθους των γονέων είναι η εστίαση αποκλειστικά στους «κινδύνους» και η αδυναμία να δουν τις ευκαιρίες. Βλέποντας το διαδίκτυο μόνο ως πηγή απειλών, χάνουν την ευκαιρία να το αξιοποιήσουν ως εργαλείο μάθησης, δημιουργικότητας, κοινωνικοποίησης, ενίσχυσης δεξιοτήτων, επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια.

Για να απαντήσω λοιπόν στο ερώτημά σας με μια φράση, το πιο επικίνδυνο λάθος είναι το να προσπαθήσουμε να προστατεύσουμε τα παιδιά «από» το διαδίκτυο αντί να τα διδάξουμε πώς να ζουν «μέσα» σε αυτό.

Κ.Α.: Αναφέρετε ότι οι έφηβοι πάσχουν από μια «αθροιστική αναπηρία» λόγω υπερπροστασίας. Θα λέγατε ότι αυτή η διαπίστωση είναι κριτική προς τους γονείς ή προς ένα εκπαιδευτικό και κοινωνικό σύστημα που δεν τους στηρίζει;

Π.Ρ.: Όταν μιλώ για αυτή την «αναπηρία», δεν το κάνω για να κατηγορήσω τους γονείς. Το αντίθετο: προσπαθώ να περιγράψω ένα κοινωνικό φαινόμενο που υπερβαίνει την οικογένεια και στο οποίο οι γονείς έχουν παγιδευτεί, συχνά παρά τη θέλησή τους.

Οι σημερινοί γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους σε ένα περιβάλλον πρωτόγνωρο: υπερφόρτωση πληροφοριών, έντονος δημόσιος λόγος για κινδύνους, οικονομικές ανασφάλειες, περιορισμένος ελεύθερος χρόνος, και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν προσαρμόστηκε ποτέ πραγματικά στις ανάγκες του 21ου αιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο, η υπερπροστασία είναι συχνά μια αμυντική αντίδραση, όχι μια συνειδητή στρατηγική.

Η «αθροιστική αναπηρία» δεν αναφέρεται σε κάποιο οργανικό έλλειμμα των παιδιών, αλλά στο ότι μεγαλώνουν με λιγότερες εμπειρίες αυτόνομης αντιμετώπισης δυσκολιών: λιγότερο παιχνίδι έξω, λιγότερες διαφωνίες που πρέπει να επιλύσουν μόνοι τους, λιγότερη τριβή με πραγματικές καταστάσεις. Και αυτό δεν είναι ευθύνη μόνο των γονέων. Άρα σε ποιους απευθύνεται η κριτική;

Καταρχάς, προς το κοινωνικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Σε μεγάλο βαθμό, οι γονείς υπερπροστατεύουν επειδή φοβούνται δικαίως. Φοβούνται ένα ανεπαρκές σχολείο που δεν εκπαιδεύει τα παιδιά σε κρίσιμες δεξιότητες: αυτορρύθμιση, επίλυση συγκρούσεων, ψηφιακό γραμματισμό, ανθεκτικότητα. Φοβούνται μια κοινωνία που δεν προσφέρει ασφαλείς δημόσιους χώρους για ελεύθερο παιχνίδι. Φοβούνται μια ψηφιακή κουλτούρα που εξελίσσεται πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούν να παρακολουθήσουν. Είναι εύκολο να ζητάμε από τους γονείς να «χαλαρώσουν» όταν γύρω τους όλα τούς σπρώχνουν προς την υπερπροστασία.

Απευθύνεται επίσης προς ένα πολιτισμικό αφήγημα που υπερτονίζει τον κίνδυνο. Ζούμε σε μια εποχή όπου ο κίνδυνος «πουλάει». Τα μέσα ενημέρωσης, οι ειδήσεις, ο δημόσιος λόγος γύρω από την τεχνολογία δημιουργούν μια αίσθηση ότι ο κόσμος είναι πιο επικίνδυνος από ποτέ. Αυτό ενισχύει την ενστικτώδη τάση των γονιών να προστατεύσουν υπερβολικά.

Ζούμε σε μια εποχή όπου ο κίνδυνος «πουλάει». Τα μέσα ενημέρωσης, οι ειδήσεις, ο δημόσιος λόγος γύρω από την τεχνολογία δημιουργούν μια αίσθηση ότι ο κόσμος είναι πιο επικίνδυνος από ποτέ

Τέλος, βεβαίως απευθύνεται και προς τους ίδιους τους γονείς, αλλά όχι ως κατηγορία. Οι γονείς έχουν ευθύνη, αλλά η κριτική μου δεν λέει «Φταίτε». Λέει: «Σταματήστε να παίζετε έναν ρόλο που δεν ανήκει μόνο σε εσάς».

Κ.Α.: Ο ψηφιακός εγγραμματισμός που προτείνετε στο βιβλίο σας έχει έναν χαρακτήρα σχεδόν πολιτισμικής επανεκπαίδευσης. Θεωρείτε ότι οι γονείς μπορούν πράγματι να ανταποκριθούν σε έναν ρόλο που απαιτεί τόσο γνώσεις όσο και ψυχολογική ανθεκτικότητα; Επίσης, γράφετε ότι η τεχνολογία δεν είναι μόνο πρόκληση αλλά «καταλύτης επαναπροσδιορισμού» του ρόλου του γονιού. Ποια μορφή φαντάζεστε να παίρνει αυτή η νέα γονεϊκότητα;

Π.Ρ.: Ο ψηφιακός εγγραμματισμός δεν είναι απλώς μια λίστα γνώσεων για το πώς λειτουργεί το διαδίκτυο. Είναι μια ευρύτερη μετατόπιση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη γονεϊκότητα στον 21ο αιώνα, μια διαδικασία που πράγματι μοιάζει με πολιτισμική επανεκπαίδευση. Δεν ζητώ από τους γονείς να γίνουν ειδικοί στην τεχνολογία. Ζητώ να παραμείνουν αυτό που πάντα ήταν: οι βασικοί οδηγοί στη συναισθηματική, κοινωνική και αξιακή ανάπτυξη των παιδιών τους, μέσα όμως σε ένα περιβάλλον που έχει αλλάξει ριζικά.

Στο βιβλίο υπογραμμίζω ότι η σύγχρονη γονεϊκότητα είναι δυναμική. Η τεχνολογία δεν είναι εξωτερικός παράγοντας που πρέπει να «ελεγχθεί», αλλά ένα νέο οικοσύστημα που επηρεάζει τον τρόπο σκέψης, τη συμπεριφορά και τις σχέσεις των παιδιών. Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς χρειάζεται να αναπτύξουν νέες δεξιότητες, όχι για να γίνουν τεχνικοί, αλλά για να κατανοούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά τους.

Μπορούν οι γονείς να ανταποκριθούν; Ναι, αλλά όχι μόνοι τους. Ο ψηφιακός εγγραμματισμός που περιγράφω προϋποθέτει θέληση για μάθηση και στήριξη από το σχολείο, τους ειδικούς και την πολιτεία, ώστε να παραμείνουν σχετικοί στη ζωή των παιδιών τους. Γι’ αυτό και στο βιβλίο προτείνω μια νέα μορφή γονεϊκότητας: λιγότερο κάθετη («εγώ ξέρω – εσύ ακολουθείς») και περισσότερο οριζόντια, συνεργατική. Οι γονείς δεν είναι «αστυνόμοι της τεχνολογίας», αλλά εκπαιδευτές της χρήσης της: μιλούν για κινδύνους χωρίς να καλλιεργούν φόβο, αναδεικνύουν ευκαιρίες, καλλιεργούν κριτική σκέψη. Απορρίπτω τη λογική της απομόνωσης από την τεχνολογία. Αντίθετα, πιστεύω ότι χρειάζεται ισορροπημένη ένταξή της στην οικογενειακή ζωή, ώστε τα παιδιά να μάθουν να τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο ανάπτυξης, δημιουργικότητας και αυτονομίας.

Οι γονείς δεν είναι «αστυνόμοι της τεχνολογίας», αλλά εκπαιδευτές της χρήσης της: μιλούν για κινδύνους χωρίς να καλλιεργούν φόβο, αναδεικνύουν ευκαιρίες, καλλιεργούν κριτική σκέψη. Απορρίπτω τη λογική της απομόνωσης από την τεχνολογία

Σε αυτή τη λογική δημιουργήσαμε και ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης γονέων που πάει ένα βήμα πέρα από το βιβλίο. Έχει τίτλο «Γονεϊκότητα στην ψηφιακή εποχή» και σχεδιάστηκε για να προσφέρει στους γονείς πρακτικά εργαλεία, ψυχολογική ενδυνάμωση και καθοδήγηση από ειδικούς. Φιλοδοξούμε να καλύψουμε ένα κενό που συναντούμε συχνά στα σχολεία: έναν ασφαλή χώρο όπου οι γονείς μπορούν να ενημερωθούν, να ρωτήσουν, να ανταλλάξουν εμπειρίες και να εκπαιδευτούν στο πώς θα σταθούν δίπλα στα παιδιά τους μέσα στον ψηφιακό κόσμο — όχι απέναντί του. Για τους αναγνώστες σας που ενδιαφέρονται, πληροφορίες βρίσκονται στον σύνδεσμο: https://learnonline.cce.uoa.gr/parenting

Κ.Α.: Και κάτι παραπλήσιο: η ευθύνη για τη χρήση της τεχνολογίας μοιράζεται, όπως λέτε, ανάμεσα στους δημιουργούς, τους νομοθέτες και τους πολίτες. Πιστεύετε πως οι πολίτες διαθέτουν τα εργαλεία για να έχουν ουσιαστικό λόγο ή πρόκειται για μια ιδανική, πλην δύσκολα εφαρμόσιμη, ισορροπία;

Π.Ρ.: Όταν λέω ότι η ευθύνη για τη χρήση της τεχνολογίας μοιράζεται ανάμεσα στους δημιουργούς, τους νομοθέτες και τους πολίτες, δεν περιγράφω μια ιδανική κατάσταση· περιγράφω μια αναγκαιότητα. Η τεχνολογία έχει ενσωματωθεί τόσο βαθιά στην καθημερινότητα, που κανένας φορέας δεν μπορεί να τη διαχειριστεί μόνος του. Στο βιβλίο τονίζω ότι οι βλάβες που προκαλεί η τεχνολογία δεν είναι ευθύνη των μηχανών, αλλά όσων τις σχεδιάζουν, προγραμματίζουν, αναπτύσσουν και χρησιμοποιούν. Αυτό σημαίνει ότι η τεχνολογία δεν είναι ένα εξωτερικό τεχνούργημα που μας επιβάλλεται· είναι ένα οικοσύστημα στο οποίο συμμετέχουμε όλοι, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι.

Διαθέτουν οι πολίτες τα εργαλεία; Η ειλικρινής απάντηση είναι «όχι ακόμη, τουλάχιστον στον βαθμό που θα έπρεπε», αλλά αυτό είναι εφικτό και απολύτως απαραίτητο. Οι πολίτες σήμερα έχουν έναν διπλό ρόλο. Ρόλο χρήστη, όπου πρέπει να κατανοήσουν τους κινδύνους, τις δυνατότητες και τις δεξιότητες που απαιτεί ο ψηφιακός κόσμος, και ρόλο πολίτη, όπου καλούνται να απαιτήσουν ρυθμιστικές παρεμβάσεις, διαφάνεια και λογοδοσία από τις πλατφόρμες και το κράτος.

Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν διδαχθεί πώς να χρησιμοποιούν συσκευές, όχι πώς να κατανοούν τον ψηφιακό κόσμο. Γι’ αυτό στο τελευταίο μέρος του βιβλίου μιλώ για τον ψηφιακό γραμματισμό ως κρίσιμη δεξιότητα, όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για τους ενήλικες. Η νέα εποχή απαιτεί από όλους, γονείς, εκπαιδευτικούς, και πολίτες, να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία επηρεάζει τον εγκέφαλο, τη συμπεριφορά, τις σχέσεις και την καθημερινότητά μας, τη δημοκρατία.

Η νέα εποχή απαιτεί από όλους, γονείς, εκπαιδευτικούς, και πολίτες, να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο η τεχνολογία επηρεάζει τον εγκέφαλο, τη συμπεριφορά, τις σχέσεις και την καθημερινότητά μας, τη δημοκρατία

Είναι λοιπόν εφικτή ή ουτοπική αυτή η ισορροπία; Πιστεύω ότι δεν είναι ουτοπία, αλλά μεταβατικό στάδιο. Όπως γράφω και στο κεφάλαιο για το μέλλον της γονεϊκότητας, η τεχνολογία λειτουργεί ως καταλύτης για έναν συνολικό επαναπροσδιορισμό: δεν αφορά μόνο τους γονείς, αλλά ολόκληρη την κοινωνία, που πρέπει να βρει μια νέα ισορροπία ανάμεσα στην προστασία και στην ενσωμάτωση της τεχνολογίας.

Κ.Α.: Πώς βλέπετε τον ρόλο του σχολείου στο νέο αυτό πλαίσιο; Πιστεύετε πως η εκπαίδευση μπορεί να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα της οικογενειακής αδυναμίας στον ψηφιακό τομέα;

Π.Ρ.: Ο ρόλος του σχολείου στο νέο ψηφιακό τοπίο είναι όχι μόνο κρίσιμος, αλλά και αναντικατάστατος. Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία διαμορφώνει τον τρόπο που τα παιδιά μαθαίνουν, επικοινωνούν και αντιλαμβάνονται τον κόσμο, το σχολείο δεν μπορεί να περιορίζεται στη διδασκαλία γνωστικών αντικειμένων. Πρέπει να λειτουργεί και ως θεσμός που καλλιεργεί δεξιότητες, στάσεις και τρόπους σκέψης απαραίτητους για τον 21ο αιώνα.

Στο βιβλίο υπογραμμίζω ότι, μαζί με τη διδασκαλία τεχνικών δεξιοτήτων, το σχολείο οφείλει να εστιάζει και στην ψυχική ευημερία των μαθητών στο ψηφιακό περιβάλλον, γιατί η υπερβολική χρήση μπορεί να οδηγήσει σε άγχος, κατάθλιψη και κοινωνική απομόνωση. Είναι επομένως αναγκαίο να καλλιεργούνται συνήθειες ισορροπίας, κριτικής σκέψης και υγιών ψηφιακών πρακτικών μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτή η προσέγγιση υπερβαίνει τη στενή έννοια της «τεχνολογικής εκπαίδευσης» και αφορά το πώς οι μαθητές αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους στον ψηφιακό χώρο, πώς διαχειρίζονται την έκθεση, πώς προστατεύουν τα δεδομένα τους, πώς ξεχωρίζουν την πληροφορία από την παραπληροφόρηση, πώς συμπεριφέρονται με ενσυναίσθηση και ευθύνη.

Μπορεί το σχολείο να αντισταθμίσει τις αδυναμίες της οικογένειας; Μέχρι ενός σημείου, ναι, και πρέπει. Αλλά όχι μόνο του. Στο βιβλίο υποστηρίζω ότι το σχολείο πρέπει να αποτελέσει φορέα ενημέρωσης και υποστήριξης για τους γονείς, παρέχοντας σεμινάρια, καθοδήγηση και εργαλεία για την ψηφιακή προστασία των παιδιών. Αυτό σημαίνει ότι η εκπαίδευση δεν έχει μόνο ρόλο για τους μαθητές, αλλά και για τις οικογένειες, οι οποίες συχνά αισθάνονται ανεπαρκείς, αβέβαιες ή τρομαγμένες μπροστά στις τεχνολογικές αλλαγές.

Μπορεί το σχολείο να αντισταθμίσει τις αδυναμίες της οικογένειας; Μέχρι ενός σημείου, ναι, και πρέπει. Αλλά όχι μόνο του

Κ.Α.: Στη μελέτη σας εμφανίζεται έντονη η ανάγκη για ψυχική στήριξη και παρουσία ειδικών. Πιστεύετε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι έτοιμο να ενσωματώσει τέτοια υποστήριξη στα σχολεία;

Π.Ρ.: Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει κάνει βήματα προς την ενσωμάτωση ψυχολόγων στα σχολεία, ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι οι ανάγκες των παιδιών, ειδικά σε σχέση με την ψηφιακή τους ζωή, είναι πολύ μεγαλύτερες από τις υφιστάμενες δομές.

Σήμερα, τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε έναν κόσμο που κινείται πολύ πιο γρήγορα από τους θεσμούς που καλούνται να τα στηρίξουν. Η τεχνολογία επηρεάζει τη συμπεριφορά, τη συγκέντρωση, τις σχέσεις, την αυτοεικόνα, την ψυχική ανθεκτικότητα. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο ως χώρος μάθησης, αλλά πρέπει να λειτουργεί και ως χώρος συναισθηματικής υποστήριξης και καθοδήγησης. Ειδικά όταν μιλάμε για τον ψηφιακό κόσμο, η ψυχική στήριξη δεν είναι προαιρετική· είναι απολύτως απαραίτητη. Υπάρχουν παιδιά που αντιμετωπίζουν διαδικτυακή πίεση, κοινωνική σύγκριση, εκφοβισμό, παραπληροφόρηση, υπερδιέγερση. Κι όμως, πολλά σχολεία δεν διαθέτουν ούτε την απαιτούμενη στελέχωση, ούτε τον χρόνο, αλλά ούτε την απαιτούμενη τεχνογνωσία ώστε να ανταποκριθούν συστηματικά σε αυτές τις ανάγκες.

Ειδικά όταν μιλάμε για τον ψηφιακό κόσμο, η ψυχική στήριξη δεν είναι προαιρετική· είναι απολύτως απαραίτητη

Είναι έτοιμο το ελληνικό σχολείο να ενσωματώσει ουσιαστική ψυχική στήριξη; Θα έλεγα ότι υπάρχει η πρόθεση και η βάση, αλλά δεν υπάρχει ακόμη η οργανωμένη ικανότητα. Και αυτό δεν είναι κριτική· είναι διαπίστωση. Ακριβώς γι’ αυτό, η ενίσχυση των γονέων είναι αναγκαία. Το σχολείο δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναλάβει μόνο του όλο το βάρος της ψηφιακής διαπαιδαγώγησης. Χρειάζεται μια τριγωνική συνεργασία: σχολείο, οικογένεια και ειδικοί. Αν λείπει ένας από τους τρεις, η στήριξη των παιδιών γίνεται αποσπασματική.

Κ.Α.: Γράφετε κάπου ότι τα παιδιά πρέπει να μάθουν να «χρησιμοποιούν την τεχνολογία με τους δικούς τους όρους». Μπορείτε να μας εξηγήσετε ποια είναι τα πρακτικά βήματα που οδηγούν σε αυτό χωρίς να επιβληθεί έλεγχος ή φόβος;

Π.Ρ.: Λέγοντας ότι τα παιδιά πρέπει να χρησιμοποιούν την τεχνολογία με τους δικούς τους όρους, εννοώ ότι χρειάζεται να χτίσουν μια σχέση συνειδητή και κριτική με τα ψηφιακά εργαλεία, μια σχέση όπου δεν παρασύρονται, αλλά επιλέγουν, ρυθμίζουν και οριοθετούν τη χρήση τους με τρόπο που στηρίζει την ανάπτυξή τους. Όχι μια σχέση φόβου («μην μπεις εκεί»), ούτε μια σχέση απόλυτης ελευθερίας («κάνε ό,τι θέλεις»), ούτε φυσικά μια σχέση παρακολούθησης («σε ελέγχω για να είσαι ασφαλής»). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι το παιδί πρέπει να μάθει πώς λειτουργεί η τεχνολογία, πώς επηρεάζει το ίδιο, πώς βάζει όρια στον εαυτό του, και πώς κάνει συνειδητές επιλογές, όχι επιλογές που του επιβάλλει ο αλγόριθμος, η μόδα ή η πίεση των συνομηλίκων. Αυτή η αυτονομία δεν «προκύπτει». Χτίζεται. Και χτίζεται με τρόπους που δεν έχουν καθόλου τη μορφή αστυνόμευσης.

Ποια είναι λοιπόν τα πρακτικά βήματα; Θα τα αναφέρω πολύ συνοπτικά και τηλεγραφικά (περισσότερα στο βιβλίο!):

  • Διαφάνεια από νωρίς.
  • Κοινή διαμόρφωση κανόνων. Όταν το παιδί συμμετέχει στη διαμόρφωση των κανόνων, τους σέβεται γιατί τους αντιλαμβάνεται ως δικούς του, όχι ως τιμωρητικά μέτρα.
  • Σταδιακή ανάληψη ευθύνης. Η ψηφιακή αυτονομία είναι σαν το κολύμπι: στην αρχή κρατάς το παιδί πολύ κοντά, μετά λίγο πιο μακριά, αλλά πάντα είσαι εκεί.
  • Διδασκαλία αυτορρύθμισης, όχι επιβολή.
  • Συζήτηση για τις εμπειρίες, όχι έλεγχος περιεχομένου.
  • Ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής σκέψης.
  • Οικογενειακό παράδειγμα. Νομίζω ότι είναι ο πιο υποτιμημένος παράγοντας. Η σχέση ενός παιδιού με την τεχνολογία μοιάζει εκνευριστικά με τη σχέση των γονιών με την τεχνολογία.

Κ.Α.: Αναρωτιέστε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν κόσμο όπου οι μηχανές μαθαίνουν και αποφασίζουν. Έχετε προσωπική απάντηση σε αυτό το ερώτημα ή το θεωρείτε ανοιχτό φιλοσοφικά;

Π.Ρ.: Το ερώτημα δεν είναι μόνο φιλοσοφικό, είναι βαθιά υπαρξιακό και απόλυτα πρακτικό. Ζούμε στην εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι πια εργαλείο, αλλά περιβάλλον. Παρεμβαίνει στον τρόπο που επικοινωνούμε, που μαθαίνουμε, που σκεφτόμαστε. Αλλάζει τη σχέση μας με την πληροφορία, με τον χρόνο, με τον εαυτό μας. Έχω μια προσωπική απάντηση στο ερώτημά σας, αλλά ταυτόχρονα το θεωρώ και ανοιχτό.

Θεωρώ ότι η έννοια του «ανθρώπου» δεν καθορίζεται από το τι μπορούν να κάνουν οι μηχανές, αλλά από το τι παραμένει αποκλειστικά δικό μας και τι μπορούμε να καλλιεργήσουμε ακόμη περισσότερο εξαιτίας αυτών των αλλαγών. Για μένα, λοιπόν, το να είσαι άνθρωπος στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης σημαίνει τρία πράγματα:

  • Σημαίνει επίγνωση. Δηλαδή να καταλαβαίνουμε πώς λειτουργούν τα συστήματα γύρω μας, πώς διαμορφώνουν τις επιλογές μας, πώς επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Αν δεν έχουμε επίγνωση, οι μηχανές δεν αποφασίζουν «στη θέση μας», αποφασίζουν πριν από εμάς.
  • Σημαίνει σχέση. Οι μηχανές μπορούν να μιμούνται τη συνομιλία, την ενσυναίσθηση, την πρόβλεψη. Δεν μπορούν όμως να βιώσουν σχέση, να υποστούν την αμηχανία της ανθρώπινης επαφής, να χαρούν ή να πληγωθούν από έναν άλλον άνθρωπο. Η σχέση παραμένει αμιγώς ανθρώπινη λειτουργία και είναι αυτή που δίνει νόημα στην εμπειρία μας, όχι η πληροφορία.
  • Σημαίνει ευθύνη. Η τεχνητή νοημοσύνη μάς απαλλάσσει από κόπο, όχι από ευθύνη. Το πώς χρησιμοποιούμε την τεχνολογία, τι της ζητάμε, τι της επιτρέπουμε, πώς επηρεάζει τη ζωή των παιδιών μας, είναι όλα ανθρώπινες αποφάσεις. Το να είσαι άνθρωπος στην εποχή των μηχανών σημαίνει να μην υποχωρήσεις στην παθητικότητα.

Γιατί θεωρώ πως είναι και ένα ανοιχτό ερώτημα; Μα γιατί η έννοια του ανθρώπου διαμορφώνεται ιστορικά. Άλλος ήταν ο «άνθρωπος» στην αγροτική κοινωνία, άλλος στη βιομηχανική επανάσταση, άλλος στη μαζική κοινωνία των μέσων ενημέρωσης. Το ίδιο συμβαίνει τώρα: η τεχνητή νοημοσύνη μάς αναγκάζει να επαναπροσδιορίσουμε ποια είναι η δική μας συμβολή, τι θεωρούμε σημαντικό, πού τοποθετούμε την ανθρώπινη εμπειρία. Θεωρώ κρίσιμο να μην αφήσουμε την τεχνολογία να καθορίσει μόνη της την απάντηση. Να την καθορίσουμε εμείς με επίγνωση και ευθύνη.

Κ.Α.: Σας ευχαριστώ θερμά, κε καθηγητά!

Π.Ρ.: Και εγώ σας ευχαριστώ για τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και ουσιαστικές ερωτήσεις σας. Ο διάλογος γύρω από την τεχνολογία, τα παιδιά και τη γονεϊκότητα είναι αναγκαίος σήμερα περισσότερο από ποτέ και χαίρομαι ιδιαίτερα που μου δώσατε την ευκαιρία να συμμετάσχω σε αυτή τη συζήτηση.

ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Πόσο χρόνο περνούν τα παιδιά σας μπροστά στις οθόνες; Είναι ασφαλή στο Διαδίκτυο; Πώς επηρεάζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την αυτοεικόνα και τις σχέσεις τους; Μπορεί η τεχνολογία να ενισχύσει τη μάθηση, ή μήπως τελικά βλάπτει τη συγκέντρωση και την κριτική τους σκέψη; Και το πιο σημαντικό: Πώς μπορούν οι γονείς να γίνουν καθοδηγητές και όχι απλώς παρατηρητές στον ψηφιακό κόσμο των παιδιών τους; Αυτό το βιβλίο δεν είναι μια απλή καταγραφή φόβων και ανησυχιών. Αντίθετα, βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και πραγματικές εμπειρίες για να προσφέρει στους γονείς χρήσιμες γνώσεις κι εργαλεία και να προβάλει προβληματισμούς σχετικά με τη θετική χρήση της τεχνολογίας, τους κινδύνους του Διαδικτύου, την έννοια του ψηφιακού αποτυπώματος, καθώς και τις νομικές και ηθικές διαστάσεις της διαδικτυακής παρουσίας. Όπως ένας έμπειρος καπετάνιος δεν εγκαταλείπει το πλοίο μόλις αντικρίζει μια καταιγίδα, έτσι κι εμείς, ως γονείς, πρέπει να μάθουμε να πλοηγούμαστε με ασφάλεια στον απέραντο και απίστευτα πλούσιο ψηφιακό ωκεανό, προετοιμάζοντας τα παιδιά μας για το μέλλον.

ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:

Πρόλογος
1. Μια εισαγωγή στον ψηφιακό κόσμο
2. Θετικές χρήσεις της τεχνολογίας
3. Οι κίνδυνοι από τη χρήση των κινητών και του διαδικτύου
4. Παιδιά και έφηβοι μπροστά στις οθόνες
5. Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ο αντίκτυπός τους στα παιδιά
6. Ηλεκτρονικά παιχνίδια: Οφέλη και προκλήσεις
7. Ψηφιακό αποτύπωμα και διαδικτυακή φήμη
8. Νομικές και ηθικές διαστάσεις
9. Γονεϊκότητα στην ψηφιακή εποχή
Αντί επιλόγου
Βιβλιογραφία
Γλωσσάρι

Παιδί, κινητό, διαδίκτυο και social media: Μια μεγάλη συζήτηση

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY