Βιβλιο

Νά ποια είναι η ωραιότερη, και ταυτόχρονα χειρότερη, στιγμή για έναν συγγραφέα

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Νά ποια είναι η ωραιότερη, και ταυτόχρονα χειρότερη, στιγμή για έναν συγγραφέα
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

Στον καιρό μας, η πιο ωραία στιγμή για έναν συγγραφέα είναι μαζί και η χειρότερη. Ποια είναι; Αυτή:

Όταν ανακοινώνει δημοσία την έκδοση του καινούργιου του βιβλίου.

Καναδυό δεκαετίες πριν, και μέχρι και καναδυό αιώνες παραπίσω, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Τα νέα για την έκδοση τα μάθαιναν μόνο μερικοί από τους φίλους σου. Το κοινό πληροφορούνταν ότι κυκλοφόρησε ένα ακόμη καινούργιο βιβλίο από τις εφημερίδες, κάποιες ημέρες μετά — στην ΚΑΛΥΤΕΡΗ περίπτωση, και ΟΧΙ σε όλες τις περιπτώσεις. Και κανείς συγγραφέας δεν έβλεπε πώς έπαιρνε την είδηση αυτή το κοινό. Το μόνο που έβλεπε ήταν η αντίδραση ενός πολύ μικρού μέρους του κοινού, στο «λογοτεχνικό» καφενείο ή μπαρ όπου σύχναζε, σε καναδυό «διαδρόμους», και στην παρουσίαση που ίσως θα έκαμνε — τα βιβλία παρουσιάζονταν άπαξ: ο θεσμός των πολλαπλών παρουσιάσεων επί ένα έτος και βάλε, και των καλά σχεδιασμένων τουρνέ ανά την επικράτεια, είναι ολοκαίνουργιος, της τελευταίας πενταετίας, σαν το cooling break στο ποδόσφαιρο.

Θα το θυμάται ιδίως τις μελαγχολικές βραδιές των παρουσιάσεων, που μοιάζουν με τα ενθουσιώδη σχόλια στην ανακοίνωσή της όσο η φωτογραφία ενός προϊόντος από το Temu μοιάζει με το ίδιο το προϊόν

Τα πράγματα, δηλαδή, έχουν αλλάξει τρομερά. Τώρα, κάθε συγγραφέας ανακοινώνει τα χαρμόσυνα νέα σε μερικές χιλιάδες ανθρώπους. Και, ως αποτέλεσμα, εισπράττει σε πραγματικό χρόνο και την ευαρέσκεια του κοινού (τέλος πάντων, των φίλων και ακολούθων του στα ΜΚΔ), τα λάικ, τις καρδούλες, τις κοινοποιήσεις και τις ευχές τους. Αυτή είναι η πιο ωραία στιγμή για έναν συγγραφέα στον καιρό μας. Και είναι, μαζί, και η χειρότερη.

Γιατί τόσο ο ίδιος όσο και όλοι οι υπόλοιποι παίκτες (οι φίλοι, οι ακόλουθοι, αυτοί που έκαναν λάικ ή καρδούλα, αυτοί που κοινοποίησαν το χαράς ευαγγέλιο, αυτοί που του ευχήθηκαν — αλλά βέβαια και όλοι οι τρίτοι, αυτοί που τα παρακολουθούν όλα αυτά χωρίς να συμμετέχουν, οι ορκισμένοι εχθροί, οι χολερικοί ανταγωνιστές, οι βλοσυροί σύντροφοι στην ΚΟΒΑ, κλπ. κλπ.), όλοι μα όλοι ξέρουν πως όλο αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Δεν σημαίνει τίποτε. Τίποτε απολύτως.

Κάθε συγγραφέας μαθαίνει κάποια στιγμή να διακρίνει αυτή την επίμονη παραφωνία, αυτό το χάσμα που ανοίγει σιωπηλά ανάμεσα στον θριαμβικό θόρυβο της δημόσιας επιδοκιμασίας και τη μελαγχολική σιγή της πραγματικότητας.

Κι αυτή η αίσθηση θα τον επισκέπτεται συχνά —ακάλεστη— και θα τον ταράζει εκεί που δεν το περιμένει, θυμίζοντάς του πως βαδίζει (όπως όλοι βαδίζουμε) πάνω στο στομωμένο ξυράφι της ματαιότητας. Θα το θυμάται ιδίως τις μελαγχολικές βραδιές των παρουσιάσεων, που μοιάζουν με τα ενθουσιώδη σχόλια στην ανακοίνωσή της όσο η φωτογραφία ενός προϊόντος από το Temu μοιάζει με το ίδιο το προϊόν. Θα το θυμάται όταν θα λαμβάνει το χαρτί με την κίνηση του βιβλίου του: τόσα δέθηκαν, τόσα τοποθετήθηκαν, τόσα δόθηκαν στον Τύπο, τόσα πουλήθηκαν, τόσα επιστράφηκαν, 10 μείον 5 μείον 5, 6 διά 2 συν 8, 20 φορές το 15, 11 κι 7, 18. Σύνολο 16: «Κόψτε μας ένα τιμολόγιο για 16,00 ευρώ, παρακαλώ». Θα το θυμάται… μέχρι την επόμενη φορά.

Γιατί τότε, στην επόμενη «Αποκάλυψη εξωφύλλου», στην επόμενη αναγγελία έκδοσης («Publication day. Yay!»), όλα θ’ αρχίσουν ξανά από την αρχή, στην πιο ωραία στιγμή για έναν συγγραφέα, τότε που το ακροατήριο μοιάζει (και είναι!) ζεστό, τα βλέμματα προσηλωμένα, τα πρόσωπα όλων των φίλων γεμάτα θαυμασμό και υπερηφάνεια και αγάπη, οι δονήσεις στο κινητό εξακολουθητικές, τα «Καλοτάξιδο», τα «Με το καλό», τα «Ανυπομονώ» και τα «Πρέπει οπωσδήποτε να το διαβάσω κάποια στιγμή», δεκάδες και εκατοντάδες — ναι, εκείνη την πιο ωραία στιγμή για έναν συγγραφέα που είναι μαζί και η χειρότερη, μα που ο ίδιος δεν το ξέρει γιατί θέλησε να το ξεχάσει.

Αναγνωρίζει ότι τα like δημιουργούν την αυταπάτη μιας χαρμόσυνης κοινότητας, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο ψηφιακός απόηχος της κοινωνικής ευπρέπειας: κάτι, ασφαλώς, πολύ σημαντικό, κάτι για το οποίο οφείλει να είναι απροσμέτρητα ευγνώμων

Η ψηφιακή επιβεβαίωση που πλημμυρίζει την οθόνη, δημιουργώντας μια γλυκιά ψευδαίσθηση μαζικής αποδοχής, είναι πάντοτε ψευδής· ή μάλλον: είναι ειλικρινής με τον τρόπο της, έναν τρόπο έμμεσο και ευγενικό. Όμως, από την άλλη, ποιος από όσους ευχόμαστε καλοτάξιδο για ένα βιβλίο, υπογράφουμε τάχα κι ένα χαρτί πως θα συμβάλουμε ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ στον πλου του; Σχεδόν κανείς. Εξ ου και, όταν κατακάτσει η αστερόσκονη των ειδοποιήσεων και έρθει η ώρα της πραγματικής κίνησης στα βιβλιοπωλεία, οι αριθμοί λένε μια άλλη, πολύ πιο αληθινή, πολύ πιο κυνική ιστορία.

Το like είναι ένα χτύπημα στην πλάτη, η καρδούλα μια αγκαλιά, το σχόλιο μια τυπική πλην ειλικρινής ευχή. Όλα τους δωρεάν, και όλα τους ακαριαία. Και καλά κάνουν: κανείς δεν χρωστάει ακόμη 15 ευρώ στον βιβλιοπώλη του. Ή καλύτερα, για να τα δώσει, πρέπει να ισχύουν συνδυαστικά πολλοί λόγοι. Κι αυτό το ξέρει (βλ.: το μαθαίνει) με τη λάτρα ο συγγραφέας.

Μαθαίνει να αποκωδικοποιεί τα σινιάλα. Μαθαίνει να ζει μ’ αυτή την αναντιστοιχία: με τη ζεστασιά των χειροκροτημάτων και την ψυχρή αριθμητική της αγοράς. Αναγνωρίζει ότι τα like δημιουργούν την αυταπάτη μιας χαρμόσυνης κοινότητας, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο ψηφιακός απόηχος της κοινωνικής ευπρέπειας: κάτι, ασφαλώς, πολύ σημαντικό, κάτι για το οποίο οφείλει να είναι απροσμέτρητα ευγνώμων. Κατανοεί πως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που τον περιβάλλουν με ψηφιακή στοργή, ο όγκος της θνησιγενούς συμπάθειας, της ενθάρρυνσης, και της κολακείας ακόμα-ακόμα, όλοι και όλα θα μείνουν τελικά έξω από τις σελίδες του βιβλίου του, γιατί έτσι είναι τα πράγματα· γιατί έτσι γίνεται· γιατί έτσι πάει.

Κι αυτό, όσο κι αν αρχικά είναι οδυνηρό, γίνεται τελικά απελευθερωτικό: μια ήσυχη, στωική επίγνωση. Είναι μέρος της φυσικής τάξης της λογοτεχνικής ζωής. Κανείς γράφει, μεν, για σεξ, φήμη και χρήματα, και για άλλο ΤΙΠΟΤΕ (και πάντα κερδίζει περισσότερο σεξ από φήμη, και πολύ περισσότερη φήμη από χρήματα), αλλά γράφει και για όσους τύχει να τον ακούσουν. Για κανέναν άλλον.

Νά ποια είναι η ωραιότερη, και ταυτόχρονα χειρότερη, στιγμή για έναν συγγραφέα

Επίσης: συχνά-πυκνά, πληρώνει για να τον ακούσουν.

Οι συγγραφείς πλήρωναν για να βγάλουν ένα βιβλίο από πάντα. Βασικά, πρώτα υπήρξαν συγγραφείς που πλήρωναν για να βγει το βιβλίο τους, και μετά —πολύ-πολύ μετά— ήρθαν οι εκδότες. Στην αρχή υπήρχαν μόνο τυπογράφοι.

Υπό μία έννοια, ακόμη εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό. Είτε κάνει κανείς αυτοέκδοση (στον αγγλόφωνο κόσμο τα περισσότερα βιβλία είναι πια αυτοεκδόσεις, σχεδόν όλες τους μόνο ψηφιακές) είτε επιλέξει έναν οίκο που ειδικεύεται σε παρόμοιου τύπου εκδόσεις (υπάρχουν καμιά εικοσαριά και στην Ελλάδα, αν και όχι όλοι τους της προκοπής, οπότε θέλει πολύ ψάξιμο για να βρεις ποιοι είναι οι πραγματικά κάπως καλοί — και τίμιοι), πληρώνει για τη ματαιοδοξία του — και καλά κάνει. Με πρώτο τον Κάφκα και τα ψευτογινάτια του, δεν υπήρξε συγγραφέας που να μην είναι ματαιόδοξος· έτσι κι αλλιώς, από εκεί οφείλουν να ξεκινούν όλα.

Ας πούμε, μπορεί να παίρνει δικαιώματα μόνο από το 501ο αντίτυπο και μετά. Ή από το 1.001ο και μετά. Μερικοί οίκοι το επιβάλλουν αυτό. Ή μπορεί να του γίνεται εκκαθάριση μετά από ενάμισι και δύο χρόνια, και δη τμηματική

Όμως ο συγγραφέας μπορεί να συμβάλει οικονομικά στην έκδοση του βιβλίου του και με άλλους, «έμμεσους» τρόπους, ακόμη και όταν εκδίδεται σε έναν κανονικό οίκο, έναν οίκο δηλαδή που δεν ασχολείται με αυτοεκδόσεις. Ας πούμε, μπορεί να παίρνει δικαιώματα μόνο από το 501ο αντίτυπο και μετά. Ή από το 1.001ο και μετά. Μερικοί οίκοι το επιβάλλουν αυτό. Ή μπορεί να του γίνεται εκκαθάριση μετά από ενάμισι και δύο χρόνια, και δη τμηματική. Κι αυτό γίνεται πότε-πότε από κάποιους οίκους, όπως μάς πληροφορούν ορισμένοι συνάδελφοι. Σε κάθε περίπτωση: η αγορά του βιβλίου —και ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα, με περιορισμένο αναγνωστικό κοινό— είναι μικρή και εύθραυστη. Το δε κόστος για την παραγωγή ενός βιβλίου δεν είναι ποτέ αμελητέο· ο εκδότης πρέπει να ζυγίζει τις κινήσεις του πολύ προσεκτικά αν δεν θέλει να πάθει μεγάλη και ανεπανόρθωτη ζημιά. Οι εκδόσεις έχουν, γενικά, τρομερά μεγάλο ρίσκο. Δεν είναι για τον καθένα.

Τι γινόταν παλιότερα; Διάφορα. Παλιότερα, φέρ’ ειπείν, ο συγγραφέας δεν έπαιρνε 5, ή 10, ή 20 βιβλία τιμής ένεκεν, αλλά μπορούσε να αγοράσει σε τιμή χονδρικής όσα ήθελε, για να τα χαρίσει στους φίλους του και όπου αλλού ήθελε ή πίστευε ότι τον συνέφερε να τα δώσει — και πολλοί συγγραφείς τα αγόραζαν, πράγματι, και έβγαιναν στο σεργιάνι. Έτσι, το κόστος για τον εκδότη μειωνόταν κάμποσο, και ανακουφιζόταν. Άλλοι οίκοι, πάλι, έδιναν πολύ λιγότερα δικαιώματα σε κάποιους συγγραφείς τους από το κανονικό. (Μα και ποιο είναι τάχα το κανονικό; Τα δικαιώματα είναι διαπραγματεύσιμα: όσο πιο εμπορικός είσαι, τόσο υψηλότερα δικαιώματα μπορείς να διεκδικήσεις). Τέλος, σε ένα μαγαζί με το οποίο συνεργαζόμουν στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, ο εκδότης έκανε κοστολόγιο για ένα βιβλίο, και κατέληγε σε ένα Χ ποσό. Όμως στον συγγραφέα έλεγε πως το βιβλίο θα στοίχιζε 2Χ, και του πρότεινε να τα βάλουν μισά-μισά. Πάντα έπιανε αυτό το κόλπο, γιατί πάντα θέλεις να δεις το βιβλίο σου σαν ένα πράγμα, σαν αντικείμενο, σαν κάτι χειροπιαστό. Και, όσο πιο πολύ πιστεύεις στη δύναμη του πνεύματός σου, τόσο πιο χειροπιαστό το θέλεις. Τι να κάνουμε τώρα. Συνηθίζει κανείς στις παραδοξότητες.

Στην πραγματικότητα, το 90% των αυτοεκδόσεων σημειώνει λιγότερες από 100 πωλήσεις ΣΥΝΟΛΙΚΑ ανά τίτλο, ενώ τον πρώτο χρόνο της έκδοσής τους τα περισσότερα βιβλία πουλάνε ΜΟΝΟΨΗΦΙΟΥΣ αριθμούς αντιτύπων: όσα αγοράζει ο ίδιος ο συγγραφέας τους.

Όμως… είναι τάχα τα πράγματα καλύτερα έξω; Απαπά, όχι, δεν είναι. Σε καμία περίπτωση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, η παραγωγή αυτοεκδόσεων έχει σημειώσει εκρηκτική άνοδο την τελευταία δεκαπενταετία: κάθε χρόνο κυκλοφορούν περί τα 2,3 εκατομμύρια νέοι τίτλοι, είτε χάρτινοι είτε e-book. Αυτά, είναι πάρα πολλά βιβλία. Άλλη μία: 2,3 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ νέα βιβλία ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. Ακόμη χειρότερα: κατά μέσο όρο, τα βιβλία αυτά πουλάνε 250 αντίτυπα καθ’ όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας τους. Ξαναλέμε, κατά μέσο όρο. Στην πραγματικότητα, το 90% των αυτοεκδόσεων σημειώνει λιγότερες από 100 πωλήσεις ΣΥΝΟΛΙΚΑ ανά τίτλο, ενώ τον πρώτο χρόνο της έκδοσής τους τα περισσότερα βιβλία πουλάνε ΜΟΝΟΨΗΦΙΟΥΣ αριθμούς αντιτύπων: όσα αγοράζει ο ίδιος ο συγγραφέας τους. Γιατί συμβαίνει και το εξής: πλέον, και καθώς είναι πραγματικά σχετικά φτηνό πράγμα να κάνεις μια ψηφιακή αυτοέκδοση, το 90% του μπάτζετ σου πηγαίνει στη στήριξη του βιβλίου: πληρώνεις για να αγοράσεις μόνος σου βιβλία, πληρώνεις για διαφημιστικό μπανεράκι, πληρώνεις για να μπεις σε μηχανές αναζήτησης, πληρώνεις για να σε βάλουν σε καταλόγους με «προτεινόμενα», πληρώνεις σκιτζήδες influencer κ.ο.κ.: γενικά, πληρώνεις. Αλλά και πάλι: το 90% αυτών των ενεργειών —και συνακόλουθα των χρημάτων που ξοδεύεις— πάνε στον βρόντο. Γιατί;

Γιατί δυόμισι ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ νέοι τίτλοι ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ και μόνο σε αυτοεκδόσεις, είναι πάρα πολλά βιβλία. Ελάχιστα από αυτά καταφέρνουν να ξεχωρίσουν σε μια αγορά που χαρακτηρίζεται από υπερπροσφορά και τεράστιο ανταγωνισμό. Και λέμε δυόμισι εκατομμύρια, γιατί στις αυτοεκδόσεις πρέπει να προσθέσουμε και τις «συμβατικές»: στις ΗΠΑ, ο αριθμός των νέων τίτλων και των επανεκδόσεων που κυκλοφορούν ετησίως μέσω της παραδοσιακής εκδοτικής οδού είναι κοντά στις 350.000. Και είναι αυτές ακριβώς οι 350.000 που θα απορροφήσουν το 90% του συνολικού διαθέσιμου ποσού όλων των αναγνωστών για αγορά βιβλίων.

Πράγμα λογικό: το δικό σου το βιβλίο το έκρινες καλό συνήθως μόνο εσύ, ενώ του κανονικού οίκου μία στρατιά ειδικών, από τον ατζέντη που το επέλεξε για να το πουλήσει, μέχρι το εκδοτικό συμβούλιο του οίκου στον οποίο με τα πολλά κατέληξε. Κάτι παραπάνω ξέρουν όλοι αυτοί από εμάς.

Εν πάση περιπτώσει, όλα καλά. Προχωράμε. Με λάικ, καρδούλες και ευχές για ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ.

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Φραντσέσκα Ντιοταλέβι
Φραντσέσκα Ντιοταλέβι: Το να γράψω για τη Βίβιαν Μάιερ υπήρξε άσκηση λεπτότητας, σεβασμού και θάρρους

Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση

Σμαρώ Τζενανίδου,  «Η Βενετία αλλιώς»
15 συγγραφείς συνομιλούν με τον αγαπημένο τους πίνακα στο Ίδρυμα Κακογιάννης

Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου

Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μην νικάει το καλό
Δημήτρης Τσεκούρας: Είναι αδιανόητο να μη νικάει το καλό

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY