Βιβλιο

Τα φωτάκια των Πετραλώνων: Μικρός αποχαιρετισμός στον Δημήτρη Φύσσα

Όταν φεύγει κάποιος άνθρωπος που με κάποιον τρόπο γνωρίζω, η χειρότερή μου είναι οι δακρύβρεχτοι επικήδειοι στα social media

giorgos-florakis.jpg
Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 907
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Γιώργος Φλωράκης αποχαιρετά τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Φύσσα.
© Θανάσης Καρατζάς

Ο Γιώργος Φλωράκης αποχαιρετά τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Φύσσα.

Τα βράδια που ξαπλώνω, πριν κοιμηθώ κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Μπορώ να δω τα μπαλκόνια των πάνω ορόφων, τα κάγκελα των ταρατσών, μερικές ξεχασμένες κεραίες τηλεοράσεων και τον ουρανό. Έναν ουρανό που είναι πιο όμορφος τον χειμώνα, όταν είναι γεμάτος σύννεφα, κόκκινος η φωτισμένος από ένα θαμπό φεγγάρι. Οι νύχτες της βροχής είναι οι πιο όμορφες.

Ο Γιώργος Φλωράκης αποχαιρετά τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Φύσσα.
© Γιώργος Φλωράκης

Αν τυχαίνει να επιστρέφω απόγευμα, φροντίζω να κατεβαίνω την Τρώων, περνώντας από τα σχολεία, αυτά που πήγα ο ίδιος αλλά κι αυτό που πηγαίνει η κόρη μου. Κάθε φορά έρχεται στον νου μου ο Χατζιδάκις και το αντίστοιχο απόσπασμα από κάποιο από τα Σχόλιά του στο Τρίτο: «Εφ’ όσον κι ο συνοικισμός των Πετραλώνων ετοιμάζεται να υποδεχτεί τη νύχτα με χιλιάδες έρημα λαμπιόνια, μετέωρα σαν σταλακτίτες ή σαν χαμόγελα μικρών παιδιών, που πάγωσαν για μια στιγμή και μείναν απολιθωμένα».

Όταν τελειώνουν τα σχολεία, περπατάς δύο τετράγωνα και φθάνεις στον Ζέφυρο. Σ’ εκείνο το απίθανο σχεδόν 1.000 σελίδων που είχε κυκλοφορήσει δωρεάν στο διαδίκτυο ο Δημήτρης Φύσσας και που αφορούσε τα «Σινεμά της Αθήνας», γράφει για τον Ζέφυρο: «Μεταπολεμικός διατηρητέος θερινός κινηματογράφος (και τα παλιά χρόνια, λίγο βαριετέ ή και θέατρο) στ’ Άνω Πετράλωνα, που με τ’ όνομά του συντηρεί τη μνήμη του παλιού, κοντινού “Ζέφυρου” (προπολεμική μπιραρία στην Αποστόλου Παύλου στο Θησείο), έχοντας μάλιστα μια αξιοσημείωτη εξέλιξη. Τυπική η διάταξη του χώρου. Πάρα πολύ πράσινο στις πλάγιες μάντρες, μέχρι κι ένα δεντράκι αριστερά της οθόνης, γάτες, ωραίες μυρωδιές από τον λόφο του Αστεροσκοπείου. Το μπαρ χωριστό μαγαζάκι, με είσοδο και από το σινεμά και από τον δρόμο. Υπάρχει στοιχειώδης εξώστης, οι σκάλες του οποίου οδηγούν και στην καμπίνα προβολής, αλλά δεν χρησιμοποιείται, είναι υπαίθρια αποθήκη. Κραυγαλέα σινεφίλ η διακόσμησή του: πολλές παλιές κινηματογραφικές μηχανές, πάρα πολλά καρούλια από ταινίες. Αν λογαριάσεις όμως ότι το ’50, το ’60 και το ’70 έπαιζε Μάρθα Βούρτση και Χούλια, τώρα που είναι σινέ τέχνης, χαλάλι του η υπερβολή». Τον Ζέφυρο τον γνωρίζουν όλοι, είναι ένα από τα εμβληματικά σημεία των Πετραλώνων. Μόνο όμως οι παλιοί Πετραλωνίτες ξέρουν ότι ακριβώς δίπλα του, εκεί που είναι σήμερα σούπερ μάρκετ, στεγαζόταν κι ένας χειμερινός κινηματογράφος, η Άννα. Οι παλιοί Πετραλωνίτες αλλά και ο Φύσσας: «Χειμωνιάτικος λαϊκός κινηματογράφος στ’ Άνω Πετράλωνα, ο οποίος δεν υπάρχει πια. Αρχικά εντάσσεται στους συνοικιακούς, ενώ αργότερα περνάει στους ημικεντρικούς. Έκλεισε προσώρας το διάστημα 1976-1981, ξανάπαιξε 1982-1985 και μετά έκλεισε οριστικά».

Κόβω το κεφάλι μου ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έπαιζαν εκεί τα πρωινά της Κυριακής ροκ συγκροτήματα. Θυμάμαι σίγουρα να παίζουν οι Blue Jeans και πρέπει να είχαν παίξει κι αρκετά ακόμα. Όμως μερικές φορές η μνήμη ξεθωριάζει. Ειδικά σ’ αυτούς τους καιρούς. Σ’ ένα από τα ποιήματά μου από τον τόμο «Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους», ο Δημήτρης Φύσσας γράφει, «ο κόσμος που με διαμόρφωσε βουλιάζει». Έτσι νιώθω κι εγώ μερικές φορές. Και καταφεύγω στα ποιήματα ενός ανθρώπου με τον οποίο δεν είχαμε στενή σχέση, αλλά εκτίμησα βαθιά από τα κείμενά του και τη γενικότερη στάση του: «Θ’ απομείνω μια σύντομη σκέψη / Λάμψη μνήμης αυτών που με ξέραν /Αλλά βέβαια με λάθος εικόνα / οι ανίδεοι αυτοί ποτέ δεν είδαν το βαρύ του μυαλού μου φορτίο - Στη συνάφεια του κόσμου μπλεγμένος / Στης ζωής τα σκοινιά στριμωγμένος / Στα μεγάλα, Στ’ απρόσμενα Αντίο». Όταν φεύγει κάποιος άνθρωπος που με κάποιον τρόπο γνωρίζω, η χειρότερή μου είναι οι δακρύβρεχτοι επικήδειοι στα social media. Αποφεύγω, λοιπόν, όπως απέφυγα να περάσω από το σπίτι του στα Πατήσια και να διαλέξω βιβλία ή δίσκους από αυτούς που πουλούσε προς το τέλος. Δύσκολο πράγμα μού φαινόταν, είδος εισβολής στη ζωή ενός ανθρώπου που εκτιμούσα. Άσε που έπρεπε να πάρω και τον ηλεκτρικό από τα Πετράλωνα και για να φτάσω στα Πατήσια θα έπρεπε να περάσω κι από τη Βικτώρια: «Όταν ο ίδιος πια δεν θα υπάρχει –καμιά λύπη–, θα υπάρχουν όμως τα τιρκουάζ πλακάκια της Βικτώριας…» Πονάει αυτός ο στίχος. Και πιο πολύ πονάει εκείνο το «καμιά λύπη». Ειδικά επειδή δεν ισχύει κιόλας…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ