Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 31ο

Μυθιστόρημα - 31ο Μέρος (31/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59

Η αποθήκη με τις στιγμές. Αυτός ο όγκος του παρελθόντος. Σαν αραχνιασμένα κοσμήματα, ξεχασμένα σε θυρίδες από ανθρώπους που δεν ζουν πια.

Όλες ήταν εδώ. Μαζεμένες. Όλο το παρελθόν, και όλες οι στιγμές.

Εδώ ήταν τελικά η τεράστια αποθήκη του χρόνου, αυτή που είναι πιο μεγάλη και από τη συλλογική, αθροισμένη μνήμη όλων μας.

Και έτσι —μόνο έτσι— μπορούσες να την επισκεφτείς και να αγγίξεις πράγματα, να αγγίξεις στιγμές που πέρασαν. Να δεις ξανά από κοντά κάτι που δεν υπάρχει πια ήπου υπήρξε μόνο για λίγο,για τόσο δα,για σχεδόν καθόλου. Για τόσο που να μην προλάβεις να το χορτάσεις.

Εδώ ήταν όλες οι παλιές στιγμές.Κι εδώ είμαι κι εγώ, μικρή, νέα, με λείο πρόσωπο, με χείλια φουσκωτά, πεταχτά, πονηρά.Εδώ είναι τα μάτια μου, και εδώ είναι αυτά που είδαν.Εδώ είναι τα χέρια μου, τα πόδια μου, η πλάτη μου, το στήθος μου.Εδώ είναι κρυμμένο το παρελθόν μου. Όλο το παρελθόν μου.Αυτά που είδα, αυτά που άκουσα, αυτά που μου είπαν και αυτά που δεν τόλμησαν ή φοβήθηκαν ή ντράπηκαν να μου πουν. Και αυτά πουδεν τόλμησα ή φοβήθηκα ή ντράπηκα να πω εγώ. Και τώρα —μόνο έτσι, μόνο μα μόνο έτσι— μπορώ να γυρίσω πίσω και να πιάσω όσα ειπώθηκαν και όσα ακούστηκαν και όσα έγιναν με τα τωρινά μου χέρια και να τα φέρω στα τωρινά μου χείλια και να τα σφίξω επάνω στο τωρινό μου στήθος και να κλάψω επάνω τους με τα τωρινά μου δάκρυα.

Εδώ είναι η δικιά μου γωνιά στην αποθήκη του Θεού.

Εδώζουνοι παλιές στιγμές.

Και τις αγαπώ όλες, επιτέλους όλες τους, και δεν κλαίω γι’ αυτές, γιατί όλες τους, όλες τους, είμαι εγώ. Και μπορώ, και πρέπει να με αγαπώ.

Δίνω μια και η Φορντ Θάντερμπερντ διαλύει με τον ενισχυμένο προφυλακτήρα της τον τούβλινο τοίχο που περιβάλλει την παλιά κωδωνόσχημη δεξαμενή. Κι έπειτα πέφτει πάνω στην ίδια τη δεξαμενή και τσακίζει το μέταλλο — και τα εγκλωβισμένα επί χρόνια αέρια μέσα της επαναστατούν πάνω από τα υπολείμματα του πετρελαίου για τα σκάφη — κι εγώ ρουφάω το τσιγάρο μου και η καύτρα του ανάβει και πυρώνει και φουντώνει χωρίς έλεος, και ο Οράτιος τεντώνει το χέρι του δυο μέτρα πίσω μου για να μου πάρει το τσιγάρο, για να με σταματήσει, για να σβήσει εκείνη την καύτρα, για να γυρίσει πίσω τον χρόνο, για να σωθεί, για να ζήσει.

Μα δεν τα καταφέρνει.

Όλα αρπάζουν φωτιά, και μια πύρινη μπάλα τον τυλίγει. Κι αυτόν, και τη διαλυμένη δεξαμενή, και τη Θάντερμπερντ, και τις παλιές, μαζεμένες, ξοδεμένες, αποθησαυρισμένες στιγμές…

…κι εμένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 60

Δεν είναι ντυμένος το κοστούμι του αυτή τη φορά. Φορά μια ολόσωμη χρυσαφί πανοπλία. Τα χαρακτηριστικά του διακρίνονται μόνο μέσα από τα ανοίγματα στο κράνος του. Στα μάτια του πλέουν οι πιο γενναίοι αστερισμοί. Πόσο όμορφος είσαι, Ισμαήλ!

Περνώντας μέσα από τη διαλυμένη δεξαμενή που φλέγεται και εκρήγνυται, διασχίζοντας τη μυστική αποθήκη με τις περασμένες στιγμές, εκείνα τα ατίμητα διαμάντια, το μυαλό μου κάνει χίλιες σκέψεις — όλες τις σκέψεις. Ξέρω πως θα πεθάνω, ξέρω πως θα χαθώ για πάντα, ξέρω πως μαζί με εμένα θα χαθεί ώς και η ανάμνησή μου. Όμως δεν μπορώ να αντισταθώ: η σκέψη παραείναι δυνατή για να της πάω κόντρα. Κι έπειτα, τι να κάνουμε: είμαι μια νέα εγώ — δεν είμαι πια εκείνη η παλιά.

Είμαι μια νέα εγώ. Αναγεννημένη.

Και δεν κρατιέμαι, θέλω να τον πειράξω.

Ισμαήλ, λέω από μέσα μου καθώς με πιάνει σφιχτά στην αγκαλιά του, με παντρεύεσαι;

Στο μέτωπό του σχηματίζεται η υπόνοια μιας κάθετης ρυτίδας.

Όχι, λέει.

Μα γιατί, Ισμαήλ; Γιατί; Θα μπορούσαμε να πάρουμε κι ένα σκύλο. Θα μπορούσες και να μου μαγειρεύεις. Θα βλέπαμε μαζί σειρές στην τηλεόραση. Καμιά φορά θα βαριόμασταν κι ο ένας τον άλλο, και θα καθόμασταν χωρίς να μιλάμε.

Δεν μου απαντάει. Τα χείλη του φουσκώνουν ανεπαίσθητα, σαν να ’ναι αγόρι που φτιάχνει το ποδήλατό του. Η ρυτίδα του, ακόμη κι αυτή η αδιόρατη, εξαφανίζεται. Γιατί έχει μια δουλειά να κάνει. Μια δουλειά να τελειώσει.

Με σφίγγει στα χέρια του, καμπυλώνει τα φτερά του, που με κυκλώνουν σαν αμνιακός σάκος και σαν την πιο προστατευτική αγκαλιά του κόσμου ενόσω εγώ θέλω να τον πειράξω κι άλλο, κι άλλο, και να τον κάνω να κοκκινίσει, και, με ένα τίναγμα των ώμων, τα ανοίγει ξανά και τιναζόμαστε στον αέρα.

Α, και είναι τόσο υπέροχο, τόσο τέλειο να πετάς ψηλά, ψηλά, πάνω από καθετί, όταν σε κρατά στα δυνατά του μπράτσα ο άγγελός σου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 61

Οι πίσω θέσεις έχουν αρπάξει λίγο, και μάλλον το δέρμα θα χρειαστεί αλλαγή. Άραγε να υπάρχει κάπου το ίδιο; Θα βρω να το φτιάξω; Δεν έχω ιδέα. Ένα φλεγόμενο κομμάτι από τη δεξαμενή έχει βουλιάξει τη λαμαρίνα στο πίσω καπό, αλλά από όσο ξέρω αυτή είναι δουλειά που σίγουρα γίνεται. Αν εξαιρέσουμε τον έξτρα προφυλακτήρα, που λογικά θα πεταχτεί γιατί έχει βουλιάξει, οι ζημιές στη Θάντερμπερντ είναι οι λιγότερες δυνατές. Τα ίδια ισχύουν και για το καπέλο μου. Έχει αρπάξει στο γείσο, και δεν μπορεί να φορεθεί έτσι με την κάπνα. Θα πρέπει να απαντάς συνέχεια σε ενοχλητικές ερωτήσεις. Πού κάηκε; Πάντως, αν φύγω σχετικά νωρίς από εδώ, δεν είναι πολύ σίγουρο ότι θα προλάβει κανείς να συνδέσει το αυτοκίνητό μου με τη φωτιά στο λιμάνι. Οπότε αυτές τις κάπως περισσότερο ενοχλητικές ερωτήσεις θα τις γλιτώσω. Έτσι πιστεύω αν μη τι άλλο. Αυτό είναι που ελπίζω. Γιατί δεν έχω καιρό για τέτοια.

Έπειτα, ακόμη και να προλάβαιναν να ψάξουν ένα-ένα όλα τα οχήματα του χωριού, γιατί να μην τους εμπόδιζε ένα μικρό θαυματάκι να παρατηρήσουν τις γρατζουνιές στο αμάξι μου; Κάτι μάλιστα μου λέει πως αυτό ακριβώς θα γίνει…

Ανοίγω τη βρύση στο ντους, και αφήνω το καυτό νερό να γεμίσει ατμούς το μπάνιο. Ξέρω πως δεν υπάρχει τίποτε πια εδώ για να με τρομάξει μέσα από τον καθρέφτη, τίποτε που να γλιστρά μέσα στη θολή ατμόσφαιρα με τα κόκκινα σαν του κάρβουνου μάτια του. Ό,τι τέτοιο υπήρξε, έλιωσε στη φωτιά. Για την ώρα τουλάχιστον.

Ξεντύνομαι και μπαίνω κάτω από το νερό, με μια κραυγή. Το παράκανα με το καυτό νερό. Και το σώμα μου είναι ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένο όσο δεν παίρνει. Πονάω παντού. Μετριάζω την πίεση και ανοίγω και το κρύο. Τώρα είναι υπέροχο. Ζεστό, αλλά όχι καυτό. Ζεστό, αλλά όχι χλιαρό.

«Έι, Ισμαήλ, τι κοιτάς;» λέω ενώ σαπουνίζω το στήθος μου με τα πονεμένα μου δάχτυλα.

Κανείς δεν είναι στο μπάνιο εκτός από εμένα.

Αλλά και πάλι… ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως κάποιος να κοκκίνισε μόλις. Ελαφρά. Γιατί είναι συγκρατημένος χαρακτήρας. Έτσι είναι η φύση του.

Σφίγγοντας τα δόντια γιατί πια πονάω τρομερά από τις μελανιές που είναι γεμάτο το σώμα μου, φοράω τα τελευταία καθαρά εσώρουχα που βρίσκω στην ντουλάπα. Υπάρχει ακόμη μία αλλαξιά ρούχα, και ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια. Αύριο το πρωί αυτά. Για τον γυρισμό.

Κοιμάμαι αμέσως μόλις ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι.

Το άλλο μισό του κρεβατιού είναι άδειο. Αλλά και τι μ’ αυτό;

Καθώς ξυπνάω μέσα στη νύχτα, νιώθω πως έχω πιάσει κάτι που βρισκόταν κάτω από το μαξιλάρι μου.

Το αγγίζω πιο προσεκτικά. Το χαϊδεύω με τα δάχτυλά μου. Είναι απαλό όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Και ταυτόχρονα είναι δυνατό. Αδιανόητα δυνατό.

Κλείνω πάλι τα μάτια μου και ο ύπνος με ξαναπαίρνει αμέσως, σαν να κοιμάμαι επάνω σε μια φτερούγα αγγέλου.

Ένα τζιν με μια καταστροφή στο δεξί γόνατο, μια θαλασσιά μπλούζα με ριχτό μανίκι μέχρι τον αγκώνα, ακόμη ένα φουλάρι που θα μου χρειαστεί οπωσδήποτε στο ταξίδι — και τα αθλητικά παπούτσια. Σε ευχαριστώ, ξενοδοχείο.

Στη ρεσεψιόν μού λένε πως το δωμάτιο είναι «τακτοποιημένο». Μάλιστα. Αφήνω ούτως ή άλλως ένα χαρτονόμισμα πάνω στον πάγκο, για την έξτρα περιποίηση. Για να πιουν κάτι στην υγειά όλων αυτών που ξεχνούν ρούχα στις ντουλάπες των δωματίων τους…

Και βγαίνω έξω, με το μπάκπακ στην πλάτη και με τα χέρια μου κρατημένα πίσω στη μέση μου. Γιατί έτσι μού αρέσει.

Λοιπόν, νομίζω πως είναι Κυριακή. Κι αν δεν είναι, μοιάζει για Κυριακή. Είναι ένα πανέμορφο πρωινό πάντως. Το πιο όμορφο πρωινό του κόσμου. Η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι υπέροχη.

Αποφασίζω μάλιστα να μη φύγω αμέσως. Πήρα πρωινό στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, αλλά σίγουρα θα χρειαστώ ακόμη έναν καφέ πριν ξεκινήσω. Έπειτα… δεν θέλω να φύγω τόσο νωρίς. Είναι όμορφα εδώ. Είναι ωραίες οι διακοπές.

Ποιος θέλει να γυρίσει στην πόλη στην ώρα του;

Ο τριανταπεντάρης-σαραντάρης που κάθεται και διαβάζει ένα χοντρό βιβλίο έχοντας την πλάτη του στη θάλασσα σηκώνει μια τούφα που του έπεσε στα μαλλιά. Φοράει απλά καλοκαιρινά ρούχα και ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, και κάθεται στη σκιά. Η ψηλή, αδύνατη κοπέλα δίπλα του με το σορτσάκι και τη ροζ μπλούζα κοιτάζει το κινητό της, ενώ δύο σκυλάκια ξαπλώνουν στα πόδια της. Μικρά. Άσπρα. Από αυτά τα μαλλιαρά. Είμαι τόσο μα τόσο σίγουρη πως δεν είναι μόνοι τους αυτοί οι δυο. Κάπου εδώ θα είναι και δύο ακόμη φίλοι τους. Δυο νεαροί άντρες που θα μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν θα καθίσω κοντά τους. Δεν θα καθίσω καν σ’ αυτό το καφέ. Όχι γιατί φοβάμαι, ή γιατί δεν θέλω να επιβεβαιωθούν οι υποψίες μου. Όχι βέβαια. Αλλά γιατί όλο αυτό που έζησα μαζί τους τελείωσε. Γι’ αυτό μόνο.

Περνώ από δίπλα τους, ξέροντας πως με βλέπουν και με εξετάζουν. Μπορεί να φορούν αυτές τις μεταμφιέσεις, μπορεί να δείχνουν άλλοι, αλλά ξέρουν κι αυτοί πως ξέρω· πως έχω καταλάβει. Δεν κρύβονται από εμένα. Κρύβονται από όλους τους υπόλοιπους.

Την τελευταία στιγμή, παρ’ όλα αυτά —επειδή δεν αντέχω να μην το κάνω—, γυρίζω προς το μέρος του άντρα. Έχει κατεβάσει τα γυαλιά του χαμηλά στη μύτη, και με κοιτάζει κι αυτός. Και χαμογελά. Είναι διαβολεμένα ίδιος ο Βλαντιμίρ. Και ακόμη πιο διαβολεμένα ίδιος εκείνος ο νεαρός στο ρομάντζο που βρήκα τυχαία εδώ. Αλήθεια, δεν βρήκα την ευκαιρία να τον ρωτήσω για εκείνο το εξώφυλλο. Ήταν ο ίδιος που είχε ποζάρει άραγε; Έκανε πράγματι αυτή τη δουλειά; Ή απλώς το στιλ του ήταν… ήταν κάπως κοινό; Το στιλ τού όμορφου και δυναμικού;

Όχι, όχι, δεν θα του το έλεγα αυτό το τελευταίο. Δεν είμαι χαζή. Κι αν το καλοσκεφτείς, δεν με συμφέρει κιόλας. Δεν θέλω να μάθω ότι έχω τόσο προφανές γούστο. Τόσο του συρμού.

Του χαμογελάω κι εγώ, συνωμοτικά, κλείνοντάς του το μάτι.

Και συνεχίζω τον δρόμο μου. Θα πιω αλλού τον καφέ μου, και θα τον πιω μόνη. Και μετά θα φύγω.

«Ισμαήλ», λέω, «δεν έχω το δίπλωμά μου μαζί. Κάνε κάτι για να μη με σταματήσουν».

Δεν ξέρω αν με ακούει, γιατί το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα τον ξαναδώ πια. Αλλά ψέματα: με ακούει. Και, ναι, δεν θα με σταματήσουν.

Από κάπου, κρυμμένος πίσω από κάτι αιθερικό, ο Ισμαήλ με ακούει.

Δεν χρειάζομαι καν το μαντίλι. Το φοράω μόνο και μόνο για να μου το παίρνει ο αέρας και να το πετά προς τα πίσω. Είναι μια αίσθηση ανακούφισης. Μια αίσθηση ελευθερίας. Ειδικά στις μεγάλες ευθείες. Το αμάξι μου ξέρει πώς να κάνει το μαντίλι σου να πετάει προς τα πίσω.

Και ακόμα περισσότερο: μπορεί η Θάντερμπερντ να μη διαθέτει ζώνες ασφαλείας, αλλά, ψάχνοντας ανάμεσα στις δύο θέσεις να αφήσω το νερό που πήρα μαζί μου,βρίσκω, πεταμένο δίπλα στη μεγάλη επιφάνεια που υπάρχει εκεί, ένα άθικτο, ολοκαίνουργιο κραγιόν. Είναι κόκκινο. Της φωτιάς. Κάνω στην άκρη και το βάζω στα χείλη μου.

Τώρα μάλιστα. Τώρα ναι.

Τώρα μπορεί να οδηγήσει κανείς. Τώρα μπορεί πραγματικά να το απολαύσει.

Δεν με σταμάτησαν. Δεν μου ζήτησαν τα χαρτιά μου. Δεν με συνέλαβαν για να με πάνε στο τμήμα και να με φωτογραφήσουν ανφάς και προφίλ, δίπλα στη διαγραμμισμένη βέργα που δείχνει το ύψος, κρατώντας εκείνη την πινακίδα με τα νούμερα. Σε ευχαριστώ, άγγελέ μου. Είσαι ο καλύτερος. Σε λατρεύω.

Μπαίνω στην κίνηση της πόλης, και συνειδητοποιώ πως ούτε εδώ έχω πρόβλημα με την οδήγηση της Θάντερμπερντ. Λες και γεννήθηκα έτοιμη να οδηγώ αυτοκίνητα με τις ταχύτητες δίπλα στο τιμόνι. Για την ακρίβεια, περνάω ωραία καθώς βρίσκομαι στην κυκλοφορία. Δεν νιώθω γυμνή αυτή τη φορά, και εκτεθειμένη. Νιώθω, αντίθετα, σαν να καλπάζω στη ράχη ενός αλόγου. Ή κρατώντας το πτερύγιο ενός καρχαρία.

Παρ’ όλα αυτά, κάπου πρέπει να το αφήσω αυτό το αυτοκίνητο. Πού τα παρκάρει συνήθως ο κόσμος;

Προπληρώνω τον μήνα και φεύγω αφήνοντας τα κλειδιά στο ντουλαπάκι μπροστά από τη θέση του συνοδηγού. Ο νεαρός που δουλεύει στο πάρκινγκ φαίνεται εντυπωσιασμένος. Του άρεσε η Τι Μπερντ, όπως την είπε. Ξετρελάθηκε.

Του χαμογελάω φεύγοντας, και του κλείνω το μάτι.

Ελπίζω να μη μου μείνει συνήθειο αυτό, γιατί κάποια στιγμή θα παρεξηγηθώ. Όχι ότι θα με πειράξει και τόσο πολύ βέβαια.

Χαμογελώντας ξανά, και νιώθοντας το κραγιόν μου να μου κοκκινίζει το στόμα και να αφήνει το σημάδι του στο πεζοδρόμιο όπου στεκόμουν, στον δρόμο, στην πόλη και στον κόσμο όλο, σηκώνω το χέρι μου και σταματώ ένα περαστικό ταξί. Μου χαμογελά και ο οδηγός. Του δίνω τη διεύθυνση του σπιτιού μου και χαλαρώνω ριγμένη στις πίσω θέσεις, ξεφυσώντας.

Ω Θεέ μου, είμαι τόσο κουρασμένη.

Ω Θεέ μου, είμαι τόσο καλά. Τόσο μα τόσο καλά! Και να σκεφτείς ότι, μέχρι πριν από δυο-τρία εικοσιτετράωρα, πίστευα ότι αυτό το πράγμα —το να νιώθεις καλά— απαγορευόταν. Ότι υπήρχε νόμος που το προέβλεπε.

Και πως αυτός ο νόμος είχε για τίτλο του το όνομά μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 62

Όμως δεν πηγαίνω σπίτι μου ακόμα.

Όχι.

Πρώτα πηγαίνω να πάρω έναν καλό διπλό εσπρέσο σε πακέτο. Αύριο, πρώτη μου δουλειά, να ψωνίσω μία κανονική εσπρεσιέρα. Την πιο ακριβή. Και βέβαια θα πάρω και καφέ. Σε κόκκους. Καλό καφέ. Ακριβό. Θα πετάξω τις κάψουλες που μου έμειναν και θα κάνω διαλογισμό για να μου φύγει η γεύση από το φριχτό εκχύλισμα που παράγουν. Και θα αποθηκεύσω στο πατάρι τη φτηνή καφετιέρα. Αυτά αύριο. Αν και ήδη, ήδη η μυρωδιά του φρεσκοαλεσμένου καφέ μού τρυπά τα ρουθούνια. Μα για την ώρα θα αρκεστώ σε αυτόν εδώ, τον αγορασμένο. Από την άλλη, αν κρίνω από την τιμή του, οφείλει να είναι ο καλύτερος του κόσμου.

Και πιο μετά… πιο μετά θα παραγγείλω φαγητό. Το σκέφτηκα πολύ όσο ταξίδευα. Ναι, είμαι μια άλλη. Ναι, θα τα δω όλα από την αρχή. Ναι, θα πάρω σημαντικές και ρηξικέλευθες αποφάσεις για τα πάντα. Και θα αλλάξω τα πάντα. Αλλά να μαγειρεύω; Μόνο για μένα;

Ελάτε τώρα.

Ούτε γι’ αστείο.

Δεν νιώθω την τρομερή συγκίνηση που νόμισα ότι θα με κατέκλυζε. Μπαίνω στο σπίτι μου όπως κάθε φορά, αφήνω τα κλειδιά μου στη θέση τους, ακουμπάω το μπάκπακ στο πάτωμα και βγάζω τα παπούτσια μου. Δεν θα περπατούσα με τα παπούτσια στο σπίτι μου ακόμη και αν επέστρεφα εδώ πέρα σαν φάντασμα. Θα ήμουν το πρώτο φάντασμα στα χρονικά που βγάζει τα παπούτσια του.

Ωστόσο… ωστόσο όχι, δεν είμαι ακριβώς συγκινημένη. Ίσως να με πάρουν τα ζουμιά αργότερα, ή το βράδυ που θα πέσω για να κοιμηθώ, ή πιο πριν, ας πούμε όταν θα κάνω ντους. Ίσως. Αλλά τώρα είμαι ψύχραιμη, και το συνηθίζω αμέσως. Περνώ τις πρώτες στιγμές της καινούργιας μου ζωής στο σπίτι μου, και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Ας μην το κάνω λοιπόν θέμα, δεν είναι απαραίτητο.

Το μόνο που είναι απαραίτητο είναι να κάτσω στην άνετη πολυθρόνα μου και να πιω τον αγοραστό καφέ μου. Όχι στη νησίδα. Στην πολυθρόνα. Και όχι χαζεύοντας τηλεόραση· πιο μετά αυτό. Αλλά κοιτώντας τη βιβλιοθήκη μου. Και τα βιβλία μου. Α! Τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς. Η κενή θέση στο ράφι τους κάνει μπαμ. Πρέπει να το βάλω πίσω. Σηκώνομαι πριν καλά-καλά καθίσω και πηγαίνω στην πόρτα για να ανοίξω το μπάκπακ μου.

Τα Γαλάζια μάτια της καταχνιάς δεν είναι μέσα.

Ωστόσο, είμαι χίλια τα εκατό σίγουρη πως το πρωί που κοίταξα ήταν εκεί. Λίγο πριν μπω στο μπάνιο και φύγω.

Στο μπάνιο…

Με τα μεγάλα μάτια του, εκείνα με τους μακρινούς αστερισμούς που κολυμπούν μέσα τους, να με κοιτάνε κρυμμένα πίσω από τους υδρατμούς και πίσω από τις στάλες του νερού που κυλάνε στα μάτια μου.

«Κλέφτη…» ψιθυρίζω. «Κλέφτη βιβλίων».Κοιτάζω στο κέντρο του δωματίου, χωρίς να εστιάζω κάπου συγκεκριμένα το βλέμμα μου. Άλλωστε, και πώς να εστιάσεις στο κενό, πώς να εστιάσεις το βλέμμα σου στον αέρα; «Ελπίζω να σου αρέσει», του λέω. «Αν και είναι γυναικείο βιβλίο», συμπληρώνω μετά από μία μικρή παύση.

Και δεν μπορώ να κρύψω ένα χαμόγελο. Και ένα δάκρυ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 63

Η Βαριεστημένη, Αυστηρή Φωνή μέσα στο κεφάλι μου είναι ειρωνική. Σαρκαστική.

Νά την που με βρήκε πάλι λοιπόν. Νά την ξανά. Νά την που λέει και ξαναλέει τα δικά της. Νά την που θέλει να παίξουμε πάλι το παιχνίδι της.

Μα κοίτα να δεις: μοιάζει τόσο πολύ σαν ένα χαρτί.

Ένα χαρτί που το παίρνω στα χέρια μου, το τσαλακώνω και το πετώ στον κάλαθο των αχρήστων.

Το πετάω στα σκουπίδια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 64

Στην αρχή σκέφτηκα να πετάξω το πακέτο μου και να μην ξαναγοράσω ποτέ καινούργιο —ελαφρύ, βαρύ ή απ’ ανάμεσα—, αλλά μετά το μετάνιωσα. Και τώρα στέκομαι εδώ, με το ένα χέρι να κρατά το κάγκελο του μπαλκονιού και το άλλο το τσιγάρο μου, και είναι ωραία νύχτα, και η ατμόσφαιρα έχει μια σπάνια γλύκα, και μια ευωδιά: μια μυρωδιά σαν γλυκό του κουταλιού. Ο αέρας, ούτε κρύος ούτε ζεστός, είναι γεμάτος με σιγανούς ψιθύρους και λέξεις που δεν θα φανερωθούν παρά μόνο σε συγκεκριμένα αυτιά, και με φιλιά που πετάνε από διαμέρισμα σε διαμέρισμα κουβαλώντας στις πλάτες τους όλους τους πόθους του κόσμου. Πίσω από τα μισόκλειστα ή ανοιχτά παραθυρόφυλλα, άνθρωποι κοιμούνται και άνθρωποι ξενυχτούν, μόνοι ή σε ζευγάρια, με φίλους και εραστές, σε οικογένειες παλιές και σε οικογένειες καινούργιες, με τις κρυφές και φανερές σκέψεις τους ο καθένας, με τις χαρές και τα όνειρά τους, με τις σκοτούρες και τις έγνοιες και όσα βάσανα τους αναλογούν, που όλα τους μοιάζουν μεγάλα και τα πιο σημαντικά απ’ όλα τ’ άλλα στη γη, μα που ταυτόχρονα είναι και τόσο μικρά, τόσο μικρά και ασήμαντα έτσι και τα κοιτάξεις με τον πελώριο, τον αχανή φακό του νυχτερινού στερεώματος — του κόσμου.

Είμαστε μικροί κόκκοι άμμου στην πιο μεγάλη παραλία που υπήρξε, στην πιο μεγάλη έρημο που μπορεί να υπάρξει. Μια παραλία και μια έρημος που όλο μεγαλώνει, φτάνοντας ώς τις εσχατιές του απέραντου, άπειρου, κρύου κενού που περιβάλλει με ανυπαρξία το σύμπαν. Ωστόσο είμαστε ταυτόχρονα, ο καθένας από εμάς, το μοναδικό κέντρο αυτής της παραλίας, αυτού του απροσμέτρητου βιβλίου της άμμου. Κι ας είμαστε μόνοι. Κι ας περιμένουμε ο καθένας τον δικό του άγγελο καθώς πέφτουμε από τη γέφυρα στον δρόμο από κάτω.Κι ας τρέχουμε για να φτάσουμε ξανά και ξανά στο Σημείο. Είμαστε το κέντρο του κόσμου, κι αυτό δεν αλλάζει.

Κλείνω τα μάτια και αναπνέω τη νυχτερινή δροσιά. Ο καπνός του τσιγάρου μού στερεί ένα μεγάλο της κομμάτι, μα τι να κάνουμε τώρα; Κανείς δεν μπορεί να τα ’χει όλα. Και καθετί έχει τη δική του γλύκα. Και τη δική του πίκρα, βέβαια.

Τραβάω μια τελευταία ρουφηξιά και το σβήνω στο αυτοσχέδιο τασάκι που έχω στηρίξει στα κάγκελα του μπαλκονιού, χαμογελώντας στη σκέψη πως αύριο θα πάω να πάρω και ένα σκυλάκι —α, ναι—, και θα μεγαλώσουμε μαζί, παρέα, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ο ένας αναπνέοντας την ανάσα του άλλου και τρώγοντας από το ίδιο πιάτο. Γιατί είναι ωραίο αυτό, και είναι καλό. Και γιατί άλλαξα, ναι, άλλαξα και ζω τις πρώτες ημέρες της καινούργιας μου ζωής. Και θέλω ένα σκυλί για να μου κάνει παρέα. Και για να του κάνω κι εγώ.

Γιατί μην περιμένεις, εαυτέ μου, άντρες και σχέσεις και παντρειές. Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Δεν άλλαξα και τόσο πολύ. Θα πάρεις σκύλο. Γιατί το θέλω εγώ. Και το θέλω πολύ.

Θέλω την ελευθερία μου και την ανεξαρτησία μου. Θέλω την πολυθρόνα μου και τον καναπέ μου και τη θέση μου στη νησίδα, και την τηλεόραση δυνατά ή σιγανά, ανάλογα με τα δικά μου κέφια. Θέλω να ξέρω τι έχει στο ψυγείο και στα ντουλάπια. Και τι λείπει. Και να μη με νοιάζει αν λείπει. Θέλω να τα φτιάξω με έναν σκύλο.

Θα αλλάξω σε όλα τα άλλα —ή σχεδόν: δεν πρόκειται να αρχίσω να μαγειρεύω—, αλλά όχι και σ’ αυτό. Αυτό παραπάει.

Απόψε λοιπόν θα ονειρευτώ το καινούργιο μου κουτάβι. Πώς θα ’ναι άραγε; Σαν την Μπέλα και τον Έντουαρντ; Ή εντελώς διαφορετικό; Ή μήπως σαν εκείνα τα τσέχικα λυκόσκυλα που ήξεραν τόσο καλά να μεταμφιέζονται και να καβαλάνε τους νυχτερινούς αέρηδες και να γυμνώνουν τα πελώρια δόντια τους; Ένα λυκοσκυλάκι; Δεν ξέρω ακόμα. Αλλά ξέρω πώς θα το πω, ό,τι και να ’ναι: αγόρι, κορίτσι, ράτσας, ημίαιμο, μικρό ή μεγάλο.

Θα το πω Χέλστρομ.

Στην αρχή, σκέφτομαι βγάζοντας ακόμα ένα τσιγάρο από το πακέτο μου, κι ενώ γυρίζω στο στόμα μου μια γουλιά κόκκινο κρασί που βρήκα στριμωγμένο στην τροφοαποθήκη, ανάμεσα στα λάδια και τις σάλτσες ντομάτας, στην αρχή είχα πιστέψει πως η Μίνα έπαιρνε σιγά-σιγά το πάνω χέρι μέσα μου. Λοιπόν, δεν ήταν αλήθεια. Το πάνω χέρι το είχα πάντα εγώ. Γιατί ακόμα κι εγώ μπορώ να μιλώ και να σκέφτομαι λυρικά πού και πού· δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Μίνα αυτό. Όλες αυτές οι φωνές είναι, άλλωστε, δικές μου. Εγώ τις έχω επινοήσει. Εγώ τις γέννησα. Είμαι φτιαγμένη, τελικά, για να γεννάω φωνές, για να γεννάω νέους ήρωες — και διαβόλους.

Είμαι γυναίκα.

Είμαι συγγραφέας.

Χαμογελάω τόσο που πονάνε τα μάγουλά μου. Και, σηκώνοντας το ποτήρι μου, κάνω μία πρόποση στη νύχτα. Έτσι, χωρίς λόγια. Αυτός που βλέπει θα καταλάβει. Θα σηκώσει τα μάτια του από το βιβλίο που διαβάζει, θα δει το υψωμένο μου χέρι και θα σμίξει μια στάλα τα μάτια. Μια στάλα μόνο: ένα ψέμα. Έτσι του αρέσει να κάνει, γιατί αυτό είναι το στιλ του.

Έτσι είναι φτιαγμένος ο Ισμαήλ.

Στην υγειά σου, σκέφτομαι. Και σ’ ευχαριστώ.

Δεν μου απαντά, μα ξέρω πως εκείνα εκεί τ’ αστέρια στο στερέωμα δεν υπήρχαν μέχρι πριν από λίγο εκεί πάνω. Και δεν υπάρχουν ούτε και τώρα: χάθηκαν αμέσως· ταξίδεψαν στο απέραντο κενό, και πάνε. Ήταν τα αστέρια των ματιών του. Ήταν η αστερόσκονη από το προστατευτικό, άγρυπνό του βλέμμα.

Ήταν τα αστέρια στα μάτια του Ισμαήλ. Του αγγέλου μου.

Βάζωτο κατάμαυρο σαν τη νύχτα, βαρύ περίστροφο με την κοντή κάννη στο συρτάρι του κομοδίνου μου, μέσα σε ένα παλιό τσίγκινο κουτί από μπισκότα. Ίσως να πρέπει να του βρω ένα άλλο κουτί, γιατί αυτό το θέλω στην κουζίνα μου· δεν ταιριάζει εδώ. ένα κουτί βελούδινο, ή αντίκα. Δεν ξέρω. Όμως για την ώρα είναι καλά. Είναι ήσυχο — ένα ήσυχο όπλο. Και λογικά θα το ξεχάσω σιγά-σιγά. Όπως επίσης θα ξεχάσω πως δεν ήταν η συγκαλυμμένη ρομφαία του αγγέλου μου. Αλλά κάτι που εξαρχής προόριζε για εμένα. Ήταν κι αυτό ένα σκαλοπάτι για την ενηλικίωσή μου.

Γιατί τι άλλο είναι η καινούργια μου ζωή, άλλωστε; Είναι αυτό ακριβώς — ενηλικίωση.

Αφήνω για μια τελευταία φορά την κρεβατοκάμαρα και γυρίζω στη σαλοκουζίνα μου. Όπως βλέπω στο μεγάλο ρολόι τοίχου από το ΙΚΕΑ, είναι 00:25. Παρά την κούρασή μου, είναι κάτι ακόμα που πρέπει να κάνω προτού ξαπλώσω. Κάτι ακόμα, τελευταίο.

Κάθομαι στο σκαμπό, ακουμπώ το ποτήρι του κρασιού μου στη νησίδα, πάνω σε ένα αρχαίο σουβέρ με τη διαφήμιση μιας άγνωστής μου μπίρας, και ανοίγω τον υπολογιστή μου.

Ανοίγω το Word.

Ανοίγω ένα καινούργιο έγγραφο και το σώζω με το όνομα: Vladimir6.

Γράφω το όνομά μου στην πρώτη σελίδα. Και, αφού πατήσω 2 φορές το enter, γράφω από κάτω άλλες τέσσερις λέξεις:

Ο άγγελός μου

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ