Βιβλιο

Σεμινάρια φονικής γραφής από τον Πέτρο Μάρκαρη

Ο διεθνής λογοτέχνης διασχίζει τον λαβύρινθο των ελληνικών πανεπιστημίων στο νέο του βιβλίο

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πέτρος Μάρκαρης

Υπέροχες νέες σελίδες του πιο διαβασμένου Έλληνα συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, με μία από τις πλέον υποδειγματικές αφηγήσεις του. Με το πρόσχημα του νουάρ, τα «Σεμινάρια φονικής γραφής» (σελ. 336, εκδ. Γαβριηλίδης), κάνουν ζουμ στις παθογένειες των πανεπιστημίων, ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες που συνδέουν την πολιτική με την ακαδημαϊκή κοινότητα, φωτίζουν τους διαδρόμους ενός πελατειακού συστήματος το οποίο εκτρέφεται στα ανώτατα ιδρύματα, θέτουν προβληματισμούς γύρω από την ελαττωματική λειτουργία ενός συστήματος που επηρεάζει ολόκληρη την κοινωνία. Προσοχή, πέρα από την ψύχραιμη ματιά του, το βιβλίο είναι ευανάγνωστο στον υπερθετικό και ολοένα εθιστικότερο όσο γλιστράς βαθύτερα μέσα του.

Πέτρος Μάρκαρης «Σεμινάρια φονικής γραφής» εκδ. Γαβριηλίδης
Τα «Σεμινάρια…» ξεκινούν στα γραφικά τοπία της Ηπείρου και σε μια τυχαία γνωριμία προτού επιστρέψουν στο γνώριμο μητροπολιτικό σκηνικό του αστυνόμου Κώστα Χαρίτου, ο οποίος αναλαμβάνει χρέη διευθυντή Ασφάλειας μετά τη συνταξιοδότηση του προϊσταμένου του, σε μια θέση που αντιμετωπίζει λιγότερο ως προαγωγή και προπάντων σαν «δίχως γάμο κέρατα». Η προδιάθεσή του δεν βελτιώνεται όταν, στην πρώτη υπόθεση που καλείται να χειριστεί, εμπλέκεται σύσσωμη η ιεραρχία της αστυνομίας και της κυβέρνησης. Ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης βρίσκεται νεκρός στο σπίτι του, δηλητηριασμένος με παραθείο, ενώ μια προκήρυξη που καταφθάνει στα στούντιο τηλεοπτικού σταθμού, καταλογίζει στο θύμα ότι «πρόδωσε την ιερή αποστολή του Δασκάλου… για να μπει στην πολιτική και να εξασφαλίσει υπουργικό θώκο». Ο τόνος της επιστολής έχει την ορολογία της μεταχουντικής τρομοκρατίας, πρόκειται όμως πράγματι για τρομοκρατική ενέργεια ή για παράφρονα που επιχειρεί να καμουφλάρει τα ίχνη του;

Τα ερωτήματα πληθαίνουν όταν βρίσκεται και δεύτερο θύμα από τον χώρο της πολιτικής με ρίζες στο πανεπιστήμιο. Ο Αριστοτέλης Αρχοντίδης, καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και υφυπουργός Παιδείας, εντοπίζεται με διαλυμένο κρανίο και με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο σημείο της καρδιάς. Από το δηλητήριο, το όπλο των εγκλημάτων πάθους, η υπόθεση περνά στις σκληρές δολοφονίες μιας συμμορίας της οποίας τα μέλη, έστω και αν δεν είναι τρομοκράτες, θέλουν να τρομοκρατήσουν ακαδημαϊκούς που μπαίνουν στην πολιτική, διατηρώντας παράλληλα τη θέση τους στο πανεπιστήμιο σε εφεδρεία, ώστε να μπορούν να επιστρέψουν στην παλιά τους θέση.

Ο φόνος του υφυπουργού δεν θα είναι ο τελευταίος, και αντιμέτωπος με μια οργανωμένη συμμορία που διαθέτει δράστες, βοηθητικό προσωπικό και κίνητρα που μοιάζουν να απορρέουν λιγότερο από ιδεολογική βάση και κυρίως σαν θεία τιμωρία προς καθηγητές που λιποτάκτησαν από το ιδεώδες του παλιού, καλού πανεπιστημίου, ο αστυνόμος και το πλήρωμά του ψάχνουν τον δρόμο τους προς την αλήθεια αποκρυπτογραφώντας ταυτότητες στο τουίτερ, το φέισμπουκ, και στα πάρε δώσε της εποχής της «διαδικτυακής αερογαμίας», αναζητούν στοιχεία ανάμεσα σε μέλη της φοιτητικής κοινότητας, σε μπαχαλάκηδες και κομματικές νεολαίες, πρώην ιδεολόγους, στελέχη της διοικητικής γραφειοκρατίας, υποψήφιους διδακτορικών, καθηγητές, πρώην ακαδημαϊκούς και σε όλη την έκταση της ανθρωπογεωγραφίας που συνθέτει το σκηνικό της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης. Όταν γίνεται σαφές ότι οι εγκληματίες δεν είναι τρομοκράτες, αλλά νοσταλγοί του παρελθόντος, η μόνη ελπίδα του βετεράνου αστυνόμου «να ανοίξει μια πόρτα είναι το παρελθόν».

Υφαίνοντας περίτεχνα τον γρίφο του και αφήνοντας τους χαρακτήρες του να διατυπώσουν τους προβληματισμούς του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας συνθέτει άλλο ένα αστυνομικό παζλ με πυρετική δράση και διεισδυτικό βλέμμα. Η ματιά του στέκεται με την ίδια οδυνηρά απομυθοποιητική ευκρίνεια τόσο στους μαθητές αυτής της χώρας, («οι φοιτητές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σ’ αυτούς που θέλουν να σπουδάσουν και σ’ αυτούς που θέλουν ένα πτυχίο») όσο και στους δασκάλους («οι πνευματικοί άνθρωποι έχουν γνώση, οι διανοούμενοι έχουν άποψη, που τους αρέσει να τη διατυπώνουν με κάθε ευκαιρία... Δεν υπάρχουν πια άνθρωποι του πνεύματος, όπως δεν υπάρχουν και καθηγητές πανεπιστημίου, κύριε αστυνόμε»), δίνοντας κυρίως την έμφαση στα ουσιαστικά συμπλέγματα του πανεπιστημίου που μετακυλίονται στην κοινωνία: «Επειδή δε θέλουμε την αλλαγή, καταλήγουμε στην καταστροφή… Γιατί και στην περίπτωση των συγκεντρώσεων για την προάσπιση κεκτημένων, και στην περίπτωση των μπαχαλάκηδων, και στην περίπτωση των πανεπιστημίων, έχουμε πάθει μια πολύ σοβαρή στρέβλωση... Έχουμε αποδεχτεί το αφύσικο σαν φυσικό».

Όταν στο μέλλον η χώρα κανονικοποιηθεί, κάποιος επιμελής αρχειοθέτης θα πρέπει να τοποθετήσει τα μυθιστορήματα του Πέτρου Μάρκαρη στα πιο εκλεκτά ράφια των βιβλιοθηκών. Στο βραβευμένο έργο του, η ανατομία της κρίσης, η περιπλάνηση στα ποτισμένα με πάθη σοκάκια της μητρόπολης, η χωρίς ψευδαισθήσεις κριτική ενός χρεοκοπημένου συστήματος συνδυάζεται με τις απολαύσεις ενός μεσογειακού νουάρ το οποίο συνεστιάζεται με τον Καμιλιέρι και τον Ιζζό, για να τοποθετήσει τον Μάρκαρη στη θέση του ιδανικού αμφιτρύωνα μιας λογοτεχνίας που αγαπά την Ελλάδα και την απεικονίζει σε όλη της την πλούσια γκάμα. Γλυκιά, πικρή, σκληρή, γενναία και άγρια, μυστηριώδης και αποκαλυπτική σαν αθηναϊκό πρωινό του αστυνόμου Χαρίτου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ