Βιβλιο

Η Αθήνα πρωταγωνίστρια στο βιβλίο της Μάρτυ Λάμπρου

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 574
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
322244-650601.jpg

Η συλλογή διηγημάτων της Μάρτυ Λάμπρου «Ενοικιάζεται το παρόν» (εκδ. Κέδρος) δημιουργεί το πρόσωπο της πόλης με τα χαρακτηριστικά των αφανών κατοίκων της.

Είτε με την πρώτη συλλογή διηγημάτων της «Κόπιτσες» (εκδ. Οσελότος) είτε με το μυθιστόρημά της «Με λυμένο χειρόφρενο» (εκδ. Κέδρος) η Μάρτυ Λάμπρου απέδειξε, και συνεχίζει και με αυτή τη συλλογή διηγημάτων να αποδεικνύει, πως μπορεί να μετατρέπει τους ψιθύρους σε φωνές, δημιουργώντας το ελληνικό κοινωνικό προφίλ μέσα από τις ιστορίες ανθρώπων που ποτέ δεν θα τους δούμε ως ήρωες σε σίριαλ ή να πρωταγωνιστούν σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων, αφού δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι αφανείς μονάδες στα target group των δημοσκοπήσεων.

Όμως δεν είναι και αντιήρωες. Κλισέ έκφραση, αλλά πρόκειται για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας λαϊκών, μικροαστικών ή μεσοαστικών διαμερισμάτων και σπιτιών στα οποία είναι κυρίως ενοικιαστές. Η Λάμπρου μοιάζει να παρατηρεί τα πρόσωπα όσων συναντάει στις διαδρομές της στην πόλη και να χτίζει πάνω στις ρυτίδες ή τα χαμόγελα του προσώπου τους ολόκληρες ζωές. Οι ήρωές της ζουν και αναπνέουν μέσα στην καθημερινότητα της πόλης και μαθαίνουν να εντάσσουν τις εικόνες της στη ζωή τους σαν κάτι φυσικό («... Στις πέντε θα ξυπνούσαν οι πρώτοι και θα σπρώχνονταν στις πόρτες των λεωφορείων. Οι γέροι και οι γριές θα έκαναν ουρά χιλιομέτρου έξω από την τράπεζα, θα περνούσαν και από την εκκλησία για να πάρουν σακούλες με μακαρόνια, ληγμένα γάλατα και γιαούρτια, μαζί με κρουασάν Molto. Αυτοί που έπαιρναν το επίδομα πρόνοιας, θα συνέχιζαν να κοιμούνται για να μην πεινάνε...»)· διαβάζουν ό,τι διαβάζουμε όλοι («H ξανθιά για μια στιγμή γύρισε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα σαν να ’γραφε μήνυμα στην Athens Voice. “Σε είδα, πλατεία Συντάγματος. Καθόσουν στο διπλανό παγκάκι, ήμουν με φίλη μου. Είσαι μαλλιάς με την πιο περίεργη φάτσα που υπάρχει και έχεις στραβή μύτη. Κρατούσες κάμερα και αναπτήρα. Κοίταζες αλλού. Έπρεπε να σου είχα μιλήσει. Άμα το δεις, γράψε μου”»)· περνούν το χρόνο τους μπροστά στην τηλεόραση, όπως όλοι («... ύστερα από χρόνια δίνει το “παρών” στο “Πάμε πακέτο”. Πήγα κι εγώ, πιο πολύ να δω τη Βίκι. Έχω μια μεγάλη τηλεόραση, έχω και βίντεο να βλέπω τα τούρκικα. Αυτά είναι έργα, κάνουν συντροφιά! Στα ελληνικά, δε βγάζω άκρη...»).


Στα διηγήματά της η Λάμπρου δεν κατασκευάζει ευτυχισμένες ή δυστυχισμένες στιγμές. Κόβει μια φέτα ζωής, όπου σ’ αυτή συμπυκνώνονται το παρελθόν, το παρόν και (κάποιες) φορές το μέλλον των ηρώων και μας τη σερβίρει. Το κάνει δε με τον τρόπο που μας έδειξε στα προηγούμενα βιβλία της. Χρησιμοποιώντας κοφτές, γρήγορες, ασθμαίνουσες προτάσεις που ξετυλίγουν την ουσία και πετούν στην άκρη το περιττό, αφήνοντας στην πόλη το ρόλο του συνένοχου/φίλου/εχθρού των ηρώων. «...Έφτασε στη στάση. Κανείς δεν περίμενε. Πίσω της μια κάβα. Στη βιτρίνα μπουκάλια με κρασιά μέσα σε καλάθια και σε ξύλινα κουτιά, στολισμένα με λουλούδια και φιόγκους. Ανάμεσα στα λουλούδια και στους φιόγκους η Ζωή είδε το μωλωπισμένο πρόσωπο μιας γυναίκας, τη σπασμένη μύτη, τα μαυρισμένα μάτια. Ένας κάδος δίπλα. Και, για να μην ξεχνιόμαστε, πράσινος, κι ας λένε πως δεν έχει καθόλου πράσινο αυτή η πόλη. Να αναδίνει μπόχα. Σάπιο κρέας, μάλλον. Υπήρχε ακόμα ευμάρεια; Μήπως οι σακούλες έκρυβαν καμιά κομματιασμένη γυναίκα;»

image

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ