Κινηματογραφος

Το μέλλον του κινηματογράφου (και γιατί δεν πατάω εγώ στο σινεμά)

Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το μέλλον του κινηματογράφου (και γιατί δεν πατάω εγώ στο σινεμά)
Η εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα Sora.

Ημερολογιακές καταχωρίσεις για κάθε χρήση

ΤΕΛΟΣ ΟΙ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

Όλοι μιλούν για τη νέα ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον, «Μια Μάχη Μετά την Άλλη», και όλοι λένε πως είναι από τις ταινίες εκείνες που πρέπει να τις δεις στον κινηματογράφο, στη μεγαλύτερη δυνατή οθόνη, υπό τις καλύτερες συνθήκες προβολής, ενδεχομένως δε και σε μια σύγχρονη, κατάλληλα εξοπλισμένη αίθουσα νέας γενιάς. Και —μολονότι, ως γνωστόν, ο ένας αντιγράφει τον άλλον και το λένε από μόδα— έχουν δίκιο: το να βλέπεις μια καταδίωξη με αυτοκίνητα ενώ ταυτόχρονα βουλιάζει και τρέμει η πολυθρόνα σου, δίνοντάς σου την εντύπωση πως παίρνεις κι εσύ μέρος στο κυνηγητό, είναι πιο ωραίο από το να βλέπεις την ίδια καταδίωξη χωρίς να βουλιάζει και να τρέμει η πολυθρόνα σου: έχεις μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία έτσι, είναι πιο χορταστικό το φιλμ, πιάνουν περισσότερο τόπο τα λεφτά σου.

Όλοι τους έχουν δίκιο, σαφώς-σαφέστατα —ακόμη και όσοι το λένε χωρίς καν να έχουν δει την ταινία—, αλλά εμένα δεν με αφορά αυτό. Και όχι επειδή δεν μου αρέσει ο Πολ Τόμας Άντερσον· μου αρέσει, αυτό δα έλειπε, σε όλους αρέσει. Ούτε επειδή δεν μου αρέσει ο Πίντσον, σε βιβλίο τού οποίου βασίζεται η ταινία· και, ναι, δεν μου αρέσει καθόλου ο (μέγας, εννοείται) Πίντσον, προτιμώ να διαβάζω οδηγίες προφύλαξης φαρμάκων αντί για τα βιβλία του. Αλλά επειδή δεν μου αρέσει η κινηματογραφική εμπειρία. Χρόνια τώρα. Τέλος οι αίθουσες για μένα. Finito la musica.

Γιατί όμως τέλος οι αίθουσες; Για δύο λόγους. Ο ένας με ακολουθεί από πάντα, αλλά ποτέ δεν με επηρέασε στ’ αλήθεια μέχρι ένα σημείο: αυτό κι αν είναι (φαινομενικά) παράδοξο. Ο άλλος έχει να κάνει με τη συμπεριφορά των θεατών, που δεν την αντέχω ούτε και να με πληρώνεις.

Το μέλλον του κινηματογράφου (και γιατί δεν πατάω εγώ στο σινεμά)

Αυτός ο δεύτερος λόγος είναι πολύ ισχυρός. Δεν είμαι σε θέση να καθίσω με σταυρωμένα τα χέρια όσο ο άλλος μασουλάει νάτσος ή κοιτάζει το κινητό του. Ή μιλάει με τον διπλανό του. Ή χασκογελάει ενώ δεν είδε τίποτε αστείο. Υπάρχουν πάρα πολύ ηλίθιοι στα σινεμά, και δεν υπάρχει καμία περίπτωση, ποτέ, να βρεθώ κοντά τους. Προτιμώ να πάω σε μια στάνη με κατσίκες και να διαβάσω παλιά βίπερ. Αλλά όχι να συγχρωτιστώ με δαύτους, με καμία κυβέρνηση. Και βέβαια, δεν θα με τρέχουνε στα τμήματα βραδιάτικα.

Καταρχάς, υπάρχει μια αιώνια, αταλάντευτη υπόσχεση στον κινηματογράφο: η απόλυτη βύθιση σε κάτι πέρα και πάνω από σένα, πριν καν ξεκινήσει η ταινία: η στιγμή όπου η τεχνική αρτιότητα της κάθε εποχής (σήμερα το IMAX, το Dolby Atmos και άλλα τέτοια θαυμαστά, παλιότερα άλλα) συναντά τον ιδανικό θεατή. (Που τυχαίνει να είναι αυτό που λέμε Ο Μέσος Θεατής, όχι ο Μπακογιαννόπουλος). Κατά δεύτερον, δεν πρόκειται απλώς για ένα φιλμ· ποτέ δεν ήταν αυτό το θέμα. Πρόκειται για μία προσφορά —την προσφορά του δημιουργού στον θεατή— και μια τελετή, μια εμβάπτιση με όλες μας τις αισθήσεις σε κάτι που γεννιέται γύρω μας επί δύο ώρες, και μας εμπεριέχει. Έχουμε να κάνουμε με μια εμπειρία που σχεδιάστηκε για να υπερβεί τα όρια του σπιτιού και της καθημερινότητας, ακόμη και αυτού του ίδιου μας του εαυτού: για να τον συναντήσει πέρα από την κινηματογραφική γέφυρα.

Πρόκειται για μία προσφορά —την προσφορά του δημιουργού στον θεατή— και μια τελετή, μια εμβάπτιση με όλες μας τις αισθήσεις σε κάτι που γεννιέται γύρω μας επί δύο ώρες, και μας εμπεριέχει

Φυσικά, αυτή η τελετή έχει καταντήσει μια δοκιμασία, ένα βασανιστήριο, μία φρικώδης φρίκη. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να συνυπάρξει η ανάγκη για καλλιτεχνική αρτιότητα με την αδιαφορία για τη συλλογική εμπειρία.

Θα πει κανείς ότι μιλώ για τίποτα Ταρκόφσκι, Μιζογκούτσι και τέτοιους. Καμία σχέση. Μιλώ για το Μέσο Φιλμ και πάλι. Ένα προϊόν που κάτσαν και μοχθήσανε γι’ αυτό μερικές χιλιάδες άνθρωποι. Ένα προϊόν που —το λιγότερο— απαιτεί τον σεβασμό μας, και κυρίως να το βουλώνουμε.

Το σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας σε εξοικείωνε πάντα με έναν άδηλο συμβιβασμό. Ήταν ο χώρος όπου ο καθένας αποποιούνταν προσωρινά την ατομικότητά του για να γίνει μέρος ενός πλήθους που βλέπει. (Κάτι συνταρακτικό, αν κάτσεις να το σκεφτείς). Η εστίαση ήταν κοινή για όλους: καθοδηγούμενη από την πηγή του φωτός, κατευθυνόταν προς την οθόνη, και μάλιστα προς συγκεκριμένα σημεία της οθόνης. Εδώ και πολλά χρόνια —δυο δεκαετίες ή κάτι τέτοιο—, αυτή η συνθήκη έχει διαρραγεί. Η εισβολή του κινητού τηλεφώνου δεν είναι απλώς μια αγένεια. Είναι μια μεταφυσική διακοπή. Η μικρή, λαμπερή, πρόστυχη οθόνη που τρυπά το σκοτάδι δυο σειρές μπροστά σου λειτουργεί σαν ψυχρό σχόλιο πάνω στην ίδια την τέχνη. «Δεν είμαι αφοσιωμένος», λέει αυτό το χυδαίο φως, «είμαι ονλάιν. Και η σύνδεσή μου με τον έξω κόσμο, με κάτι άλλο, με οτιδήποτε έξω και πέρα από το γεγονός της ταινίας, είναι πιο σημαντική από το δικό σου όραμα. Στα τέτοια μου σας γράφω, και κάνω το ζωγράφο».

Η εισβολή του κινητού τηλεφώνου δεν είναι απλώς μια αγένεια. Είναι μια μεταφυσική διακοπή. Η μικρή, λαμπερή, πρόστυχη οθόνη που τρυπά το σκοτάδι δυο σειρές μπροστά σου λειτουργεί σαν ψυχρό σχόλιο πάνω στην ίδια την τέχνη

Λοιπόν: και τον Τέρενς Χιλ με τον Μπαντ Σπένσερ να βλέπεις, δεν μπορείς να τους δεις όταν ο άλλος χαζεύει στο κινητό. Και, επειδή είναι παράνομο να του το πάρεις και να το πατήσεις με το τακούνι σου φωνάζοντάς του ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΡΙΝΙΤΑ, απλώς δεν συναγελάζεσαι πλέον με δαύτους. Ή με δυστυχείς τύπους που ήρθαν σινεμά για να φάνε. ΚΑΙ ΠΟΥ ΤΡΩΝΕ ΚΑΘ’ ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ. Γιατί γι’ αυτούς γίνονται πια οι ταινίες: τα λεφτά βγαίνουν από το μπαρ, όχι από τα εισιτήρια.

Το μέλλον του κινηματογράφου (και γιατί δεν πατάω εγώ στο σινεμά)

Είμαι πολύ παλιός και πολύ σταθερός επί αρκετές δεκαετίες θαμώνας των αιθουσών (από τον Αίαντα και τη λέσχη τού ΘΕΘ στην πόλη μου, μέχρι το Studio του συγχωρεμένου Καψάσκη και το Άστυ όπου μια μέρα είδαμε δύο άτομα τις «Αρμονίες τού Βερκμάιστερ») για να μην έχω δει τα ΠΑΝΤΑ εκεί μέσα. Ήδη με τις πρώτες ριζικές ανακαινίσεις κάποιων αιθουσών, πριν ακόμη από τα μούλτιπλεξ, καταλάβαινες πως το πράγμα άλλαζε: ο κόσμος άρχιζε να μην πηγαίνει για να δει ένα έργο, αλλά έκανε έξοδο. Δηλαδή, όπως όταν πας για φαΐ, ή όταν σε έχουν κάπου καλεσμένο ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΙ. Το καταλάβαινες από τα ντυσίματα, από περίεργες προσμείξεις στο κοινό, από τρελά γέλια εδώ κι εκεί. Και το καταλάβαινες ακόμη περισσότερο εσύ που είχες περάσει νύχτες και νύχτες σε μεταμεσονύκτιες προβολές, και σε μαραθωνίους όπου τα γέλια —και η γενικότερη βαβούρα— επιβάλλονταν, καθώς ήταν μέρος της συνολικής εμπειρίας. Τα τρελά γέλια, η καζούρα, τα γιουχαΐσματα στον κακό, τα χειροκροτήματα, ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΪΤΕΣ.

Το καταλάβαινες από τα ντυσίματα, από περίεργες προσμείξεις στο κοινό, από τρελά γέλια εδώ κι εκεί

Ναι, το βλέπαμε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει, πριν τα πολυσινεμά. Αλλά μετά ήρθαν κι αυτά, και το πράγμα τελείωσε κάπου εκεί. Οι ίδιες οι ταινίες γυρίζονταν με προορισμό αυτές τις αίθουσες του τρόμου, και όχι για τις «παραδοσιακές». Πράγμα που κάποιους μάς έπιασε από τον λαιμό. Πνιγόμασταν. O tempora. Αλλά τι να κάνεις; Να κάτσεις να μαλώσεις; Όχι. Οπότε σιγά-σιγά την κάναμε με ελαφρά.

Πλην, όχι χωρίς κόστος. Όταν από την εφηβεία σου ήσουν μεγαλωμένος σε μια πόλη με πολύ βαθιά ριζωμένη σινεφίλ κουλτούρα (και πάλι: στο «σινεφίλ» να βάλετε και τον Μάριο Μπάβα, και τον Λούτσιο Φούλτσι, και τα καράτε, και τα καμπόικα, και τις γυμνές βρικολακίνες, και όλο το ωραίο κακό συναπάντημα που αγαπάμε με το είναι μας), όταν έχεις ακόμη κρατημένες κάποιες από τις κάρτες σου από τις κινηματογραφικές λέσχες όπου έβλεπες (όπου ΕΙΔΕΣ) τα πάντα, όταν έτρεχες σαν άλλος καμικάζι (έτσι λέγονταν τα παιδιά που μετέφεραν τις μπομπίνες από σινεμά σε σινεμά κάνοντας σφήνες με το παπάκι ανάμεσα από τα αμάξια: πολλά σακατεύονταν έτσι) για να προλάβεις τη δεύτερη προβολή της ημέρας — ε, σε πιάνει μια αηδία.

Το μέλλον του κινηματογράφου (και γιατί δεν πατάω εγώ στο σινεμά)

Όμως είναι κι εκείνος ο άλλος λόγος που λέγαμε πριν: ο πρώτος, αυτός που με ακολουθεί πάντα, και που —παραδόξως, ή όχι και τόσο παραδόξως εντέλει— δεν με είχε επηρεάσει μέχρι ένα σημείο· καταλάβατε ποιο.

Για κάποια άτομα, η ενόχληση δεν είναι απλώς ακουστική ή οπτική, ή ψυχολογική. Είναι καθαρά σωματική. Ο εσωστρεφής δεν ζητά ησυχία μόνο για να ακούσει καθαρά τους διαλόγους ή τη μουσική. Ζητά χώρο για να βιώσει το έργο με τον δικό του ρυθμό, χωρίς την επίγνωση των σωματικών λειτουργιών και των (και καλά ασυνείδητων) θορύβων των γύρω του. Η ΚΔΩΑ συμπεριφορά (Κτηνώδης Δύναμη Ωγκώδης Άγνοια), το συνεχές χλάπα-χλούπα-κρατς, χλάπα-χλούπα-κρατς, το χτύπημα του κινητού, το κουβεντολόι, οι οθόνες που φωτίζονται με το χρώμα που ήρθε από το διάστημα — όλα αυτά καθιστούν τη νησίδα αυτή δημόσιου χώρου εχθρική και απρόβλεπτη. Αυτό που κάποτε ήταν μια φυγή στον κόσμο της ταινίας (πάμε σινεμά ακριβώς για να φύγουμε, δεν πάμε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι), γίνεται μια μάχη για να διατηρήσουμε την προσοχή μας (και τα νεύρα μας) ενάντια σε αυτούς που αρνούνται να υιοθετήσουν τον κανόνα της σιωπής.

Αυτό που κάποτε ήταν μια φυγή στον κόσμο της ταινίας (πάμε σινεμά ακριβώς για να φύγουμε, δεν πάμε για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι), γίνεται μια μάχη για να διατηρήσουμε την προσοχή μας (και τα νεύρα μας) ενάντια σε αυτούς που αρνούνται να υιοθετήσουν τον κανόνα της σιωπής

Ως εκ τούτου, η επιλογή της απόρριψης των κινηματογραφικών αιθουσών από ανθρώπους σαν κι εμένα είναι μονόδρομος. Δόξα τω Θεώ, μπορεί να μην έχουμε υψηλής ποιότητας Home Cinema, με OLED και σύστημα ήχου 7.1 —θα βάλουμε όμως όταν μάς πέσει το Τζόκερ—, αλλά μια χαρά βολεύεται κανείς και στην τηλεόρασή του, και στον υπολογιστή του, και στο τάμπλετ του. «Να το δείτε στη μεγαλύτερη οθόνη της πόλης σας!» Τι μου λέτε, αλήθεια; Τς-τς-τς, μπράβο σας. Πάρτε και μια πάστα.

Η σύγχρονη κρίση του κινηματογράφου (γιατί ο κινηματογράφος περνά κρίση: και ΔΕΝ θα ανακάμψει ποτέ) δεν είναι μόνο οικονομική αλλά ηθική. Αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη δυσκολία της κοινωνίας να μοιραστεί έναν απλό, κοινό σκοπό όπως η παρακολούθηση μιας ταινίας με σεβασμό και αφοσίωση. Και όσο αυτή η αδιαφορία θα συνεχίζεται (και πράγματι θα συνεχίζεται: οι σινεμάδες θα γίνουν λούνα-παρκ σε λίγα χρόνια), τόσο η «μεγαλύτερη» οθόνη θα χάνει τη μάχη από την καλύτερη εμπειρία. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια ήττα εδώ, αλλά με μια νίκη της αισθητικής επί της κοινωνικής δυσλειτουργίας. Ο θεατής, αδυνατώντας να επιβάλει την πειθαρχία στο πλήθος, επιβάλλει την πειθαρχία στο περιβάλλον του. Είναι ένα statement: «Άπαξ και δεν μπορώ να βρω το ιδανικό περιβάλλον στον ναό, θα χτίσω ένα ιερό στο σπίτι μου».

«Μα», θα πεις, «είναι… ιερό το τάμπλετ, καημένε; Seriously?» Ναι, ΕΙΝΑΙ.

Όταν ο θεατής-καταναλωτής βλέπει την αίθουσα σαν μια προέκταση του καναπέ του ή του πουλιού του, διαβρώνοντας ανεπανόρθωτα την τελετουργική εστίαση στο κινηματογραφικό προϊόν που απαιτεί —ό,τι και όποιο και να είναι— αφοσίωση, εσύ φεύγεις. Ή μάλλον, για να μη γενικεύω: εγώ· εγώ φεύγω. Η δική μου απάντηση στην κοινωνική βαρβαρότητα είναι η φυγή. Μπορεί η κλίμακα της μεγάλης οθόνης να παραμένει ανεπανάληπτη, αλλά η ποιότητα της προβολής και η αφοσίωση της εμπειρίας νικούν κατά κράτος μόνο στο σπίτι σου. Είναι μια πράξη αισθητικής αυτοάμυνας.

Το μέλλον του κινηματογράφου (και γιατί δεν πατάω εγώ στο σινεμά)

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΑΙΘΟΥΣΩΝ

Στο εγγύς μέλλον οι αίθουσες θα είναι δύο λογιών: τα εμπορικά PLF multiplex που θα προβάλλουν υπερπαραγωγές, και οι ανεξάρτητοι κινηματογράφοι που θα διατηρούν αυτό που λέμε «πολιτιστική ποικιλομορφία» και θα επιχορηγούνται από το κράτος.

Αυτό είναι όλο κι όλο, οπότε ίσως δεν χρειάζεται να διαβάσετε παρακάτω. Αλλά νά τι άλλο έχουμε να πούμε επί του θέματος:

Ο COVID τσάκισε τους σινεμάδες παγκοσμίως. Λογικό. Με το που τελείωσε η πανδημία (άσχετα αν δεν τελείωσε ακριβώς…), οι αίθουσες πήραν πάλι τα πάνω τους, αλλά έχοντας χάσει ήδη, και για πάντα, ένα πελώριο ποσοστό θεατών: ένα 60% περίπου. Καμία άλλη αγορά δεν υπέστη τέτοια ζημία από τον έρμο τον παγκολίνο που έφαγε ο Κινέζος. Πώς θα έμεναν λοιπόν ζωντανές όσες δεν έκλεισαν με την πανδημία; Απλούστατα, με αύξηση της τιμής του εισιτηρίου, με μία δραματική προσπάθεια να προσελκύσουν νέους, μόνιμους θεατές («συνδρομητές», με κάρτα διαρκείας), που θα τζίραραν το κατά δύναμιν και στα κυλικεία, και με επιλογή ταινιών που θα έπαιζαν τον ρόλο κράχτη.

Η κρίση στον κινηματογράφο προϋπήρχε της πανδημίας βέβαια: στην αρχή ήταν η τηλεόραση, μετά το βίντεο, και τέλος οι πλατφόρμες streaming. (Και φυσικά η πειρατεία, επίσης πολλά χρόνια τώρα, μα πλέον με τραγικά αποτελέσματα: κάθε πειρατική κόπια, κάθε κλεψιμαίικο download, είναι και μια γροθιά στο πρόσωπο των καλλιτεχνών και των τεχνικών της ωραιότερης τέχνης των καιρών μας). Η δυνατότητα παρακολούθησης του μεγαλύτερου μέρους του περιεχομένου οπουδήποτε και οποτεδήποτε είναι ένα καρφί στο φέρετρο των αιθουσών — ή μάλλον, πολλά καρφιά. Οι πλατφόρμες τύπου Netflix, με τους κολοσσιαίους προϋπολογισμούς, δεν θα φύγουν ποτέ (μόνο θα αλλάξουν προς το χειρότερο — προς το χειρότερο για τα σινεμά, εννοούμε). Σε πολύ λίγα χρόνια, αυτές θα είναι οι μοναδικές πηγές χρηματοδότησης ταινιών ΓΙΑ τους κινηματογράφους. Μόνο που το παράθυρο των 90 ημερών που ξέραμε μέχρι μερικά χρόνια πριν θα συρρικνωθεί σε μία εβδομάδα μαξ: οι ταινίες θα μετακινούνται στις υπηρεσίες streaming σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία τους στις αίθουσες. Κατ’ αυτά, θα αντέξουν μόνο όσες (λίγες) αίθουσες θα είναι σε θέση να προσφέρουν Κάτι Παραπάνω, ένα μοναδικό συλλογικό, τελετουργικό «κοινωνικό γεγονός», διαφορετικό από την κατά μόνας «κατανάλωση περιεχομένου» στο σπίτι: πολυθρόνες που κουνιούνται, δράκουλες που χαχανίζουν δίπλα στο αυτί σου, τον Μαντ Μαξ και τη Φουριόζα να σε τραβάνε από τον ώμο, σφαίρες να σφυρίζουν στ’ αυτιά σου κ.ο.κ. Εμπειρία που θα την πληρώνεις βέβαια διπλά. Αλλά εμπειρία μια φορά.

Η δυνατότητα παρακολούθησης του μεγαλύτερου μέρους του περιεχομένου οπουδήποτε και οποτεδήποτε είναι ένα καρφί στο φέρετρο των αιθουσών — ή μάλλον, πολλά καρφιά

Όπως προείπαμε, τα μοντέρνα σινεμά δεν θα μείνουν εκεί. Θα αλλάξουν τον τρόπο προσέγγισης (και κατασκευής) του κοινού τους (που θα είναι νεανικό, κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του, και οικογενειακό κατά το υπόλοιπο ποσοστό), θα στοχεύσουν σε συνδρομητές για να βάζουν όσο πιο γρήγορα γίνεται ζεστό χρήμα στα ταμεία τους, θα σερβίρουν μακαρονάδες, σούσι, pretzel bites με σάλτσα τυριού κλπ. Κυρίως όμως θα επενδύσουν στο Premium Large Format (PLF). Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις αλλιώς τα πιο εξελιγμένα οικιακά συστήματα. Πρέπει να βάλεις καθίσματα D-BOX, για να αισθάνεται ο θεατής πως βρίσκεται στην καρδιά της δράσης. Πρέπει να βάλεις βροχές, μπουνιές, αίματα. Τα έργα θα τείνουν όλο και περισσότερο να γίνουν games. Αλλά ακόμη περισσότερο: οι αίθουσες θα προβάλλουν και eSports: τα σπορ-καφέ όπου βλέπαμε με μπίρες και άπειρα τσιγάρα τα εκτός έδρας ματς θα μεταφερθούν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Το ίδιο θα γίνει και με άλλες φαντασμαγορικές εκδηλώσεις, όπως όπερες, μπαλέτα, συναυλίες κλπ., για τους πιο ιντελεκτσουέλ. Θα μιλάμε πλέον για έναν Κινηματογράφο Εκδηλώσεων, από όπου θα λείπει μόνο ο πάπας. Παραδίπλα, θα παίζονται και μερικά καινούργια έργα, με φουλ πιστολίδι, κολάν και καταστροφές. Και πάντα ο νέος Νόλαν, βέβαια.

Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις αλλιώς τα πιο εξελιγμένα οικιακά συστήματα. Πρέπει να βάλεις καθίσματα D-BOX, για να αισθάνεται ο θεατής πως βρίσκεται στην καρδιά της δράσης. Πρέπει να βάλεις βροχές, μπουνιές, αίματα

Και κάπου εκεί, λίγο απόμερα, σε πιο μέτα γειτονιές, θα φυτοζωεί και ο ανεξάρτητος κινηματογράφος, τα σινεφίλ έργα, τα arthouse κλπ.: δημιουργοί, ταινίες, και αίθουσες. Θα υπάρξει μία κοινωνική πίεση να αντέξουν όλα αυτά τα πράγματα, και έτσι θα υποχρεωθούν τα υπουργεία να τα υποστηρίζουν οικονομικά. Αλλιώς δεν θα επιβιώσει τίποτε. Ο μη εμπορικός κινηματογράφος θα γίνει «πολιτιστικό ίδρυμα».

ΥΓ. Εννοείται πως όλα αυτά θα ισχύουν μόνο μέχρι η Α.Ι. να μπει για τα καλά στη ζωή μας. Όταν ένα μηχάνημα θα προσαρμόζει με ένα σωρό κουλούς τρόπους την εμπειρία θέασης μέσα στο ίδιο μας το σπίτι (φανταστείτε να βλέπετε μια ταινία τρόμου με ένα ζευγάρι πανάλαφρα γυαλιά που θα κάνει το δωμάτιό σας να φαίνεται σαν τον πύργο του Δράκουλα), σινεμά δεν θα πηγαίνουν ούτε οι αιθουσάρχες.

Το μέλλον του κινηματογράφου (και γιατί δεν πατάω εγώ στο σινεμά)

* * *

Το Ημερολόγιο κυκλοφορεί τρεις φορές την εβδομάδα: κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τις Κυριακές, η στήλη μεταμορφώνεται στο Βιβλίο της Εβδομάδας. Στείλτε μας μέιλ αν θέλετε να μας πείτε ή να μας ρωτήσετε κάτι — οτιδήποτε. Σας ευχαριστούμε πολύ.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.

// EMPTY