Πολεις

Η πόλη - φάντασμα με τις αφάνες

Ατομική ευθύνη, ή: Όταν κάτι χρεώνεται σε πολλούς, δεν χρεώνεται σε κανέναν

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η πόλη-φάντασμα με τις αφάνες
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Η μικρή ιστορία ενός σκουπιδιού στην είσοδο της πολυκατοικίας που δεν το μάζεψε ποτέ κανείς

Όπως μάς ειδοποίησαν με ένα χαρτί που κόλλησαν στο ασανσέρ, το συνεργείο που καθαρίζει την είσοδο της πολυκατοικίας μας και τις σκάλες, ουσιαστικά δυο γυναίκες που εναλλάσσονται και ο άντρας που οδηγεί το βανάκι τους, πήρε ένα μήνα άδεια για το καλοκαίρι, λίγο πριν τα μέσα Αυγούστου, και πια θα ξανάρθει αύριο για να καθαρίσει. Πιθανότατα βέβαια οι άνθρωποι θα δουλεύουν αυτό το διάστημα σε κάποιο ξενοδοχείο της Χαλκιδικής, δεν θα κάθονται, δεν θα κάνουν μπάνια, δεν θα ξεκουράζονται —έχει ανθρώπους που δουλεύουν όλο τον χρόνο, μια ζωή, και όχι επειδή είναι εργασιομανείς, πολύ περισσότερους από όσο φαντάζεται όποιος δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοια—, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου. Το θέμα μου είναι ότι, δεν ξέρω μεν τι γίνεται στους ορόφους, έξω από τα διαμερίσματα —πιθανόν να είναι καλά τα πράγματα εκεί, σφουγγαρισμένα, περιποιημένα, όπως στον διάδρομο του δικού μας ορόφου—, αλλά ξέρω τι γίνεται στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Λοιπόν, εκεί κατά τις αρχές του μηνός η ασκούπιστη σκόνη του δρόμου και οι τρίχες σχημάτισαν κάτι σαν αφάνα, όπως αυτές που βλέπαμε παλιά στα γουέστερν, εκείνους τους άγριους θάμνους, τις μπάλες από φύλλα, κλαδιά κι αγκάθια που παράσερνε ο άνεμος στις πόλεις-φαντάσματα, και που τα βλέπαμε να κυλούν κυνηγώντας το ένα το άλλο στα φρυγμένα δρομάκια, σαν δυσοίωνα πνεύματα της φύσης, σαν υπόμνηση ενός κακού που σύντομα θα ξεσπούσε. Αυτή εδώ φυσικά, η δικιά μας αφάνα, είναι μικρή, μια σταλιά, πιάνει όσο τόπο θα έπιανε ένα κουβάρι από μαλλί, και δεν έχει κανέναν άνεμο να την παρασύρει. Εδώ και μέρες, μάλιστα, έχει γαντζωθεί σε μια γωνιά —ευτυχώς, στην πιο απόμερη γωνιά: άκρη-άκρη—, λίγο πιο πέρα από το τραπεζάκι όπου αφήνει ο ταχυδρόμος τους λογαριασμούς και κολλητά με τη σιδερένια πόρτα που οδηγεί στα ρολόγια, και μένει εκεί, μεγαλώνοντας λίγο-λίγο μέρα με την ημέρα, ανεπαίσθητα, σχεδόν όπως γυρνάει ο ωροδείκτης, καθώς πάνε διαρκώς και κολλάνε επάνω της κι άλλες τρίχες, κι άλλη από την ασκούπιστη σκόνη του δρόμου που περνά κλεφτά την εξώπορτα και χώνεται στην πολυκατοικία μας.

Κατεβαίνω συχνά στην είσοδο, το λιγότερο τρεις φορές την ημέρα, και το μάτι μου πέφτει συνεχώς επάνω της, κι ας είναι γαντζωμένη σε εκείνη τη γωνία. Στρίβω επιτούτου, και τη βλέπω. Έχει γίνει ένα με τον χώρο πια, διακοσμώντας τον με έναν ανάστροφο, σκοτεινό τρόπο. Και πάντα, μόλις βγαίνω από το ασανσέρ και στρίψω το κεφάλι, κάνω την ίδια σκέψη, ή μάλλον πάντα η ίδια σκέψη γεννιέται στο μυαλό μου, γιατί —είπαμε— δεν κάνουμε εμείς όλες τις σκέψεις που μας επισκέπτονται, ίσα-ίσα που τις περισσότερες τις σκέφτεται ο εαυτός μας. Κι αυτή η σκέψη είναι: «Μα κανείς δεν μαζεύει αυτό το πράγμα, κανείς δεν φιλοτιμείται να το σηκώσει με μια χαρτοπετσέτα από κει χάμω, με το φυλλάδιο ενός πολιτευτή που θέλει να γίνει δημοτικός σύμβουλος, ή έστω με μια ειδοποίηση για τα κοινόχρηστα, από αυτές που μαζεύονται πάνω στο τραπεζάκι της αλληλογραφίας; Πώς γίνεται να στρέχει αυτό το πράγμα; Ζουν τόσοι άνθρωποι εδώ, είναι οχτώ όροφοι, με δύο διαμερίσματα ο καθένας, δεκάξι, και με δύο το λιγότερο άτομα το διαμέρισμα, τριάντα δυο — είναι τριάντα νοματαίοι που μπαινοβγαίνουν στο κτίριο ένα μήνα τώρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, και ΟΛΟΙ βλέπουν την αφάνα της σκόνης που φουσκώνει κι αυγαταίνει στη γωνιά της, μοιάζει με κατοικίδιο πια, μοιάζει με κάτι ζωντανό, και κανείς, ΚΑΝΕΙΣ δεν φιλοτιμείται να κάνει μια τόση δα κίνηση και να τη μαζέψει από κει χάμω με μια χαρτοπετσέτα».

Κι αμέσως, κάθε φορά, κάθε μα κάθε φορά, συνειδητοποιώ πως βέβαια ΕΓΩ είμαι αυτοί οι τριάντα άνθρωποι, ΕΓΩ είμαι που μπαινοβγαίνω στο κτίριο ένα μήνα τώρα, από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι ΕΓΩ και μόνο ΕΓΩ είμαι που δεν κάνω αυτή την τόση δα κίνηση για να τη μαζέψω από κει χάμω με μια χαρτοπετσέτα, με το φυλλάδιο ενός πολιτευτή που θέλει να γίνει δημοτικός σύμβουλος, με μια ειδοποίηση για τα κοινόχρηστα.

Κοκκινίζω, κουμπώνω την καμπαρντίνα μου, σφίγγω τη ζώνη δυνατά, φοράω τον μπερέ, και βγαίνω έξω, στον κεντρικό δρόμο, όπου τα πάντα είναι κλειστά καιρό τώρα, βομβαρδισμένα, χωρίς μέλλον σ’ αυτή την πόλη-φάντασμα με τις αφάνες.

Εγώ είμαι ο τελευταίος που έμεινα εδώ όταν κατάντησε αφόρητο να προσπαθείς να επιβιώσεις, από καπρίτσιο, φόβο, και βαρεμάρα.

Η μικρή ιστορία ενός σκουπιδιού στην είσοδο της πολυκατοικίας που δεν το μάζεψε ποτέ κανείς
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ