Health & Fitness

Η συνταγή του Μπέρτραντ Ράσελ για να μη μεγαλώσουμε ποτέ

Όταν ο βρετανός νομπελίστας μοιράστηκε τα μυστικά του για την «αιώνια νεότητα»

foto_1.jpg
Νικολέττα Σταμάτη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
gettyimages-3276179.jpg
©Baron/Getty/ Ideal Images

«Οι σκέψεις μας πρέπει να κατευθύνονται προς το μέλλον και στα πράγματα, για τα οποία μπορούμε να κάνουμε κάτι»

Όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας πιθανότατα έχουμε πάθει ή θα πάθουμε τουλάχιστον μία κρίση ηλικίας. Συνήθως, μάλιστα, την παθαίνουμε πάνω στην αλλαγή δεκαετίας, άλλοι μόλις μπαίνουν στα –άντα, άλλοι στα –ήντα, άλλοι την παθαίνουν ακόμα και στα 20. Αιτία, προφανώς, δεν είναι ο αριθμός, αλλά αυτό που συμβολίζει, από την μία, δηλαδή, την σωματική φθορά που έχει έρθει ή πλησιάζει (ρυτίδες, κόπωση, χαλαρό δέρμα, σωματικοί πόνοι κ.ο.κ.) και, από την άλλη, τα χρόνια που περνάνε και μας φέρνουν όλο και πιο κοντά στο αναπόφευκτο τέλος.

Ο βραβευμένος με Νόμπελ βρετανός – φιλόσοφος, επιστήμονας της λογικής, μαθηματικός, ιστορικός, συγγραφέας, κοινωνικός κριτικός και πολιτικός ακτιβιστής – Μπέρτραντ Ράσελ, ο οποίος πέθανε λίγο πριν κλείσει τα 98, μας έδωσε το 1956, με το κείμενο του «Πώς να Μεγαλώσετε» από το βιβλίο του «Πορτρέτα από Μνήμης και Άλλες Εκθέσεις», τη δική του συνταγή, ώστε να μη μεγαλώσουμε ποτέ, ή μάλλον τη συνταγή για να μη συνειδητοποιήσουμε ποτέ ότι μεγαλώσαμε.

Ξεκινώντας χαριτολογεί και αναφέρει ότι δεν έχει να μας προσφέρει καμιά συμβουλή υγείας, καθώς ο ίδιος έπινε και έτρωγε πάντα ό,τι ήθελε και το πρόγραμμα ύπνου του εξαρτιόταν από το πότε θα ένιωθε τόσο κουρασμένος που δεν θα μπορούσε να μείνει άλλο ξύπνιος. Ωστόσο, είχε να μας προσφέρει μερικές ψυχολογικές συμβουλές, τις οποίες ο ίδιος θεωρούσε κομβικής σημασίας.

Κατ’ αρχάς, επισημαίνει ότι δεν πρέπει να προσκολλάμε στο παρελθόν και να μη σκεφτόμαστε το παρόν και το μέλλον. «Δεν έχει αξία να ζούμε στις αναμνήσεις, στις μεταμέλειες μας για τις παλιές καλές μέρες ή στη λύπη για φίλους που έχουν πια φύγει από τη ζωή. Οι σκέψεις μας πρέπει να κατευθύνονται προς το μέλλον και στα πράγματα, για τα οποία μπορούμε να κάνουμε κάτι».

Κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι σωστό και να ασχολούμαστε συνεχώς με τους νεότερους, ακόμα και αν πρόκειται – και ιδιαίτερα όταν πρόκειται – για τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας κ.ο.κ.. Ο Ράσελ, βέβαια, δεν εννοούσε καμία από τις δύο πλευρές να αδιαφορεί πλήρως για την άλλη, αλλά ο καθένας να αφοσιωθεί στην δική του ατομικότητα και να αφήσει τον άλλον ελεύθερο να ζήσει τη ζωή του, χωρίς να τον καταπιέζει.

Αυτό συχνά είναι δύσκολο για τους μεγαλύτερους ανθρώπους. Αρκετά πιο εύκολο, όμως, γίνεται για εκείνους που συνεχίζουν να έχουν μία ενεργή ζωή, γεμάτη από ενδιαφέροντα και ασχολίες, καθώς αυτοί οι άνθρωποι ως συνέπεια δεν έχουν το χρόνο – ούτε και την όρεξη - να υιοθετήσουν μία εμμονική συμπεριφορά προσκόλλησης προς τους νεότερους. Επιπλέον, δεν διαθέτουν τον χρόνο ούτε για να ασχοληθούν με το πόσο πέρασαν τα χρόνια και πόσο έχει αυξηθεί ο ηλικιακός τους αριθμός.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού ανέφερε τη γιαγιά του, η οποία δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ενεργή μέχρι και τα 92 της, οπότε πέθανε. Συγκεκριμένα, η γιαγιά του μόλις μεγάλωσε και τα 9 της παιδιά και αφότου έμεινε χήρα ξεκίνησε να αγωνίζεται για το δικαίωμα των γυναικών σε μία ανώτερη εκπαίδευση και ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Κολλεγίου Γκίρτον στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, ενώ όταν πέρασε τα 80 και δυσκολευόταν να κοιμηθεί, πέρναγε τις ώρες, που παλιότερα καταλαμβάνονταν από τον ύπνο, διαβάζοντας επιστημονικά βιβλία. Σημειώνει, μάλιστα, ότι όντας εξαιρετικά αυτόνομη από τα παιδιά και τα εγγόνια της σοκαριζόταν κάθε φορά, που κάποιος της έλεγε ότι καταθλίβεται μόλις αποχωρίζεται κάποιο από τα δικά του.

Με τα παραπάνω βήματα, ο Ράσελ θεωρούσε ότι εύκολα κάποιος μπορεί να ξεπεράσει και το φόβο του θανάτου, τον οποίο χαρακτηρίζει ως χυδαιότητα, όταν προέρχεται από ηλικιωμένους ανθρώπους, που έχουν ζήσει τη ζωή και τις εμπειρίες της. Ο ίδιος ήλπιζε να πεθάνει, όταν ακόμα θα δούλευε, καθώς θα έφευγε γνωρίζοντας ότι άλλοι θα συνεχίσουν αυτό που πια εκείνος δεν μπορεί και νιώθοντας ικανοποιημένος με τη σκέψη ότι έκανε όσα θα ήταν δυνατόν να έχει κάνει μέχρι τότε.

Ο βρετανός πίστευε ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη θα πρέπει να είναι σαν ένας ποταμός, ο οποίος είναι «μικρός στην αρχή, στενά περιορισμένος στις όχθες του και ορμάει παθιασμένα δίπλα από τους βράχους και πάνω στους καταρράκτες. Σταδιακά, ο ποταμός πλαταίνει, οι όχθες υποχωρούν, τα νερά του κυλάνε πιο ήρεμα και στο τέλος, χωρίς κανένα ορατό όριο, γίνεται ένα με τη θάλασσα και χωρίς κανένα πόνο χάνει την ατομικότητα του». 

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ