Life

Ο παππούς μου έζησε για (σχεδόν) 102 χρόνια. Αυτή είναι η ιστορία του.

Έφυγε χθες. «Και πού πήγε;» Μάλλον να ποτίσει.

56855-123975.JPG
Κατερίνα Βνάτσιου
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο παππούς μου έζησε για (σχεδόν) 102 χρόνια. Αυτή είναι η ιστορία του.

Αποχαιρετιστήριο γράμμα σε έναν πολύ ωραίο τύπο: τον παππού μου

Γεννήθηκες την 1η Ιουλίου του 1923 και πέθανες χθες. Αλλά καθόλου δεν σου φαινόταν ότι σε λίγους μήνες θα έκλεινες τα 102 σου χρόνια. Όταν κάποιος μου έλεγε ότι μικροδείχνω, αποκρινόμουν σκασμένη από περηφάνια, μαζί και λίγη αυταρέσκεια: «Και πού να δεις τον παππού μου!». Την προηγούμενη εβδομάδα μόλις, είπα αυτή τη φράση σε έναν ταξιτζή.

Πριν ακόμη γεννηθείς, το κύτταρό σου είχε αποφασίσει ότι θα είναι απέθαντο. Η μάνα σου είχε δύο παιδιά στην κοιλιά της. Έβγαλε το ένα νεκρό, με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο στο λαιμό του. Μα εκείνα τα χρόνια, σε ένα απόμερο χωριό της Κεφαλονιάς, ποιος να ξέρει τι; Μόνο την επόμενη μέρα κατάλαβαν ότι υπήρχες κι εσύ, ένα μωρό ολοζώντανο να δώσει άλλη τροπή στην πρώτη της γέννα.

Στα Καμιναράτα μεγάλωσες. «Το μπαλκόνι της Κεφαλονιάς», έτσι το λένε το χωριό σου γιατί από εκεί πάνω, φτάνει το μάτι μέχρι το Ληξούρι και τον Αίνο. Κάποτε θα μου πεις ότι διάλεξες αυτό το οικόπεδο, εδώ που έζησες τα 45 τελευταία χρόνια της ζωής σου, γιατί η θέα του στον κόλπο της Σαλαμίνας σου θύμιζε εκείνη από τα Καμιναράτα.

«Μα σκεφτείτε λίγο τι έχει ζήσει αυτός ο άνθρωπος!», λέω στους φίλους μου. Έναν παγκόσμιο πόλεμο, κατοχή, έναν εμφύλιο, δύο δικτατορίες, μεταπολίτευση, δημοψηφίσματα, οικονομικές κρίσεις να φαν κι οι κότες, μία πανδημία (από την οποία φυσικά και βγήκες αλώβητος – όλοι κολλήσαμε covid, εκτός από εσένα). Χώρια ο σεισμός του ’53, άσε την άλλη φορά που σε δάγκωσε η οχιά στο χωράφι – ρούφαγες κι έφτυνες το αίμα σου, να ζήσεις. Χάρη σε αυτή την ιστορία ποτέ μου δεν φοβήθηκα τα φίδια.

Πόλεμος, δικτατορίες, εμφύλιος. Παππού μου, τι έζησες;

Χαράλαμπος Φανός. Ο παππούς μου.

Στον πόλεμο ήταν που οργανώθηκες στο ΕΑΜ. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη φορά που άκουσες τις μπότες των Γερμανών έξω από το σπίτι σου. Κατάλαβες αμέσως: οι σύντροφοί σου ήταν κρυμμένοι εκεί κοντά. Έκοψες δρόμο από το μονοπάτι που γνώριζες καλά ως το πιο σύντομο, πρόλαβες να τους ειδοποιήσεις. Γύρισες τρέχοντας, με τα παπούτσια έπεσες στο κρεβάτι, σκεπάστηκες με την κουβέρτα ακριβώς τη στιγμή που την πόρτα κλώτσαγαν οι μπότες. Το ήξερες ότι αυτός που τους κάρφωσε, θα ρουφιάνευε κι εσένα ότι ειδοποίησες, μα σε βρήκαν να «κοιμάσαι» κι έτσι γλύτωσες.

Αλλά η αγαπημένη μου ιστορία είναι άλλη. Αυτή με την Πελαγία λέω. Τότε που σας αποκάλυψε ότι τον Λοχαγό Κορέλι τον ερωτεύτηκε. Του είπε ότι δούλευε για την αντίσταση, ύστερα ήρθε και σας το ανακοίνωσε, να κάνετε ό,τι θέλετε με αυτό. Εκείνο το βράδυ ψηφίσατε όλοι για να αποφασίσετε αν της άξιζε ο θάνατος. Σε εκείνη τη ψηφοφορία η Πελαγία κέρδισε το δικαίωμα στη ζωή με μία μόλις ψήφο υπέρ. Κι εσύ, παππού μου, ήσουν ανάμεσα σε αυτούς που ψήφισαν να ζήσει. Αυτή την ιστορία την κράταγες δικιά σου χρόνια πολλά. Ούτε όταν βγήκε η ταινία δεν μου την είπες. Μου την αποκάλυψες μόνο όταν σε κάλεσαν να σου δώσουν κάποιο βραβείο για την προσφορά σου στην Αριστερά. Κάποιο βραβείο που με τίποτα δεν ήθελες να πάρεις. Γιατί έτσι ήσουν: ποτέ σου δεν υπερηφανεύτηκες για τίποτα. Έτσι έμαθα κι εγώ ότι αριστερός σημαίνει πάνω απ’ όλα να είσαι πάντα με το δίκιο, να κάνεις το σωστό, χωρίς ποτέ σου να φωνάζεις ότι το έκανες – είναι απλώς κάτι που πρέπει να κάνεις, όχι ένας έπαινος που πρέπει να πάρεις.

Ο παππούς μου έζησε για (σχεδόν) 102 χρόνια. Αυτή είναι η ιστορία του.

Από το ΕΑΜ έφυγες, επειδή διαφώνησες με τον εμφύλιο. Κι από τότε όλη σου τη ζωή στον Συνασπισμό. Στις τελευταίες εκλογές, όταν σε πήγα να ψηφίσεις, και σε είδαν που δυσκολευόσουν να ανέβεις τα σκαλοπάτια, μου είπαν: «Δεν χρειάζεται ο άνθρωπος να ανέβει μέχρι πάνω, θα κατεβάσουμε την κάλπη εδώ. Ποιο είναι το επίθετό του;». Κι όταν απάντησα ότι σε λένε Φανό, ο αντιπρόσωπος γούρλωσε τα μάτια, γύρισε σε εσένα: «Εσύ είσαι ο Φανός;!», ύστερα σε εμένα: «Ο παππούς σου είναι πολύ διάσημος εδώ, αυτός άνοιξε τα γραφεία του Συνασπισμού στη Σαλαμίνα!». Ούτε αυτό μου το ‘χες πει.

Όταν βρήκα τον σκύλο μου, μού αφηγήθηκες μία ακόμη ιστορία που αγνοούσα. Είπες για τότε, τα μαύρα χρόνια της κατοχής, όταν δεν είχατε να φάτε και ο πατέρας σου σε έβαλε να σκοτώσεις το σκυλί σας. «Πήγα και το κρέμασα σε ένα δέντρο», μου είπες. «Μα δεν μπορούσα και το κατέβασα. Την άλλη μέρα με έβαλαν να το κάνω πάλι». Παππού πώς το άντεξες; «Η καρδιά μου το ξέρει. Αλλά και τι να κάνω; Αφού δεν είχαμε τίποτα να το ταΐσουμε. Πώς να το άφηνα να υποφέρει;». Ύστερα, με κοίταξες που αγκάλιαζα το σκύλο μου σφιχτά, γύρισες και του είπες: «Βρε είσαι τυχερούδι είσαι, το ξέρεις;».

«Η προίκα σου είναι το πτυχίο σου»

Τη δεκαετία του ’50 έκανες τα χαρτιά σου για να φύγεις στην Αυστραλία. Μα η ουρά για να τα καταθέσεις ήταν ατελείωτη και εσένα σε έπιασαν τα νεύρα σου. Έσκισες τα χαρτιά κι έφυγες φουρκισμένος. Σκέφτομαι συχνά ότι αν είχες φανεί λίγο πιο υπομονετικός, δεν θα γνώριζες τη γιαγιά Κατίνα, κι εγώ δεν θα είχα ποτέ μου γεννηθεί. Κοίτα από τι πράγματα αστεία εξαρτάται η ύπαρξή μας!

Με την Κατίνα σου στη Σαλαμίνα
Με την Κατίνα σου στη Σαλαμίνα

Αγόραζες μπισκότα Μιράντα για εμένα. Στη γιαγιά Κατίνα πτι-μπερ. Τα μασουλάγαμε τα απογεύματα στο μπαλκόνι κοιτώντας τη θάλασσα. Ύστερα εγώ θα ξαμολιόμουν στο παιχνίδι κι εσύ θα πότιζες τις συκιές. Το βράδυ από το ίδιο μπαλκόνι θα με φώναζες να φάμε: «Κατερίναααα, βάλε λάδι κι έλα βράδυ!» - η αγαπημένη σου φράση. Μόνο την τελευταία δεκαετία με φώναζες «Γιώτα». Δεν είναι που γέρασες, το ξέρω, γιατί κανένα άλλο όνομα δεν μπέρδευες. Είναι που μεγάλωσα και σου θύμιζα πιο πολύ την κόρη σου.

Δεν είχες ποτέ σου πολλά λεφτά. Νομίζω δεν σε πολυένοιαζαν κιόλας. Αλλά τα παιδιά σου τα μεγάλωσες με αξιοπρέπεια. «Η προίκα σου είναι το πτυχίο σου!», έλεγες στη μαμά μου και νομίζω ότι σήμερα πρέπει να εξηγήσω πόσο σπουδαία φράση ήταν αυτή. Σε μια εποχή που οι περισσότεροι πατεράδες ονειρεύονταν για τις κόρες τους έναν καλό γάμο, εσύ δίδασκες τη δικιά σου να είναι ανεξάρτητη.

Οι ιατρικές ιστορίες του παππού μου

Εγώ κι εσύ.
Εγώ κι εσύ.

Στα 90 σου αποφάσισες να κάνεις τεστ κοπώσεως. «Ανέβα αυτή τη σκάλα», σου είπε ο γιατρός, αλλά εκείνη τη στιγμή κάτι έγινε, κάπου τον φώναξαν και ο γιατρός σε ξέχασε. Σε βρήκε μετά από μια ώρα να ανεβοκατεβαίνεις. «Τι κάνεις εκεί, άνθρωπέ μου;». Τον τρόλαρες: «Μα γιατρέ, εσείς δεν μου είπατε να ανέβω τη σκάλα;». «Σήκω φύγε, δεν έχεις τίποτα, θα μας θάψεις όλους!». Το ίδιο πιστεύαμε κι εμείς. Ακόμα και τα δόντια σου όλα τα είχες, κι ας τα έπλυνες για πρώτη φορά στα τριάντα σου με μια οδοντόβουρτσα που βρήκες στα σκουπίδια. Όλα εκτός από ένα: «Μα του είπα, μωρέ, του οδοντίατρου να μου το δέσει εκεί, δίπλα στο άλλο με ένα συρματάκι και δεν με άκουσε ο βλάκας!». Κάποτε κρύωσες. Η μαμά σε πήγε σε έναν παθολόγο. Αλλά όταν κατάλαβες ότι θα πληρώνατε την επίσκεψη, έγινες έξαλλος: «Άκου να σου πω, η υγεία και η παιδεία οφείλουν να είναι δωρεάν!» έβαλες τις φωνές, σηκώθηκες κι έφυγες κακήν κακώς αφήνοντας τη μάνα μου σύξυλη. Μακράν η αγαπημένη μου ιατρική ιστορία.

Μια μέρα στα 92 σου, μου έψησες ψάρια. Πήρες λεωφορείο, ύστερα το καραβάκι, ύστερα πάλι λεωφορείο, μετά ηλεκτρικό, τέλος το μετρό. Μου χτύπησες το κουδούνι, μου έτεινες το χέρι που κρατούσε τα ψάρια κι είπες: «Σου έψησα γόπες, γιατί εσύ δεν έχεις σχάρα να ψήσεις. Γεια σου τώρα!». Έκανες αμέσως μεταβολή να φύγεις, με το ζόρι σε κάθισα στον καναπέ. Με κανέναν τρόπο δεν ήθελες να γίνεσαι βάρος στις ζωές μας. Ακόμη κι όταν σε φιλούσα, εσύ γκρίνιαζες: «Μη φιλάς τους γέρους παιδάκι μου, δεν κάνει!». Και τότε εγώ σε αγκάλιαζα πιο σφιχτά, σου έσκαγα ηχηρά φιλιά και σε απολάμβανα που γελούσες στα κρυφά.

Τη μέρα που έκλεισες έναν αιώνα ζωής.
Τη μέρα που έκλεισες έναν αιώνα ζωής.

Λίγο πριν κλείσεις τα 100 σκόνταψες στο λάστιχο του ποτίσματος, έπεσες και έσπασες τον γοφό σου. Τι λαχτάρα πήραμε! Αλλά εσύ είχες αποφασίσει ότι θα γεννηθείς και θα πεθάνεις όρθιος. Σε δυο μήνες περπατούσες ήδη, έκαναν τον σταυρό τους οι γιατροί. «Παιδάκι μου, εγώ μέσα μου νιώθω 20 χρονών!», μου έλεγες τότε. «Τι λες ρε παππού; Εγώ μέσα μου νιώθω 80!», σου απαντούσα και έσκαγες στα γέλια γιατί το χιούμορ σου ήταν αμίμητο. Με περνούσες σχεδόν 70 χρόνια και πάντα με έκανες να ξεκαρδίζομαι με τις ατάκες σου. Πόσοι άνθρωποι μπορούν να το πουν αυτό;

Η κόρη σου, όμως, κατατρόμαξε, ελπίζω να το ξέρεις αυτό και να μην της κρατάς κακία πια. Για αυτό σε ανάγκασε να μείνεις μαζί της. Μου μαράζωσες. «Θέλω να πάω στο σπίτι μου!», έλεγες κλαίγοντας και σφιγγόταν η καρδιά μου. Το είπες και το έκανες: ένα πρωί το έσκασες. Εκατό χρονών άνθρωπος πώς το κατάφερες και έφτασες από τη Γλυφάδα στη Σαλαμίνα χωρίς ευρώ στην τσέπη, ποτέ δεν θα το χωρέσει ο νους μου. Αλλά τα κατάφερες! Μπροστά σε τόση δύναμη θέλησης (και ξεροκεφαλιάς) όλοι έκαναν πίσω, ακόμη κι η κόρη σου. Κι έτσι, γύρισες στη Σαλαμίνα σου. Να, για αυτό κανείς μας δεν κατάλαβε εκείνο το τηλεφώνημα που πληροφορούσε ότι «έφυγες». «Πού πήγε; Ψάξε καλύτερα, μπορεί να έχει πάει να ποτίσει», είπε η μαμά. «Έφυγε; Μπα; Και πού πήγε;», απόρησε ο κυρ-Νίκος. «Εκεί που πάνε οι άνθρωποι όταν δεν επιστρέφουν πια», του αποκρίθηκε η γυναίκα του.

Ο παππούς μου και το νόημα της ζωής

Η τελευταία φωτογραφία σου στο κινητό μου.
Η τελευταία φωτογραφία σου στο κινητό μου.

Απόψε, η γειτόνισσά σου, η γλυκιά κυρά Σεβαστή με πήρε αγκαλιά κι είπε: «Μην κλαις Κατερινάκι, ο παππούς σου ήταν ευτυχισμένος! Να τον άκουγες πώς τραγουδούσε τα μεσημέρια! Έζησε ακριβώς όπως ήθελε. Και πέθανε όπως ήθελε να πεθάνει. Να έχεις την ευχή του και τα χρόνια του».

Την τελευταία φορά που σε είδα, μου είπες ότι φοβόσουν το τέλος. Αλλά δεν εννοούσες το τέλος όπως το εννοούμε εμείς. Φοβόσουν ότι θα σε προδώσουν τα γόνατά σου και ότι δεν θα μπορούσες να περπατάς πια. Αυτό ήταν το τέλος για εσένα. Εκείνη τη μέρα σε παρατήρησα πολύ προσεχτικά. Σε παρακολουθούσα να ποτίζεις τις συκιές που τόσο λατρεύεις, να κλείνεις τα πατζούρια, να κατεβάζεις τις τέντες, όλα ακριβώς την ώρα που έπρεπε να τα κάνεις, ούτε λεπτό αργότερα ή νωρίτερα. Κατάλαβα ότι είχες τις δικές σου μικρές ιεροτελεστίες, ότι το κάθε τι μέσα στη μέρα σου είχε τη θέση και τη στιγμή του, μια στιγμή αμετάβλητη κι απόλυτα σημαντική. Νομίζω ότι αυτό ήταν που σου έδωσε τόσα χρόνια. Νομίζω ότι βρήκες το νόημα της ζωής, τουλάχιστον της δικής σου.

Αντίο παππού μου. Και μην ανησυχείς – θα στις ποτίζω τις συκιές.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΦΑΝΟΣ 1/07/1923 – 22/01/2025

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.