Θεατρο - Οπερα

Άρης Ασπρούλης. Ο άνθρωπος πίσω από τις παραστάσεις της πόλης

Υποψήφιος διδάκτωρ κοινωνιολογίας, γράφει θέατρο και στέλνει στα e-mail μας τα καλύτερα Δελτία Τύπου 

320120-629278.jpg
Ηρώ Παρτσακουλάκη
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
329016-680351.jpg
Ραφαήλ Φωτόπουλος

Έγινε τυχαία θεατρικός συγγραφέας ένα απόγευμα στο Παρίσι, αλλά αυτή είναι μία μόνο από τις ιδιότητες του Άρη Ασπρούλη. Υποψήφιος Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας και Διευθυντής Επικοινωνίας και Προβολής του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν είναι οι επίσημοι τίτλοι που χρειάζονται για μία συνοπτική παρουσίαση, αφού η επικοινωνία καλλιτεχνικών έργων απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς του. Θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, βιβλία, εκθέσεις και φεστιβάλ πολιορκούν τον άνθρωπο «κλειδί» των επιτυχιών, που ξέρει καλά πως να στήνει την αισθητική εικόνα των πραγμάτων και όλοι φαίνεται να τον εμπιστεύονται. Οι δημοσιογράφοι ξέρουν σχεδόν απ’ έξω το e-mail του, εκείνος «φροντίζει» ηθοποιούς και σκηνοθέτες, και τώρα κάθε φορά που είσαι στον γκισέ, θα ξέρεις ποιος σε έπεισε να βγάλεις εισιτήριο. Ρίξε μια ματιά στους συντελεστές. Στην επικοινωνία μάλλον θα βρεις το όνομα Άρης Ασπρούλης.  

Πώς προέκυψε η συγγραφή θεατρικών έργων μαζί με την Ιόλη Ανδρεάδη;

Βρισκόμασταν στο Παρίσι στην Place de Contrescarpe. Ήταν Πάσχα του 2014, απόγευμα, και η Ιόλη μόλις είχε ολοκληρώσει από τα γαλλικά τη μετάφραση του έργου «Οι Τέντσι» (Les Cenci) του Αντονέν Αρτώ. Μου ζήτησε να διαβάσω την πρώτη πράξη. Πιάνοντας την κουβέντα, πίνοντας καφέ και απερολ, αφήσαμε τις σελίδες μπροστά μας για αρκετή ώρα πάνω στο τραπέζι, μέσα σε μια κόκκινη διαφάνεια, αδιάβαστες. Κάποια στιγμή ξεκίνησα να διαβάζω. Μου άρεσε πολύ. Γοητεύτηκα από το ρυθμό και τη γλώσσα. Χωρίς να ρωτήσω, πήρα ένα μολύβι και άρχισα ελεύθερα να ανακατεύω λέξεις και να προσθέτω φράσεις, κατά την προτιμήση μου. «Μου αρέσουν», μου λέει  η Ιόλη. «Οι αλλαγές αυτές, μου αρέσουν. Θα τις κρατήσω όλες. Και μόλις τελειώσω τη διασκευή για 3 πρόσωπα,  θα σου τη δώσω να ξανακάνεις το ίδιο». «Έτσι ελεύθερα», την ρωτάω; «Ναι, έτσι ελεύθερα» μου απαντάει. Με τα πολλά η διασκευή προχώρησε τόσο που έγινε ένα νέο κείμενο, η «Οικογένεια Τσέντσι». Έκτοτε γράφουμε μαζί με αυτόν τον τρόπο, η Ιόλη μού παραδίδει την πρώτη γραφή και εγώ σε εκείνη, δίνω πίσω, τη δεύτερη. Ευτυχήσαμε μέχρι σήμερα να έχουμε παρουσιάσει πέντε κείμενα που γράφτηκαν με αυτή τη μέθοδο. Είναι μια μέθοδος προσωπική, που παρέχει και στους δυο απίστευτη ελευθερία, αλλά προϋποθέτει μεγάλη εμπιστοσύνη.

Άρης Ασπρούλης. Ο άνθρωπος πίσω από τις αγαπημένες σου παραστάσεις, Άρης Ασπρούλης, Young Lear, Ιολή Ανδρεάδη, συνέντευξη, θέατρο, θέατρο Θησείον, επικοινωνία

Young Lear, φωτό: Κική Παπαδοπούλου

Τι έργο είναι το «Young Lear»;

Ο Young Lear αποτελεί ένα παιχνίδι. Και όπως κάθε παιχνίδι, έχει κανόνες και εξαιρέσεις, καλούς και τίμιους παίχτες – και άλλους που μεθοδεύουν τη συμμετοχή τους με ζαβολιές. Εδώ, συναντάμε στον θάλαμο αναμονής ενός απόκοσμου νοσοκομείου πέντε ευκατάστατα αδέρφια, τέσσερα νόμιμα παιδιά ενός πατέρα και ένα νόθο, να περιμένουν την εξέλιξη της επέμβασης εκείνου που τους έφερε στον κόσμο, έχοντας για συντροφιά και την απρόσμενη παρουσία ενός «τυχαίου» κλοσάρ ή καλύτερα ενός κροκ. Ο νόμιμος γιος αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή όλων, ξεκινώντας μέσα στην αίθουσα αναμονής να παίζει το έργο του Σαίξπηρ, κρατώντας αυτοβούλως τον πρωταγωνιστικό ρόλο για τον ίδιο. Οι αδερφές του διστάζουν να υποδυθούν τις τρεις κόρες του Ληρ, ωστόσο υποκύπτουν ενθυμούμενες ότι αυτό είναι ένα παιχνίδι που ο πατέρας τους -εκείνος που τώρα βρίσκεται στη χειρουργική κλίνη- χαιρόταν να παίζει μαζί τους, δοκιμάζοντας την αγάπη τους. Ο νόθος γιος εντάσσεται και εκείνος, αλλά για τους δικούς του λόγους. Περισσότερο έχει στόχο να σπείρει τον διχασμό ανάμεσα στα νόμιμα τέκνα, αυτά που όπως λέει «γεννιούνται στα άνευρα συζυγικά κρεβάτια, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου». Και ο συμπαθής ρακένδυτος, άγνωστος, άντρας; Εκείνος, έχει το δικό του ρυθμό μέσα σε όλο αυτό, το δικό του βήμα. Μοιάζει βουβός, αλλά δεν είναι. Βρίσκεται ουσιαστικά εξαρχής μέσα στο παιχνίδι, αλλά το εκδηλώνει μόνο όταν πρέπει να προστατέψει τους «καλούς» από τους «κακούς». Και μέσα στην παράξενη γλώσσα που χρησιμοποιεί αντικατοπτρίζεται ατόφια η σοφία του κόσμου. Εκεί, νομίζω, κρύβεται και η απάντηση σε αυτό που με ρωτάς. Ο Young Lear είναι ένα έργο για το πως ένας άνθρωπος τυφλός από την εξουσία, βρίσκει το φως του μέσα από τα λόγια ενός περιθωριακού, ενός κατά κόσμον «τρελού» – ακριβώς επειδή αυτός, ο τρελός, ο περιθωριακός, ο παράξενος, φέρει τη καθαρή σκέψη εκείνου που δεν εξυπηρετεί καμία κοινωνική νόρμα, που δεν καθοδηγείται από καμία κοινωνική σύμβαση, που δεν ελπίζει σε κάτι και άρα δεν φοβάται τίποτα.

Τι συναισθήματα γεννά η λεκτική «μάχη» των αδερφών στη σκηνή;

Το βασικό συναίσθημα της παράστασης θα έλεγα ότι είναι η απόγνωση της ενηλικίωσης. Με δραματουργικό όχημα τον επικείμενο θάνατο του πατέρα – προστάτη, αυτό που περισσότερο κυριεύει τους διαλόγους των αδερφών επί σκηνής είναι η απότομη και  πρωτόγνωρη μοναξιά που επιφέρει η συνειδητοποίηση ότι δεν είσαι πια παιδί, ότι ο κόσμος μάλλον δεν αλλάζει, ότι δεν αποδίδεται πάντοτε δικαιοσύνη και ότι το καλό τελικά δεν νικάει όλες τις φορές. Πολλά από τα παιδικά και εφηβικά μας αφηγήματα γύρω από τις κυρίαρχες ηθικές αξίες καταρρέουν, όταν μπαίνει μπροστά το κέρδος, ο εγωισμός, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, οι ταξικοί και κοινωνικοί περιορισμοί και όλα όσα  κάνουν τους ανθρώπους να κανιβαλίζουν ο ένας στην ψυχή και το σώμα του άλλου. Όλες αυτές οι τρανές ιδέες που πλημμύρισαν κάποτε τις καρδιές μας με ελπίδα και ενθουσιασμό για το μέλλον, επαναδιαπραγματεύονται μέσα μας, μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ, στον πραγματικό κόσμο των ενηλίκων. Όπως και αυτή η κούραση, σωματική και πνευματική, που γεννά ο μόχθος της καθημερινότητας, μειώνοντας με απίστευτη μεθοδικότητα τη φυσική μας λαχτάρα να ανακαλύψουμε τον κόσμο.

Μπορεί ο Shakespeare να μιλήσει για το χάσμα των γενεών στο σημερινό κοινό;

Ο Σαίξπηρ μπορεί να μιλήσει για τα πάντα. Αυτή είναι διαφορά των μεγάλων κειμένων, των μεγάλων ποιητών, των μεγάλων συγγραφέων, των μεγάλων φιλοσόφων: η διερώτηση. Αναζητούν απαντήσεις στα αρχετυπικά προβλήματα του ανθρώπου, που δεν αλλάζουν κάτω από τη σκέπη κανενός κοινωνικού ή οικονομικού συστήματος: η φθορά της εξουσίας, η εκμετάλλευση, ο έρωτας, η μοίρα, η πίστη, ο θάνατος, η σχέση μας με τη φύση, η ύπαρξη του θεού και  η  απουσία του από τον κόσμο. Είτε διαβάζεις Πλάτωνα, είτε Γκαίτε, είτε Σαίξπηρ, είτε Άνταμ Σμίθ, η φλόγα που νιώθεις μέσα σου απορρέει από αυτό ακριβώς, ότι τα κείμενά τους αναζητούν απαντήσεις σε πραγματικά ερωτήματα, όχι σε κατασκευές. Ο Καμύ έλεγε πως οι ιδέες είναι ο θάνατος της σκέψης, ίσως να είχε δίκιο. Και φυσικά το χάσμα μεταξύ των γενεών είναι μια κοινωνική συνθήκη που απαντάται σε κάθε εποχή ή μέρος, αρκετά γοητευτική λόγω του συγκρουσιακού της χαρακτήρα, για κάθε μεγάλο διανοητή. Ο Εμιλ Ντιρκέιμ έγραφε, απαντώτας στη γνωστή ρουσσωική ρήση που θέλει τον άνθρωπο εκ γενετής ελεύθερο, ότι «από τη γέννησή του ο άνθρωπος καλείται να υπακούσει σε κανόνες κατά τον σχηματισμό των οποίων δεν συμμετείχε». Εμένα αυτό μου αρκεί, για να καταλάβω για ποιους λόγους το λεγόμενο «χάσμα γενεών» μπορεί να αγγίξει κάθε κοινό, πόσο μάλλον το σημερινό και μάλιστα μέσα από μια γλώσσα όπως αυτή  του Σαίξπηρ, που τόσο την έχουν ανάγκη τα αυτιά μας.

Άρης Ασπρούλης. Ο άνθρωπος πίσω από τις αγαπημένες σου παραστάσεις, Άρης Ασπρούλης, Young Lear, Ιολή Ανδρεάδη, συνέντευξη, θέατρο, θέατρο Θησείον, επικοινωνία

Φωτό: Ραφαήλ Φωτόπουλος

Γράφεις έργα και προωθείς παραστάσεις, ποιο από τα δύο είναι η ζωή σου;

Τα τελευταία χρόνια, είναι και τα δύο. Σίγουρα η προώθηση παραστάσεων καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος στον προσωπικό μου χρόνο, ωστόσο η συγγραφή έχει διεισδύσει τόσο ουσιαστικά στη ζωή μου, που μου χαρίζει πλέον μια ισορροπία, την οποία πριν δεν είχα. Αυτή η ισορροπία δεν είναι ποσοτική, δεν έχει να κάνει με το χρόνο, αλλά ποιοτική και αφορά στο συναίσθημα. Νιώθοντας δημιουργικός και έχοντας την πληρότητα της προσωπικής και ελεύθερης έκφρασης στο επίπεδο της συγγραφής, γίνομαι πιο κεφάτος, πιο αποδοτικός, ίσως και πιο ανοιχτόμυαλος και στη δουλειά μου.

Πώς συνδυάζεις την Κοινωνιολογία με την επικοινωνία καλλιτεχνικών δράσεων;

Στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο δύσκολο να συνδυαστούν. Η Κοινωνιολογία είναι μια επιστήμη, έχει τις δικές της μεθόδους, τους δικούς της κανόνες και τα δικά της εργαλεία ανάλυσης της πραγματικότητας, θέτει τα δικά της ερωτήματα και σε αυτά απαντά. Σπουδάζοντας και μελετώντας Κοινωνιολογία μαθαίνεις ότι πίσω από κάθε επίσημο κοινωνικό μηχανισμό – μια κοινωνία, ένα εργοστάσιο, μια αγορά εργασίας, ένα θέατρο – υπάρχει και ένας άλλος μηχανισμός ανεπίσημος, ο οποίος δρα παράλληλα και πολλές φορές πιο δυναμικά από τον «ορατό» μηχανισμό. Ο ανεπίσημος μηχανισμός έχει μέσα του τα άτυπα δίκτυα εξουσίας, τις άτυπες παραδόσεις μια κοινωνίας ή μιας αγοράς εργασίας, τους άτυπους αλλά πολύ ισχυρούς κανόνες στους οποίους υπακούν όλοι όσοι ανήκουν εκεί, ακόμη και όταν δεν το καταλαβαίνουν. Στο θέατρο, αυτού του είδους το «αόρατο» πλαίσιο διαπραγμάτευσης είναι διάχυτο και καθημερινό. Εδώ δε γίνονται οι δουλειές μόνο με βάση το ωράριο, τα καθήκοντα ή την αμοιβή, όπως ορίζει μια τυπική σχέση εργασίας. Όταν μιλάμε για επαγγέλματα του θεάτρου –από την υποκριτική και τη σκηνοθεσία, έως την παραγωγή και την επικοινωνία των παραστάσεων– θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι μιλάμε ως επι τω πλείστον για επαγγέλματα που ανήκουν στην κοινωνιολογική κατηγορία των «emotional jobs», δηλαδή των επαγγελμάτων που απαιτούν συναισθηματική σχέση τόσο με τον εργοδότη όσο και με τον πελάτη, για την διεκπεραίωση τους. Τα κίνητρα για απασχόληση εδώ, αφορούν σε παράγοντες αρκετά μακριά από το τυπικό πλαίσιο επιβίωσης. Για παράδειγμα το κύρος, η ψυχολογική ικανοποίηση και η κοινωνική αποδοχή είναι βασικότεροι άξονες σχετικά με τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις στον χώρο του θεάτρου από το οικονομικό κέρδος.  Η επικοινωνία των καλλιτεχνικών δράσεων -και δη των θεατρικών παραστάσεων- οφείλει να λαμβάνει όλα τα παραπάνω υπόψιν της. 

Τα έχεις καταφέρει και βρίσκεσαι πίσω από τα περισσότερα δρώμενα στην Αθήνα. Γιατί όλοι σε εμπιστεύονται;

Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω εγώ σε αυτό. Ξέρω μόνο πως κάνω τη δουλειά μου με αγάπη, εργάζομαι πολλές ώρες την ημέρα για να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις, προσπαθώ να ειμαι διαθέσιμος και να προστατεύω τους ανθρώπους των οποίων έχω αναλάβει τη δημόσια εικόνα. Μου αρέσει να λέω την αλήθεια και να κοιμάμαι ξέγνοιαστος. Αν όλα αυτά βοηθούν στο να με εμπιστεύονται, μακάρι.

Άρης Ασπρούλης. Ο άνθρωπος πίσω από τις αγαπημένες σου παραστάσεις, Άρης Ασπρούλης, Young Lear, Ιολή Ανδρεάδη, συνέντευξη, θέατρο, θέατρο Θησείον, επικοινωνία

Φωτό: Ραφαήλ Φωτόπουλος

Πώς πρέπει να είναι η επικοινωνία μιας παράστασης για να θεωρηθεί επιτυχημένη;

Για να θεωρηθεί επιτυχημένη η επικοινωνία μιας παράστασης, πρέπει να μπορεί να συνδυάζει αυτό που θέλει να εκφράσει ο καλλιτέχνης που βρίσκεται πίσω από αυτή -εν προκειμένω ο σκηνοθέτης- με μια υψηλή αισθητική σε εικόνα και λόγο, η οποία να καθιστά την παράσταση επικοινωνιακά αναγνωρίσιμη, αν όχι μοναδική. Η αισθητική αυτή μπορεί να αποκλίνει αρκετά από την τελική απόδοση του ίδιου του θεάματος, γιατί η επικοινωνία έχει τη δική της γλώσσα και τους δικούς της κώδικες που οφείλει να υπηρετήσει για να πετύχει: η φωτογράφιση μιας παράστασης έχει τη δική της -αυτόνομη- δραματουργία, το ίδιο και το δελτίο τύπου και το video trailer της.  Ωστόσο όλα αυτά μαζί, το υλικό της επικοινωνίας και η παράσταση καθαυτή, οφείλουν να αποτελούν μέρος μιας συγκεκριμένης αισθητικής ταυτότητας. Τότε μιλάμε για επιτυχία, όταν αυτό που κάνουμε μπορούν να το αναγνωρίσουν όλοι – ακόμη και εκείνοι που δε θα δουν το έργο μας ποτέ. Αυτό στη δουλειά μας το ονομάζουμε επικοινωνιακό κεφάλαιο και δεν έχει να κάνει με τις εισπράξεις της βραδιάς. Αφορά στη μακροπρόθεσμη καθιέρωση ενός καλλιτέχνη μέσα από την κατασκευή και διάδοση του προσωπικού του στίγματος.

Μαθαίνεται αυτή η δουλειά;

Όλες οι δουλειές μαθαίνονται. Ο βαθμός στον οποίο θα πετύχει κανείς σε μια δουλειά είναι που διαφοροποιείται. Και διαφοροποιείται με βάση την κλίση του, το ταλέντο του, τις δεξιότητές του, την ανεκτικότητά του, αλλά και τις ευκαιρίες που έχει πάρει από την κοινωνία για να τα αναπτύξει όλα αυτά, ανάλογα με το φύλο του, την καταγωγή του ή τη θέση που κατέχει στην κοινωνική στρωμάτωση. Προσωπικά, δεν έμαθα τη δουλειά από κάποιον, αλλά αυτό δεν πιστεύω πως αποτελεί κανόνα. Σε ό,τι αφορά στη συγκεκριμένη δουλειά, το να μπορείς πραγματικά να την κάνεις προϋποθέτει ότι αγαπάς το πιο σκοτεινό σημείο ενός καλλιτέχνη, που είναι η διαχείριση της εικόνας του και της αποδοχής της από τους άλλους. 

Όλα αυτά θα τα αφήσεις μια μέρα και θα γίνεις ακαδημαϊκός;

Ωραία σκέψη, αλλά δεν είναι τόσο απλό! Ο Πήτερ Μπέργκερ στο έργο του «Καλώς ήρθατε στην Κοινωνιολογία» έχει ένα κεφάλαιο με θέμα τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Έκει βάζει τον εξής τίτλο «Επιλογή Επαγγέλματος ή αλλιώς Διάλεξε με ποιον τρόπο θα πεθάνεις». Μέσα από το καυστικό του ύφος, υπονοεί και αναπτύσσει παρακάτω, κάτι πολύ βασικό – ότι οι άνθρωποι εγκλωβίζονται μέσα στα επαγγέλματά τους και σπανιώς καταφέρουν να ξεφύγουν από αυτά. Εκεί αναπτύσσουν το χαρακτήρα τους, τις αρετές τους, τα πάθη και τις παραξενιές τους και με έναν τρόπο αδιόρατο γίνονται τελικά η ίδια τους η εργασία. Βέβαια, η διδασκαλία είναι μια συνθήκη που με γοητεύει πολύ και όσες φορές μου έχει δοθεί μέχρι σήμερα η ευκαιρία να διδάξω στο πλαίσιο της εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής, ήταν στιγμές ευτυχίας. Η ευθύνη του να μεταδίδεις γνώση και ήθος θεωρώ ότι είναι η σπουδαιότερη που μπορεί να έχει ένας άθρωπος. 

Άρης Ασπρούλης. Ο άνθρωπος πίσω από τις αγαπημένες σου παραστάσεις, Άρης Ασπρούλης, Young Lear, Ιολή Ανδρεάδη, συνέντευξη, θέατρο, θέατρο Θησείον, επικοινωνία

Φωτό: Ραφαήλ Φωτόπουλος

Τι σου αρέσει να βλέπεις στο θέατρο;

Ως θεατής, δεν έχω στεγανά με τα διάφορα είδη του θεάτρου. Ίσως κι αυτός να είναι ένας λόγος που ξεκίνησα να κάνω αυτή τη δουλειά. Μπορώ να απολαύσω -ή να απορρίψω- με την ίδια θέρμη μια πρωτόγνωρη περφόρμανς σε έναν μη συμβατικό χώρο ή ένα πολύ κλασικό μιούσικαλ σε ένα κεντρικό θέατρο. Το καλό ή το κακό θέατρο δεν έχει είδος. Γενικά μου αρέσει να βλέπω παραστάσεις που έχουν καθαρές προθέσεις και δεν επιδιώκουν την επιτήδευση. Και σέβομαι κάθε καλλιτέχνη ή ομάδα καταρχήν για τις ώρες εργασίας, τον μόχθο, τον πόνο και τις ματαιώσεις που πρέπει να διαχειριστεί για να ολοκληρωθεί ένα έργο τέχνης, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος. Στο κάτω κάτω, αυτό που ονομάζουμε καλό ή κακό θέατρο, έχει να κάνει με το γούστο. Και το γούστο, επιτρέψτε μου, δεν είναι υποκειμενικό - όπως λανθασμένα συνηθίζουμε να λέμε. Όπως ξέρουμε από τον Μπουρντιέ το γούστο όχι μόνο κατασκευάζεται ταξικά, αλλά αποτελεί και μηχανισμό διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων. Οι προσλαμβάνουσες που αποκτούν οι άνθρωποι με βάση τη θέση τους στην κοινωνία και τον βαθμό πρόσβασης που έχουν στη γνώση και την αισθητική, καθορίζουν και το γούστο τους. Βέβαια αυτή είναι η πιο «αόρατη» εκδοχή της κατασκευής του γούστου.  Από την άλλη, διαπιστώνεται πολλές φορές ότι αυθυποβαλλόμαστε να μας αρέσει -ή όχι- κάτι με βάση το λεγόμενο «reference group», δηλαδή διαμορφώνουμε το γούστο μας οι ίδιοι με γνώμονα την κοινωνική ομάδα στην οποία πιστεύουμε ότι ανήκουμε ή θέλουμε να ανήκουμε. Τέλος, πολύ σημαντικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω παίζουν και οι μηχανισμοί καθιέρωσης που απαντώνται ανά περιόδους. 

Συναναστρέφεσαι δημοσιογράφους, αλλά και ηθοποιούς, σκηνοθέτες και γενικώς ανθρώπους του θεάτρου; Τι χαρακτηριστικά-παραξενιές έχει η κάθε ομάδα και ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου;

Η αλήθεια είναι πως με έναν παράξενο τρόπο, τόσο οι σκηνοθέτες, όσο και οι ηθοποιοί και οι δημοσιογράφοι, έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Για παράδειγμα, όλοι νιώθουν καλύτερα όταν υπάρχει προσωπική επαφή και αίσθηση εμπιστοσύνης. Αν τώρα τους δεις ξεχωριστά, σίγουρα οι σκηνοθέτες αρέσκονται στο να έχουν τον έλεγχο των πραγμάτων, οι ηθοποιοί στο να προστατεύουν την εικόνα τους και οι δημοσιογράφοι στο να μαθαίνουν κάτι πριν από όλους τους άλλλους. Με το χέρι στην καρδιά, αγαπημένη μου ομάδα είναι μάλλον οι σκηνοθέτες, περισσότερο γιατί ιδιοσυγκρασιακά ταυτίζομαι με τον συγκεντρωτισμό τους και μπορώ να συνεννοηθώ συνήθως άψογα μαζί τους. Ωστόσο, οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφομαι περισσότερο μέσα στη μέρα -και οι οποίοι αποτελούν τους βασικούς μου συνεργάτες σε αυτή τη δουλειά- είναι οι δημοσιογράφοι, για αυτό και με τους περισσότερους διατηρώ προσωπικές ή και φιλικές σχέσεις.

Τι είναι πιο δύσκολο τελικά: να γράφεις διδακτορικό, θεατρικό έργα ή Δελτίο Τύπου;

Πιστεύω πως το να γράφεις, αποτελεί μια μεγάλη ευθύνη, γενικότερα. Τα δελτία τύπου -όσο απλά κι αν φαντάζουν- στην εποχή μας μπαίνουν κατευθείαν μέσα στα σπίτια των ανθρώπων, πολλές φορές χωρίς να διορθωθούν από κανέναν. Έχουμε, λοιπόν, μεγάλη ευθύνη για τα ελληνικά που χρησιμοποιούμε, την ορθογραφία, το συντακτικό, το ύφος, την εγκυρότητα των πληροφοριών, την αισθητική και το ήθος που μπορεί να συναντήσει ένας άνθρωπος διαβάζοντας τα κείμενά μας. Αυτό αφορά κάθε εκδήλωση του γραπτού λόγου, ξεκινώντας από τα δελτία τύπου που μοιάζουν να είναι η πιο τυπική εκδοχή του. Προσωπικά, την ίδια ευθύνη νιώθω γράφοντας για το θέατρο ή κατά τη συγγραφή της διατριβής μου. Η δυσκολία, στην οποία αναφέρεστε, για μένα πηγάζει καταρχήν από εκεί. Από την αίσθηση ότι παραδίδεις κάτι το οποίο θα διαβαστεί (ή θα παιχτεί) και άρα θα διαμορφώσει εν δυνάμει ένα μέρος της συνείδησης, της θέσης και της αισθητικής, έστω και ενός ανθρώπου. Συγκριτικά, στο θέατρο έχει κανείς μεγαλύτερη ελευθερία στο γράψιμό του, καθώς η θεατρική συγγραφή, ως καλλιτεχνική διαδικασία, οφείλει να καταγράψει και το λάθος και την αίσθηση της στιγμής και την απόκλιση και την παράβαση και τον αυτοσχεδιασμό και όλα αυτά που η ανθρώπινη ψυχή επιθυμεί να αναδείξει με κάθε κόστος. Από την άλλη, το διδακτορικό απαιτεί αυτοπειθαρχία, βαθιά κατανόηση της βιβλιογραφίας, της θεωρητικής και ερευνητικής παράδοσης της εκάστοτε επιστήμης, όπως και άψογο χειρισμό των μεθοδολογικών και αναλυτικών εργαλείων της. Όχι βέβαια, πως αυτά τα προσόντα δε θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως στέρεα βάση ακόμα και σε μια καλλιτεχνική διαδικασία, ή πως η ελευθερία της σκέψης, αντιστρόφως, δεν είναι απαραίτητη σε ένα διδακτορικό. Το αντίθετο. Είναι, νομίζω, η ισορροπία μεταξύ της γνώσης και της πρωτογενούς και ανόθευτης ανθρώπινης φαντασίας που συμβάλει στο να συντελεστεί αυτό το θαύμα που ονομάζουμε «δημιουργία».


Info: Young Lear, έως 30 Οκτωβρίου Π-Σ-Κ στις 21.15, Θέατρον Θησείον, Τουρναβίτου 7, Ψυρρή, 2103255444

Είσοδος: 12€

Διάρκεια: 90 λεπτά

Το βιβλίο Young Lear κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από την Κάπα Εκδοτική.

Άρης Ασπρούλης. Ο άνθρωπος πίσω από τις αγαπημένες σου παραστάσεις, Άρης Ασπρούλης, Young Lear, Ιολή Ανδρεάδη, συνέντευξη, θέατρο, θέατρο Θησείον, επικοινωνία

Το εξώφυλλο ανήκει στον εικαστικό Περικλή Πραβήτα

Βιογραφικό: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Είναι αριστούχος Κοινωνιολογίας με Master στην Εφαρμοσμένη Κοινωνική Πολιτική και Υποψήφιος Διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με ερευνητικό αντικείμενο την Κοινωνιολογία της Εργασίας. Έχει συμμετάσχει σε πολλά ερευνητικά προγράμματα. Ενώ έχει πραγματοποιήσει δημοσιεύσεις και διαλέξεις σε ακαδημαϊκά συνέδρια. Με την Ιόλη Ανδρεάδη έχουν συγγράψει τα θεατρικά έργα «Οικογένεια Τσέντσι», «Διακόσιες δέκα χιλιάδες οκάδες βαμβακιού», «Young Lear» και «Ένας άνθρωπος επιστρέφει στην πατρίδα του πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν», ενώ το επόμενό τους έργο γράφεται αυτή την περίοδο κατά παραγγελία της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και αφορά σε μια ιστορία εφήβων, η οποία θα παρουσιαστεί τον Απρίλιο του 2017 στο Φεστιβάλ Εφηβικού Θεάτρου, στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, σε σκηνοθεσία Ιόλης Ανδρεάδη. Από το 2006 εργάζεται ως Freelance Publicist δημιουργώντας τη δημόσια εικόνα καλλιτεχνικών δράσεων (παραστάσεις / συναυλίες / βιβλία / φεστιβάλ / εκθέσεις), προσώπων και οργανισμών και έχει συνεργαστεί με μεγάλα θέατρα και φεστιβάλ και τους περισσότερους θεατρικού χώρους στην Αθήνα (Ελληνικό Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο,  Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Φεστιβάλ Φιλίππων). Είναι ιδρυτικό μέλος και υπεύθυνος επικοινωνίας της ομάδας «bijoux de kant».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ