Βιβλιο

Αντρέ Μπαζέν, «Τι είναι ο κινηματογράφος;»

Το βιβλίο του Γάλλου κριτικού Αντρέ Μπαζέν, που άλλαξε το τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κινηματογράφο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

328203-678198.png
Φίλιππος Κόλλιας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αντρέ Μπαζέν, «Τι είναι ο κινηματογράφος;», εκδ. Αιγόκερως

Παρουσίαση του τετράτομου βιβλίου του Αντρέ Μπαζέν με τίτλο «Τι είναι ο κινηματογράφος;», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγόκερως.

«Όπως ορισμένα βιβλία του Αντρέ Μαλρό ή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ βρίσκουν σε ένα είδος αποκρυστάλλωσης του δημοσιογραφικού ύφους την αφηγηματική μορφή που ταιριάζει στην τραγωδία της επικαιρότητας», έγραφε ο Αντρέ Μπαζέν, «οι ταινίες του Ρομπέρτο Ροσελίνι και του Βιτόριο Ντε Σίκα ήταν αριστουργήματα λόγω της τυχαίας συμφωνίας μορφής και περιεχομένου. Αλλά όταν από την καινοτομία και προπάντων αυτή την τεχνική ωμότητα αφαιρεθεί το στοιχείο της έκπληξης, τι θα απομείνει από τον ιταλικό νεορεαλισμό; Εκ των πραγμάτων θα επιστρέψουμε στα παραδοσιακά κινηματογραφικά είδη: στα αστυνομικά, στα ψυχολογικά και στις ηθογραφίες».

Ο Αντρέ Μπαζέν (1918-1958) ήταν ένας θεωρητικός, ιστορικός και κριτικός του κινηματογράφου που βρέθηκε στον κατάλληλο τόπο, την κατάλληλη στιγμή: στη Γαλλία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ενηλικιωνόταν η γενιά των κινηματογραφιστών που θα δημιουργούσαν τις ταινίες της νουβέλ βαγκ. Δεν πρόλαβε να τις δει αυτές τις ταινίες: αλλά ήταν ανάμεσα σε εκείνους που είχαν ανοίξει τον δρόμο. Ο Μπαζέν πέθανε από λευχαιμία όταν ο Φρανσουά Τρυφό και ο Ζακ-Λυκ Γκοντάρ ήταν πολύ νέοι και γύριζαν ακόμα ταινίες μικρού μήκους.

Ο Μπαζέν συμμετείχε στην οργάνωση του Φεστιβάλ Καταραμένων Ταινιών του Μπιαρίτς (1949) και έστησε, μαζί με άλλους θεωρητικούς, το περιοδικό Cahiers du cinéma (1951), το οποίο πρόβαλλε στο γαλλικό κοινό τον αμερικανικό κινηματογράφο, από τον Τσάπλιν μέχρι τον Όρσον Γουέλς, αναδεικνύοντας τα παραδοσιακά αμερικανικά είδη (γουέστερν, νουάρ, μουσική κωμωδία) και εμβαθύνοντας στο έργο των μεγάλων Ευρωπαίων δημιουργών (Ζαν Ρενουάρ, Μαρσέλ Καρνέ, Ζαν Κοκτό).

Στο τετράτομο βιβλίο του «Τι είναι ο κινηματογράφος», που κυκλοφόρησε στα γαλλικά μετά τον θάνατό του, ο Μπαζέν εξετάζει την «οντολογία της κινηματογραφικής γλώσσας», τη σχέση του κινηματογράφου με τις άλλες τέχνες, την «κοινωνιολογία του κινηματογράφου», την αισθητική του νεορεαλισμού (η οποία κυριαρχούσε τότε στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ιδιαίτερα στον ιταλικό), τον προπαγανδιστικό κινηματογράφο (τις αμερικανικές πολεμικές ταινίες, την κινηματογραφική παραγωγή στην εποχή του Στάλιν) και τις θεωρίες και πρακτικές του μοντάζ. Οι προτιμήσεις του ήταν σαφείς: η έμφαση που έδωσε στον νεορεαλισμό του Ροσελίνι και του Βιτόριο ντε Σίκα αποκάλυπτε τις γενικότερες προτιμήσεις του για το διακριτικό μοντάζ, για τη φωτογραφία με μεγάλο βάθος εστίασης, τα γενικά πλάνα, τις μακροσκελείς λήψεις, την ελαχιστοποίηση των γκρο πλαν. Αναλύοντας το έργο των κινηματογραφιστών που θεωρούσε σπουδαίους –του Τσάπλιν, του Μιζογκούτσι, του Μούρναου, του Γουίλλιαμ Γουάιλερ– ανεδείκνυε τις αρετές τους, κυρίως το ότι διαφύλασσαν τις αμφισημίες της πραγματικότητας ελαχιστοποιώντας το μοντάζ. Αντιθέτως, μας λέει ο Μπαζέν, οι φορμαλιστές όπως ο Σεργκέι Αϊζενστάιν τοποθετούσαν υπεραπλουστευτικές ιδεολογίες πάνω από την αέναη μεταβλητότητα της πραγματικής ζωής, χειραγωγώντας τους θεατές. Η τεχνική του μοντάζ, σύμφωνα με τον Μπαζέν, μας αναγκάζει να ακολουθήσουμε τη σειρά των πλάνων χωρίς να συνειδητοποιούμε την αυθαιρεσία της: «Ο μοντέρ κόβει τα πλάνα για λογαριασμό μας, κάνει αντί για μας τη διαδικασία της επιλογής […]. Χωρίς σκέψη, αποδεχόμαστε την ανάλυσή του επειδή συμμορφώνεται με τους κανόνες της προσοχής». Η σκηνοθεσία ενθαρρύνει τη συμμετοχή του κοινού, ενώ το μοντάζ προεπιλέγει υλικό για μας. Φιλοσοφικά, η σκηνοθεσία δίνει έμφαση στην ελευθερία και στην πολλαπλότητα των επιλογών, ενώ το μοντάζ τείνει να υποδηλώνει εξαναγκασμό.

Αν και τις σχέσεις κινηματογράφου και Ιστορίας επεξεργάστηκε η Σχολή των Annales στη δεκαετία του 1960, ο Μπαζέν ήταν ένας από τους πρωτοπόρους θεωρητικούς που αναρωτιούνταν πώς ο κινηματογράφος αναπαριστά, παραμορφώνει και αναπλάθει την πραγματικότητα: όχι μόνο ως ντοκιμαντέρ ή κινηματογραφικά επίκαιρα, αλλά και ως μυθοπλασία. Αναλύοντας πλήθος τεχνικών της φωτογραφίας, των λήψεων, των κινήσεων της κάμερας, του ρυθμού –και το πώς η καθεμιά επηρεάζει τον θεατή– ο Αντρέ Μπαζέν συγκρότησε μια διεπιστημονική αντίληψη για τον κινηματογράφο.

Δεν έγραφε για ταινίες που δεν του άρεσαν· δεν ήταν κινηματογραφικός κριτικός από εκείνους που καθοδηγούν το κοινό προτείνοντάς του ποιες ταινίες να δει και ποιες να αποφύγει. Και καθώς η κινηματογραφοφιλία του συνδύαζε τον κινηματογράφο ως λαϊκή ψυχαγωγία με τις κινηματογραφικές καινοτομίες, προέβλεπε τη διεύρυνσή του από τους δημιουργούς στους κριτικούς και τους θεατές, από τα έργα στα κείμενα και από την κινούμενη εικόνα στον περί αυτής κριτικό λόγο. Το παράξενο είναι ότι οι περισσότεροι σκηνοθέτες που είχαν μέντορά τους τον Μπαζέν, αν και μοιράζονταν πολλές από τις προτιμήσεις του –για τον αμερικανικό κινηματογράφο, για τον Ρενουάρ– αποδείχτηκαν μάλλον δογματικοί. Mερικοί –όπως ο Κρις Μαρκέρ, ο Ζακ Ριβέτ και ο Αλαίν Ρεναί– δημιούργησαν έργα που, παρά την αγωνιστικότητά τους, παρέμειναν μακριά από σχολές και ρεύματα, ενώ άλλοι –ο Ρομαίν Γκουπίλ, ο Ζαν Εστάς– κινήθηκαν προς τον στρατευμένο κινηματογράφο.

Ο Αντρέ Μπαζέν πέθανε σε ηλικία 40 ετών. O Kλοντ Σαμπρόλ είχε μόλις τελειώσει τα γυρίσματα της ταινίας «Ξαδέρφια», ο Αλαίν Ρεναί γύριζε το «Χιροσίμα αγάπη μου» και ο Τρυφό τα «400 χτυπήματα». Πολλά κινηματογραφικά γεγονότα έμελλε να συμβούν. Το βιβλίο του Μπαζέν απευθύνεται σε όλους τους κινηματογραφόφιλους και σ’ εκείνους που θα ήθελαν να γίνουν.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ