Πολιτισμος

Μαργαρίτα, Μαργαρώ

Ακόμη κι έτσι, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν θα πάψει να ανήκει στη μεγάλη ιστορία

img_2485.jpg
Περικλής Δημητρολόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μαργαρίτα Θεοδωράκη
© EUROKINISSI/ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Περικλής Δημητρολόπουλος σχολιάζει τη δικαστική διαμάχη για την κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη.

Διαβάζεις την είδηση για την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και σχεδόν φαντάζεσαι την αντίδρασή της: Θα της πει ένας νεαρός πρωτοδίκης τι θα κάνει με τον πατέρα της; Πώς μπορεί και εισβάλει ένας ξένος στην οικογένειά της, τι δουλειά έχει το δικό του, ψυχρό αίμα με το δικό τους που βράζει; Κι άλλα «αδυσώπητα τσιμπούρια» για να ρουφήξουν αυτό το κοχλάζον αίμα; 

Ακόμη όμως και αν η Μαργαρίτα Θεοδωράκη συμμορφωνόταν πειθήνια στην απόφαση του δικαστηρίου, δεν μπορείς να μην σταθείς σε αυτήν την σχέση που μετέτρεψε την εκδημία ενός σπουδαίου σε έναν φτηνό καβγά γύρω από το νεκρό του σώμα. Σε αυτό το πανίσχυρο αίσθημα ιδιοκτησίας που ανέπτυξε μια κόρη για τον πατέρα της  και σε τέτοιο βαθμό ώστε να αγνοεί τον τρόπο που επιθυμούσε εκείνος να ταφεί - έχουν, είπε, οι νεκροί επιθυμίες; Δεν έχουν.

Λογικό. Οι νεκροί δεν μιλούν, τους αγγίζεις και δεν αντιδρούν. Στην επικράτεια μιας λογικής τα πάντα μπορούν να φανούν λογικά, δεν παραλογίζεσαι εσύ, παραλογίζονται όλοι οι άλλοι, μέχρι και το τελευταίο «αδυσώπητο τσιμπούρι». Και κανένα «τσιμπούρι» δεν μπορεί να καταλάβει πως τα τελευταία πολλά χρόνια εκείνη διαχειριζόταν ένα ζωντανό μνημείο και ένα μεγαλειώδες έργο που όμως αναμετριόταν πια με τη φθορά του χρόνου. Ποιος το είχε αναστήσει ξανά και ξανά; Εκείνη παραδίδοντάς το στους τραγουδιστές της ποπ και του λαϊκού. Για να μείνει ζωντανός ο Μίκης, όλοι θα τραγουδούσαν Μίκη, Μίκη θα έπαιζε μέχρι και η τελευταία ορχήστρα.

Η κόρη έγινε μια μηχανή μουσικής αναπαραγωγής. Αυτή η ίδια επίμονη συντηρήτρια του μύθου, η αποκλειστική διοργανώτρια των συναυλιών του, έγραψε τον περασμένο Νοέμβριο πως ζούσε σε συνθήκες απόλυτης ανέχειας: «Είμαι η Μαργαρίτα Θεοδωράκη, ετών 62. Η ΔΕΗ χθες μου έκοψε το ρεύμα και δεν έχω ούτε τηλέφωνο, ούτε ίντερνετ. Δεν έχω ρεύμα, δεν έχω φως, δεν έχω να μαγειρέψω, μα και τι να μαγειρέψω, χα, χα, χα, δεν έχω πια τίποτα, δεν έχω ψυγείο, μα αυτό έτσι κι αλλιώς είναι τελείως άδειο, δεν έχω ζεστό νερό να πλυθώ. Και πραγματικά κρυώνω! Ήρθα σε έναν καλό γείτονα για να στείλω το sos».

Είπαν και τότε πολλοί, όπως και τώρα, πως «εξευτέλισε» τον πατέρα της. Κανένας δεν την λυπήθηκε, τα σόσιαλ μίντια που δεν έχουν καμία ευγένεια ψυχής σχολίασαν πως τουλάχιστον σε αυτήν την περίπτωση το επάγγελμα κόρη θα έπρεπε να είναι απολύτως προσοδοφόρο, για τον Μίκη μιλάμε. Τι απέγινε, ρώτησαν, η μεγάλη περιουσία, τα εκατομμύρια από το σπίτι που πουλήθηκε στο Παρίσι, τα άλλα εκατομμύρια από τις συνεχείς συναυλίες; Ο μύθος τυλίχτηκε σε μια κόλλα περιουσιακής κατάστασης. 

Είναι από τις περιπτώσεις που δεν χρειάζεται να ασχοληθείς με την άβυσσο της ψυχής των σόσιαλ μίντια, με την τοξικότητά τους, με την άγρια χαρά τους στο ξεκατίνιασμα, με την ηδονή τους στο λιντσάρισμα, με την ευκολία τους να σκύβουν στις κλειδαρότρυπες και την ακόμη μεγαλύτερη ευκολία να παράγουν λεκτική βία και μίσος. Υπάρχουν άνθρωποι όμως που βλέπεις τη δική τους άβυσσο να χάσκει. Την βλέπεις στα λόγια τους, τις πράξεις τους, το βλέμμα τους - ο Αρθουρ Μίλερ έγραψε στη «Μαύρη Άνοιξη» πως μόνο οι άγγελοι και οι τρελοί έχουν τέτοιο βλέμμα.

Η Μαργαρίτα θα ήταν αυτό για τον πατέρα της, ένα περιστεράκι στον ουρανό, ένας άγγελος.  Αλλά ήταν και μια άβυσσος που περιέγραψε η ίδια σε μια συνέντευξη της στα «Νέα» τον περασμένο Φεβρουάριο - ήταν το κορίτσι με τη «μανία να κόβει πολύ βαθιά τα χέρια» της, η κόρη με τις τριάντα απόπειρες αυτοκτονίας, η κόρη που «έδωσε εντολή ο μπαμπάς μου, γιατί δεν γινόταν αλλιώς, να παρέμβει ο εισαγγελέας για να με πάνε μέσα». 

Υπήρχε, λέει η ίδια, και μια Μαργαρίτα των πάρτι, της έντονης κοινωνικής ζωής. Η Μαργαρίτα που νόμιζε πως η απόλυτη δόξα του πατέρα της ήταν και για εκείνη, η Μαργαρίτα της μανίας, η Μαργαρίτα συγγραφέας των «Αναμνήσεων μιας κόρης» όπου στην αρχή του διηγείται ακριβώς αυτό, πώς «γλύτωσε» το ψυχιατρείο, και ο πατέρας της διάβασε πέντε φορές για να υποφέρει κάθε φορά. Και υπάρχει και η Μαργαρίτα που περιφρονεί τις επιθυμίες του πατέρα της και τσακώνεται ακόμη και με τα γραφεία κηδειών.

Ξέρει να πει κανένας τι απ’ όλα αυτά είναι «εξευτελισμός» και τι ένα διαρκές βασανιστήριο; Ξέρει όμως πως, ακόμη κι έτσι, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν θα πάψει να ανήκει στη μεγάλη ιστορία. Και ξέρει και αυτό που μας έχει μάθει η αρχαία τραγωδία: Πώς πίσω και από την πιο μεγάλη ιστορία, την πιο οικουμενική, κρύβεται ένα οικογενειακό δράμα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ