- CITY GUIDE
- PODCAST
-
25°
Τζόναθαν Κόου: Η νοσταλγία είναι ευχάριστο, αλλά κι επικίνδυνο συναίσθημα
Μια συζήτηση με τον Βρετανό συγγραφέα για το νέο του βιβλίο, τη λογοτεχνία και τη σχέση του με τη μουσική

Ο συγγραφέας Τζόναθαν Κόου μιλάει για το καινούργιο του βιβλίο «Η απόδειξη της αθωότητάς μου», την πολιτική, τη νοσταλγία, την Αγγλία και τη μουσική.
Άργησα να μπω στο σύμπαν της λογοτεχνίας του Τζόναθαν Κόου. Κι αυτό γιατί την εποχή που ζούσα στην Αγγλία έτρεφα αντιπάθεια για τη βασίλισσα, τη βασιλική οικογένεια, όλη εκείνη την τρέλα με την πριγκίπισσα Νταϊάνα, τη συνεχή διαδοχή πολύ δεξιών και απλώς δεξιών κυβερνήσεων στη χώρα και τη γενικότερη προσκόλληση σε μια παράδοση που κρατούσε τα πράγματα στάσιμα. Όταν όμως επέστρεψα μόνιμα στην Ελλάδα, έπιανα σιγά σιγά τον εαυτό μου να νοσταλγεί όλα εκείνα που συνήθιζα να αντιπαθώ. Άρχισα να συμφιλιώνομαι μαζί τους. Και σε ορισμένες περιπτώσεις έμαθα να τα αγαπώ. Με τη βρετανικότητα, την αγγλικότητα πιο σωστά, βρίσκομαι σε μια συνεχή διελκυστίνδα. Με έλκει κι ύστερα με απωθεί. Με απωθεί με την ίδια δύναμη που με έλκει. Κι όταν άρχισα να μπαίνω πιο βαθιά στη λογοτεχνία του Τζόναθαν Κόου, κατάλαβα ότι πάνω κάτω το ίδιο συμβαίνει και μ’ εκείνον.
Η συζήτηση μαζί του ήταν απολαυστική. Ο Κόου είναι ένας βαθύτατος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που θέλει και μάλιστα μπορεί –όχι, δεν είναι αυτονόητο– να μιλήσει πέρα από το νέο του βιβλίο και τη λογοτεχνία εν γένει, για τη νοσταλγία σε σχέση με το βρετανικό –και όχι μόνο– χθες αλλά και για τη μουσική. Σε κάθε βιβλίο του υπάρχει πολλή μουσική κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δεις πώς τρυπώνουν τα τραγούδια εκεί μέσα. Όμως είναι κι ο ίδιος μουσικός. Πρόσφατα έκανε μερικές συναυλίες με την Artchipel Orchestra και κυκλοφόρησαν ένα cd με δικές του συνθέσεις, που συνδέονται με το αγγλικό progressive του Κάντερμπερι αλλά και με τον Φρανκ Ζάπα.
Τέλος, μπορεί να μιλήσει και για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα στον κόσμο, κι επιπλέον έχει ένα σκεπτικό ως προς τι να κάνουμε: «Πιστεύω ότι αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ανακτήσουμε με κάποιον τρόπο την αίσθηση της συλλογικότητας, της κοινότητας. Να θυμηθούμε ότι δεν είμαστε απλά άτομα που ενεργούν με βάση το προσωπικό τους συμφέρον, αλλά μπορούμε να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον και να εξαρτόμαστε ο ένας από τον άλλον με πολλούς τρόπους. Και να προσπαθήσουμε να θυμηθούμε ότι δεν έχουν όλα χρηματική αξία και ότι υπάρχουν κάποιες βασικές ανθρωπιστικές αξίες που αξίζει να αναδείξουμε». Σε τέτοιους καιρούς, αυτού του είδους οι σκέψεις είναι πολύτιμες!
Νιώθω ότι η «Απόδειξη της αθωότητάς μου» είναι ένα βιβλίο με διαφορετικά είδη μέσα του. Για παράδειγμα, έχουμε ένα θύμα, έχουμε έναν –ας πούμε– επιθεωρητή και ένα έγκλημα. Είναι ανάμεσα σε άλλα πράγματα κι ένα twisted whodunit αστυνομικό μυθιστόρημα;
Ναι, είναι σίγουρα ένα whodunit. Θέλω να πω, είμαι μεγάλος θαυμαστής της αστυνομικής λογοτεχνίας, και ιδιαίτερα της κλασικής, και συγγραφέων όπως η Αγκάθα Κρίστι ή ηρώων όπως ο Σέρλοκ Χολμς και ήθελα κάποια στιγμή να βγει προς τα έξω αυτό. Το προηγούμενο βιβλίο μου, το «Bournville», ήταν αρκετά προσωπικό, γι’ αυτό είχε και μεγαλύτερη ένταση, κι επιπλέον ήταν αρκετά περίπλοκο. Αρχικά, το σχέδιο για την «Απόδειξη της αθωότητάς μου» ήταν να γράψω ένα πολύ πιο απλό και ανάλαφρο βιβλίο, να γράψω μια αστυνομική ιστορία για τη δική μου ευχαρίστηση και για την ευχαρίστηση των αναγνωστών.
Εκτός από αστυνομικό, έχει και autofiction στοιχεία, όχι ακριβώς από τη δική σας πλευρά, αλλά από δύο από τους ήρωες του βιβλίου. Ποια είναι η γνώμη σας για το auto fiction γενικά;
Δεν έχω γράψει ποτέ autofiction και δεν νομίζω ότι θα το κάνω. Είναι ένα είδος για το οποίο αισθάνομαι αμφίθυμα. Παρουσιάζεται στον αναγνώστη σαν να λέει κάτι πιο αυθεντικό, πιο αληθινό από τη μυθοπλασία και δεν είμαι σίγουρος… Είμαι πάντα διχασμένος όταν διαβάζω auto fiction σχετικά με το αν ο συγγραφέας μού λέει πραγματικά την αλήθεια ή αν είναι κάτι πιο έντεχνο, κάτι καθαρά κατασκευασμένο. Αν μου ζητούσαν να επιλέξω ανάμεσα στο autofiction και στο πιο κλασικό είδος μυθοπλασίας, θα διάλεγα το είδος μου. Κατά κάποιον τρόπο, παρόλο που τα πάντα στα βιβλία μου είναι επινοημένα, νομίζω ότι ακολουθώ έναν ειλικρινή τρόπο γραφής, καθώς δεν προσπαθώ να κάνω τίποτ’ άλλο από το να αφηγηθώ ιστορίες.
Πώς λοιπόν αποφασίσατε να βάλετε εμβόλιμα δύο μέρη που ακολουθούν τον κανόνα του autofiction;
Μόλις άρχισα να σκέφτομαι το μυθιστόρημα και να σχεδιάζω την ιστορία, συνειδητοποίησα ότι ήταν πολύ περίπλοκη για να μπορέσω να την αφηγηθώ μέσα από ένα μόνο είδος. Εννοώ ότι αρχικά το βιβλίο προοριζόταν να είναι απλώς ένα αστυνομικό pastiche, αλλά καθώς εμβάθυνα στην ιστορία κι έμπαινα βαθύτερα στα ερωτήματα που θέτει σχετικά με τη φύση της αλήθειας και τη φύση της μυθοπλασίας, συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω πολλά διαφορετικά στιλ και είδη. Ενδεχομένως αυτό να είναι πιο δύσκολο για τον αναγνώστη. Όμως τελικά δεν νομίζω ότι είναι δύσκολο να πλοηγηθεί κανείς μέσα στο βιβλίο· είναι ίσως ένα δύσκολο βιβλίο για να το περιγράψεις και να μιλήσεις γι’ αυτό. Αυτό που μου λένε οι αναγνώστες που το έχουν διαβάσει μέχρι τώρα είναι ότι μόλις βυθιστείς στο μυθιστόρημα και πιαστείς από την ιστορία και το μυστήριο, τότε είναι πολύ εύκολο να περιηγηθείς. Νομίζω πως συμφωνώ, είναι ένα από τα πιο χαρούμενα βιβλία μου – εντάξει, όχι ακριβώς χαρούμενο, αλλά πάντως δεν είναι σκοτεινό. Πέρασα πολύ καλά όσο το έγραφα, υπάρχουν πολλά αστεία στο βιβλίο. Γέλασα μερικές φορές την ώρα που το έγραφα, ήταν ευχάριστη διαδικασία κι ελπίζω αυτό να φτάνει στον αναγνώστη…
Σίγουρα φτάνει. Μιλώντας όμως για σκοτεινά πράγματα, υπάρχουν ψήγματα του είδους που ονομάζουμε dark academia στο βιβλίο. Σας ενδιαφέρει και τι πιστεύετε γι’ αυτό το είδος;
Το βρίσκω πολύ συναρπαστικό και πιστεύω ότι υπάρχει σοβαρός λόγος που βρίσκεται μέσα στο βιβλίο. Σκέφτομαι την πανεπιστημιακή εμπειρία για τους νέους. Για μένα έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, 40 ολόκληρα χρόνια, αλλά παραμένει πολύ ζωντανή. Συμβαίνει σε πολύ νεαρή ηλικία, ξέρετε. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, είσαι μόλις 19 ετών όταν πηγαίνεις στο πανεπιστήμιο, και σου παρουσιάζονται πολύ έντονες καταστάσεις, ένα νέο περιβάλλον. Κι αν, μάλιστα, πας σε ένα από τα παλιά πανεπιστήμια κύρους, όπως η Οξφόρδη ή το Κέμπριτζ, τότε μπορεί να σου φαίνεται σαν να μπαίνεις σε έναν πολύ μυστηριώδη κόσμο, έναν κόσμο που έχει τους δικούς του κώδικες και συμβάσεις. Είναι δύσκολο να τους καταλάβεις με τη μία, να βρεις τον δρόμο σου, και νομίζω ότι όλη αυτή η αισθητική του dark academia έχει εξελιχθεί ως λογοτεχνική μορφή για να μπορέσει να συλλάβει το είδος της έντασης και του μυστηρίου της πανεπιστημιακής εμπειρίας, κάτι που προσπαθώ να κάνω σε κάποια σημεία και σ’ αυτό το βιβλίο.

Όμως η «Απόδειξη της αθωότητάς μου» είναι κι ένα πολιτικό βιβλίο. Ίσως πάνω απ’ όλα, δεν ξέρω τι σκέφτεστε γι’ αυτό… Είναι όλη αυτή η κατάσταση με τον νεοσυντηρητισμό… Τι πιστεύετε ότι έχει φέρει στις κοινωνίες μας;
Ξέρετε, αυτές τις μέρες κοιτάζω πίσω στα χρόνια της Θάτσερ, τη δεκαετία του 1980 εδώ στη Βρετανία, σχεδόν μ’ ένα είδος νοσταλγίας, επειδή εκείνη φαίνεται μετριοπαθής και λογική σε σύγκριση με τον τρόπο που έχει εξελιχθεί ο συντηρητισμός. Το βιβλίο μου μιλάει για το πόσο ακραίο έχει γίνει το συντηρητικό κίνημα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά από τότε που κυκλοφόρησε, δείτε τι γίνεται: ο Τραμπ εκλέχτηκε για δεύτερη θητεία και αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει στην Αμερική με το συντηρητικό κίνημα είναι πολύ έντονο. Μετατρέπεται σε πλήρη αυταρχισμό, οπότε νομίζω ότι, όταν κοιτάζουμε πίσω στη Θάτσερ τη δεκαετία του 1980, βλέπουμε απλώς τους σπόρους αυτού που είμαστε τώρα, και το παράδοξο με τη Θάτσερ είναι ότι δεν νομίζω ότι πραγματικά ήταν σε θέση να προβλέψει το πού θα οδηγούσε η ιδεολογία της. Και, ξέρετε, νομίζω ότι θα τρόμαζε κι η ίδια από την κατάσταση του συντηρητικού κινήματος σήμερα. Ένα είδος άκαμπτης ιδεολογίας έχει αντικαταστήσει κάθε είδους ευέλικτης σκέψης. Κι έτσι ο νεοσυντηρητισμός έχει μετατραπεί σ’ ένα κίνημα που δεν είναι σε θέση να αρθρώσει τίποτα σοβαρό πλέον.
Τι πιστεύετε ότι μπορούμε ως πολίτες να κάνουμε αυτή τη στιγμή κατά του συντηρητισμού;
Είναι πολύ δύσκολο να πω, διότι ακόμη και στη Βρετανία, όπου έχουμε σήμερα μια –υποτίθεται– κεντροαριστερή κυβέρνηση, ακόμη κι αυτή είναι απόλυτα ενταγμένη στη λογική της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι, το είδος της σοσιαλιστικής πολιτικής που ήταν κυρίαρχο όταν ήμουν έφηβος, τη δεκαετία του 1970, έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το Ηνωμένο Βασίλειο. Πιστεύω ότι αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να ανακτήσουμε με κάποιον τρόπο την αίσθηση της συλλογικότητας, της κοινότητας. Να θυμηθούμε ότι δεν είμαστε απλά άτομα που ενεργούν με βάση το προσωπικό τους συμφέρον, αλλά μπορούμε να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον και να εξαρτόμαστε ο ένας από τον άλλον με πολλούς τρόπους. Και να προσπαθήσουμε να θυμηθούμε ότι δεν έχουν όλα χρηματική αξία και ότι υπάρχουν κάποιες βασικές ανθρωπιστικές αξίες που αξίζει να αναδείξουμε. Όμως οι κυβερνήσεις της Δύσης, ακόμα και οι αριστερές κυβερνήσεις της Δύσης, φαίνεται να δυσκολεύονται πολύ να μιλήσουν γι’ αυτά τα πράγματα κι ακόμα περισσότερο δυσκολεύονται να τα πραγματοποιήσουν.
Ναι, το ζήτημα της συλλογικότητας και των κοινοτήτων νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό σήμερα. Ένα άλλο ζήτημα, τώρα: το βιβλίο, την ίδια στιγμή που είναι επικριτικό απέναντι σε όλες αυτές τις νεοσυντηρητικές επιλογές, έχει και αρκετό χιούμορ, είναι αστείο σε πολλά σημεία. Πόσο δύσκολο είναι να αποφασίσεις τη σωστή ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο, της πολιτικής παρέμβασης –ας πούμε– και του χιούμορ;
Δεν είναι θέμα συνειδητής απόφασης για το πώς να ισορροπήσεις αυτά τα πράγματα. Αρχίζεις να αφηγείσαι την ιστορία και στην πορεία αναδύεται μια φωνή, η δική σου αφηγηματική φωνή, και ένα ύφος, το δικό σου ύφος. Κοιτάζεις συνεχώς αν είσαι στον σωστό δρόμο και προσπαθείς να προσαρμόσεις αυτή τη φωνή με τέτοιον τρόπο ώστε να περάσει το μήνυμα. Αλλά δεν πρέπει να αισθανθεί ο αναγνώστης ότι του κουνάς το δάχτυλο, δεν είναι εκεί το ζήτημα. Εννοώ ότι η βασική μου αρχή ως συγγραφέα είναι να δίνω στους αναγνώστες ευχαρίστηση. Γιατί αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι διαβάζουν βιβλία. Ένας συγγραφέας μπορεί να εκφράζει τα υψηλότερα κοινωνικά και καλλιτεχνικά ιδανικά, αλλά αν δεν μπορεί να κρατήσει τον αναγνώστη εμπλεκόμενο, αν δεν μπορεί να του προσφέρει συγκίνηση και ψυχαγωγία, τότε ο αναγνώστης δεν πρόκειται να τελειώσει το βιβλίο.
Άρα, σήμερα ποια θα λέγατε ότι είναι η ευθύνη του συγγραφέα;
Η ευθύνη μας, η μόνη μας ευθύνη, νομίζω ότι είναι να ψυχαγωγούμε το κοινό μας.
Θα το ρωτούσα αργότερα, αλλά αφού θίξαμε το ζήτημα των ισορροπιών, ήθελα να ρωτήσω και κάτι ακόμη τεχνικής φύσης. Γράφετε έχοντας από την αρχή ένα συγκεκριμένο σχέδιο ή η πλοκή δημιουργείται στην πορεία;
Για το τελευταίο μου βιβλίο υπήρχε ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο. Ένα περίγραμμα επτά ή οκτώ σελίδων, αντίστοιχο με αυτά που χρησιμοποιούνται και στη βιομηχανία του κινηματογράφου. Όλη η πλοκή ήταν εκεί και το τήρησα, όμως υπάρχουν πολλές στιγμές στην πορεία που αυτοσχεδιάζω, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του περιγράμματος των επτά σελίδων και ενός βιβλίου 400 σελίδων. Πάντως, η κατεύθυνση του ταξιδιού και η λύση του μυστηρίου είχαν καθοριστεί πριν αρχίσω να γράφω.
Υπάρχει πολλή νοσταλγία στην «Απόδειξη της αθωότητάς μου». Ποιες εποχές ή καταστάσεις νοσταλγείτε περισσότερο;
Η νοσταλγία είναι ευχάριστο αλλά κι επικίνδυνο συναίσθημα. Για παράδειγμα, οι πολιτικοί σε όλο τον κόσμο προσελκύουν τους ψηφοφόρους τους με την επίκληση ενός είδους δοξασμένων και εξιδανικευμένων οραμάτων του παρελθόντος, εποχών που τα πράγματα ήταν καλύτερα. Προσποιούνται ότι μπορούμε να γυρίσουμε πίσω σ’ εκείνες τις μέρες. Και δεν μπορούμε! Δεν μπορούμε να γυρίσουμε το ρολόι πίσω, δεν μπορούμε να γυρίσουμε σε μια προηγούμενη εποχή και ούτε θα έπρεπε να το θέλουμε. Μεγάλωνα στη δεκαετία του 1970, ήμουν έφηβος τότε, και πρέπει να πω ότι υπάρχουν πτυχές εκείνης της εποχής που νοσταλγώ. Νοσταλγώ την πολιτική εκείνης της εποχής, επειδή υπήρχε πολύ περισσότερο η αίσθηση της συλλογικότητας. Ήταν μια εποχή που τα συνδικάτα ήταν αρκετά ισχυρά, μια εποχή που οι εργαζόμενοι είχαν οργανώσεις για να τους προστατεύουν, πράγμα που δεν συμβαίνει στις μέρες μας. Από την άλλη πλευρά, ξέρετε, θυμάμαι ότι για τους ανθρώπους που δεν ήταν σαν εμένα, η δεκαετία του 1970 ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος. Εδώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο και παντού, νομίζω, δεν ήταν καλή εποχή για να είσαι μαύρος, δεν ήταν καλή εποχή για να είσαι ομοφυλόφιλος, δεν ήταν καν καλή εποχή για να είσαι γυναίκα, στην πραγματικότητα. Ξέρετε, αυτό που φαίνεται σε πρώτο επίπεδο ότι λέει η «Απόδειξη της αθωότητάς μου» είναι ότι τα πράγματα έχουν χειροτερέψει από τη δεκαετία του ’70 και του ’80. Και ναι, από πολλές απόψεις έχουν χειροτερέψει. Έχουμε όμως σημειώσει και μεγάλη κοινωνική πρόοδο –με αγώνες, φυσικά– και θα πρέπει να το θυμόμαστε αυτό και να το εκτιμούμε.
Αισθάνομαι ότι μπορεί να είχατε συναντήσει πολλούς ανθρώπους όπως ο Ρότζερ Γουάγκσταφ και η Ρεμπέκα Χουντ στο Κέμπριτζ τη δεκαετία του 1980. Είχατε κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα στο μυαλό σας όταν γράφατε γι’ αυτούς;
Ναι, συνάντησα πολλούς τέτοιους ανθρώπους και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο στο μυαλό μου όταν δημιούργησα αυτούς τους χαρακτήρες. Πρόκειται για έναν τύπο ανθρώπου και όχι μόνο ένα άτομο. Και, σε κάθε περίπτωση, άνθρωποι σαν κι αυτούς δεν μου μιλούσαν όταν ήμουν στο Κέμπριτζ, ξέρετε, ανήκαν σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κύκλο, οπότε απλώς τους παρατηρούσα με την άκρη του ματιού μου. Ποτέ όμως δεν γνώρισα πραγματικά κάποιον απ’ αυτό το είδος…
Πείτε μου για το «Lord Randall». Πώς μπήκε στο βιβλίο; Γιατί επιλέξατε ειδικά αυτό;
Υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη ηχογράφηση του «Lord Randall» που μ’ αρέσει. Είναι ένα παλιό παραδοσιακό τραγούδι, κι όπως πολλά τέτοια τραγούδια, υπάρχει σε πολλές εκδοχές και όλες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Αλλά υπάρχει μια εκτέλεση από έναν Γερμανό τραγουδιστή, τον Αντρέας Σολ, που άκουσα ίσως και πριν από περίπου δέκα χρόνια. Είχα το ραδιόφωνο ανοιχτό χωρίς ν’ ακούω πραγματικά και ξαφνικά έφτασε στ’ αυτιά μου αυτή η φωνή κι αυτή η μελωδία. Και με ανάγκασαν να καθίσω και να το ακούσω! Σημείωσα το όνομα του τραγουδιού, έψαξα στο Google και είδα τι έλεγαν τα λόγια και –όπως είπα, αυτό ήταν πριν από περίπου δέκα χρόνια– κράτησα μια νοερή σημείωση ότι κάποια μέρα θα χρησιμοποιούσα αυτό το τραγούδι σε ένα βιβλίο. Έγραψα τρία ή τέσσερα μυθιστορήματα στο μεταξύ, όπου δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να το εντάξω. Όμως ξαφνικά η «Απόδειξη της αθωότητάς μου» ένιωσα ότι ήταν το τέλειο μέρος για να το χρησιμοποιήσω. Οπότε είναι μια παλιά ιδέα στην πραγματικότητα.
Και το «Κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου» πώς μπήκε στο «Bournville»;
Χρησιμοποιώ τη μουσική με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στα βιβλία μου. Μερικές φορές παίρνω ένα μουσικό κομμάτι που αγαπώ πραγματικά και προσπαθώ να κάνω τον αναγνώστη να νιώσει γι’ αυτό με τον ίδιο τρόπο που νιώθω κι εγώ. Μερικές φορές όμως η χρήση ενός κομματιού έχει περισσότερο διανοητική παρά συναισθηματική επεξεργασία. Στην περίπτωση του «Κουαρτέτου για το τέλος του χρόνου» δεν πρόκειται για ένα μουσικό κομμάτι που γνώριζα ιδιαίτερα καλά εκ των προτέρων. Στο «Bournville» ένας από τους χαρακτήρες μου ήταν βιολονίστας. Ήθελα να κάνει πρόβες για να παίξει ένα μουσικό κομμάτι που θα ήταν πολύ απαιτητικό. Όπως είδα, το «Κουαρτέτο για το τέλος του χρόνου» έχει ένα από τα πιο δύσκολα μέρη για βιολί που υπάρχουν στο ρεπερτόριο. Οπότε το άκουσα ξανά, ξέρετε, μπορεί να το είχα ακούσει μόνο μία ή δύο φορές παλαιότερα. Εκείνο που πρόσεξα επιπλέον ήταν οι τίτλοι των μερών. Είναι ένα κομμάτι με επτά μέρη και κάθε τίτλος είναι πολύ ποιητικός και πολύ παράξενος. Εκείνη την εποχή έγραφα το απόσπασμα στο «Bournville» που ασχολείται με τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνα και την κηδεία της και, για κάποιον λόγο, βλέποντας τους επιμέρους τίτλους, σκέφτηκα ότι ταίριαζαν απόλυτα στην αφήγηση και θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω κάθε τίτλο του Μεσιάν για καθένα από τα κεφάλαια αυτού του μέρους του μυθιστορήματός μου. Έτσι, στην πραγματικότητα το να χρησιμοποιήσω αυτό το έργο στο «Bournville» ήταν τόσο θέμα της μουσικής όσο και της πλοκής της ιστορίας.

Επίσης, υπάρχει κι άλλη γαλλική μουσική στα βιβλία σας. Για παράδειγμα το «Bailero», από τα «Τραγούδια της Ωβέρνης» του Καντελούμπ, που νομίζω μάλιστα ότι σας αρέσει ιδιαίτερα.
Ναι, μερικές φορές γράφω για τη μουσική με τρόπο ώστε να μεταφέρω όλη την ουσία μιας ανάμνησης ή ενός συναισθήματος, το οποίο είναι ίσως πολύ έντονο για μένα ώστε να το γράψω με λέξεις, πράγμα που με πάει ένα βήμα μπροστά ως συγγραφέα. Αυτό ακριβώς συνέβη στο «Σαν τη βροχή πριν πέσει», όπου ήθελα να αποτυπώσω την ουσία της ειδυλλιακής ανάμνησης που έχουν δύο εραστές από τις διακοπές που έκαναν μαζί στη Γαλλία πολλά χρόνια πριν και πώς η ανάμνηση εκείνης της περιόδου έχει λειτουργήσει στο μυαλό τους κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν. Ένιωθα πως ο τρόπος που έγραφα γι’ αυτό δεν ήταν αρκετός. Χρειαζόμουν ένα μουσικό κομμάτι που να μεταφέρει αυτό το είδος έντονης μελαγχολίας, νοσταλγίας και ομορφιάς, λυρικής ομορφιάς. Πάντα αγαπούσα αυτό το τραγούδι από τα «Τραγούδια της Ωβέρνης». Έτσι σκέφτηκα ότι αν το αναφέρω στο βιβλίο, τότε ίσως οι άνθρωποι θα μπορούσαν να το ακούσουν και να αντιληφθούν εντονότερα το συναίσθημα που προσπαθούσα να μεταφέρω.
Χρησιμοποιήσατε επίσης το «Hymnus Paradisi» του Χέρμπερτ Χάουελς, το οποίο νομίζω ότι είναι επίσης ένα από τα αγαπημένα σας μουσικά κομμάτια…
Ναι, είναι! Ο Χέρμπερτ Χάουελς ήταν ένας φανταστικός Βρετανός συνθέτης του 20ού αιώνα, που δεν είναι πολύ γνωστός εκτός Βρετανίας. Δεν έγραψε πολλά έργα, δεν έγραψε συμφωνίες ή πολλή ορχηστρική μουσική, έγραψε όμως πολλή χορωδιακή μουσική. Η ζωή του σημαδεύτηκε από μία τραγωδία, καθώς ο γιος του πέθανε σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών από πολιομυελίτιδα και, εμπνευσμένος από αυτό το γεγονός, ο Χάουελς έγραψε ένα έργο μεγάλης κλίμακας για χορωδία και ορχήστρα, το «Hymnus Paradisi». Το βρίσκω απίστευτα δυνατό, πιστεύω ότι είναι αριστούργημα! Δεν ξέρω γιατί δεν είναι γνωστό και γιατί δεν παίζεται σ’ όλο τον κόσμο, όπως θα του άξιζε. Έχω επίσης και μια πολύ ζωντανή ανάμνηση: καθόμουν με τη μητέρα μου όταν ήμουν έφηβος στην εκκλησία και άκουγα κάποιον να παίζει κάποιο έργο του Χέρμπερτ Χάουελς στο όργανο και παρόλο που η μητέρα μου κι εγώ δεν είχαμε πολλά κοινά, η αγάπη μας για τη μουσική ήταν κοινή. Εκείνη τη στιγμή με βάση το συγκεκριμένο κομμάτι του Χέρμπερτ Χάουελς δημιουργήθηκε μεταξύ μας ένας πολύ έντονος συναισθηματικός δεσμός. Κι επειδή το «Bournville» είναι ένα μυθιστόρημα για τη μητέρα μου, ένα είδος μνημόσυνου για εκείνη, ήθελα να φέρω τον Χάουελς στο μυθιστόρημα και το έκανα μιλώντας για το «Hymnus Paradisi».
Και επίσης αγαπάτε τον Ραλφ Βον Γουίλιαμς, όπως κάθε Άγγλος ακροατής…
Ναι, πολύ! Τον ανακάλυψα όταν ήμουν ακόμα στο σχολείο. Θυμάμαι, εκείνη την εποχή είχαμε μια μεγάλη δισκοθήκη με δίσκους κλασικής μουσικής, τους οποίους μπορούσες να δανειστείς όποτε ήθελες. Τα περισσότερα παιδιά δεν έκαναν τον κόπο γιατί ήταν απασχολημένα ακούγοντας ποπ μουσική, όπως σ’ έναν βαθμό κι εγώ τότε. Αλλά εκεί ήταν που ανακάλυψα μερικούς συνθέτες όπως ο Βον Γουίλιαμς ή ο Ραβέλ, που έγιναν απίστευτα σημαντικοί για μένα και τους οποίους ακούω εδώ και σχεδόν 50 χρόνια. Οπότε καταλαβαίνεις, βιβλία όπως «Η λέσχη των τιποτένιων» ή ο «Κλειστός κύκλος» και πιο πρόσφατα η «Μεση Αγγλία» είναι όλα τους για την εθνική ταυτότητα, για την αγγλική ταυτότητα, πράγμα για το οποίο συζητήσαμε πολύ σ’ αυτή τη χώρα τα τελευταία 10 χρόνια, με το δημοψήφισμα και με το Brexit αργότερα. Ο Βον Γουίλιαμς, περισσότερο από κάθε άλλον Άγγλο συνθέτη, εκφράζει την εθνική ταυτότητα με τη μουσική του και μπαίνει μέσα στα βιβλία μου χωρίς καν να το θέλω. Για παράδειγμα, όταν ο Μπέντζαμιν και η αδελφή του σκορπίζουν τις στάχτες της μητέρας και του πατέρα τους στην κορυφή ενός λόφου, ακούνε το «The Lark Ascending» του Βον Γουίλιαμς, ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια του.
Μια που θίξατε αυτό το ζήτημα της βρετανικότητας, της αγγλικότητας… Κοιτάζοντάς το από μακριά, ως Έλληνας δηλαδή, νιώθω ότι πιθανότατα υπάρχει ένας σωστός τρόπος να μιλάει κανείς για την αγγλικότητα και ένας λάθος τρόπος. Εννοώ ένας τρόπος που σας βοηθάει κι ένας τρόπος που σας φέρνει προβλήματα, όπως και σε όλους μας όταν ξεκινούν αυτού του είδους οι συζητήσεις…
Ένας άλλος λόγος που ο Βον Γουίλιαμς είναι μια τόσο σημαντική προσωπικότητα για μένα είναι ότι ήταν πατριώτης, ένας άνθρωπος που σίγουρα αγαπούσε τη χώρα του τέλος πάντων, αλλά την ίδια στιγμή ήταν κι ένας ισχυρός διεθνιστής και σοσιαλιστής και δεν έβλεπε καμία αντίφαση μεταξύ αυτών των δύο πραγμάτων. Ένα από τα πράγματα που μισούσα στο δημοψήφισμα για το Brexit το 2016 είναι ότι αισθανόμασταν σαν να μας ζητούσαν να αποφασίσουμε σ’ ένα λάθος ερώτημα. Η ερώτηση δεν ήταν αν «πιστεύετε ότι η Βρετανία πρέπει να ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά «αν αισθάνεστε Βρετανός ή Ευρωπαίος». Κάντε την επιλογή σας σ’ αυτό το τελευταίο. Δεν θέλω να κάνω αυτή την επιλογή, δεν μπορώ, γιατί αισθάνομαι και τα δύο. Έχω μια μεγάλη αίσθηση σύνδεσης με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η οποία δεν έρχεται σε σύγκρουση με την ισχυρή αίσθηση της αγγλικότητάς μου. Έτσι, ξέρετε, η ψηφοφορία για το Brexit κερδήθηκε από αυτό που θα περιέγραφα ως ένα είδος νοοτροπίας της Μικράς Αγγλίας, μια νοοτροπία μικρού νησιού, όπου η απάντηση των ανθρώπων ήταν ότι πρέπει να υψώσουμε τείχη και φράγματα, πρέπει να αποσυρθούμε στο νησί μας, πρέπει να οχυρωθούμε, πρέπει να υπερασπιστούμε την κυριαρχία της μικρής μας πατρίδας. Και βλέπουμε το ίδιο πράγμα να συμβαίνει στην Αμερική αυτή τη στιγμή, όπου ο Τραμπ υψώνει επανειλημμένα εμπορικά τείχη και άλλων ειδών τείχη μεταξύ της Αμερικής και άλλων χωρών. Και αυτό είναι λάθος. Είμαστε συνδεδεμένοι, ο καθένας μας είναι μέρος του άλλου. Κι η μουσική του Βον Γουίλιαμς, μεταξύ άλλων, εκφράζει αυτό το ιδανικό για μένα, ότι δεν υπάρχει αντίφαση, δεν χρειάζεται να υπάρχει αντίφαση μεταξύ εθνικής ταυτότητας και διεθνισμού.
Ας πάμε τώρα στην ποπ μουσική. Η «Λέσχη των τιποτένιων» χρωστάει τον αγγλικό της τίτλο («The Rotters Club») στον τίτλο του δεύτερου άλμπουμ των Hatfield and the North. Εκείνη την εποχή ακούγατε πολύ progressive rock, έτσι δεν είναι;
Κοιτάζοντας πίσω σ’ εκείνη την εποχή, ήμουν ένας πολύ ντροπαλός έφηβος, πολύ ανασφαλής. Στο σχολείο, σχηματίζονταν πολλές κλίκες. Πολλοί συμμαθητές μου άκουγαν punk κι άλλοι τα μεγάλα progressive συγκροτήματα, όπως Genesis και Yes. Δεν ήθελα ν’ ανήκω σε καμία απ’ αυτές τις ομάδες – υποθέτω και για να φαίνομαι διαφορετικός και πιο ενδιαφέρων. Επέλεξα ένα διαφορετικό μουσικό μονοπάτι. Άρχισα ν’ ακούω συγκροτήματα που κανείς άλλος δεν είχε ακούσει ούτε ως ονόματα, μπάντες όπως οι Hatfield and the North, οι Soft Machine και οι Henry Cowe, τέτοια πράγματα. Θα μπορούσες να τους αποκαλέσεις progressive, αλλά είχαν αρκετά διαφορετικό ύφος. Μου άρεσαν αλλά τους άκουγα επιπλέον και για να κάνω τον εαυτό μου να φαίνεται λίγο πιο ιδιαίτερος, λίγο πιο ενδιαφέρων απ’ ό,τι πιθανότατα πραγματικά ήμουν.
Σ’ εκείνη τη σκηνή συμμετείχε και ο Ρόμπερτ Γουάιατ, τον οποίο αγαπάτε πολύ…
Ναι, νομίζω ότι έχει μια από τις ομορφότερες φωνές. Πολύ χαρακτηριστική, πολύ εύθραυστη. Άμεσα αναγνωρίσιμη. Και ναι, έκανε μερικά από τα αγαπημένα μου άλμπουμ στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, αλλά και πιο πρόσφατα. Και παρόλο που ξεκίνησε να τραγουδά και να παίζει ντραμς με ένα progressive συγκρότημα, τους Soft Machine, η μουσική του ακολούθησε ιδιαίτερη πορεία. Ήταν πρωτοπόρος, διασκεύασε πολιτικά τραγούδια απ’ όλο τον κόσμο, επέλεγε πάντα ενδιαφέρον ρεπερτόριο, απροσδόκητο. Έκανε μια απίστευτη διασκευή ενός τραγουδιού των Chic, του «At Last I Am Free», μια από τις πιο όμορφες ηχογραφήσεις που έχω ακούσει ποτέ. Και ναι, είναι ένας γνήσιος, ελεύθερος στοχαστής και επίσης ένας πολύ πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, που πάντα με υποστήριζε όταν εξέδιδα ένα βιβλίο ή μερικές φορές, ακόμη κι όταν έκανα ένα μουσικό κομμάτι. Το έστελνα στον Ρόμπερτ Γουάιατ και πάντα μου έστελνε μια ωραία κάρτα ή ένα email που έλεγε: «είναι υπέροχο, συνέχισε».
Πείτε μου λίγα πράγματα και για τη δική σας μουσική. Έχετε παίξει με τον Λουί Φιλίπ, με τους High Llamas. Πώς συνέβη αυτό; Πώς ξεκινήσατε;
Στη δεκαετία του 1980, υπήρχε στο Ηνωμένο Βασίλειο μια δισκογραφική εταιρεία που ονομαζόταν él Records. Μια πολύ ασυνήθιστη εταιρεία, η οποία έβγαζε μουσική που δεν έβγαζε κανείς άλλος. Μελωδική και την ίδια στιγμή πολύ αγγλική, με πολλούς τρόπους. Και ο τύπος που τη διηύθυνε, λεγόταν Μάικ Όλγεϊ, μου έστειλε ένα σωρό δίσκους της εταιρείας. Και ανάμεσά τους ήταν και κάποια άλμπουμ ενός καλλιτέχνη που δεν είχα ακούσει ποτέ πριν, του Λουί Φιλίπ, ο οποίος ήταν Γάλλος. Αλλά έγραφε αυτά τα περίεργα τραγούδια για Άγγλους κινηματογραφιστές, όπως ο Μάικλ Πάουελ και ο Έμερικ Πρέσμπεργκερ. Και μου άρεσε η μουσική του. Μου θύμιζε τη γαλλική κλασική μουσική που άκουγα – συνθέτες όπως ο Ραβέλ, ο Φορέ και ο Πουλένκ. Του έγραψα και γίναμε φίλοι. Αργότερα γίναμε και συνεργάτες. Έγραψα μερικούς στίχους για τα τραγούδια του. Φτιάξαμε μαζί ένα άλμπουμ με εμένα να διαβάζω αποσπάσματα από τα βιβλία μου, με τη μουσική του στο background. Μέσω του Λουί γνώρισα και τον Σον Οχάγκαν των Microdisney παλιότερα και των High Llamas αργότερα, και συνεργαστήκαμε, κυρίως στο «Say Hi to the Rivers and the Mountains» και στο «Beet, Maize and Corn». Είναι κι αυτοί καλλιτέχνες που αγαπώ και αισθάνομαι πολύ όμορφα για τη συνεργασία μας.
Και τι γίνεται με την Artchipel Orchestra;
Τη δεκαετία του 1980 ήμουν μέλος ενός συγκροτήματος που ονομαζόταν Peer Group. Και έγραφα jazzy κομμάτια, άλλοτε επηρεασμένα από τον Φρανκ Ζάπα κι άλλοτε επηρεασμένα από τους Hatfield and the North. Και φυσικά, δεν είχαμε καμία επιτυχία. Ήταν η λάθος εποχή για να κάνουμε αυτό το είδος μουσικής. Αλλά πολλά χρόνια αργότερα, ξαναηχογράφησα μόνος μου μερικά από αυτά τα κομμάτια ψηφιακά και τα έστειλα σε κάποιους μουσικούς που γνώριζα. Ένας απ’ αυτούς ήταν ένας Ιταλός ντράμερ ονόματι Φερντινάντο Φαραό, ο οποίος έχει μια ορχήστρα στο Μιλάνο που ονομάζεται Artchipel Orchestra. Προς μεγάλη μου έκπληξη, τα κομμάτια αυτά του άρεσαν και πρότεινε να κάνουμε μια συναυλία. Έτσι διασκεύασαν έξι από τα κομμάτια για μια ορχήστρα είκοσι πέντε ατόμων. Κάναμε μισή ντουζίνα συναυλίες μέσα και γύρω από το Μιλάνο. Ήταν τεράστια συγκίνηση να βρίσκομαι ξανά στη σκηνή, με μια τόσο μεγάλη ορχήστρα, παίζοντας πλήκτρα, όπως έκανα πάντα όταν έβγαινα στη σκηνή. Στη συνέχεια ηχογραφήσαμε μία από αυτές τις συναυλίες, η οποία κυκλοφόρησε ως live άλμπουμ με τίτλο «Suspended Moment».
Οπότε έχει πολύ Φρανκ Ζάπα εκεί μέσα…
Ναι, ναι. Λατρεύω τον Ζάπα. Το «Hot Rats» είναι ένα από τα αγαπημένα μου άλμπουμ όλων των εποχών.
Πόσο διαφορετικό είναι λοιπόν να γράφεις ένα μυθιστόρημα και να συνθέτεις μουσική;
Η μουσική για μένα είναι χόμπι. Δεν είμαι σοβαρός μουσικός. Εντάξει, είναι πολύ ωραίο να μπορεί κάποιος να αγοράσει CD ή να το ακούσει σε streaming πλατφόρμες. Και ναι, για μένα ήταν μια από τις μεγαλύτερες περιπέτειες των τελευταίων ετών. Δεν το περίμενα ότι στα 60 μου θα έβγαινα στη σκηνή να παίζω μουσική με μια εικοσιπενταμελή ορχήστρα. Με το ζόρι μπορώ να διαβάσω μουσική. Τρέφω τεράστιο θαυμασμό για τους πραγματικούς μουσικούς που μπορούν να διαβάσουν και να παίξουν. Εγώ είμαι απλά ερασιτέχνης. Νομίζω ότι ως συγγραφέας είμαι πιο σοβαρός. Έχω γράψει πολλά βιβλία κι ενώ οι άνθρωποι δεν με παίρνουν σοβαρά ως μουσικό, με παίρνουν –ευτυχώς– αρκετά σοβαρά ως συγγραφέα. Αυτό πιστεύω ότι είναι δίκαιο…
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Νέες κυκλοφορίες: Σελίδες από τη βιβλιογραφία των ημερών
Νέες κυκλοφορίες: Σελίδες από τη βιβλιογραφία των ημερών
Συνομιλώντας με τη γιαγιά Ελπινίκη για γνώσεις και αξίες του παρελθόντος
H λογοτεχνία γίνεται ένας χάρτης – όχι γεωπολιτικός, αλλά βαθιά ανθρώπινος
Η βιογραφία του θρύλου της τζαζ παίζει με εντυπωσιακές εικόνες που χαρτογραφούν ακόμα και το πάθος και τον εσωτερικό του κόσμο
Να αγαπάς, να θυσιάζεσαι και να υποτάσσεσαι! Αυτό ήταν το πεπρωμένο κάθε γυναίκας;
Διετέλεσε παράλληλα διευθυντής πολλών περιοδικών
Πώς θα είμαστε εγγράματοι σ’ έναν ψηφιακό κόσμο;
Όταν το βιβλίο συναντάει το παιχνίδι
Η ζωή, το έργο, οι σχέσεις και το τραγικό τέλος του αινιγματικού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα από την Ανδαλουσία
Ένα γοητευτικό ιστορικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην εποχή του βασιλιά Όθωνα και της βασίλισσας Αμαλίας
Ιστορίες που αποδείχθηκαν τρομακτικά επίκαιρες
Ένα απαραίτητο εγχειρίδιο για τη σύγχρονη δημοσιογραφία
Όψεις της πόλης, αναμνήσεις, πράγματα που συνέβησαν παλιά, και πράγματα που συμβαίνουν σήμερα γύρω μας
«Ένα περιηγητικό αφήγημα αντάξιο του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον»
Όσα είπε στη σημαντικότερη δημόσια εμφάνισή του μετά την επίθεση με μαχαίρι
Τα πρόστιμα, οι διώξεις, οι απαγορεύσεις για τα βλάσφημα ποιήματα
Θα τα βρείτε στα βιβλιοπωλεία και online
Θεωρήθηκε πολλές φορές φαβορί για το Νόμπελ Λογοτεχνίας αλλά δεν το πήρε ποτέ
«Παρά τις προσπάθειές μας, δεν καταφέραμε να μεταβιβάσουμε το βιβλιοπωλείο» αναφέρει το βιβλιοπωλείο
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.