Κοσμος

Η Μάργκαρετ Θάτσερ κι εμείς

Πέρασαν 10 χρόνια από τον θάνατο της Βρετανίδας πρωθυπουργού: τι έχει μείνει από την κληρονομιά της;

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μάργκαρετ Θάτσερ
© Hilaria McCarthy/Daily Express/Hulton Archive/Getty Images

Μάργκαρετ Θάτσερ, 13 Οκτωβρίου 1925 – 8 Απριλίου 2013: 10 χρόνια από τον θάνατο της «Σιδηράς Κυρίας».

Όποιος βρισκόταν στον πλανήτη στη δεκαετία του 1980, ίσως θυμάται ένα άρθρο του Salman Rushdie στον New Statesman την παραμονή των βρετανικών εκλογών του 1983. Ο Rushdie περιέγραφε το βρετανικό κατεστημένο ―τις γκουβερνάντες, τις βικτοριανές αξίες «με τις δαντελίτσες», την τοπική ποικιλία του εθνικισμού (We don't want to fight but by Jingo if we do!)― με τη συνηθισμένη ποιητική του δεξιοτεχνία. Αυτό που του διέφευγε ήταν το γιατί την επόμενη μέρα δεκατρία εκατομμύρια Βρετανοί, όχι απαραιτήτως βικτοριανοί ζινγκοϊστές, θα ξαναψήφιζαν τους Τόρυς και τη Μάργκαρετ Θάτσερ.

Στη δεκαετία του 1980 ένα ντόμινο από γεγονότα κατέληξε στη διάλυση του σοσιαλιστικού κόσμου και στον τερματισμό εκείνης της φάσης του Ψυχρού Πολέμου. Η Μάργκαρετ Θάτσερ βρέθηκε στον σωστό τόπο, την κατάλληλη στιγμή, για να τα επιταχύνει αυτές τις εξελίξεις και να ενισχύσει το κατεστημένο όπως το περιέγραφε ο Salman Rushdie. Ωστόσο, υπήρχε, όπως πάντοτε, ένα παράλληλο κατεστημένο: η αριστερή διανόηση και οι glitterati ―από το ζεύγος Pinter-Frasier μέχρι τον Ian McEwan και την Angela Carter― που είχαν στα χέρια τους, μαζί με τα βραβεία και τους διεθνείς επαίνους, το ηθικό πλεονέκτημα. Δεν ήταν μόνο η πολιτική της Θάτσερ που προκαλούσε μίση και πάθη· ήταν όσα ανακινούσε στη συλλογική μνήμη και στη λογοτεχνική φαντασία: όπως παραδέχτηκε αργότερα ο McEwan «τη φθονούσαμε γιατί δεν είχαμε καταφέρει να επινοήσουμε μια λογοτεχνική ηρωίδα σαν αυτή.»

Στην εποχή της πρωθυπουργίας της, αλλά και μετά το τέλος της, η Θάτσερ τροφοδότησε, ανεπίγνωστα, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο: ο Malcolm Bradbury, o David Lodge, η Margaret Drabble, ο Hanif Kureishi διέφεραν από τις αριστερές, «στρατευμένες» γενιές του 1930-1950 στο ότι δεν επέκριναν μόνο τον βρετανικό συντηρητισμό, αλλά επικεντρώνονταν στην ίδια τη Θάτσερ ―όχι αποκλειστικά για την πολιτική που ασκούσε αλλά για το ύφος με το οποίο την ασκούσε· όχι για ό,τι έκανε αλλά ό,τι ήταν. Τους ενοχλούσε η φωνή (υπερβολικά οξύς τόνος), η κόμμωση (υπερβολικά «κόμμωση» με λακ), η τσάντα («το τσαντάκι»), οι γόβες (υπερβολικά κλασικές), η οδοντοστοιχία (ελαττωματική) και το ότι έλεγε «the Japs», αντί «the Japanese» λες και ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε τελειώσει.

Μάργκαρετ Θάτσερ
© Evening Standard/Hulton Archive/Getty Images

Παλαιότεροι συγγραφείς, όπως ο Kingsley Amis, που στήριζαν το Εργατικό Κόμμα, παραδέχονταν ότι οι Εργατικοί είχαν καθηλωθεί σε μια κουλτούρα μετριοκρατίας, σ’ ένα τρίτο κατεστημένο που, σύμφωνα με τη Θάτσερ προέκυπτε από την απαξίωση της αριστείας και τη συστηματική επιείκεια «για τους οκνηρούς και τους λουφαδόρους.» Σταδιακά, προτού ακόμα εκλεγεί στην πρωθυπουργία, ο Amis άρχισε να την ακούει με προσοχή: το 1977, στην αλληλογραφία του με τον Robert Conquest, φαίνεται έκπληκτος με τον ίδιο του τον εαυτό ― ξαφνικά, η Mάγκυ τού άρεσε. Ο Philip Larkin, που ανέκαθεν ψήφιζε Τόρυς, συμφωνούσε· το 1984 χαρακτήριζε τη Θάτσερ «θεσπέσιο πλάσμα», ενώ, ταυτοχρόνως, απέρριπτε την πρόταση να γίνει δαφνοστεφής ποιητής του βασιλείου. Όσο για τη Ηilary Mantel, τη θεωρούσε «φαινόμενο» που της ενέπνευσε, μεταξύ άλλων, το διήγημα «Η δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ-6 Αυγούστου 1983» στο οποίο ένας απαγωγέας και το θύμα του μοιράζονται την απέχθειά τους για τη Σιδηρά Κυρία και πιάνουν πολιτική συζήτηση («η Θάτσερ αγαπάει τους πλούσιους […] έχει απύθμενη άγνοια και είναι ανελέητη» […] «Και η Ιρλανδία; Αχ, η Ιρλανδία…Άφησε τα παιδιά να πεθάνουν στην απεργία πείνας…»).         

Πολιτικοί σαν τη Μάργκαρετ Θάτσερ (και τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, με τον οποίον νομίζω πως ήταν το πιο ταιριαστό ζευγάρι στην ιστορία της πολιτικής: έμοιαζαν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον) θεωρούνται εξαρχής εχθροί των διανοουμένων: το πρακτικό τους πνεύμα, η πεζότητά τους, η ενοριακή τους νοοτροπία (πατριωτισμός, ζινγκοϊσμός, προσκόλληση στις πατροπαράδοτες αξίες) δεν ενσωματώνονται στο ιδεολογικό σχήμα της κοσμοπολίτικης πνευματικής τάξης. Στο μυθιστόρημά του Dirty Tricks (1991) ο Μichael Dibdin (ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Περούτζα) βάζει στο στόμα της Θάτσερ τα εξής λόγια: «Για όνομα του θεού μη μου μιλάτε για την κουλτούρα. Δεν δίνετε δεκάρα για την κουλτούρα. Το μόνο που κάνετε είναι να βουλιάζετε στον καναπέ και να βλέπετε τηλεόραση. Μη διαμαρτύρεστε λοιπόν. Σας ξέρω. Είστε εγωιστές, άπληστοι, αμόρφωτοι και αυτάρεσκοι. Γι’ αυτό, ψηφίστε με!» Η Θάτσερ της μυθοπλασίας είχε περισσότερο δίκιο από την αληθινή: οι ηγέτες των Εργατικών όχι μόνο δεν ενδιαφέρονταν για τον πολιτισμό, αλλά παρίσταναν τα παιδιά του λαού με μοναδική επιδίωξη την καταπολέμηση της φτώχειας. Τα υπόλοιπα θα έρχονταν μόνα τους μαζί με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Η Θάτσερ έκανε μάλλον το αντίθετο: αν και προερχόταν από μικροαστική οικογένεια του Λίνκολνσαϊρ, ή εξαιτίας αυτής της καταγωγής, δεν κολάκευε τα λαϊκά στρώματα· αντιθέτως, η προτροπή της ήταν, όπως τη μετέφραζα τότε στο μυαλό μου, «Move your ass!», που σήμαινε πάνω-κάτω: Μην περιμένεις τίποτα από κανέναν, πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου. Σήκω από τον καναπέ και πες όχι στα επιδόματα. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις στη Βρετανία της δεκαετίας του 1980: ενώ η ανεργία κυμαινόταν σε διψήφια ποσοστά, ενώ επεκτείνονταν οι εκπαιδευτικές έρημοι, οι στρατιωτικές δαπάνες ευθυγραμμίζονταν με την πολιτική του Ρέιγκαν και των Αμερικανών νεο-συντηρητικών που τον είχαν προωθήσει στην προεδρία. Για όλα τούτα, ήταν αναμενόμενο πολλοί συγγραφείς να παρουσιάζουν τη Θάτσερ σαν τέρας ή σαν καρικατούρα· σαν την Πασιονάρια της συντηρητικής επανάστασης. Μια ενδιαφέρουσα εξαίρεση ήταν ο Jonathan Coe με το What a Carve Up! (Τι ωραίο πλιάτσικο!, 1994) που περιγράφει την εποχή της ως αυτό που ήταν η δεκαετία του 1980 στον αγγλο-αμερικανικό κόσμο: επιδίωξη του κέρδους, ανενδοίαστη ανταγωνιστικότητα, χάσμα οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Παρόμοια ήταν η εικόνα στο Look At It This Way (1990), όπου ο Justin Cartwright’s περιέγραφε το εξαμερικανισμένο Σίτυ, το οποίο για τους μεν αποτελούσε σύμβολο της θατσερικής επιτυχίας, για τους δε την απόδειξη της αήθους υπεροχής της τραπεζικής οικονομίας στην «πραγματική» οικονομία της παραγωγής αγαθών. Η δεύτερη άποψη ακουγόταν δυνατότερα: όταν η Θάτσερ απομακρύνθηκε από την πολιτική ήταν, κατά γενική ομολογία, η Bloody Margaret όπως τη χαρακτήριζε στη νουβέλα του ο Mark Lawson το 1991. Συνολικά, η εικόνα της θατσερικής Βρετανίας που αντανακλούσαν οι τέχνες, η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος (σκέφτομαι ιδιαίτερα τις ταινίες του Stephen Frears, του Ken Loach, του Richard Eyre, του Mike Figgis και προπάντων του Mike Leigh) ήταν ζοφερή: ολόκληρη η χώρα έδινε την εντύπωση μιας τεράστιας lower working class· επικρατούσε μεταβιομηχανική βαρυθυμία· κραυγές· ταξικός διχασμός. London kills me, όπως έλεγε ο Hanif Kureishi στην ομώνυμη ταινία. Η ιδέα που έχουμε σχηματίσει σαράντα χρόνια αργότερα έχει περισσότερες και λεπτότερες αποχρώσεις: συχνά, ο θάνατος των πολιτικών τούς καθιστά «αείμνηστους»· αυτό που ξεχνιέται είναι η εχθρότητα.

Για να αποτιμήσουμε με δικαιοσύνη την εποχή 1979-1990 είναι απαραίτητο να δούμε τις ριζικές αλλαγές που επιτελέστηκαν στη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας κι από το 1990 μέχρι σήμερα ― καθώς και τα λιγοστά πράγματα που έχουν παραμείνει περίπου ίδια. Είναι απαραίτητο να δούμε τη δεκαετία της Θάτσερ στο ιστορικό συνεχές, στο πλαίσιο της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων και της μεταπολεμικής Βρετανίας που είχε μεταλλαχθεί από την απο-αποικιοποίηση. Το 1945-1979 δοκιμάστηκαν πολλές μορφές οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, μερικές από τις οποίες ευνόησαν την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την κοινωνική προστασία. Αλλά το 1979, τα μεταπολεμικά συστήματα είχαν αρχίσει να κουράζονται ―είχαν επιβαρυνθεί πολύ· εξάλλου, μερικοί τομείς, όπως το κάρβουνο, παραήταν «βικτοριανοί». Οι μεταρρυθμίσεις που πρότεινε η Θάτσερ δεν έλυσαν το πρόβλημα: το μεταπολεμικό boom που εκτυλίχθηκε μαζί με μείωση των ανισοτήτων είχε πάρει τέλος.      

Το 1983 ο πληθωρισμός μειώθηκε και οι Τόρυς άρχισαν να συγχαίρουν τον εαυτό τους. Αλλά, ακόμα και η Βρετανία που είναι νησί, δεν είναι νησί: το 1979 όταν εξελέγη η Θάτσερ η τιμή του πετρελαίου ήταν 29 δολάρια το βαρέλι· το 1982 έφτασε τα 35, αλλά, το 1983 άρχισε να μειώνεται εκτονώνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις. Μια ακόμη καλοτυχία ήταν ότι τα ΜΜΕ του Rupert Murdoch στήριξαν την κυβέρνησή της και πρόβαλαν τα απροσδόκητα έσοδα από το πετρέλαιο κι από το φυσικό αέριο της Βόρειας Θάλασσας ως προσωπικές της επιτυχίες. Αλλά το διακύβευμα αυτών των εσόδων δεν ήταν η είσπραξή τους· ήταν το πώς και το πού θα δαπανώνταν.  Επ’ αυτού υπάρχουν πολλές διαφωνίες.

Το 1979, η στήριξη του ελεύθερου ανταγωνισμού, οι ιδιωτικοποιήσεις και το νοικοκύρεμα των δημόσιων οικονομικών φαίνονταν μια λύση για να μειωθεί η ανεργία, να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των βρετανικών προϊόντων. Όμως τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Η Μάργκαρετ Θάτσερ εκστόμιζε μεγάλες αλήθειες ―ήδη, πριν από την εκλογή της στην πρωθυπουργία, κατά την παρουσία της στο κοινοβούλιο― αλλά στην πράξη, από την πολιτική 1979-1990 ωφελήθηκαν οι πλουσιότεροι και οι πιο ευκίνητοι· οι παγκόσμιοι νομάδες. Δεν ήταν αυτό το όραμά της: πίστευε σε μια ηθική οικονομία όπου το κάθε άτομο θα εργαζόταν με υπευθυνότητα και θα έχτιζε την τύχη του σύμφωνα με τις ικανότητες και την προσωπική του προσπάθεια. Αντιθέτως, η οικονομία έγινε καζίνο, ένας παιχνιδότοπος κερδοσκόπων. Η Θάτσερ, που δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού (παρότι ήταν υπέρ της τότε ΕΟΚ, εμπόδιζε τη δημιουργία του κοινού νομίσματος) δεν είχε στο πρόγραμμά της όσα συνέβησαν στη συνέχεια: κοντολογίς, την σχεδόν άνευ όρων παράδοση της βρετανικής βιομηχανίας και αγοράς ακινήτων στο «ξένο» κεφάλαιο. Δεν είχε φανταστεί ότι ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 1980 θα γινόταν η εκτόξευση της τιμής των ακινήτων με αποτέλεσμα ο μέσος Βρετανός να μην μπορεί πια να αγοράσει σπίτι χωρίς να χρεωθεί για όλη του τη ζωή: αντιθέτως, επαναλάμβανε ξανά και ξανά την αξία της ιδιωτικής κατοικίας, υπαινισσόμενη βεβαίως ότι είχε έρθει ο καιρός να καταργηθεί η λαϊκή στέγαση με δημόσια δαπάνη, «από την τσέπη των φορολογουμένων».

Η Μάργκαρετ Θάτσερ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου για την έναρξη του Συντηρητικού Μανιφέστου για τις Ευρωεκλογές.
© Bettmann / Getty Images

Έκτοτε, ο πληθυσμός της Βρετανίας αυξήθηκε ―τόσο λόγω της μετανάστευσης όσο και της παράτασης της ζωής― μαζί με τη φυλετική και θρησκευτική πολυμορφία: η πολυπολιτισμικότητα, ένα σύστημα συνύπαρξης που κατακερμάτισε τη βρετανική κοινωνία σε ξεχωριστές κοινότητες, είχε ως αποτέλεσμα ριζικές αλλαγές στη φυσιογνωμία της χώρας. Στην οικονομία κυριάρχησε ο χρηματιστηριακός τομέας, ενώ το πεδίο των συνδικάτων περιορίστηκε και η ψηφιακή τεχνολογία επεκτάθηκε παγκοσμίως δημιουργώντας καινούργιες εργασιακές συνθήκες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ολοκληρώθηκε σταδιακά η παγκοσμιοποίηση όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα με πολλαπλές συνέπειες στην οικονομία, στη σύνθεση των πληθυσμών και στην ισορροπία δυνάμεων. Στο εσωτερικό, άλλαξε η σύνθεση και η ισορροπία των κομμάτων και των ιδεολογιών: τα παραδοσιακά κόμματα διασπάστηκαν, αναδύθηκαν καινούργια κινήματα και οι σαρωτικές εκλογικές νίκες του παρελθόντος έδωσαν τη θέση τους σε οριακές πλειοψηφίες και εύθραυστους συμβιβασμούς.

Η πρωθυπουργία της Θάτσερ, αυτή καθαυτή, άλλαξε πολύ λιγότερα απ’ όσα νομίζουμε. Παραλλήλως, πολλές από τις προθέσεις της δεν έφτασαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα: αν και ο φιλελευθερισμός της είχε στόχο το να ζει ο κάθε Βρετανός με τα μέσα που διαθέτει —να μην ξοδεύει «τα λεφτά των άλλων»— σήμερα εξαρτάται από δάνεια κι από επιδόματα μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού απ’ ό,τι το 1990. Ούτε οι οικογενειακές αξίες που υποτίθεται ότι ενθάρρυνε επικυρώθηκαν: μόνο οι άκρως συντηρητικές μεταναστευτικές μειονότητες εφαρμόζουν αυτές τις αξίες ―η υποκρισία των Τόρυς κατέρρευσε μαζί με τις γκουβερνάντες και τις δαντελίτσες. Αυτό που απέμεινε, αυτό που είχε απομείνει ήδη από το 1990, ήταν οι νοσταλγικές τηλεοπτικές σειρές, οι διάφορες εκδοχές του Downton Abbey: οι ίδιοι οι Τόρυς δεν θυμίζουν πια τους Τόρυς· αναρωτιέμαι πώς θα έβλεπε η Μάργκαρετ Θάτσερ τον Μπόρις Τζόνσον ―και, με την ευκαιρία, αναρωτιέμαι πώς θα έβλεπε την εκλογή του Sadiq Kahn στη δημαρχία του Λονδίνου και του Rishi Sunak στην πρωθυπουργία. Νομίζω ότι αδιαφορούσε για τη φυλή και το «χρώμα»· την ενδιέφερε η κοσμοαντίληψη.

Οι πολιτικοί της αντίπαλοι τής χρεώνουν την αποβιομηχανοποίηση της Βρετανίας. Πρόκειται για τη γνώριμη φαντασίωση της αντιπολίτευσης ότι οι κυβερνήσεις είναι παντοδύναμες: η Θάτσερ ήταν πολύ λιγότερο ισχυρή απ’ όσο έδειχνε. Η αποβιομηχανοποίηση είχε αρχίσει από το 1970: τότε, ο βιομηχανικός τομέας αποτελούσε το 20,57% του ΑΕΠ, το 1979 είχε μειωθεί στο 17,62% και δέκα χρόνια αργότερα έφτασε στο 15,18% (το 2010 ήταν 9,68%). Κι αν τα βρετανικά συνδικάτα έχασαν την επιρροή τους οφείλεται στην αποβιομηχανοποίηση: δεν ισχύει το αντίστροφο. Πράγματι, είχαν μεγάλη απήχηση στη δεκαετία του 1970: ήταν συνδικαλισμένοι πάνω από 13 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Αλλά, αν και η Θάτσερ τούς επετέθη ως παράγοντα χαμηλής παραγωγικότητας, ιδιαίτερα στις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις, ο αριθμός των μελών των συνδικάτων μειώθηκε δραματικά επειδή άλλαξε η φύση της εργασίας και ο προσανατολισμός της οικονομίας. Αυτός ο νέος προσανατολισμός, μαζί με την έλλειψη των κατάλληλων εκπαιδευτικών επενδύσεων, ευθύνεται για την επιδείνωση της φτώχειας ―όχι η υποτιθέμενη «λιτότητα» και η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Το 1979, το 13,4% των Βρετανών είχε ανεπαρκές εισόδημα· το 1990 το ποσοστό έφτασε στο 22,2%. Η αύξηση των ανισοτήτων δεν δημιούργησε κίνητρα, ούτε η αξιοκρατία ενθαρρύνθηκε: αντιθέτως, διογκώθηκε ένα κοινωνικό περιθώριο με παρασιτισμό και μικροκερδοσκοπία. Όσο για τις κρατικές δαπάνες, αυξήθηκαν στα δυο-τρία πρώτα χρόνια της πρωθυπουργίας της και ελαττώθηκαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1980· τότε, οι δημόσιοι υπάλληλοι αντιστοιχούσαν στο 23,1% του εργατικού δυναμικού ενώ σήμερα αντιστοιχούν στο 20%. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για δραστικές αλλαγές και η διαμάχη περί δημοσίου συνεχίζεται.

Την κατακραυγή εναντίον της Θάτσερ συνόδευε ευρεία δημοτικότητα. Ανάμεσα σε όσους τη μισούσαν υπήρχαν πολλοί που δεν τους χώνευε κανείς. Τη βοήθησε και η καλή της τύχη: η αντιπολίτευση ήταν αποδιοργανωμένη· οι Εργατικοί, παρά τους συμπαθητικούς ηγέτες Callaghan, Foot και Kinnock, είχαν καθηλωθεί στον βιομηχανικό σοσιαλισμό σαν να μην έβλεπαν ότι η βιομηχανία μεταφερόταν αλλού. Ένας τρίτος παράγοντας της δημοτικότητάς της ήταν, για λίγο καιρό τουλάχιστον, η υπόθεση των Falklands: όχι μόνο επειδή η βρετανική κυβέρνηση ενεργούσε νομίμως αλλά κι επειδή το βρετανικό κοινό αίσθημα είναι πραγματικά κοινό όταν πρόκειται για υπερπόντια εδάφη και αυτοκρατορικά υπολείμματα.

Οι άνθρωποι που όχι μόνο βρίσκονταν στον πλανήτη αλλά ήταν νέοι στη δεκαετία του 1980 ίσως θυμούνται ότι η πιο ζωντανή και ευφάνταστη αντιπολίτευση στη Μάργκαρετ Θάτσερ προερχόταν από τη σκηνή του πανκ. Ως μουσική ίσως δεν ήταν σπουδαία, αλλά ως στάση ―πολιτική, ενδυματολογική, γλωσσική― δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη: ήταν μια μορφή εικονομαχίας που αν και είχε επίκεντρο τη Θάτσερ, δεν χαριζόταν ούτε στην Ελισάβετ. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε στη Θάτσερ: ευνόησε την τέχνη δίνοντας στους καλλιτέχνες ένα έμφυλο πρότυπο εξουσίας για να αψηφήσουν. Όσο για τις φεμινίστριες, συμμετείχαν στην εικονομαχία: δεν εκτιμούσαν τις επιτυχημένες γυναίκες· προτιμούσαν τα θύματα. Αυτή η οπτική της κοινωνίας ως μια διαλεκτική θυτών και θυμάτων, που φαίνεται σήμερα κυρίαρχη, θα ήταν, νομίζω, η μεγαλύτερη απογοήτευση της Θάτσερ από τον σημερινό κόσμο. Το σύνθημα «Move your ass» θεωρείται πια ένας αυταρχικός αναχρονισμός που προφέρουν γυναίκες με τσαντάκι, hairspray και κλασικές γόβες.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ έξω από την πρωθυπουργική κατοικία, στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ
Η Μάργκαρετ Θάτσερ έξω από την πρωθυπουργική κατοικία, στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ © Dennis Hart/Daily Mirror/Mirrorpix/Getty Images

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ