Βιβλιο

Ο Χρήστος Χωμενίδης εφ’ όλης της ύλης

«Το μεγάλο ζητούμενο σε ένα μυθιστόρημα δεν είναι να σε διασκεδάζει. Αλλά να σου αλλάζει, έστω και λίγο, τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο»

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 949
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Χρήστος Χωμενίδης εφ’ όλης της ύλης
Χρήστος Χωμενίδης ©Πηνελόπη Μασούρη

Χρήστος Χωμενίδης: Μιλήσαμε με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο, «Πανδώρα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

«Με εκπλήσσει η κακία», λέει ο Χρήστος Χωμενίδης με ύφος απορημένο, σαν να ξαφνιάζεται και τη στιγμή που μιλάμε. Που είναι κρύα (στιγμή), χειμωνιάτικη, αλλά τρυφερή επειδή γνωριζόμαστε πολλά χρόνια: χαθήκαμε για κάμποσα από αυτά, μάλιστα γύρω στα δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Όταν τον πρωτογνώρισα, τέλος δεκαετίας του ’80, πριν ακόμα εκδοθεί το «Σοφό παιδί» του, ήταν ένας πολύ ψηλός, αδύνατος νεαρός, που κάπνιζε διαρκώς και καμπούριαζε.

«Ακόμα καμπουριάζω!» λέει, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν καμπουριάζει πια καθόλου. «Απέκτησα αυτοπεποίθηση!» συμπεραίνει. Πάλι με θαυμαστικό.

Πολλές φράσεις του Χρήστου τελειώνουν με θαυμαστικό – με έναν μικρό ενθουσιασμό, έστω με όρεξη, με ένα μάτι γεμάτο περιέργεια για τα πάντα όλα. Το παιδί που διάβαζε εγκυκλοπαίδειες ξεφοντάρει πίσω από τα θαυμαστικά.

«Αρχές των 90s, ήταν μεγάλη υπόθεση να βγάλεις βιβλίο, έκαναν πολύ καιρό να βγούνε τα βιβλία εκείνη την εποχή. Το “Σοφό παιδί” το τελείωσα το 1990. Το πήγα στην Εστία, το διάβασε η Αναστασία Λαμπρία, της άρεσε και εισηγήθηκε να εκδοθεί. Υπέγραψα συμβόλαιο με τη Μάνια Καραϊτίδη, τη μεγάλη εκείνη κυρία των γραμμάτων μας. Πέρασαν δύο χρόνια και το βιβλίο μου ήταν στα “προσεχώς”. Πάω στη Μάνια και της λέω: “Πρέπει να το βγάλετε σύντομα, διότι πάω φαντάρος!” Παράλογο επιχείρημα, τι σχέση είχε η θητεία μου με το βιβλίο μου; Λειτούργησε ωστόσο, το έστειλαν επιτέλους στο τυπογραφείο. Κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του ’93».

Τον θυμάμαι στα 90s να παίρνει φωτιά και να αγορεύει ή να αρπάζεται σε κάτι πολιτικές συζητήσεις. «Παλιά η σύγκρουση με διασκέδαζε, ίσως ακόμα και να με έτρεφε. Ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας. Τώρα νιώθω συνήθως κούραση με τις συγκρούσεις. Συνέβαλαν και τα σόσιαλ, το πατιρντί που έγινε στη διάρκεια της κρίσης με τις συνεχείς αψιμαχίες στα σόσιαλ. Σήμερα το να τσακώνεσαι από το πληκτρολόγιο με ανθρώπους άγνωστους ή σχεδόν άγνωστους το θεωρώ χάσιμο χρόνου…»

Χρήστος Χωμενίδης, «Πανδώρα», εκδόσεις Πατάκη

Δεν έχω διαβάσει ακόμα την «Πανδώρα», το καινούργιο, δέκατο τέταρτο βιβλίο του, στην πρώτη, μετά-15-χρόνια, συνάντησή μας. Οπότε είμαι αυστηρή, που λέει ο λόγος. Πράγμα εύκολο όταν δεν έχεις διαβάσει με τα ματάκια σου ένα βιβλίο περί του οποίου γίνεται λόγος: μεταφέρω παρατήρηση/διαμαρτυρία φίλης βιβλιοφάγου, ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες του δεν έχουν αρκετό βάθος. «Έχουν όμως πλάτος. Από το πλάτος, φτάνεις και στο βάθος, όπως έχει πει ο φιλόσοφος Αντόρνο! Τέοντορ Αντόρνο, μεγάλος φιλόσοφος, διάβασε το “Minima Moralia”… Τι; Δεν με πιστεύεις, Μανίνα; Το ότι με έχεις ικανό να επινοήσω έναν φιλόσοφο με κολακεύει αφάνταστα! ‘‘Το βάθος δεν είναι εγγενές συστατικό της αλήθειας”, γράφει ο Αντόρνο. “Συχνά απλοϊκές αλήθειες παρουσιάζονται ως βαθυστόχαστες για να δημιουργηθεί ένα εντυπωσιακό περιτύλιγμα”».

Η μισή κουβέντα μας λοιπόν γίνεται πριν διαβάσω την «Πανδώρα» και η άλλη μισή μετά. Είναι σύγχρονο μυθιστόρημα, η Πανδώρα είναι φοιτήτρια, νέο κορίτσι… που σημαίνει ότι ο Χωμενίδης βουτάει πάλι σε ένα καινούργιο σύμπαν, φτιάχνει την ιστορία του μέσα σε αυτόν τον άλλο, πανεπιστημιακό, νεανικό, ρεαλιστικό αλλά παράξενο (για τους μεγαλύτερους) κόσμο.

«Είναι κάπως δύσκολο να γράφεις μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στο σήμερα. Οι αναγνώστες μπορεί να νιώσουν άβολα –ή και να σοκαριστούν ακόμα–, επειδή οι χαρακτήρες θυμίζουν τους εαυτούς τους. Να έχουν οι ήρωές σου πτυχές δικές τους, τις οποίες προτιμούν να παριστάνουν ότι δεν βλέπουν. Το μεγάλο πάντως ζητούμενο σε ένα μυθιστόρημα δεν είναι να σε διασκεδάζει. Αλλά να σε ταράζει. Να σου αλλάζει, έστω και λίγο, τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο. Εάν σε διασκεδάζει κιόλας, τόσο το καλύτερο!

»… Συναναστράφηκα με πιτσιρικάδες, τους πρωτοσυνάντησα σε μια λέσχη ντιμπέιτ της Νομικής που πήγαιναν και φοιτητές από το Πολυτεχνείο. Ανήκαν στη γενιά που αποκαλούμε Gen Ζ. Και ναι, ήρθαμε απροσδόκητα κοντά. Διαπίστωσα ότι αυτό που λένε, πως οι γενιές έχουμε τερατώδεις διαφορές μεταξύ μας, είναι ψευδέστατο. Οι φοιτητές του 2025 είναι πολύ παρόμοιοι όχι μόνο με εμάς της “Gen X”, αλλά ακόμα και με τους φοιτητές του Γιώργου Θεοτοκά στην “Αργώ”. Απλώς αντιμετωπίζουν διαφορετικές καταστάσεις.

» Σήμερα η κοινωνία τείνει να γίνει σκληρά ταξική. Η μεσαία τάξη φυλλοροεί, αν δεν αφανίζεται. Στο προσεχές μέλλον ή θα είσαι στην “από πάνω” ή θα είσαι στην “από κάτω”. Ακόμα και οι λεγόμενοι “εναλλακτικοί” θα προσφέρουν άλλοθι ή στους “αποπάνω” ή στους “αποκάτω”. Λόγω της τεχνητής νοημοσύνης, της τεχνολογικής επανάστασης γενικά, σχετικά σύντομα θα καταργηθούν όλα σχεδόν τα διεκπεραιωτικά επαγγέλματα. Θα αντικατασταθούν –ισχυρίζονται οι αισιόδοξοι– από καινούργια επαγγέλματα. Δεν το πολυπιστεύω. Όλοι οι επαγγελματίες οδηγοί, όλοι οι ταμίες, οι βιομηχανικοί εργάτες θα γίνουν ελεγκτές αλγορίθμων της ΑΙ και ειδικοί της κυβερνοασφάλειας; Πιο πιθανό να κουτσoζούν στο περιθώριο των ραγδαίων αλλαγών και να εισπράττουν κρατικά επιδόματα για να μην εξεγερθούν. 

»… Εμπνεύστηκα από τα παιδιά της Gen Ζ. Μου φάνηκαν χαριτωμένα, ελκυστικά, συχνά χαρισματικά. Αν συνυπάρχεις μαζί τους χωρίς να προσπαθείς να τα μιμηθείς, δίχως να τα πιθηκίζεις, εάν κρατάς τη θέση σου –“εγώ είμαι παλιός!” αν τους υπενθυμίζεις φλεγματικά– , τότε ο ουσιαστικός διάλογος γίνεται απολύτως εφικτός. Η επαφή μαζί τους αποκαλυπτική. Η ηλικία εξάλλου αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου. Με ποιον έχει περισσότερα κοινά ένας φτωχός εικοσάρης, ο οποίος παλεύει να τα βγάλει πέρα; Με έναν πλούσιο συνομήλικό του ή με έναν φτωχό σαραντάρη; Οι ταξικές αντιθέσεις, η ανισότητα, η αδικία είναι ο λόγος που οι άνθρωποι πάντα έκαναν –και πάντα, ελπίζω, θα κάνουν– κοινωνικούς αγώνες.

»… Έχω μάθει, από νωρίς, να πληρώνομαι – θα έπρεπε να το διδάσκουν αυτό, πώς να απαιτείς το αντίτιμο της δουλειάς σου. Εγώ το χρωστάω στο τραύμα που μου είχε δημιουργήσει ο Φώτης Κουβέλης όταν μου είχε πει για τον πατέρα μου: “Ο Αλέξανδρος ήταν εξαιρετικός δικηγόρος, αλλά δεν ήξερε να πιέζει για να αμείβεται”. Το να πουλάς στην καλύτερη δυνατή τιμή τον μόχθο σου αποτελεί ζήτημα αξιοπρέπειας. Μόνο εσύ μπορείς να το καταφέρεις για τον εαυτό σου. “Καθένας μόνος του τοποθετεί τον εαυτό του”, μου έλεγε η γιαγιά μου η Λώρα. Έχει τεράστια σημασία το να θέτεις όρια, κόκκινες γραμμές, και να μην επιτρέπεις σε κανέναν να τα παραβιάσει».

Μιλάει ο Χωμενίδης σε εμένα, έναν άνθρωπο που έχει μεγάλο ζόρι στο να θέσει όρια. Οπότε αλλάζουμε κουβέντα. Αναπολούμε πώς ήταν τα πράγματα τότε, που ήμασταν πολύ νέοι: στα 80s και 90s. Ουάου. Ήταν, εννοώ, ουάου.

Σήμερα, άσχετο, ο Χρήστος που δείχνει ζωηρός και εύθυμος, έχει ξυπνήσει από τις 7 για να στείλει την κόρη του στο σχολείο. Και πώς γράφει, με τόσο λίγο ύπνο;

«Κοιμάμαι επτά ώρες. Θα προτιμούσα οκτώ, η ανάγκη όμως μερικές φορές… Δεν έχω γραφείο, δεν χρειάζομαι απομόνωση. Γράφω στο τραπέζι που τρώμε. Τα πιο ωραία χρονογραφήματά μου τα έχω γράψει έχοντας, όταν ξεκινάω, μια εντελώς θολή ιδέα στο μυαλό μου για το πώς θα προχωρήσω και πού θα καταλήξω. Σαν να μου υπαγορεύει το κείμενο η οθόνη του λάπτοπ. Μεγάλο σχολείο για τον συγγραφέα τα άρθρα και τα χρονογραφήματα. Σε εξακόσιες, σε χίλιες λέξεις, πρέπει να αναπτύξεις μια επιχειρηματολογία, να διηγηθείς μια ιστορία, να αποδώσεις μια ατμόσφαιρα. Και να την παραδώσεις στην ώρα της.

»… Όταν γράφω μυθιστόρημα, το σκέφτομαι όλη μέρα κι όλη νύχτα. Ζω μια παράλληλη ζωή μαζί με τους ήρωές μου ακόμα κι όταν κοιμάμαι. Μόλις κάθομαι μπροστά στην οθόνη, ανεβάζω αδρεναλίνη. Η οποία κορυφώνεται, γίνεται θρίαμβος, όποτε βρίσκω τη σωστή λέξη, τη σωστή φράση. Τη φράση που εκφράζει ό,τι ακριβώς θέλω να πω.

»… Η “δημιουργική γραφή” έχει δύο σκέλη. Διηγείσαι αφενός μια ιστορία, τοποθετείς τη φανταστική σου κάμερα όπου γουστάρεις –και κάτω από το δέρμα των ηρώων σου και μέσα στην ψυχή τους–, εκεί υπερτερούμε των κινηματογραφιστών. Πολεμάς αφετέρου με τη γλώσσα. Παλεύεις να την τιθασεύσεις, να τη φτάσεις στα όριά της και πέρα από αυτά. Κυνηγάς την ακριβέστερη διατύπωση, λαχταράς πάνω απ’ όλα να βρεις τον ρυθμό. Ο ρυθμός σε ένα κείμενο έχει τεράστια, τη μεγαλύτερη ίσως, σημασία. Όλες οι τέχνες πηγάζουν από τη μουσική. Ο Όλιβερ Σακς, ο σπουδαίος Αμερικάνος νευρολόγος, ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας, υποστηρίζει πως ο άνθρωπος πρώτα τραγούδησε και ύστερα μίλησε. Πρώτα χόρεψε και έπειτα περπάτησε.

»… Μία παράγραφο μπορεί να τη διατυπώσω και είκοσι φορές. Αν ήξερα μαθηματικά, θα έφτιαχνα έναν τύπο που να δείχνει ό,τι απόλυτα πιστεύω: πως η ευκολία της ανάγνωσης είναι ευθέως ανάλογη με τη δυσκολία της γραφής. Όσο πιο δύσκολα γράφεις, όσο περισσότερο ιδρώνεις τη συγγραφική φανέλα σου, τόσο πιο εύκολα και απολαυστικά διαβάζεσαι. Γιατί λέω “γράφεις”; Η τέχνη μας δεν είναι να γράφουμε, αλλά να σβήνουμε. Μονάχα όταν σβήνεις χωρίς έλεος όσα έχεις κοπιάσει για να γράψεις, μονάχα τότε θα μείνει στην κάθε σελίδα σου ό,τι αξίζει να διαβαστεί. 

» Εάν όταν γράφω το βιβλίο μου ξεπεράσω τις πεντακόσιες λέξεις σε μια μέρα, ανησυχώ. “Μπάστα!” λέω στον εαυτό μου. “Παραέχεις πάρει φόρα! Σε παρασέρνει η ευκολία σου.”

»… Έχουμε μέσα μας μια ταινιοθήκη με τις ωραίες, τις γλυκιές, τις συναρπαστικές στιγμές της ζωής μας. Θα τις παίζουμε στα γεράματα και θα χαιρόμαστε που ζήσαμε στα γεμάτα…

»… Δεν μπορώ να κρατήσω κακία σε κανέναν. Η μνήμη μου τείνει να διαγράφει τα δυσάρεστα».

Διάλειμμα. Ίσως μουσικό.


Διαβάζω την «Πανδώρα» μέσα σε τρεις μέρες, είναι ένα γρήγορο μυθιστόρημα, με τρομερό ρυθμό, με μπιτ, αλλά κυρίως με ψυχή. Η ίδια η νεαρή Πανδώρα, με τα ξαφνικά προβλήματα και διλήμματά της, με τα γκομενικά της και τις πολιτικο-κοινωνικές της αναζητήσεις, η ηρωίδα είναι ζωηρή, καυλοράπανο, σπίθα, γοητευτική, και «τρέχει» το βιβλίο από σελίδα σε σελίδα. Μέχρι το τέλος, αισθάνομαι ότι την ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, αυτή και τη Γενιά Ζ μέσα στην οποία κινείται χωρίς σταματημό, αλλάζοντας απόψεις, γνώμες και βρακί – όλα με απόλυτη συνέπεια.

«Κάποιοι έχουν, όπως ήδη σου είπα, την εντύπωση ότι οι νεότεροι ζουν κατά τρόπο απρόσιτο, ακατανόητο. Εγώ πιστεύω –και το αποδεικνύω, ελπίζω, στην “Πανδώρα”– ότι “παντού και πάντοτε τα πάντα”. Η Μαρία Νεφέλη του Ελύτη θα έστελνε και θα λάμβανε ραβασάκια. Η Πανδώρα τσατάρει. Σιγά την τρομερή διαφορά!»

Το μυθιστόρημα ξετυλίγεται στην Πολυτεχνειούπολη, στην γκαρσονιέρα της Πανδώρας κάτω από την Πατησίων, αλλά κυρίως σε μια παραθαλάσσια επαρχιακή πόλη, η οποία δεν κατονομάζεται. «… Άγαρμπα χτισμένη, με μία αγορά, ένα ψευτοκυριλέ εμπορικό κέντρο, που μπορεί να πουλάει μέχρι και σοκολατάκια Ντουμπάι. Υπάρχει και το ρακομελάδικο για τους “εναλλακτικούς”… Έχω ζήσει ενάμιση χρόνο στην ελληνική επαρχία. Γλυκαίνεσαι άλλοτε από την εγγύτητα των ανθρώπων, παθαίνεις άλλοτε ασφυξία. Όλοι γνωρίζουν τα πάντα για όλους, είναι σαν μια σκηνή θεάτρου! Τα πολιτικά παιχνίδια στην επαρχία έχουν τεράστιο συγγραφικό ενδιαφέρον. Πώς χτίζονται οι συμμαχίες, πώς μπαίνουν οι τρικλοποδιές. Όρεξη να έχεις να παρατηρείς. Σε ένα τέτοιο πολιτικό παιχνίδι παρασύρεται –τραβάτε με κι ας κλαίω– η Πανδώρα…

»… Η Ελλάδα είναι μια σχετικά μικρή χώρα. Με αμείλικτο φως. Εάν ψηλώσει εδώ ο νους σου, έτσι και παραπάρεις στα σοβαρά τον εαυτό σου, γελοιοποιείσαι αυτομάτως. Το είδαμε στην εποχή της “αστακομακαρονάδας”, που κάποιοι εκδότες κυκλοφορούσαν με τουπέ Μέρντοχ και κάποιοι μεγαλοδημοσιογράφοι με ύφος Λάρι Κινγκ. Και ύστερα τους έφαγε η μαρμάνγκα.

»… Η διεθνής καριέρα… Τι με ρωτάς τώρα; Η “Νίκη” μου κέρδισε το Ευρωπαϊκό Βραβείο Βιβλίου, μεταφράστηκε στα γαλλικά, στα ολλανδικά, στα αγγλικά, κυκλοφόρησε από πολύ καλό εκδότη στην Αμερική. Ταξίδεψα, τον Μάιο που μας πέρασε, σε τέσσερις αμερικανικές πολιτείες προωθώντας την. Συχνά αισθανόμουν σαν να προσπαθώ να ανάψω ένα φως σε ένα δωμάτιο, ψάχνοντας στα τυφλά έναν διακόπτη που ίσως καν να μην υπάρχει. Στις αγγλόφωνες αγορές, το ποσοστό των μεταφρασμένων βιβλίων δεν ξεπερνάει το 3%. Για να αποκτήσεις αληθινά παγκόσμια απήχηση –όχι να είσαι απλώς “ο συγγραφέας από την Ελλάδα”– πρέπει να συμβεί μια εξαιρετικά ευτυχής συναστρία. Ο Καζαντζάκης το αξιώθηκε, τον ευγνωμονούμε γι’ αυτό. Όπως και τον Κίμωνα Φράιερ, έναν καταπληκτικό άνθρωπο, που συνέστησε τον “Ζορμπά” και τον “Τελευταίο πειρασμό” στο αμερικάνικο κοινό. Ας είμαστε όμως ρεαλιστές: τα βιβλία που μεταφράζονται από τα ελληνικά και κυκλοφορούν στο εξωτερικό είναι μπουκάλια που ρίχνονται στον ωκεανό…

»… Σε ένα παιδάκι που γεννιέται θα έδινα τρεις ευχές. Πρώτον να είναι μικρόχαρο. Να χαίρεται με τα μικρά, τα απλά πράγματα – ορίστε, εγώ φοράω αυτό το μπουφάν που είναι ζεστό, μαλακό, τσίλικο και το απολαμβάνω! Δεύτερον, να μη χάσει ποτέ τη φυσική του περιέργεια. Τρίτον, να μη νιώσει ποτέ, για πολύ, πλήξη ή μοναξιά. Ο κόσμος είναι συναρπαστικός, ζουμερός, υπέροχος. Πάντα μπορείς να βρίσκεις πρόσωπα και πράγματα που να σε ενθουσιάζουν…

»… Ένα από τα όνειρά μου είναι να μένω μόνιμα σε ξενοδοχείο. Τι ωραία που είναι τα ξενοδοχεία! Που σου καθαρίζουν και σου τακτοποιούν το δωμάτιο, που παραγγέλνεις ό,τι θέλεις από το ρουμ σέρβις, που κατεβαίνεις στο λόμπι και χαζεύεις την κίνηση! Αυτή η ταξιδιάρικη αίσθηση της διαρκούς προσωρινότητας!

»… Βρέθηκα προχθές στο “St George Lycabetus” και αντίκρισα μια σουίτα που την έχουν ονομάσει “Βασίλης Βασιλικός”. Τι ωραίο, πόσο ταιριαστό με τον αγαπημένο μου Βασίλη, να του αφιερώσουν μια σουίτα σε κοσμοπολίτικο ξενοδοχείο αντί να του φτιάξουν ένα άγαλμα! Μακάρι όσοι μένουν στη σουίτα “Βασίλης Βασιλικός” να απολαμβάνουν εκεί τον έρωτα».

Θαυμάζαμε και οι δύο τον Βασίλη Βασιλικό, ανταλλάσουμε ιστορίες γι’ αυτόν. Πόσο αρχοντικός, πόσο δοτικός ήταν. Πόσο με την καρδιά του υποστήριζε τους νέους συγγραφείς. Και τι μεγάλος συγγραφέας! «Εγώ, στα πενήντα οχτώ μου, έχω γράψει δεκατέσσερα μυθιστορήματα. Ο Βασίλης, είναι απίστευτο, ξεπέρασε έως τα ενενήντα του τα εκατό!»

Λέμε και άσχετα πράγματα: «Έκανα τις προάλλες κολονοσκόπηση, μου έδωσαν μέθη. Ενθουσιάστηκα με τα καλά αποτελέσματα και εξίσου μαγεύτηκα με τη μέθη. Σαν να με έβγαλαν από την πρίζα. Σαν να με έστειλαν σε έναν παράδεισο με νύμφες και με φαύνους, με τον τραγοπόδαρο Πάνα, με τον θεό Διόνυσο να κυριαρχεί! Στη νοσηλεύτρια που με ξύπνησε είπα το εξής: “Ο έρωτας, κυρία μου, ο έρωτας μετράει πάνω από καθετί! Όχι μονάχα ο έρωτας προς συγκεκριμένα πρόσωπα, ο έρωτας προς τον κόσμο όλο! Διότι καθένας από εμάς ενσαρκώνει το σύμπαν!”Με κοίταζε η γυναίκα σαν να μου έχει στρίψει. Εγώ ήμουν πανευτυχής, διότι επιβεβαίωσα πως ό,τι γράφω στο μυθιστόρημά μου “Ο Φοίνικας” κυλάει όντως στις φλέβες μου. Είναι η ψυχή μου. Συνεπώς τα τελευταία δευτερόλεπτα προτού πεθάνω, θα βρεθώ εκεί, στη χώρα των ονείρων μου!» 

Ο Χωμενίδης επιμένει ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του ιδιόρρυθμο. «Καθένας έχει τις ιδιορρυθμίες του, οι περισσότεροι δυστυχώς κωλώνουν να τις εκφράσουν».

Σίγουρα είναι πολύ πατρικός. Ή μητρικός όπως τον αποκαλεί η κόρη του, θεωρώντας τη διαρκή γονεϊκή φροντίδα του μητρικό κυρίως χαρακτηριστικό. «Απολαμβάνω αφάνταστα τον ρόλο του γονιού. Μακάρι να είχα κάνει πέντε παιδιά. Το να επωμίζεσαι ευθύνες σε βελτιώνει ως άνθρωπο, σου δίνει ρυθμό, αυτοπεποίθηση, αίσθηση δημιουργίας».

Ο Χρήστος είναι απλόχερα γενναιόδωρος: ο χαρακτηρισμός ακούγεται μελό, αλλά του ταιριάζει γάντι. Κάποτε είχε γράψει σε μεγάλη εφημερίδα μια σούπερ κριτική για το πρώτο μυθιστόρημά μου – όπως ο Βασίλης Βασιλικός (και ο Βαγγέλης Ραυτόπουλος, και μερικοί ακόμα), o Χωμενίδης δεν έχει κανένα άγχος μη τυχόν τον εκτοπίσουν άλλοι συγγραφείς, σιγά μη σκάσει. Συχνά τον χαρακτηρίζουν «πληθωρικό» οι δημοσιογράφοι/άνθρωποι, επειδή δεν τους έρχεται στο μυαλό κάτι ακριβέστερο – η αλήθεια είναι ότι δεν αφήνει πολύ χώρο ο Χρήστος, πρέπει να διεκδικήσεις τον χώρο σου μαζί του… αλλά όταν τον κερδίσεις, ενθουσιάζεται. Σαν να περίμενε στη γωνία να του πεις κάτι το οποίο δεν είχε σκεφτεί ο ίδιος. Σαν να ευχόταν να τον ξαφνιάσεις επιτέλους με μια φράση ή μια κίνηση. Σαν να πίστευε σε σένα και στη σύνθετη προσωπικότητά σου, όποιος κι αν είσαι. Ή σχεδόν όποιος κι αν είσαι.

Επίσης, ο Χρήστος έχει πλάκα. Ώρες ώρες έχει πολλή πλάκα, όχι απλώς χιούμορ, όχι απλώς ανεβαστική αισιοδοξία. Έχει πλάκα με την έννοια, και την ελαφράδα, που είχε η λέξη στην εφηβεία μας.

Του αρέσει πάρα πολύ που είναι ζωντανός, το απολαμβάνει, όπως του αρέσει αυτό που κάνει, όλα όσα κάνει. Και η αγάπη του (για τη ζωή, για το γράψιμο, για τους άλλους ανθρώπους) είναι μεταδοτική. Κολλητική: αποχαιρετιέστε και κοιτάζεις με περιέργεια τους περαστικούς προσπαθώντας να φτιάξεις στο μυαλό σου τις ιστορίες τους. Ίσως όχι όπως θα τις έφτιαχνε ο Χρήστος, αλλά με χαμόγελο και με βαθιά ειλικρινή περιέργεια, σαν τη δική του.

«Πανδώρα», το νέο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.


Θιοντόρ Αντόρνο, Εβραιο-Γερμανός φιλόσοφος, συγγραφέας, κοινωνιολόγος (11/9/1903-6/8/1909)
«Αργώ», κλασσικό μυθιστόρημα του Γιώργου Θεοτοκά (1905-1966), γραμμένο 1933-36
Ολιβερ Σακς, Αγγλος νευρολόγος, ιστορικός και συγγραφέας (9/7/1933-30/8/2015).

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.