Βιβλιο

Ερασιτέχνες επαγγελματίες δολοφόνοι

Απενοχοποιημένη αναγνωστική απόλαυση, σε ένα από τα πιο feelgood μυθιστορήματα της χρονιάς

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ελ Κοσιμάνο, «Η Φίνλεϊ Ντόνοβαν σαρώνει» (μετάφραση Νοέλα Ελιασά, Εκδόσεις Μίνωας)

Ελ Κοσιμάνο, «Η Φίνλεϊ Ντόνοβαν σαρώνει» (μετάφραση Νοέλα Ελιασά, Εκδόσεις Μίνωας)

Η λογοτεχνία είναι ένα πελώριο σπίτι με χίλιες πόρτες. Μερικές, οδηγούν σε μυστικά δωμάτια της ψυχής μας. Άλλες, σε θεοσκότεινα, καμιά φορά επικίνδυνα μέρη. Κάποιες από όλες, σε πάρκα αναψυχής. Και κάποιες άλλες, πάλι, μας προσφέρουν γνήσια αναγνωστική απόλαυση φυγής. Σαν μία κωμική ταινία δράσης που δεν θέλεις να τελειώσει ή να την αφήσεις για την επόμενη μέρα, κι ας ξέρεις ότι πρέπει να κοιμηθείς, το μυθιστόρημα της Ελ Κοσιμάνο, «Η Φίνλεϊ Ντόνοβαν σαρώνει» είναι ένα συναρπαστικό, αστείο, και απενοχοποιημένα απολαυστικό ανάγνωσμα μυστηρίου και αγωνίας, με ολοζώντανους χαρακτήρες που αγαπάς από την πρώτη στιγμή — και χαίρεσαι το ταξίδι μαζί τους.

Η ομώνυμη ηρωίδα έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με την ίδια την Κοσιμάνο: ίδια ηλικία, καταρχάς, και ίδιο επάγγελμα — είναι και οι δύο συγγραφείς. Η Κοσιμάνο έχει πίσω της μία καριέρα εφηβικών μυθιστορημάτων, ενώ η Φίνλεϊ είναι η κουρασμένη, απογοητευμένη συγγραφέας μίας σειράς αισθησιακών θρίλερ που η ίδια έχει βαρεθεί να γράφει, κυρίως επειδή δεν τα διαβάζει πλέον κανείς. Ταυτόχρονα, είναι πρόσφατα διαζευγμένη, ενώ έχει και δύο μικρά παιδιά. Όμως μπορεί να μην τα έχει για πολύ ακόμα. Ο πρώην σύζυγός της ζητά επίμονα την επιμέλειά τους, καθώς η ίδια δεν έχει σταθερό εισόδημα και δυσκολεύεται να τα συντηρήσει. Όλη της η ζωή, για την ακρίβεια, είναι ένα χάος. Έτσι, όταν μία παρεξήγηση θα φέρει μπροστά της ένα… συμβόλαιο θανάτου, μαζί με μία όχι ευκαταφρόνητη αμοιβή, δεν θα διστάσει (ή όχι πολύ, τουλάχιστον) να δει εάν πράγματι ο άντρας που κάποιοι θέλουν να πεθάνει είναι το σαδιστικό κτήνος που της λένε ότι είναι.

Λοιπόν, είναι πράγματι. Ο άντρας αυτός είναι ένα τέρας. Όμως, έχει η ίδια το δικαίωμα να βάλει τέλος στη ζωή του; Και, ακόμη και αν το επιχειρούσε, πώς θα τα κατάφερνε να γλιτώσει στη συνέχεια από αυτό; Μπορεί αυτή η περιπέτεια στην οποία έμπλεξε να θυμίζει μυθιστόρημα —ένα μυθιστόρημα σαν αυτά που έγραφε και η ίδια—, μπορεί η ίδια να ξέρει πολλά σχετικά με το «πώς ξεφορτώνεσαι ένα πτώμα» χάρη στην έρευνα που έκανε για τα βιβλία της, αλλά η ζωή δεν είναι μυθιστόρημα. Και οι φόνοι, οι πραγματικοί φόνοι, είναι μια πολύ-πολύ επικίνδυνη ενασχόληση.

Έτσι, όταν η Φίνλεϊ θα βρεθεί πράγματι με ένα πτώμα στα χέρια, ή για την ακρίβεια με ένα πτώμα στο γκαράζ της, θα καταλάβει πως μπλέχτηκε σε μια περιπέτεια που μπορεί να μην της στοιχίσει «απλώς» την επιμέλεια των παιδιών της, αλλά και την ίδια της τη ζωή…

Η πλοκή του βιβλίου είναι πυκνή, γρήγορη και ευφάνταστη, το γράψιμο έξυπνο και πνευματώδες, οι καταστάσεις, ρεαλιστικές, υπερβολικές ή εξωφρενικές, είναι πάντα γεμάτες αγωνία —αλλά και χιούμορ—, και οι κεντρικοί ήρωες αξιαγάπητοι: τόσο η Βέρο, η νταντά των δύο παιδιών, όσο και ο όμορφος μπάρμαν, ο Τζούλιαν, που η Φιν θα ερωτευτεί. Εννοείται πως οι ανατροπές δίνουν και παίρνουν, ενώ το τέλος κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, προμηνύοντας ένα σίκουελ. Πράγματι, το βιβλίο, που πρωτοκυκλοφόρησε το 2021, έγινε μεγάλη επιτυχία, και το ακολούθησαν άλλα δύο — και έπεται συνέχεια.

Όμορφη έκδοση, ωραία μετάφραση από τη Νοέλα Ελιασά, 105.000 βαθμολογήσεις στο Goodreads, εκ των οποίων οι 82.000 με τέσσερα και πέντε αστέρια — ένα πραγματικά feelgood μυθιστόρημα που σε κρατά για πολύ στον ανέμελο κόσμο του.

Ελ Κοσιμάνο
Ελ Κοσιμάνο © Powell Woulfe

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το Κεφάλαιο 18. Ας το διαβάσουμε:

* * *

Σύμφωνα με την αστυνομία, ένας άντρας και μια γυναίκα από το Άρλινγκτον αγνοούνται, κάνοντας τους ερευνητές να πιστεύουν την πιθανότητα εγκληματικής ενέργειας. Η Πατρίσια Μίκλερ επικοινώνησε με το γραφείο του τοπικού σερίφη γύρω στις επτά το απόγευμα της Τετάρτης για να αναφέρει την εξαφάνιση του συζύγου της, Χάρις Μίκλερ, λέγοντας ότι είχε να ακούσει νέα του από την ώρα που έφυγε από τη δουλειά του το προηγούμενο βράδυ. Όταν όμως η αστυνομία έφτασε σπίτι της για να της πάρει κατάθεση, η κυρία Μίκλερ δεν βρισκόταν εκεί. Η αστυνομία λέει ότι ανησύχησε έπειτα από αρκετές προσπάθειες να τη βρει στο τηλέφωνο και ύστερα από αρκετές επισκέψεις σπίτι της. Απόψε ξεκινά έρευνα για να εντοπιστεί το ζευγάρι.

Η κάμερα γύρισε στον δρόμο των Μίκλερ, όπου όλοι οι γείτονες έλεγαν το ίδιο πράγμα. Όχι, δεν είχαν παρατηρήσει τίποτα παράξενο. Όχι, οι Μίκλερ ήταν ένα εντελώς συνηθισμένο, ήσυχο ζευγάρι, χωρίς παιδιά ή κατοικίδια. Εργάζονταν και οι δύο πολλές ώρες σε σοβαρές δουλειές και δεν είχαν δημιουργήσει ποτέ κανένα πρόβλημα.

Η Βέρο κρατούσε ακόμη σφιχτά το μπράτσο μου όταν ο εκφωνητής διέκοψε για διαφημίσεις.

«Μαμάκα, μπορώ να φύγω;» Η Ντίλια έσπρωξε το μισοφαγωμένο πιάτο της ζαρώνοντας τη μύτη της.

«Ναι, αγαπούλα μου» είπα με κούφια φωνή. «Πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου. Μπορείς να παίξεις στο δωμάτιό σου».

Μόλις η Ντίλια ανέβηκε πάνω, η Βέρο στράφηκε σε εμένα. «Τι κάνουμε;»

Αυτή ήταν μια ανατροπή που δεν είχα σκεφτεί. «Δεν θα πανικοβληθούμε» απάντησα. Ποιον κορόιδευα; Είχαμε πανικοβληθεί και πολύ μάλιστα.

«Πού διάολο είναι;»

«Η Πατρίσια; Μάλλον φοβήθηκε κι έφυγε από την πόλη».

«Αυτό την κάνει να δείχνει ένοχη!» Το πασαλειμμένο με σάλτσες μουτράκι του Ζακ τρόμαξε στο ξέσπασμά της. Τα μάτια του κοίταζαν με αγωνία και τις δυο μας και η Βέρο χαμήλωσε τη φωνή της. «Αν τη βρει η αστυνομία μπορεί να ομολογήσει τα πάντα». Άρπαξε το κινητό μου από τον πάγκο και το κράτησε μπροστά μου. «Πάρ’ τη και πες της ότι κάνει λάθος. Πρέπει να γυρίσει».

«Την έχω πάρει εκατό φορές. Δεν απαντούσε γι’ αυτό πήγα σπίτι της…»

«Είσαι τρελή;»

«Δεν με είδε κανένας». Έτσι ήλπιζα τουλάχιστον. Και τότε θυμήθηκα το μαχαίρι που ήταν καρφωμένο στην πίσω πόρτα της Πατρίσια και ξεροκατάπια. «Όμως… όσο ήμουν εκεί, ήρθαν δύο άντρες».

«Τι άντρες;»

«Δεν ξέρω. Αλλά νομίζω πως ήταν αυτοί για τους οποίους με προειδοποίησε η Πατρίσια. Άφησαν ένα σημείωμα. Νομίζω πως ήταν πελάτες του Χάρις. Νομίζω πως τους έκλεβε. Μετά άνοιξα την αλληλογραφία του, βρήκα ένα εκκαθαριστικό τραπεζικού λογαριασμού…»

Ελ Κοσιμάνο, «Η Φίνλεϊ Ντόνοβαν σαρώνει» (μετάφραση Νοέλα Ελιασά, Εκδόσεις Μίνωας)

«Άνοιξες την αλληλογραφία του; Σίγουρα θα έχεις γεμίσει τον φάκελο με τα δακτυλικά σου αποτυπώματα!»

Έβαλα το χέρι στην τσέπη μου και άφησα το εκκαθαριστικό πάνω στο τραπέζι. «Όχι. Τον πήρα μαζί μου».

Η Βέρο παραλίγο να πνίγει. Τον άρπαξε από το τραπέζι και τον άνοιξε, με τα μάτια της να στενεύουν καθώς διάβαζε το εκκαθαριστικό. «Δώδεκα καταθέσεις, όλες την πρώτη μέρα του μήνα με το ίδιο ποσό. Πιστεύεις ότι καταχραζόταν χρήματα των πελατών του;»

Έγνεψα. «Γίνεται χειρότερο. Γύρνα σελίδα». Η Βέρο διάβασε το συνολικό ποσό και το στόμα της σχημάτισε ένα όμικρον, μόλις είδε το μεγάλο μηδενικό στο τέλος. «Το σημείωμα έλεγε ότι η Πατρίσια είχε είκοσι τέσσερις ώρες να επιστρέψει αυτό που είχε πάρει».

«Πιστεύεις ότι αυτοί σκότωσαν τον Χάρις;»

«Σίγουρα είχαν κίνητρο. Ήθελαν πίσω τα λεφτά τους. Κι εμείς έχουμε πενήντα χιλιάρικα από αυτά».

Η Βέρο άρχισε να βηματίζει στην κουζίνα κρατώντας το κινητό μου. «Η Πατρίσια μας πλήρωσε σε μετρητά. Αν αυτοί οι άντρες σε ακολούθησαν σπίτι από το μπαρ, ίσως υπέθεσαν ότι βγήκατε ραντεβού κι εκείνος μέθυσε. Αποκλείεται να ήξεραν ότι σε προσέλαβε η Πατρίσια. Με μισό εκατομμύριο δολάρια, θα μπορούσε να πάει οπουδήποτε. Αν δεν βρουν την Πατρίσια, δεν θα μάθουν για μας, σωστά;»

«Σωστά».

Ο Ζακ κουνιόταν νευρικά στο καρεκλάκι του. Σκούπισα τη σάλτσα από το μουτράκι του, τον κατέβασα και τον άφησα να πάει στην αδερφή του.

Η Βέρο κάθισε σκεφτική στην καρέκλα της. Έσπρωξε το πιάτο της στο κέντρο του τραπεζιού και το κοίταξε σαν να ήθελε να ξεράσει. «Τι θα γίνει αν η αστυνομία βρει την Πατρίσια πριν από μας;»

«Το μοναδικό πράγμα που ξέρει για μένα είναι το τηλέφωνό μου. Δεν ξέρει ούτε πώς με λένε ούτε πού μένω. Νομίζω πως δύσκολα θα μπορούσε να με αναγνωρίσει ακόμα και ανάμεσα σε μια σειρά υπόπτων». Φορούσα περούκα, ψηλά τακούνια και έντονο μακιγιάζ. Ήλπιζα αυτό να ήταν αρκετό. «Εκτός αυτού, έχω εσένα για άλλοθι».

«Εγώ νόμιζα πως ήμουν συνεργός».

«Όχι, αν δεν μπορέσουν να το αποδείξουν. Για όλους τους άλλους, εγώ ήμουν εδώ σπίτι μαζί σου τη βραδιά που εξαφανίστηκε ο Χάρις Μίκλερ. Πήρα την αδερφή μου από το τηλέφωνο της κουζίνας. Και η Τζόρτζια μας είδε μαζί όταν πήγαμε να πάρουμε τα παιδιά. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ξεφορτωθούμε οποιαδήποτε απόδειξη μπορεί να οδηγήσει την αστυνομία σε εμάς».

Η Βέρο κοίταξε το κινητό μου. Το πέταξε στο τραπέζι μπροστά μας σαν να ήταν γεμάτο ψείρες.

«Χαλάρωσε. Είναι καρτοκινητό. Η Verizon μπλόκαρε τον λογαριασμό μου τον περασμένο μήνα όταν καθυστέρησα να πληρώσω. Αγόρασα αυτό από ένα φαρμακείο».

«Δεν μπορεί η αστυνομία να βρει κάποια απόδειξη της πληρωμής;»

«Όλες οι πιστωτικές κάρτες μου έχουν ξεπεράσει το όριο. Πλήρωσα με μετρητά». Έβαλα τους αγκώνες στο τραπέζι, πιέζοντας τις παλάμες μου στα μάτια μου. «Δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει το κινητό με εμένα».

«Δεν έχεις δει ποτέ το Low & Order; Τα εντοπίζουν αυτά τα πράματα!»

«Μόνο στον κοντινότερο πύργο που εκπέμπουν».

«Πόσο κοντά είναι αυτός;»

«Δεν ξέρω… μερικά χιλιόμετρα ίσως;»

«Πολύ κοντά για μένα». Η Βέρο σηκώθηκε από την καρέκλα της. Τινάχτηκα όταν πέταξε το κινητό μου πάνω στο ξύλο κοπής. Πήρε ένα σφυρί για κρέατα από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και το σήκωσε πάνω από το κεφάλι της.

«Περίμενε!» Άρπαξα το κινητό μου πριν προλάβει να το σπάσει. Γυρίζοντας την πλάτη μου σε εκείνη, έψαξα τις επαφές μου. Η Βέρο στεκόταν στις μύτες των ποδιών της και κοιτούσε πάνω από τον ώμο μου που αντέγραφα τον αριθμό του Τζούλιαν σε ένα αυτοκόλλητο χαρτάκι.

«Απλώς ένας φίλος, ε;»

«Είναι δικηγόρος» είπα χώνοντας το αυτοκόλλητο στην τσέπη μου. «Μπορεί να μας φανεί χρήσιμος».

«Είναι πολύ μικρός για να είναι δικηγόρος».

«Είναι δικηγόρος υπεράσπισης. Ή τουλάχιστον, θα γίνει. Κάποια μέρα. Όταν αποφοιτήσει».

«Όχι!» Η Βέρο απέρριψε την ιδέα κουνώντας ζωηρά το κεφάλι της. «Αν μας πιάσουν, δεν θα προσλάβουμε ένα μοντέλο εσωρούχων της Abercrombie για να μην μπούμε φυλακή. Θέλω έναν ηλικιωμένο λευκό με μανικετόκουμπα και Rolex. Σαν τον δικηγόρο του πρώην σου».

«Ο δικηγόρος του πρώην μου δεν είναι ηλικιωμένος. Είναι μόνο τρία χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Και χρεώνει δύο χιλιάρικα την ώρα».

«Αν σκοτώσουμε τον Αντρέι Μπορόφκοφ, θα τα έχουμε».

Της έριξα ένα βλοσυρό βλέμμα.

«Πού τον γνώρισες;»

«Τον Μπορόφκοφ;»

«Όχι» είπε τραβώντας το κινητό από το χέρι μου. «Τον Τζούλιαν Μπέικερ». Άρχισε να χτυπάει τα νύχια της πάνω στον πάγκο περιμένοντας μια απάντηση.

«Ήταν ο μπάρμαν τη βραδιά που απήγαγα τον Χάρις από το Lush» ομολόγησα.

«Αυτός είναι ο μπάρμαν; Αυτός από το βιβλίο σου; Έχεις τρελαθεί τελείως!» σύρισε, κάνοντας έντονες χειρονομίες. «Δεν μπορείς να κρατήσεις τον αριθμό του. Τι θα γίνει αν σε καταδώσει;»

«Δεν ξέρει καν ποια είμαι! Φορούσα ξανθιά περούκα και του έδωσα ψεύτικο όνομα. Νομίζει πως είμαι μια κτηματομεσίτρια με το όνομα Τερέζα».

Σιωπή έπεσε στην κουζίνα. Η Βέρο έμεινε να με κοιτάζει αποσβολωμένη με το στόμα ανοιχτό. Ένα γέλιο ξεκίνησε βαθιά από τον λαιμό της και βγήκε από μέσα της σαν κρώξιμο. Άρχισα κι εγώ να γελάω. «Όχι».

«Ναι».

Διέσχισε την κουζίνα κουνώντας το κεφάλι της και γέμισε δύο ποτήρια κρασί. Μου έδωσε το ένα, ήπιε από το δικό της και με κοίταξε με ένα πονηρό ύφος που συνήθως κρατούσε για τα παιδιά μου. «Σ’ αρέσει, ε;»

Ακούμπησα στον πάγκο δίπλα της κυρίως για να μη χρειαστεί να την κοιτάξω στα μάτια. Ήπια μια μεγάλη γουλιά σίγουρη πως η απάντηση ήταν προφανής.

Η Βέρο ήπιε το κρασί της μονορούφι. Άφησε το ποτήρι και πέρασε το χέρι της γύρω από τον ώμο μου. «Ξέρεις ότι δεν μπορείς να τον έχεις, έτσι; Αν μάθει ποια είσαι, μπορεί να διαλύσει το άλλοθί σου. Το είπες και μόνη σου. Πρέπει να ξεφορτωθούμε όλα όσα μας συνδέουν με τους Μίκλερ». Ήξερα ότι είχε δίκιο. Παρ’ όλα αυτά, δεν μου πήγαινε καρδιά να πετάξω το τηλέφωνό του. «Μήπως να τον σκοτώσουμε απλώς για να είμαστε σίγουρες;»

«Όχι!» Γύρισα και την κοίταξα με το στόμα ανοιχτό. «Δεν σκοτώσαμε κανέναν! Και δεν θα σκοτώσουμε κανέναν! Όχι τον Αντρέι Μπορόφκοφ. Και σίγουρα όχι τον Τζούλιαν. Τελεία και παύλα».

Η Βέρο γέλασε αναψοκοκκινισμένη από το κρασί. «Ηρέμησε, πλάκα έκανα!»

Άνοιξα το κινητό και πέταξα την κάρτα SIM στον σκουπιδοφάγο. Το νερό άρχισε να τρέχει από τη βρύση και το γέλιο της Βέρο έσβησε, όταν πάτησα τον διακόπτη στον τοίχο. Μείναμε να κοιταζόμαστε και να ακούμε τον ξαφνικό θόρυβο του μετάλλου πάνω σε μέταλλο. Ο ήχος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου, προκαλώντας μου ρίγος, ενώ ο σωλήνας της αποχέτευσης ρουφούσε το τελευταίο αντικείμενο που μας συνέδεε με την Πατρίσια Μίκλερ.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ