Πολιτισμος

Κάποτε πρέπει να μεγαλώσω

Μία από τις μέρες με τη μεγάλη βροχή μπήκα σε μία σκοτεινή αίθουσα, μόνος

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 382
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20532-45550.jpg

● ● ● Μία από τις μέρες με τη μεγάλη βροχή μπήκα σε μία σκοτεινή αίθουσα, μόνος, για να δω την τελευταία ταινία του Πάολο Σορεντίνο «Εκεί που χτυπάει η καρδιά μου». This must be the place. Η πρώτη αναπόφευκτη εικόνα που είχα για την ταινία ήταν η τραγική, γκροτέσκα δηλαδή, μεταμφίεση του Sean Penn σε Robert Smith, κάτι που –όπως φαίνεται και από αυτά που είπε ο Σορεντίνο στη συνέντευξή του στον Γιώργο Κρασσακόπουλο, και μπορείτε να διαβάσετε στις παρακάτω σελίδες– ήταν και η κινητήρια δύναμη για να γυριστεί το φιλμ: ένας ξεπεσμένος ροκ σταρ. Ας τον κάνουμε να μοιάζει με γκοθ, ε; Να έχει και κατάθλιψη. Ε, εννοείται, η μελαγχολία είναι το νέο μαύρο. Θέλεις να τον βάλουμε να αναζητάει κάτι, σε αμερικάνικο highway; Ναι, road movie! Να τον βάλουμε να είναι και Εβραίος; Ναι, ναι! Και να αναζητάει ένα Ναζί εγκληματία πολέμου. Καλά, τέλειο.

● ● ● Δέκα σκόρπιες ιδέες. Βάλ’ τις τώρα και σε ένα σενάριο.

● ● ● Ο Σορεντίνο είχε στη διάθεσή του αρκετά εκατομμύρια δολάρια με το πρώτο του αμερικάνικο συμβόλαιο, άρα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όσα περισσότερα αμερικάνικα κλισέ μπορούσε να φανταστεί η ιταλική του νοοτροπία, και τον Penn που απαιτούσε χώρο και χρόνο στο φιλμ (είχε άφθονο άλλωστε, αφού δεν είχε και πολύ σενάριο) για να ερμηνεύσει με ναρκισσιστικές λεπτομέρειες και τικ το χαρακτήρα του ρόλου. Τελικά ο Sean Penn μοιάζει με μία βαρέως χαπακωμένη θεία, σαν μία καταθλιπτική, ανορεξική Divine, και σίγουρα όχι με την «ευστροφία» της κίνησης και το ταμπεραμέντο του Robert Smith. Το μαύρο κορακί μαλλί του είναι κομμωτηρίου. Ακόμα και το κόκκινο κραγιόν του δεν είναι αρκετά πασαλειμμένο αλλά απλώς «αντρικά» φορεμένο. Για να φανεί straight, ο Penn παίζει τον ήρωά του σαν να έχει καταπιεί δέκα καρτέλες ζάναξ – και ούτε ένα πανικοβάλ. Καθώς όμως προχωρούσε η ταινία και δυνάμωνε η βροχή, άρχιζα να βλέπω αποσπασματικά τις σκηνές, σαν παιχνιδιάρικα κόμικ του ενός στριπ. Σαν μία σειρά από μελαγχολικά χαϊκού.

● ● ● - Γιατί δεν έχει νερό η πισίνα;

- Δεν ξέρω. Κανείς δεν τη γέμισε ποτέ.

● ● ● Ή στιλάτα θραύσματα διαλόγων:

- Why is Lady Gaga…

- Ούτε που να το σκεφτείς.

● ● ● Ο Penn / Cheyenne ζει σε ένα μίνιμαλ σπίτι παραμελημένης πολυτέλειας, σαν εκκλησία από γκρίζα τσιμέντα. Οι κορνίζες με τις φωτογραφίες είναι γυρισμένες ανάποδα. Είναι ανορεξικός. Η κουζίνα του μοιάζει με νεκροτομείο. Μία πίτσα μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων μοιάζει σαν installation στον τοίχο – και άλλωστε μένει άθικτη σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ο ροκ σταρ κινείται σε σημεία με συμβολική σημασία για τη γενιά του Ιnstagram: νεκροταφεία, πάρκινγκ αυτοκινήτων, εμπορικά κέντρα – πάντα σέρνοντας πίσω του ένα άδειο καρότσι σούπερ μάρκετ, σαν bag lady ξεχασμένη από βρετανική ταινία ή σαν Boy George σε ποινή κοινωνικής εργασίας.

● ● ● Μιλάει νωχελικά και συνέχεια φυσάει προς τα πάνω μία τούφα μαλλί που πέφτει στα μάτια του – κυρίως εκεί που ο διάλογος δεν έχει πουθενά να πάει, ή όταν θέλει, ως ηθοποιός, να ανατρέψει όλη τη σκηνή παίρνοντάς την επάνω του. Όπως και τον ήρωα, έτσι και τον Sean, όλοι τον αφήνουν στην ταινία να κερδίζει. Είναι και ο μόνος εξαργυρώσιμος, άλλωστε, σε αυτό το αστείο.

● ● ● Η γυναίκα του, η Frances McDormand, είναι κάτι ανάμεσα σε φορτηγατζή και fag-hug, η καλύτερή του παιδική φίλη που τελικά την παντρεύτηκε. Επιστατεί το σπίτι και τη ζωή του Cheyenne, είναι εκεί για να καταλάβουμε πόσο παιδί παραμένει ο ήρωάς μας. Βάφει ακόμα τα μάτια του γιατί απλώς αυτό κάνει από τα δεκαπέντε του. Δεν κάπνισε ποτέ του και όταν παίρνει ηρωίνη τη σνιφάρει, γιατί φοβάται τις βελόνες.

● ● ● «Ένας ροκ σταρ δεν πρέπει να κάνει παιδιά. Υπάρχει κίνδυνος η κόρη του να γίνει μία τρελή στιλίστα».

● ● ● Η λύτρωση, μέσα σε αυτή την αδιέξοδη σειρά χαϊκού, είναι –επιτέλους!– η μουσική. Μία μπάντα πιτσιρικάδων (οι Pieces Of Shit – μόνο Ιταλός σκηνοθέτης θα μπορούσε να σκεφτεί τέτοιο όνομα) δίνει στον Cheyenne ένα demo με τραγούδια που τα ακούει ταξιδεύοντας. Τα κομμάτια αυτά τα επιμελήθηκε ο David Byrne μαζί με τον indie-Will Oldham, κάνοντάς τα επιμελώς ανολοκλήρωτα, να έχουν την ορμή και τη νεο-μελαγχολία ενός γκρουπ πιτσιρικάδων. Είναι άλλωστε αυτός και η μόνη Πατρική Φιγούρα στην ταινία, αυτός που αναζητούμε κι εμείς, μαζί με τον Cheyenne.

● ● ● Παίζοντας τον εαυτό του, ο Byrne, με το απαράμιλλο νεοϋορκέζικό του φλέγμα, λευκός πια και με το κλασικό του λευκό κοστούμι σαν Γκάνταλφ που συνάντησε τον Φοίβο Δεληβοριά, χαρίζει στον Cheyenne μία σκηνή, μία απάντηση και ένα τραγούδι live με τους Talking Heads. Και βέβαια τον τίτλο της ταινίας, το γνωστό κομμάτι από το «Speaking in tongues» του ’83. Το steady beat της μουσικής του Byrne, με τη δύναμη, το χιούμορ και την πίκρα της ενηλικίωσης, είναι η πιο λυτρωτική απάντηση στο αδιέξοδο της ταινίας – αλλά και της δική μας απελπισίας: γιατί κρατάμε όλους μας τους παιδικούς δίσκους; Γιατί σέρνουμε από πίσω μας το καροτσάκι της ανασφάλειας ότι φοβόμαστε να μεγαλώσουμε;

● ● ● Ο Cheyenne κλαίει στη συναυλία των Talking Heads. Χορεύει σαν Iggy Pop. Βρίσκει το ρυθμό του, θυμάται τη μουσική. Το ίδιο κομμάτι, «This must be the place», το ακούει να του το τραγουδάει ένας εξαιρετικός, «ασήμαντος» πιτσιρικάς στη Μέση του Πουθενά, στο Τέξας. Συντονίζονται οι δυο τους με μία κιθάρα, ο Cheyenne νιώθει David Byrne, είναι μάλλον και η στιγμή που αποφασίζει να αρχίσει το κάπνισμα και να πετάξει τα μέικ-απ.

● ● ● Έξω από την αίθουσα η βροχή είχε δυναμώσει τόσο πολύ που ήταν αναπόφευκτο να ξεπλύνει τα πάντα – παλιές μπογιές, μουσικές, ατάκες, χαϊκού. Εκείνη τη μέρα έβρεξε τόσο δυνατά που θα μπορούσε να γεμίσει μία ολόκληρη πισίνα.  

panikoval500@gmail.com

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ