Life

Τα κάλαντα των εποχών της αθωότητας

Γλυκιά ζεστασιά και ένας ξένοιαστος ύπνος με όνειρα γεμάτα από χριστουγεννιάτικα δώρα

Θανάσης Δρίτσας
Θανάσης Δρίτσας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ta Kalanta Ton Epoxon Tis Athootitas.jpg
© ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ / INTIME NEWS

Ο Θανάσης Δρίτσας θυμάται τα αλησμόνητα κάλαντα των εποχών της αθωότητας.

Ο ιός της νοσταλγίας είναι ιδιαίτερα διεισδυτικός και μεταδοτικός τις γιορτινές αυτές ημέρες. Άλλωστε και οι ψυχαναλυτές συμφωνούν ότι η παιδική ηλικία μας καθορίζει και μας συνοδεύει μέχρι και την οριστική έξοδο από τον πλανήτη γη και την αναχώρηση μας προς την άλλη ζωή. Οι παιδικές μας αναμνήσεις γύρω από τα Χριστούγεννα και την πρωτοχρονιά ξεπηδούν αβίαστα ενώ παράλληλα όλα τα γεγονότα αυτής της περιόδου συνδέονται με μια ανέκφραστη χαρά. Παρέχεται υποσυνείδητα μια αμνηστία και μια συγχώρεση ακόμη και σε γεγονότα των παιδικών μας χρόνων που, αν μπουν στο μικροσκόπιο, μπορεί να υπήρξαν στην ουσία πιθανά και τραυματικά.

Τώρα μου ήρθαν αυθόρμητα στο νου οι μέρες που λέγαμε τα χριστουγεννιάτικα-πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στις γειτονιές, αρχές της δεκαετίας του ’70. Μεγάλωσα σε μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας, στο Περιστέρι, όπου ως μαθητής τελείωσα τις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου. Τις τρείς πρώτες τάξεις του Δημοτικού έβγαλα σε ακόμη πιο άγριες συνθήκες για τα δεδομένα της εποχής, στο ημιορεινό χωριό της Καρυάς Λευκάδος όπου  ήταν τότε ο πατέρας μου γιατρός. Πάντα με συνόδευε αυτός ο τίτλος που άλλες φορές με έκανε να νοιώθω άνετα και άλλες φορές μου έβαζε ψηλά τον πήχη, ήμουν πάντα «το παιδί του γιατρού». Την εποχή εκείνη στο Περιστέρι ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους ολίγους παιδιάτρους (υπήρχαν τότε τρεις ή τέσσερεις παιδίατροι και αναλογούσαν σε περίπου 350 χιλιάδες κατοίκους ενώ σκεφτείτε ότι σήμερα μπορεί και να υπάρχει ένας παιδιάτρος ανά πολεοδομικό τετράγωνο!). Όμως δεν υπήρχε στη λαϊκή αυτή συνοικία αίσθηση ταξικής διαφοράς και το παιδί του γιατρού έβγαινε για κάλαντα μαζί με τους φίλους και συμμαθητές του που συχνά ήταν παιδιά φτωχών βιοπαλαιστών.

Ξυπνάγαμε πουρνό-πουρνό, πριν σκάσει το πρώτο φως του ήλιου, την παραμονή των Χριστουγέννων. Το ίδιο σενάριο συνέβαινε και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Θυμάμαι η μάνα μου, στα πλαίσια της αποστολής «κάλαντα», μου φορούσε ένα ζεστό μάλλινο λαδί πουλόβερ με ψηλό λαιμό, από εκείνα τα αμίμητα αριστουργήματα που οι νοικοκυρές της εποχής έπλεκαν με τα χεράκια τους. Συνήθως έκανε κρύο με υγρασία ή έριχνε χιονόνερο την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο καιρός τότε ήταν πραγματικά χειμωνιάτικος και όχι όπως σήμερα που έχουν καταργηθεί οι εποχές και μήνα Γενάρη μπορείς να κυκλοφορείς ακόμη με κοντομάνικο. Τα τρίγωνα που χρησιμοποιούσαμε τότε για να λέμε τα κάλαντα δεν ήσαν τα τελειοποιημένα βιομηχανικής σύγχρονης παραγωγής (κινέζικα σήμερα βέβαια). Μερικές φορές ήταν κάπως ασύμμετρα και χοντροκομμένα, φτιαγμένα από τον σιδερά της γειτονιάς με ότι σίδερο είχε πρόχειρο. Αν μάλιστα δεν ήταν καλοφτιαγμένο το δαχτυλίδι μέσα στο οποίο περνούσε το δάχτυλο που θα το κρατούσε, ο ήχος ήταν πιο μπάσος και υπόκωφος σε σχέση με τα σύγχρονα τρίγωνα που ηχούν τέλεια, σαν αγγελικές καμπανούλες. Και το μικρό σιδερένιο ραβδάκι που δονούσε το τρίγωνο ήταν συχνά χοντροκομμένα φτιαγμένο από ακατάλληλου μήκους παλιοσίδερο. Όμως μέτραγε η όλη μυσταγωγία και κανείς δεν άκουγε τότε προσεκτικά τους ήχους, ούτε οι καλαντιστές αλλά ούτε και οι ακροατές. Εμένα βέβαια, λόγω του ήδη ευαίσθητου μουσικά αυτιού μου, με χάλαγαν οι υπόκωφοι ήχοι των τριγώνων όπως με χάλαγαν ιδιαίτερα και οι φάλτσες φωνές ορισμένων συμμαθητών μου, καλαντιστών της παρέας μας. Το συν-ακρόαμα της ομάδας, λόγω συμμετοχής μερικών  φάλτσων φωνών, αντί για αρμονική συνήχηση παιδικών φωνών συχνά έμοιαζε με αυτό που μάθαμε στην φυσική ως κακόφωνο «διακρότημα». Επειδή όμως «Νους ορά και Νους ακούει» ο «Νους» παρέκαμπτε σκοπίμως την φαλτσαδούρα και άκουγε τέλεια αρμονία και τέλεια μελωδία. Έτσι άλλωστε επέβαλλε το χριστουγεννιάτικο πνεύμα το οποίο εναρμόνιζε τις διαφορές στο όνομα της ζεστής αγάπης και κατάνυξης των ημερών.

Η γειτονιά μας είχε πολλές παραδοσιακές αυλές τότε ακόμη και στα φτωχόσπιτα. Οι μονοκατοικίες ήσαν ακόμη περισσότερες από τις πολυκατοικίες αν και η κυριαρχία του τσιμέντου (των εργολάβων του ακαλαίσθητου) είχε αρχίσει να εξοντώνει τους προαιώνιους νόμους της ομορφιάς. Μπαίναμε ορμητικά να πούμε τα κάλαντα στις αυλές αφού χτυπούσαμε το κουδούνι της εξώπορτας. Θυμάμαι κάποιες βαριές καλότεχνες σιδερόπορτες με ρόπτρο τις οποίες έπρεπε να σπρώξουμε όλοι μαζί δυνατά για να περάσουμε μέσα. Συνήθως η υποδοχή ήταν φιλόξενη αφού κάναμε την προαναγγελία ζητώντας τυπικά την άδεια του σπιτονοικοκύρη: «να τα πούμε;». Πιο σπάνια ορισμένοι μίζεροι και γκρινιάρηδες νοικοκυραίοι απαντούσαν «μας τα ’πανε άλλοι». Συνήθως οι πόρτες άνοιγαν με χαρά και καλή διάθεση. Οι γείτονες έδιναν ότι μπορούσαν βέβαια, το σταθερό ήταν η δραχμή και το δίφραγκο, σπάνια έδιναν και δεκάρες που υπήρχαν ακόμη τότε. Η Ελλάδα ήταν φτωχή το ’70 αλλά η δραχμή είχε μεγαλύτερη αξία πολύ πριν έρθει στο προσκήνιο η οικονομική «φούσκα», η ψευδο-ανάπτυξη και τα δάνεια της μεταπολίτευσης που μας οδήγησαν στη σημερινή κατάντια. Κάποιοι γείτονες δεν έδιναν χρήματα αλλά κερνούσαν νόστιμα σπιτικά μελομακάρονα ή κουραμπιέδες. Οι αυλές και τα σπιτικά μοσχομύριζαν από τα γιορτινά γλυκά. Τα τρώγαμε ευχάριστα, αφού μας είχε κόψει και λίγο η πείνα, μετά από το πρωινό σεργιάνι στο κρύο και στο χιόνι των ημερών. Όμως δεν βλέπαμε τελικά με τόσο καλό μάτι όσους απλά μας τρατάρανε χωρίς να μας δίνουν χρήματα. Βλέπετε περιμέναμε να μαζέψουμε μετρητά για αγορές παιχνιδιών που είχαμε ονειρευτεί και έτσι υπήρχε μεγάλη προσμονή. Θυμάμαι χαρακτηριστικά (αυτό το συμβάν μου έχει μείνει αξέχαστο) ότι σε έναν από τους συμμαθητές μου, μέλος της ομάδος των καλαντιστών, έπεσε στο χώμα ένα μελομακάρονο που του προσέφεραν και προς έκπληξη όλων το μάζεψε, το καθάρισε από το χώμα και το έφαγε χωρίς δεύτερη σκέψη! Φοβήθηκα τότε την αγριότητα του χαρακτήρα του αλλά όταν διηγήθηκα αργότερα το (ανεκδιήγητο) συμβάν στη μητέρα μου εκείνη το δικαιολόγησε με πρόφαση τη μεγάλη ένδεια της οικογένειάς του.

Είχε μπει για τα καλά η μέρα και το φως του ήλιου είχε αρχίσει να αποκτά μεσημεριανή χροιά όταν οι καλαντιστές ξεκινούσαμε πλέον τη μοιρασιά της λείας των χριστουγέννων. Στο δρόμο της επιστροφής έδιναν και έπαιρναν οι συναντήσεις με άλλες αποστολές και οι (αναπόφευκτες βέβαια) συγκρίσεις γύρω από το μέγεθος της λείας που θα έφερναν πίσω οι κυνηγοί-καλαντιστές. Στο σπίτι πίσω μετά το ξεφόρτωμα των πανωφοριών, του κασκώλ, των λασπωμένων υποδημάτων, την αποθήκευση των δραχμών και ένα γρήγορο απολογισμό στη μητέρα ακολουθούσε (ανακουφιστικό) ζεστό ρόφημα και ένα μικρό πρωινό γεύμα. Στη συνέχεια βουτιά κάτω από τη χρωματιστή μάλλινη κουβέρτα για αναπλήρωση των ωρών του ύπνου που χάθηκαν μετά το πολύ πρωινό εγερτήριο. Γλυκιά ζεστασιά και ένας ξένοιαστος ύπνος με όνειρα γεμάτα από χριστουγεννιάτικα δώρα. Τα αλησμόνητα κάλαντα των εποχών της αθωότητας.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ