Life

Tο τροπάριο της Κασσιανής

«Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου και με τα μαλλιά μου θα τα σφουγγίσω, τα ίδια εκείνα ποδάρια που σαν η Εύα κατά το δειλινό τ' ακούσε να περπατάνε, φοβήθηκε και κρύφτηκε»

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τροπάριο της Κασσιανής

Μεγάλη Τρίτη, στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, με τον μεγαλύτερο τρούλο των Βαλκανίων και πολυμελή «επαγγελματική» χορωδία ψαλτών (άντρες και γυναίκες), για ν' ακούσω το ποιητικό εκείνο τροπάριο της Κασσιανής:

«Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, ο έρωτας της αμαρτίας...».

Ούτε θεοσεβούμενος, ούτε ακριβώς Χριστιανός, το γεγονός που ορεγόμουν ήταν μάλλον αισθητικής φύσεως: Οι παρακλήσεις της Κασσιανής («λύγισε τους στεναγμούς της καρδιάς μου»!) να περιίπτανται κυκλικά επάνω από το εκκλησίασμα και να καταλήγουν σε μια μελωδική βοή στη χοάνη του θόλου.

Το πράγμα λοιπόν όσον αφορά τη σχέση μου με την εκκλησία ήταν ξεκάθαρο και έτσι είχε υπάρξει από την αρχή, όταν στα τέσσερα ή πέντε με είχε ντύσει και στολίσει πρώτη φορά η γιαγιά για την εκκλησία. Νομίζω ο όρος "immersive" (εμβαπτιστικός;) έχει εφευρεθεί για να περιγράψει εκείνη ακριβώς την εμπειρία.

Το πέρασμα από το φως του απογεύματος στο ημίφωτο της εκκλησίας, τα μπουκέτα από κεριά να τρεμοπαίζουν ψηλά, την ανατριχίλα στη θέα ενήλικων ανθρώπων να γονατίζουν και να φιλούν τα εικονίσματα. Αυτό δεν το είχα δει να συμβαίνει πουθενά! Κι ύστερα το χρυσάφι και το ασήμι παντού κι εκείνη η βαριά μυρωδιά από λιβάνι που σε λίγωνε και ταυτόχρονα σε προειδοποιούσε να μείνεις σοβαρός και μετρημένος! Η θεατρικότητα, με λίγα λόγια, είχε υπάρξει από την πρώτη στιγμή το κύριο θέλγητρο της εκκλησίας.

Ως εκ τούτου, καμία αντίρρηση δεν είχα όταν με σήκωσε ο παππούς και με πρόσταξε ψιθυριστά να φιλήσω κι εγώ την εικόνα. Σημάδεψα μάλιστα ένα μισοσβημένο σημάδι από κραγιόν επάνω στο γυαλί και ανταμοίφθηκα με τη γλυκιά εκείνη γεύση που ήξερα ήδη από τα φιλιά της θείας Ρόζας.

Τα προβλήματα άρχισαν με τη θεολογία και συγκεκριμένα όταν ο παππούς μου μού έδειξε το ζωγραφισμένο μάτι στον θόλο της εκκλησίας δηλώνοντας απερίφραστα «Αυτό εκεί είναι το μάτι του Θεού». Νόμισα πως το έλεγε στ' αστεία. «Κι όταν δεν είμαστε εμείς εδώ για να μας βλέπει τι κάνει; Κοιμάται;» απάντησα, ανταποδίδοντας το καλαμπούρι. «Αυτό είναι το μάτι του Θεού και σε βλέπει όπου κι αν είσαι και ξέρει άμα είσαι καλό παιδί ή όχι!» επέμεινε ο παππούς απολύτως σοβαρά. Δεν μπορούσα να ασπαστώ την ιστορία του έτσι αβασάνιστα. «Παππού, αυτό είναι το ταβάνι!» του δήλωσα με τη σειρά μου κι εκείνος, όπως έκανε πάντα όταν τον δυσαρεστούσα, έστριψε το κεφάλι από την άλλη μεριά και παρέμεινε σιωπηλός.

Δεν μου πήρε πολύ για να σκαρφιστώ έναν τρόπο να τεστάρω την αλήθεια. Με αρκετές επιφυλάξεις είναι η αλήθεια, έδωσα μια κρυφή μούτζα στο πλησιέστερο εικόνισμα (νομίζω την έφαγε ο Αι-Γιάνης ο Πρόδρομος). Περίμενα αλαφιασμένος κάποια αντίδραση, ένα ράγισμα στο πάτωμα του ναού, μια ξαφνική κραυγή. Τίποτα, κενό. Επανάληψη. Ο κόσμος συνέχισε στην τροχιά του. Την τρίτη φορά ο κρυφός στόχος ήταν το ίδιο το Μάτι... Ε, ούτε που ανοιγόκλεισε. Πλήρης ατιμωρησία! Δεν είχα ιδέα γιατί έβγαζε ο παππούς τέτοια παραμύθια απ' το κεφάλι του, πάντως εγώ που τον αγαπούσα, τον είχα ήδη συγχωρήσει. Ανακουφισμένος που είχα ξεφορτωθεί από πάνω μου τον επουράνιο σπιούνο, χώθηκα στην αγκαλιά του προγεννήτορα και αφέθηκα να με πάρει ο ύπνος.

Πενήντα χρόνια αργότερα, στον κατάμεστο ναό του Παντελεήμονος βλέπω να επαναλαμβάνεται η ίδια θεατρική τελετουργία μόνο που ο θίασος φέρει πλέον επάνω του τα σημάδια του χρόνου. Μέσος όρος ηλικίας του εκκλησιάσματος γύρω στα εβδομήντα, σώματα άβολα συμβιβασμένα με τα ξύλινα καθίσματα, εκφράσεις απλανείς. Κανένα από τα πρόσωπα που επάνω τους ακουμπάω τα μάτια δεν αντιγυρίζει ένα βλέμμα φίλιο ή πράο η καλωσοριστικό, ενώ αντίθετα δεν λείπουν η στρυφνότητα και η καχυποψία. Λες και οσμίζονται επάνω μου την αύρα του εικονοκλάστη.

Παρ' όλα αυτά, η χορωδία κάνει τη δουλειά της επάξια, ο θόλος όντως δέχεται τα λόγια της Κασσιανής σε ανεπαίσθητες επιστρώσεις που σβήνοντας αλληλλοεπικαλύπτονται: «Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου και με τα μαλλιά μου θα τα σφουγγίσω, τα ίδια εκείνα ποδάρια που σαν η Εύα κατά το δειλινό τ' ακούσε να περπατάνε, φοβήθηκε και κρύφτηκε».

Η γνώση ότι τα ίδια λόγια επαναλαμβάνονται σ' εκατοντάδες εκκλησίες, το ίδιο το σκηνικό και ο αιωρούμενος χρόνος του, μου επιτρέπουν να ακουμπήσω επάνω τους και να χαλαρώσω, ενθαρρύνουν μια διεύρυνση εσωτερική όπου ανασαίνουν χαλαρά συνειρμοί για την πρώτη εκείνη φορά με τον παππού και το Μάτι, για όλα τα εκκλησιάσματα μισού αιώνα, εκούσια και ακούσια, για τα πάντα και για το τίποτα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ