Μουσικη

The Roots

… and then you shoot your cousin (***)

max.jpg
Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 487
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
70811-157394.jpg

Ο Μάκης Μηλάτος κάνει δισκοκριτική στη στήλη του Various Artists.

Βία, φόβο, φτώχεια, απελπισία. Αυτά παράγει πια και μάλιστα σε «βιομηχανικό» επίπεδο ο –κάποτε ανθρωποκεντρικός– δυτικός πολιτισμός. Ξεβράζει φτωχούς και καταφρονεμένους με την ίδια ταχύτητα που ένα εργοστάσιο βάζει καπάκια σε μπουκάλια αναψυκτικών, ξεκοιλιάζει κοτόπουλα ή φτιάχνει ξυλόβιδες σε μαζική παραγωγή, ιδανικές για τα φτηνά φέρετρα όσων πεθαίνουν στο δρόμο ή αυτοκτονούν με τη θηλιά που τους πέρασε στο λαιμό ο ακραίος καπιταλισμός που έχει επικρατήσει. Οι ανθρωπιστικές κατακτήσεις χρόνων χάνονται σε ένα λεπτό, ο «υπέροχος άνθρωπος» της δυτικής διανόησης γίνεται φοβισμένο ανθρωπάκι που χρωστάει στην εφορία, που παρακολουθείται, που δεν αισθάνεται να έχει προοπτική και η λέξη μέλλον είναι ένα αστείο για χαρτορίχτρες. Σε αυτό το περιβάλλον το hip-hop έχει αποτύχει παταγωδώς και στην Αμερική των εκατομμυρίων νεόπτωχων δεν βρήκε να πει κουβέντα. Στη «γενοκτονία» των αγροτών, στη συστηματική φτωχοποίηση της μαύρης φυλής, στην πρόσφατη καταστροφή της αμερικάνικης μεσαίας τάξης και στο «διωγμό» από τα σπίτια τους, το hip-hop έμεινε –στην ουσία– αμέτοχο.

Οι The Roots ήταν πάντα μια «διαφορετική περίπτωση» από όσα γενικά επικρατούν στο χώρο του αμερικάνικου hip-hop. Τραβάνε το δικό τους δρόμο, έχουν σπουδαία αλλά και μέτρια άλμπουμ, έχουν τις απόψεις και το όραμά τους και δεν παρεκκλίνουν απ’ αυτά, και προσέρχονται πάντα στη μουσική με δημιουργική διάθεση. Με άλλα λόγια, οι Roots είναι πραγματικοί καλλιτέχνες σε ένα χώρο που είναι πια πολύ ξιπασμένος και παίζει ξεδιάντροπα το παιχνίδι αυτών τους οποίους –υποτίθεται– γεννήθηκε για να πολεμάει. Μετά από τη συνεργασία τους με τον Elvis Costello, που φανέρωσε τη σπουδαία «μαστορική» τους και μετά το «Undun» (που κι αυτό ήταν κόνσεπτ), οι Roots δημιουργούν ένα ακόμη concept album μικρής διάρκειας αλλά μεγάλης ηθικής αξίας. Με σαρκασμό, με χιούμορ, με σατυρικό τρόπο, με πικρή γεύση, με μελαγχολική διάθεση και απελπισία αγγίζουν τα θέματα της βίας και της φτώχειας στις ΗΠΑ, αλλά και του hip-hop μικρόκοσμου και του ρόλου που (δεν) έπαιξε σε όσα συμβαίνουν σε αυτή τη χώρα που σκοτώνει τα παιδιά της ή τα αφήνει να σκοτώνονται.

Με τον τίτλο του άλμπουμ παρμένο από ένα τραγούδι των KRS-One, με τους δικούς τους στίχους να θρηνούν: «Γεννήθηκα σε μια απρόσωπη όαση, εκεί που λαοί εξαφανίζονται και δεν αφήνουν κανένα ίχνος» ή να διαπιστώνουν πως «ο διάβολος μοιάζει πολύ όπως εσείς κι εγώ», με αναφορές στον περίφημο «ήχο της Φιλαδέλφεια» (απ’ όπου και η καταγωγή τους άλλωστε) αλλά και στη soul παράδοση γενικότερα, με τη φωνή της Nina Simone να ακούγεται στην αρχή του άλμπουμ, με jazzy πιάνα και κομψά μελαγχολικά πρελούδια, με δάνειους ήχους που φτάνουν από το πιάνο της Mary Lou Williams μέχρι τον Γάλλο πειραματιστή Michel Chion, με ένα σωρό γνωστούς φίλους να κάνουν φωνητικά, υποδυόμενοι στην ουσία τους περιθωριοποιημένους ήρωες αυτού του άλμπουμ/διηγήματος και μ’ ένα εξώφυλλο που θυμίζει Πικάσο και ανήκει στον αφροαμερικάνο καλλιτέχνη και ακτιβιστή Romare Bearden, σίγουρα δεν είναι ένα τυπικό hip-hop άλμπουμ αλλά πολλά περισσότερα που αξίζει να ανακαλύψεις με πολλές και κατ’ ιδίαν ακροάσεις.

n

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ