Βιβλιο

Θοδωρής Πανάγος: «Δεν μπορούμε να σώσουμε κανένα»

Από τον εφήμερο σχολιασμό του fb σε έναν φιλοσοφικό στοχασμό για τη ζωή

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 786
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θόδωρος Πανάγος
© Χριστίνα Δενδρινού

Συνέντευξη με τον Θοδωρή Πανάγο για το βιβλίο του «Η Κώµη» (εκδ. Σόκολη) και το πώς μπορεί κανείς να μάθει να αγαπάει τον εαυτό του και να τον συγχωρεί

Μια φράση βγαλμένη απ’ τη ζωή και πάντως ένα χαρακτηριστικό ευφυολόγημα που λειτουργεί συχνά ως επωδός στις αναρτήσεις του: «Δεν μπορούμε να σώσουμε κανένα». Κι αν στην περίπτωση του Θόδωρου Πανάγου δικαιούμαστε να μιλάμε για την έντονη παρουσία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι γιατί μέσα από το ακαριαίο χιούμορ, τη λεπτή ειρωνεία ή έναν πνευματώδη σαρκασμό, συγκροτεί αυτό τον ιδιότυπο κορμό από παραδοξολογίες που αναδεικνύουν την ίδια την παραδοξότητα της κοινής μας ζωής. Μια διεισδυτική ματιά στο επίκαιρο που χάνεται για να επιστρέψει πανομοιότυπα εξουθενωτικό –«κανείς δεν είναι ασφαλές»–, με όχημα πάντα το ύφος της γραφής και ένα παιχνίδι με τη γλώσσα. Συναντηθήκαμε για να μιλήσουμε για μια άλλη, διαφορετική πλευρά του, όπως μας φανερώνεται από το πρώτο του μυθιστόρημα «Η Κώμη» (εκδ. Σόκολη). Θα εκπλαγούν όσοι τον γνωρίζουν από το Φέισμπουκ διαβάζοντας το μυθιστόρημά του;  

«Νομίζω ότι κάποιος που με γνωρίζει από τα κοινωνικά δίκτυα, στο βιβλίο σίγουρα θα δει κάτι άλλο. Η φόρμα του στάτους αφορά σε κάτι μικρό, συγκεκριμένο και εξωστρεφές, η ανάγνωση έρχεται σχεδόν αυτόματα με τη γραφή, υπάρχει μια αμεσότητα. Όπως άμεσα έρχεται και η επιβράβευση ή η αποδοχή, καταλαβαίνεις σε δευτερόλεπτα αν άρεσε αυτό που έγραψες, αν άγγιξε. Το μυθιστόρημα είναι ένα οικοδόμημα απείρως μεγαλύτερο και στέρεο, εκεί αναδύονται τα βαθιά και βραδυφλεγή που θέλω να εκφράσω, είναι μια εσωτερική διαδικασία που μου δίνει πολύ μεγάλη ευχαρίστηση».    

Στην περίπτωση των στάτους παρατηρεί κανείς μια κοφτερή ματιά και με συνέπεια απέναντι σε όσα καλούμαστε κάθε στιγμή να πάρουμε θέση. Εδώ είναι μια καλοσύνη που ξεχωρίζει, μια επικράτεια κατανόησης για το πόσο μοιάζουμε εμείς οι άνθρωποι, πόσο κοινή είναι η μοίρα που μας δένει, αλλά και το πώς μπορεί κανείς να νικήσει τους φόβους του και να εμπιστευτεί πρώτα από όλα τον εαυτό του.

Tου λέω ότι στην «Κώμη» μου άρεσε πολύ αυτό το εξόχως παρατηρητικό βλέμμα που αποτυπώνει την ανθρώπινη κατάσταση στις πιο εσωτερικές της πτυχές και παράγει στοχασμό. ∆ιαβάζοντας μπορεί κανείς να απομονώνει μια σειρά από αφορισμούς που φτιάχνουν ένα είδος πρακτικής σοφίας για τη ζωή. Η «Κώμη» είναι η ιστορία μιας μεταμόρφωσης και δείχνει έναν δρόμο για το πώς μπορεί κανείς να μάθει να αγαπάει τον εαυτό του, να τον αντέχει και να τον συγχωρεί – πώς να αντιμετωπίζουμε τα λάθη μας με γενναιότητα και να προχωράμε. ∆εν μοιάζει με έναν δρόμο που όλοι ιδανικά αναζητούμε;    

♦ «Πώς αντιμετωπίζετε τον φόβο, τι φοβάστε να χάσετε και τι να μάθετε, τι μπορεί να σας φθείρει και τι να σας διαλύσει; (…) Οι άνθρωποι είναι σχεδόν ίδιοι, με τις ίδιες οδύνες, με τους ίδιους φόβους, το ίδιο δυστυχείς και το ίδιο βαθιά ανθρώπινοι».   

― Η ιστορία είναι μια αλληγορία που μιλάει για τους ανθρώπους που είμαστε και για τη συμβίωσή μας με τους άλλους. Και το κάνει κατασκευάζοντας έναν μη τόπο, που είναι η Κώμη. Τι είναι η Κώμη;   

Η Κώμη είναι μια αποικία Ελλήνων άγνωστο πού, σε υψηλό υψόμετρο, την οποία έχουν ιδρύσει οι Πατέρες. Εκτός των πυλών, στο βουνό, φύεται ένα φυτό εξαιρετικά σπάνιο, το οποίο οι κάτοικοι πρέπει να συλλέγουν, κι αυτό εξασφαλίζει αφθονία στην κοινότητα. Ωστόσο η συγκομιδή ενέχει τον θανάσιμο κίνδυνο να τους κατασπαράξουν κάποια ιερά θηρία που, ως μέρος του οικοσυστήματος, οι κάτοικοι υποχρεούνται να μην πειράξουν. Ο ήρωας σε μια συγκομιδή σκοτώνει ένα από τα θηρία και εξορίζεται από την Κώμη στην Ελλάδα σε νεαρή ηλικία, όπου καλείται να ζήσει σε έναν άγνωστο για εκείνον κόσμο. Όταν μετά από χρόνια πεθαίνει ο Κοινοτάρχης, που ήταν ο πατέρας του, επιστρέφει με το δίλημμα αν θα δεχτεί να ηγηθεί της κοινότητας, μια απόφαση που μένει να πάρει στο τέλος της ιστορίας.    

Θόδωρος Πανάγος
© Χριστίνα Δενδρινού

♦ «Όταν ζεις σε έναν κόσμο, και είναι ο μόνος κόσμος για σένα, αδυνατείς συχνά να αμφισβητήσεις τα καταστατικά στοιχεία αυτού του κόσμου. Κι όταν το κάνεις, γεμίζεις οδύνη και αβεβαιότητα (…) Οι άνθρωποι δεν τολμούν να αναθεωρήσουν τα συστατικά στοιχεία της ύπαρξής τους»  

― Ο ήρωας καταφέρνει όχι μόνο να επιβιώσει αλλά και να βρει μια πιο αληθινή συνθήκη ύπαρξης. Επιστρέφει στην Κώμη με τη σοφία που έχει αποκτήσει, η ιστορία του είναι η ιστορία μιας μεταμόρφωσης.    

Η ιστορία ξεκινάει με το ταξίδι της επιστροφής του ήρωα με το αεροπλάνο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Μέσω μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης που μας φανερώνει τι σκέφτεται κάθε στιγμή, σε ένα συνεχές φλας μπακ από τα χρόνια της Κώμης στα χρόνια της εξορίας, παρακολουθούμε σε ζωντανό χρόνο την πορεία της μεταμόρφωσής του. Πώς μέσα από μια περιπέτεια πολύ απαιτητική ψυχικά οδηγείται σε μια ηθική επαναξιολόγηση όσων έχει μάθει, μαθαίνοντας να καλλιεργηθεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και να αντλεί ευχαρίστηση και ζεστασιά από την επαφή του με τους ανθρώπους και τον κόσμο.    

♦ «Ακόμα κι αν δεν συμβαίνει συχνά, η ζωή μας μερικές φορές γίνεται ένας βαθύς μανιασμένος ωκεανός, για λίγο ή για πάντα».   

― Ο φόβος ακολουθεί τον ήρωα. Ο φόβος δεν είναι ένα πρωταρχικό συναίσθημα της ανθρώπινης συνθήκης, γενικότερα;  

Εκτός των πυλών υπάρχει μόνο συγκομιδή και θάνατος και ο μόνος τρόπος να επιβιώνει η Κώμη είναι να θεωρεί δεδομένο ότι θα φοβάται τη φθορά, το βουνό, τα θηρία. Όταν ο ήρωας διαπράττει το προπατορικό αμάρτημα και εξορίζεται, φοβάται το πολυτελές ξενοδοχείο που του έχουν εξασφαλίσει για τον πρώτο καιρό, φοβάται το σχολείο, φοβάται τους ανθρώπους, είναι καχύποπτος και εσωστρεφής. Οι άνθρωποι συχνά φοβόμαστε, μήπως δεν μας καταλάβουν, μήπως δεν είμαστε αρεστοί, μήπως δεν είμαστε αρκετοί. Συχνά μεγαλώνουμε με τον φόβο, κι οι φόβοι μας περνούν στα παιδιά μας, κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, αλλάζουν αντικείμενα και μορφές, μεταβιβάζονται, κι ούτε καν έχουμε επίγνωση αυτού του πράγματος, πώς οι φόβοι μας μπορεί να είναι αναγωγές παλιότερων φόβων. Είναι εξαιρετικό πεδίο παρατήρησης, τι προεξέχει στις συμπεριφορές των ανθρώπων, στις αντιδράσεις τους, και το βιβλίο αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν παρατήρησης.   

♦ «Όταν χάνεις τόσο συντριπτικά και συνεχίζεις να υπάρχεις και να παίζεις και να αγωνίζεσαι, ταυτόχρονα κερδίζεις κάτι καινούργιο. Μπορείς να μετασχηματίσεις τη συντριπτική ήττα σε κάτι ωφέλιμο. (…) Όσο δεν απαισιοδοξείς και δεν εγκαταλείπεις έχεις την ευκαιρία να βγεις νικητής».   

― Όταν κλονίζονται οι βεβαιότητές μας, πρέπει να μάθουμε ξανά να εμπιστευόμαστε.   

Ο ήρωας είναι κάποιος που ρίχνεται σε έναν κόσμο που δεν ξέρει τίποτα για αυτόν, δεν έχει κανένα εφόδιο και καμία γνώση, γιατί έχει μεγαλώσει σε ένα κλειστό σύστημα που λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Υπερβαίνοντας την καχυποψία του για όσα δεν γνωρίζει,  προσαρμόζεται, βρίσκει πράγματα που τον ενδιαφέρουν, μορφώνεται, ερωτεύεται, μαθαίνει να αντιμετωπίζει την απώλεια, και επιστρέφει με τη σοφία που έχει κατακτήσει, πολύ πιο πλήρης. Είναι μια μετακίνηση από μία κατάσταση άγνοιας, σε μία κατάσταση γνώσης για τον εαυτό του και τον κόσμο. Το να χάνουμε τις βεβαιότητές μας είναι από τις πιο απαιτητικές συνθήκες ψυχικά που μπορεί να μας παραλύσουν. Ιδανικά μακάρι να μην ήταν έτσι η ζωή μας, αλλά μοιάζει κάπως να είναι, είναι πολλές οι φορές που απαιτείται να επιδείξουμε ψυχική γενναιότητα, χρειάζονται μετακινήσεις επειδή συχνά πηγαίνουν στραβά τα πράγματα.    

♦ «Η πραγματικότητα μετά τις αποφάσεις ξεδιαλύνει ένα σωρό ανοησίες, γρήγορα και ξαφνικά, από μόνη της. Και το κάνει, άγαρμπα, αδήριτα (…) Ενίοτε προχωράμε στην καταστροφή χαμογελώντας, έχοντας πλήρη άγνοια για αυτό που έρχεται».   

― Κι όταν συμβαίνουν στραβά τα πράγματα, αυτό ενίοτε μπορεί και να μας οδηγήσει σε εσωτερικές αλλαγές.     

Το έναυσμα για να αλλάξει ο ήρωας είναι κάτι πολύ τρομακτικό που του συμβαίνει, χωρίς μάλιστα να έχει συναίσθηση του επικείμενου κινδύνου. Συντρίβεται από μια αίσθηση παντοδυναμίας που τον οδηγεί στην καταστροφή. Και πολλές φορές χάνουμε το μέτρο γιατί υπερέχει η ανάγκη να νιώσουμε μεγάλοι και τρανοί, όμορφοι και αιώνιοι, ενώ είμαστε σε πλάνη για τα πράγματα. Το τι τρομακτικό μπορεί να έχει συμβεί στον καθένα είναι διαφορετικής τάξης και διαβάθμισης, αλλά όλοι έχουμε σκοτεινές πλευρές, όλοι έχουμε περπατήσει σε περιοχές του φόβου, ή έχουμε κληθεί να αντέξουμε, να προχωρήσουμε, να επιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας, όλοι έχουμε διακινδυνεύσει. Και, ναι, κάτι που κυλάει απρόσκοπτα δεν μας μεταμορφώνει, ένα οριακό γεγονός μπορεί να αποτελέσει συμβάν μετακίνησης. Η ήττα στη ζωή μπορεί να είναι κάτι εξελικτικό, αν το εκμεταλλευτούμε και αν σταθούμε τυχεροί. Αν δούμε τι έφταιξε, αν δούμε τις ευθύνες μας, αν μας συγχωρήσουμε, μπορούμε να συνεχίσουμε για τις επόμενες νίκες ή και ήττες.   

♦ «Να μαθαίνεις να αγνοείς το τεράστιο και να δίνεις βάση στο μικρό και όμορφο. Να μη θέλεις να είσαι  θλιμμένος άνθρωπος. Γιατί η θλίψη σε περιδινεί, σε πάει όπου επιθυμεί, τίποτα δεν είναι στις δυνάμεις σου. (…) Να μας διαφυλάξουμε με κάθε τρόπο από τον εγκλωβισμό σε μια πραγματικότητα που δεν επιθυμούσαμε εξαρχής».   

Να προσπαθούμε να κρατάμε αυτό που μας εξυπηρετεί ψυχικά, που μας φροντίζει, κι όχι αυτό που μας αποδυναμώνει

― Ο ήρωας μαθαίνει ότι υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος, αγάπης και πληρότητας. Μας δείχνει έναν δρόμο από την περιφρόνηση για τη ζωή, σε μια κατάφαση.   

Ο ήρωας μας δείχνει πώς μπορεί κανείς να βρει έναν δρόμο πιο προσωπικό. Πώς να μάθει να στέκεται ανάμεσα στο τι φέρνουν οι άνθρωποι και ο χρόνος, και στο τι τελικά επιλέγει να νιώθει εκείνος για αυτά. Αλλά αυτός είναι ήρωας βιβλίου, εμείς θέλουμε περισσότερη δουλειά. Είναι ωστόσο χρήσιμο να στοχεύουμε εκεί, γιατί συχνά έρχονται ανάποδα τα πράγματα στη ζωή μας. Το να εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας σε αυτοματισμούς μπορεί φαινομενικά να απαιτεί λιγότερη προσπάθεια, στην πραγματικότητα όμως ενέχει πολύ περισσότερη φθορά τελικά. Ιδανικά, μπορούμε να επεμβαίνουμε στο ψυχικό αποτύπωμα των εξωτερικών πραγμάτων μέσα μας, ώστε να μην είμαστε έρμαια όσων φθάνουν σε εμάς. Να προσπαθούμε να κρατάμε αυτό που μας εξυπηρετεί ψυχικά, που μας φροντίζει, κι όχι αυτό που μας αποδυναμώνει. Ιδανικά, θα με ευχαριστούσε, αν κάποιος αναγνώστης μπορούσε κάτι να πάρει από τον τρόπο του ήρωα, που μαθαίνει να αποκομίζει γνώσεις και να αναπτύσσει προσόντα από την προσπάθειά του. Που μαθαίνει να συγχωρεί τον εαυτό του, να τον αγαπάει και να τον αντέχει, να αντέχει τη μέρα και τη ζωή του, να χαίρεται κάθε τι μικρό και να ξεχωρίζει τι επιθυμεί και τι όχι. Να στέκεται όρθιος ψυχικά, αντάξιος των περιστάσεων και των απαιτήσεων. Είναι ένας δρόμος δυνητικά για όλους, ένα παράδειγμα προσέγγισης του το πώς θα μπορούσαμε να είμαστε πιο ελεύθεροι, πιο ευτυχείς, πιο πλήρεις. Όλα αυτά τα όμορφα και σπάνια πράγματα.   

♦ «Η ματαιοπονία κάποιου που θα προσπαθούσε να εξηγήσει ένα σύμπαν πραγμάτων σε κάποιον με τον οποίο δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, που οι κόσμοι τους έχουν υπάρξει τελείως διαφορετικοί».   

― Το ερώτημα απαντάται στο τέλος και είναι κομβικό. Τελικά, μπορούμε να σώσουμε τους άλλους;   

Ο ήρωας μπαίνει σε μια αμφιθυμία, αν θα βοηθήσει τους κατοίκους της Κώμης να καταλάβουν, να τους προσφέρει το δικό του βλέμμα. Ο κόσμος τους είναι ένας κόσμος ολοκληρωτικά πλανημένος, χωρίς ίχνος αγάπης και επιλογής, όμως οι ίδιοι έχουν συνολική άγνοια του εαυτού τους και των επιθυμιών τους, των δικών τους και των άλλων. Μάλλον θα θεωρήσει μάταιο να μπει στη διαδικασία να τους αλλάξει. ∆εν μπορούμε να σώσουμε κανέναν. Αλλά τι είναι σωτηρία; Μπορεί κάποιος να σωθεί αν δεν το θελήσει ο ίδιος για τον εαυτό του; Ωστόσο μερικές φορές αξίζει να μπαίνουμε στη διαδικασία να βοηθάμε τους άλλους, σαν να μπορούμε να τους σώσουμε. Δεν ξέρω αν μπορούμε, αλλά ίσως και να αξίζει κάποιες φορές.     

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ