Βιβλιο

Όταν ο Ευθύμης Φιλίππου συνάντησε τον Σπύρο Στάβερη

Δύο κόσμοι μέσα σε ένα βιβλίο. Το «Όταν, Όταν.» με κείμενα του Ευθύμη Φιλίππου και εικόνες του Σπύρου Στάβερη.

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 654
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
panikoval-653-photo-spyros-staveris.jpg
©Σπύρος Στάβερης

● ● ● Πριν χρόνια, παραμονές Χριστουγέννων, έφτασε στα χέρια μου ένα δώρο από μία διαφημιστική εταιρεία, ένα ανυπόγραφο βιβλίο που, ας πούμε, διαφήμιζε το στιλ της και την ατάκα της, με έναν πολύ ιδιαίτερο, μοντέρνο τρόπο. Είχε ωραίο, σκληρό, υφασμάτινο σκούρο μπορντό εξώφυλλο, γιορτινό, και χρυσά γράμματα στον τίτλο που έγραφε «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες». Μέσα, οι σελίδες του ήταν κενές, λευκές – ή μάλλον ροζ. Όλες όλο ροζ. Μόνο σε μερικές υπήρχαν σε μελετημένα σημεία, στις γωνίες ή στο κέντρο, παλιές λιθογραφίες, χέρια, μάτια, ποδήλατα, έλκηθρα, εικόνες παλιών εκτυπώσεων βικτοριανής εποχής, από αυτές που αγαπούν να διαλέγουν από τους καταλόγους οι γραφίστες. Μαζί, και μία ακαριαία ατάκα σε κάθε σελίδα. Σύντομες, μονολιθικές φράσεις που έμοιαζαν καθημερινές, εξομολογητικές, σε πρώτο πρόσωπο, αλλά είχαν μία υπέροχη ανατροπή μέσα τους. Έναν υπερρεαλιστικό τρόπο να σου ακυρώνουν το χριστουγεννιάτικο mood, τη θαλπωρή και τη σύμβαση. Αυτό το βιβλίο έγινε ένα από τα αγαπημένα μου, στις σελίδες του ζωγράφισα και σημείωσα πράγματα πολύ δικά μου – με έναν τρόπο ταίριαξε απόλυτα η ζωή μου, τότε, με εκείνες τις αναποδογυρισμένες «εορταστικές» σελίδες του βιβλίου.

● ● ● Μερικά χρόνια αργότερα, το 2009, εντελώς απρόοπτα, γνώρισα τον Ευθύμη Φιλίππου – εκείνες τις μέρες τελείωναν με τον Λάνθιμο τα γυρίσματα του «Κυνόδοντα». Πολύ ευγενικός, μου χάρισε το βιβλίο του που μόλις είχε κυκλοφορήσει τότε, «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα». Ξεφυλλίζοντας την επιμελημένη, στρωτή, όμορφη έκδοση, μικρή σε σχήμα να την κρατάς εύκολα μαζί σου, διαβάζοντας σκόρπιες φράσεις, ένιωσα αδιόρατα την ίδια αίσθηση που μου είχε προκαλέσει εκείνο το χριστουγεννιάτικο βιβλίο. Τον ρώτησα και, ναι, είχα δίκιο, ο Ευθύμης ήταν ο άνθρωπος που είχε δημιουργήσει εκείνο το ασυνήθιστο χριστουγεννιάτικο δώρο.
Έτσι άρχισα να αγαπάω τη γραφή του Φιλίππου και τον τρόπο που την εκδίδει μέσω της κομψής, βραβευμένης και επιλεκτικής εκδοτικής ΜΝΡ: έναν φινετσάτο, φιλολογικό τρόπο, με σκληρό υφασμάτινο εξώφυλλο, με γραμματοσειρές Times New Roman και Gill Sans σε ωραίο, βαρύ χαρτί Munken Lynx των 120 γραμμαρίων. Είναι φοβερό πόσο κοντά μπορεί να σε φέρει με κάποιον άνθρωπο μία γραμματοσειρά τη σωστή στιγμή.

● ● ● Το «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα» έγινε το αγαπημένο μου βιβλίο του, έχει έναν καταιγιστικό λόγο που σου παγώνει το αίμα και ταυτόχρονα κάνει να ξεσπάει το διάφραγμά σου σε τρελό γέλιο.
Με τον «Δημήτρη», το άλλο του βιβλίο του 2015, αφιερωμένο στον μεγάλο τραγουδιστή Δημήτρη Μητροπάνο, με θραύσματα αναμνήσεων και συζητήσεων με και για αυτόν, άρχισαν να μπαίνουν και φωτογραφίες ανάμεσα στα κείμενα του Ευθύμη. Λεπτομέρειες σημαντικές για τη στιγμή: ένα χέρι στον αέρα κρατώντας ένα μικρόφωνο, ένας αναπτήρας επάνω σε ένα τραπέζι.

«Όταν, Όταν.». Κείμ.: Ευθύμης Φιλίππου - Φωτογραφίες: Σπύρος Στάβερης
● ● ● Τώρα ήρθε ένα άλλο βιβλίο από τον Ευθύμη σε συνεργασία με τον αγαπημένο φωτογράφο, Σπύρο Στάβερη, και πάλι σε μία προσεγμένη έκδοση των ΜΝΡ που βάζει εικόνες δίπλα στα κείμενά του. Το «Όταν, Όταν.», μαύρο με κατακόκκινα γράμματα στο εξώφυλλο, έχει συγκεντρωμένα παλαιότερα και νέα κείμενα του Ευθύμη μαζί με μία συλλογή φωτογραφιών του Σπύρου Στάβερη. Διηγήματα, στίχοι, θεατρικά έργα και συνεντεύξεις, ελεύθερα όλα χωρίς χρόνο, θέμα και ύφος, που ακολουθούνται από τις πάντα εγκάρδιες, αυθόρμητες φωτογραφίες του Στάβερη. Δύο κόσμοι μέσα σε ένα βιβλίο. Βάλθηκα να προσπαθώ να βρω τρόπο να ενώσω αυτά τα δύο έργα, ήταν μία απολαυστική εμπειρία γεμάτη μεταφορές και υπερρεαλιστικές σκέψεις. Ο Φιλίππου γράφει με μία κατατονική απλότητα για πράγματα καθημερινά σαν τις ατάκες στις ταινίες του, που οδηγεί σε μία φλυαρία γεμάτη σιωπές και ποίηση, σαν αυτή που θα άκουγες κρυφά σε οποιοδήποτε σπίτι, σε κάθε οικογενειακό τραπέζι. Σκόρπιες κουβέντες, μέσα από τα δόντια, που οδηγούν συνειρμικά σε σενάρια που χάνονται αυτόματα στον αέρα. Υποδόρια αστείες, με κυνικό χιούμορ και το συναίσθημα της καθημερινότητας, μία αγάπη στεγνή, λιτή και αληθινή. Σαν γάβγισμα σκύλου.

Α, ναι, ο Ευθύμης Φιλίππου συχνά μέσα στα κείμενά του βάζει να υπάρχουν σκυλιά – κι ο Κυνόδοντας άλλωστε τι είναι;

● ● ● Κάπως έτσι είδα και τις φωτογραφίες του Στάβερη. Με ένα πλούσιο συναίσθημα, ακαριαίες στιγμές της ζωής που περνάει από μπροστά σου σαν παρέα πιτσιρικάδων μέσα σε αυτοκίνητο, Σαββατόβραδο – μέσα σε 10 δευτερόλεπτα τους έχεις χάσει από μπροστά σου και μένεις να κάνεις στο μυαλό σου ιστορίες. Ένα γάβγισμα σκύλου σε ένα μπαλκόνι. Φώτα ομίχλης σε παραλία, νύχτα. Ένα χαμόγελο στο δρόμο, μία συναυλία, μία κατάληψη. Τα 80s, τα 90s, παλιές και νέες φωτογραφίες φυλαγμένες σε κουτιά παπουτσιών.

Νομίζω εκεί βρίσκεται η χρυσή τομή στο «Όταν, Όταν»: η νοσταλγία, το ακαριαίο συναίσθημα, η ανατροπή αυτού που νομίζεις συνηθισμένο, καθιερωμένο σαν τα Χριστούγεννα.

● ● ● Βρείτε τον τρόπο που συνυπάρχουν – η φωτογραφία του Σπύρου Στάβερη με τον σκύλο, και το «Ε, σκύλε», ένα από τα κείμενα του Ευθύμη Φιλίππου: «Ε, σκύλε. Μην περπατάς μπροστά μου όσο ξεκουράζομαι γιατί μου κρύβεις τη θέα στις φτέρες και μου λερώνεις το καθαρό τσιμέντο, που μόλις έχω πλύνει. Ξεκουράζομαι γιατί η μέρα είναι δύσκολη. Και η νύχτα που πέρασε επίσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν κοιμήθηκα καλά και το πρωινό που πήρα δεν ήταν αρκετό για να μου χαρίσει τη διαύγεια που χρειάζομαι. Όσο δούλευα, έτρωγα αμύγδαλα και κουνούσα το δεξί μου πόδι κάτω από το γραφείο και κάπως έτσι περνούσε η ώρα. Αυτό που ένιωσα μόλις έκλεισα την πόρτα του γραφείου πίσω μου ήταν συγκίνηση, για όλα αυτά που έχω καταφέρει. Ποιος μπορεί να μου πει ότι δεν υπήρξα άξιος και να το αποδείξει με επιχειρήματα; Κανένας.

Ε, σκύλε, μην κοιμάσαι εκεί που δεν έχει σκιά γιατί μου θυμίζεις το περσινό καλοκαίρι. Αρκετά μεσημέρια πέρυσι το καλοκαίρι ο ήλιος δεν έφευγε με τίποτα κι όλοι κοιμόμασταν εκεί που δεν έχει σκιά. Μιλάγαμε μεταξύ μας, γελάγαμε μερικές φορές με πράγματα που ήταν αστεία και φλυαρούσαμε. Τα χόρτα του βουνού τα τρώγαμε με λεμόνι. Τα ψάρια της θάλασσας επίσης. Τα μακαρόνια όχι.

Ε, σκύλε, μη γαβγίζεις και μη σκοτώνεις γάτες γιατί δεν έχει κανένα νόημα. Δεν τελειώνουν ποτέ οι γάτες. Όλο γίνονται κι άλλες, με το που θα γυρίσεις το κεφάλι σου.

Ε, σκύλε, σταμάτα να μου γλείφεις τα πόδια κι άμα θες να μου δείξεις την ευγνωμοσύνη σου, μάθε να μιλάς ή τρέξε μέχρι εκεί και φέρε το κουκουνάρι που σου πέταξα πριν δέκα χρόνια. Ήσουν μικρός τότε κι εγώ ήμουν πιο αδύνατος και σου πέταξα ένα κουκουνάρι, αλλά εσύ δεν κουνήθηκες από τη θέση σου, μόνο κοίταζες μια το χέρι σου και μια την ομπρέλα δίπλα στις ξαπλώστρες. Ύστερα εγώ μπήκα στη θάλασσα και κάθισα για αρκετή ώρα βουτώντας το κεφάλι μου κάθε πέντε λεπτά στο νερό για να δροσιστώ λίγο. Ένα ζευγάρι κοιμόταν πάνω στην προβλήτα δεξιά και είχαν τυλίξει τα σώματά τους με πετσέτες. Καβούρια μικρά και μεγάλα κατέβαιναν από τον χωματόδρομο γρήγορα και άλλα ανέβαιναν αργά για να φύγουν από δω.»

➜ (panikoval500@gmail.com)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ