Οι Ιστοριες σας

Ο «Κάβουρας» - Εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή

Ένα επίκαιρο διήγημα για τον ξεριζωμό

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Πρόσφυγας μάνα με παιδιά την ώρα της φωτιάς». Έργο της Βασιλικής Ηλιακοπούλου από την έκθεση «1922 και 100 χρόνια μετά»
«Πρόσφυγας μάνα με παιδιά την ώρα της φωτιάς». Έργο της Βασιλικής Ηλιακοπούλου από την έκθεση «1922 και 100 χρόνια μετά»

Ο «Κάβουρας»: Ο Φώτης Κανελλόπουλος μας στέλνει ένα επίκαιρο διήγημα με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή

Ήταν ένας γέρος, ένας παράξενος, ψηλόλιγνος γέρος, γύρω στα ογδόντα του χρόνια, με το πρόσωπό του, γεμάτο από βαθιές ρυτίδες. Φορούσε πάντα, ένα σκούρο κασκέτο, πολυκαιρινό, βρώμικα, τριμμένα ρούχα και κάτι χοντραρβύλες.
Κι’ αχώριστο σύντροφό του είχε ένα ούτι*.
Το ‘χε κρεμασμένο στο δεξί του ώμο και τυλιγμένο μες σε βαθυγάλαζο πανί.
Κι’ είχε κι’ ένα δισάκι.
Ξεμοναχιασμένοι, απ’ του κόσμου τη βοή - εκείνος και το ούτι του - σεργιάνιζαν ασταμάτητα, τραγουδώντας τα ντέρτια τους και τους καημούς τους, καλοκαίρια και χειμώνες.
Γιατί ένα κάποιο όργανο μουσικό είναι σαν παρουσία ανθρώπου, είναι μια ζεστή αγαπημένη φωνή, που αλαφρώνει τον κάματο που σε τυλίγει.
Αποστάζει μέσα σου χίλια τραγούδια νιότης και παρηγοριάς - αν τη χρειάζεσαι.
Νιώθεις πως δεν είσαι μόνος, έχεις κάποιον δίπλα σου κι’ απολησμονιέσαι.
- Κάβουρα, ε, Κάβουρα..., τι χαμπάρια, βρε άνθρωπε;...
Έτσι του φώναζαν πολλοί, σαν τον συναντούσαν, πότε περιπαιχτικά κι’ άλλοτε τάχα απ’ ενδιαφέρον, κρυφογελώντας...
Κι’ εκείνος προσπέρναγε δίχως απόκριση, σκυθρωπός, σκυφτός, βασανιστικά χαμηλοθώρης, χωρίς να κοιτάζει διόλου γύρω του, μήτε καν περιφρονητικά, μήτε με οίκτο, σαν κωφάλαλος, λες και δεν ήταν άνθρωπος και τούτος και δεν είχε μέσα του πνοή.
Δε ζύγωνε κανένα κι’ όλους τους απόφευγε, σα να τους φοβόταν - από μια μοίρα αδυσώπητη φαινόταν κατατρεγμένος.
Κι’ έτσι προχώραγε ξένος, αδιάφορος, μυστηριώδης, πότε σιγά σιγά και πότε φτερώνοντας το βήμα του.
Πολλά και διάφορα ακούγονταν για ’κείνο το γέρο «Κάβουρα», όπως το ξέραν όλοι - παρατσούκλι, που ’ταν άγνωστο το πώς του βγήκε.
Κάποιοι έλεγαν πως ήταν ταξιδιάρης και ξενέρισε σ’ αυτό τον τόπο, σαν έχασε τη φαμίλια του.
Κι’ άλλοι ότι ήταν ξενομερίτης και ρίζωσ’ εδώ, απ’ τον καιρό της Κατοχής. Κανένας, όμως, δεν ήξερε τίποτα τ’ αληθινό γι’ αυτόν. Ποιος ήταν, από που ήρθε και πότε.
Γυρνούσε τους καφενέδες και τα καπηλειά ολημερίς, τραγουδώντας κι’ αποζητώντας, με φυλακισμένη την ψυχή στο ούτι του, λίγα ψίχουλα ευσπλαχνίας, για την πόρεψή του. Αλήθεια, ποιος μπορεί να ξέρει από τι είναι μαραγκιασμένη η καρδιά του συνανθρώπου του; Και τι σαράκι φωλιάζει μέσα της. Κανένας!

Πήρε να βραδιάζει. Εν’ αλαφρό, φθινοπωρινό αεράκι φύσαγε, αργοσαλεύοντας τα φύλλα των δέντρων.
Μες στους δρόμους της Κοκκινιάς, ένας άνθρωπος βάδιζε κι’ έλεγες, φορές φορές, πως δεν ξέρει πού πηγαίνει και τι θέλει, έτσι καθώς προχώραγε αβέβαια και κυματιστά, σάμπως και τον παράσερνε μαζί του τ’ αεράκι.
Απότομα έστριψε ζερβά, πήρε κάποιο στενό το κατόπι, γόργωσε το βήμα του, σαν κυνηγημένος από έναν εφιάλτη, τρύπωσε σε μια υπόγεια ταβερνούλα.
Δρασκελώντας τη μπασιά της, ακούστηκαν μονομιάς φωνές απανωτές, που τον καλωσόριζαν:
- Γεια σου, ρε «Κάβουρα»... Πώς έγινε και μας θυμήθηκες; Κόπιασε κοντά μας, να χαρούμε τις πενιές σου...
Εκείνος, χωρίς να πει κουβέντα, στρώθηκε βαρύς σε μια καρέκλα.
Το καπηλειό ήταν ασφυκτικά γιομάτο απ’ ανθρώπους περασμένης ηλικίας, που σκοτώναν τις ώρες τους λησμονώντας τον εαυτό τους στο κρασί κι’ «αναθυμόντουσαν τα περασμένα.
Ο ηλικιωμένος στρατοκόπος έλυσε προσεκτικά το ούτι απ’ το πανί, που το περίζω¬νε, κούρδισε μια-μια όλες τις χορδές, μύρισε το μαραμένο γαρύφαλο, που ’ταν δεμένο με κλωστή στο λαιμό τ’ οργάνου, σα να ’παίρνε κουράγιο από τούτο κι’ άρχισε κάτι ν’ αλαφροπαίζει, έτσι, για να τ’ αφουγκραστεί τ’ αυτί του.
Πήρε βαθιά ανάσα, στέναξε:
- «Μπανάνε ολντού μπεν μπιλεμέμ,
εσκί χαλίμ γκιορεμέμ,
μπου σεβντά σαμπίρ ιντεμέμ,
ανατζίμ. ..»**
Η φωνή του αντιλάλησε βαθιά, σαν μέσα από πηγάδι, ωστόσο ήταν γλυκιά, μελωδική κι’ ανάδινε όλο τον καημό και την πικράδα της ανθρώπινης ψυχής.
Μέσα του λες κι’ υπήρχε καναρίνι ολοζώντανο και λάλαγε, λάλαγε, χωρίς σταματημό και συνέπαιρνε αυτούς που τ’ αφουγκράζονταν.
Ένιωσε πως λυτρώνονταν ανάβρυσε σαν από πηγή το τραγούδι:
- Για μένα. η ζήση αυτή βαριά ’ναι, κυλάν οι μέρες μου και δε πισωγυρνάνε...
- Να μας ζήσεις, παλικάρι... ντερμπεντέρη, φώναξαν μερικοί, χτυπώντας παλαμάκια, μερακλωμένοι και πίνοντας στην υγεία του.

Κι αυτός, συνεπαρμένος ολάκερος, δοσμένος στο μεθύσι του, αποξεχνιόταν να παίζει και να τραγουδάει, αιχμάλωτος και χαμένος στις σκέψεις του, έτσι, καθώς φαινόταν βαθιοσυλλογισμένος. Και να γλιστρά μες στην χαύνωση, που τον είχε καταλάβει όλο και πιο πολύ. Άραγε, πού να στριφογυρνούσε το μυαλό του; Τι να του ροκάνιζε τη σκέψη; Σε ποια, ίσως, μακρινά μέρη να γύρευε, με πυροφάνι, καταφύγιο η ψυχή του;...
Κανένας δεν ξέρει το μέσα του ανθρώπου. Άβυσσος του ανθρώπου η καρδιά.
Έπαιζε και ζούσε. Ζούσε για να παίζει. Το δίχως άλλο.
Σταμάτησε αλαφιασμένος. Ιδρώτας έτρεχε απ’ το πρόσωπό του. Τον σκούπισε με την παλάμη του.

Ωστόσο, φώναξε κάποιος παρακαλετικά:
- Παίξε μας κι’ άλλο, βρε «Κάβουρα», να πάνε κάτω τα φαρμάκια!! Μια ζωή την έχουμε, παίξε μας, λοιπόν, να τη χαρούμε!...
Με μια ψυχόρμητη διάθεση, σαν υπνωτισμένος, χάιδεψε το ούτι του κι’ εκείνο υπάκουσε πάλι στ’ αφεντικό του, που είχε πάρει πια τον αμανέ:
- Τσοκ σεβίορουμ... Τσοκ σεβίορουμ... Τσοκ σεβίορουμ... Αμάν, αμάν... ***
Κι’ έβγαιναν οι νότες καθαρές, απ' το ούτι κι’ απ’ το στόμα του, κύματα - κύματα, λυγερόηχες, κρυστάλλωναν μέσα σου, σ' άγγιζαν τα μύχια, ίνα με ίνα, σε σκιρτούσαν, γίνονταν παράπονο, βαθύ μεράκι, που σ' ανατάραζε κι’ αποξεχνιόσουνα ν' αχούς.
Σώπασε άξαφνα, σηκώθηκε, έβγαλε το κασκέτο του, τ' άπλωσε γύρω-γύρω σ' όλους, μουρμουρίζοντας ένα «φχαριστώ», τ' άδειασε μες στο δισάκι του, τύλιξε το ούτι και κίνησε να φύγει. Τον πρόλαβε, όμως, αναπάντεχα, μια φωνή:
- Γιατί, φεύγεις, «Κάβουρα;» Κόπιασε να πιούμε κάτι! Για δε μας καταδέχεσαι; Έλα ντε!... 

Έστριψε απορημένος το κεφάλι του, δίστασε για μια στιγμή μονάχα, πισώστρεψε.
Καθίσανε παράμερα οι δυο τους, σε μια γωνιά στο βάθος. Πήρανε κρασί και μεζεδάκια.
Ανάψανε.
- Καπετάνιο, η ζωή δεν αντέχει στη μοναξιά και στη σιωπή, πες μου τι σε μαραζώνει; τον ρώτησε ξαφνικά ο περίεργος θαμώνας.
Πικρογέλασε και τ' αποκρίθηκε σιγανά:
- Άκου, μπρε καρντάση, ντέρτι ανυπόφορο είναι και τούτο. Αφού θες, το λοιπόν, να μάθεις, θα σε πω δυο λόγια, να ξαλαφρώσω λιγάκι...
- Πώς σε λένε; Το πραγματικό σου όνομα θέλω να μου πεις, είπε ο άλλος, κρεμασμένος απ’ τα χείλη του.
- Σάματις... σάματις το θυμάμαι, κι' εγώ, άρθρωσε κομπιάζοντας ο μπάρμπας, κάποτε μ’ έλεγαν Στάθη Δαμίρη. Πάει τόσος καιρός από τότε...
- Από τότε; Δηλαδή;...

Ο μοναχικός τραγουδιστής πήρε το κατοστάρι, με χέρι τρεμάμενο, ξεχείλισε το ποτήρι του κρασί, το 'πιε μονορούφι.
- Να, απ’ το είκοσι δύο, ψιθύρισε. Απ' την Καταστροφή του είκοσι δύο... Τότες, που μήτε Θεός, μήτε διάβολος μπορούσε να σε σώσει...
- Α, ώστε είσαι Μικρασιάτης, πρόσφυγας;..., τον αντίκοψε ο εβδομηντάχρονος απόμαχος ναυτικός.
- Ναι, για, πρόσφυγας απ' τη Σμύρνη..., είπε κείνος και τα μάτια του σπίθισαν, πήραν εν’ αλλόκοτο φως.
- Και πώς έγινε, αδερφέ; Έφυγες και 'συ κείνες τις θλιβερές μέρες; ρώτησε ο συνομιλητής του, κοιτώντας τον λυπημένα.
- Φιλαράκο, ήμουνα κάποτε κι’ εγώ παιδί Τι παιδί, δεκαπεντάχρονο παλικαράκι, να πούμε. Αγαπούσα μια πατριώτισσά μου, σαν τα κρύα τα νερά. Αναστασία την έλεγαν. Μ' αγαπούσε κί εκείνη..., απάντησε, με βαθύ στεναγμό ο ξεριζωμένος.

 Ο οργανοπαίχτης σώπασε λίγο, ύστερα συνέχισε χαμηλόφωνα:
- ... Τότες που ’χε ξεσπάσει το κακό, ήθελα να την πάρω μαζί μου. Να φύγουμε, στην Ελλάδα μας. Μαζί με τη μανούλα μου. Μοναχοπαίδι, βλέπεις, ήμουνα και χωρίς πατέρα. Άντρας και προστάτης δυο γυναικών. Αλλά η μοίρα καμιά φορά σου παίζει κάτι παιχνίδια...
- Και δε μπόρεσες να τις πάρεις μαζί σου;...
- Πού να τις πάρω; κατέληξε πονεμένα ο καημένος, άτυχος γέροντας, με ραγισμένη τη μιλιά κι' ένα δάκρυ αργοκύλισε στο μάγουλό του. Ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε... Μπήκαν οι Τουρκαλάδες στο σπιτικό μας. Το κάψανε... Και τις σκότωσαν και τις δυο, την Αναστασία και τη μανούλα μου... Κι’ εγώ το πώς γλίτωσα, ένας Θεός το ξέρει.,.
Το ’βλεπες πια, δε μπορούσε να μιλήσει άλλο. Κι’ ακόμα τι να πει παραπάνω;...
Κάτι μαύρο, κρυερό του ’σφίγγε το λαρύγγι και δεν τον άφηνε να πάρει ανάσα. Σηκώθηκε αποκαμωμένος. Έγνεψε «καληνύχτα». Και λάκισε κατά την εξώπορτα.

 Έξω, το σκοτάδι είχε πηχτώσει για καλά.
Και ’κείνος, αποσωσμένος απ’ το χρόνο και τη λύπηση, με το σύντροφο τον αγαπημένο της ζωής του, ξεμάκραινε ολοένα, καθώς πληγωμένο πουλί - κι’ οι δυο τους βυθίζονταν πέρα, μέσα στον ουδέτερο, νυχτερινό ωκεανό.

Σημειώσεις:
1. Ούτι: μουσικό όργανο. Κάτι ανάμεσα στο λαγούτο και στο μαντολίνο.
2.Απ΄τα τουρκικά, έτσι μεταφράζεται: «Σε μένανε τι έγινε διόλου δεν ξεύρω 'γω, /το παλιό μου χάλι, ποτές μου δε θωρώ,/ αυτή την αγάπη ν' αντέξω δεν μπορώ.../ Μανούλα μου...»
3. Στα τουρκικά σημαίνει: «Σ' αγαπώ πολύ».

Ο Φώτης Κανελλόπουλος είναι καθηγητής του Δημοσίου και συγγραφέας. Έχει γράψει και εκδώσει 20 λογοτεχνικά βιβλία, έχει λάβει αρκετές διακρίσεις για τα έργα του. Έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο μυθιστορήματος από την Ομοσπονδία Τύπου Ελλάδας και το καθώς και το πρώτο βραβείο διηγήματος από το Ελληνικό Πνευματικό Πρακτορείο του Γιοχάνεσμπουργκ. Έχει συνεργαστεί με αρκετές εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ