Οι Ιστοριες σας

Ιστορίες για αγρίους: Η Μόνικα ναυαγός

Η τραγουδίστρια και τραγουδοποιός εξιστορεί μια δυνατή ιστορία επιβίωσης στη σκοτεινή και αγριεμένη θάλασσα

Γιοβάννα Βλασσοπούλου
Γιοβάννα Βλασσοπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 894
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ιστορίες για αγρίους: Η Μόνικα ναυαγός
© Νίκος Αλιάγας

Ιστορίες για αγρίους - Νέα στήλη: Η Μόνικα ναυαγός

Ήταν Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012. Κολυμπάω στο σκοτάδι. Τα κύματα μοιάζουν πελώρια. Ζαλίζομαι και πίνω νερό. Κρυώνω πολύ. Στο βάθος φέγγουν δύο φάροι. H μόνη μας ελπίδα. Ο Φαίδωνας μου κρατάει το χέρι. Σκοπός μας είναι να φτάσουμε στη στεριά, στην Τζια, πριν μας χωρίσουν τα κύματα, πριν μας πάρει και τους δυο το ρεύμα μακριά προς την Κύθνο και κυρίως πριν μας εγκαταλείψουν οι δυνάμεις μας. Φοράω ένα ηλεκτρονικό ρολόι, πατώ το κουμπάκι και μέσα από ένα αχνό πράσινο φως βλέπω πως η ώρα έχει πάει 23:30. Κολυμπάμε ήδη 5 ώρες. «Γιατί δεν μας ψάχνει κανείς;» ρωτάω και ξαναρωτάω τον Φαίδωνα. «Γιατί δεν μας ψάχνει κανείς;» ξανά και ξανά. Ο Φαίδωνας κοιτάζει τον ουρανό, τα αστέρια ψηλά. Κλείνει τα μάτια, κολυμπάει και προσεύχεται. «Συνέχισε να μετράς» μου λέει μετά από λίγο, «έχεις και τρίτο δίσκο να βγάλεις». Αχ, ο Φαίδωνας και τα αστεία του... 

Την προηγούμενη μέρα, πρωί Παρασκευής έπινα καφέ με τον φίλο και κιθαρίστα Μάνο Πατεράκη στη Πλατεία Δεξαμενής όταν χτύπησε το τηλέφωνο και μου πρότεινε ο Φαίδων να πάμε με τους φίλους του –Δημήτρη, Ελένη και Αλέξη– μία μονοήμερη εξόρμηση στη Σέριφο για να φέρουμε το φουσκωτό πίσω στην Αθήνα, ώστε να μη μείνει όλο τον χειμώνα στο νησί. Στην αρχή δίστασα μια και δεν τους γνώριζα πολύ καλά, αλλά μετά σκέφτηκα τι ωραία που θα ήταν να επισκεφτώ την πανέμορφη Σέριφο που είναι από τα αγαπημένα μου νησιά!

Σε λίγες ώρες βρίσκομαι στο λιμάνι του Πειραιά και μπαίνω στο πλοίο της γραμμής με μια παρέα που αποδείχθηκε αξιολάτρευτη. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού λέγαμε ιστορίες και σκαλίζαμε στίχους για το τραγούδι μου «Ξημερώνει». Το βράδυ μείναμε σε ένα πολύ όμορφο σπίτι και περάσαμε ώρες να τραγουδάμε με την κιθάρα που είχε φέρει ο Δημήτρης. Ήταν μια μαγική βραδιά, γελούσαμε με τη καρδιά μας, είχα βρει 4 καινούργιους απίθανους φίλους. Το επόμενο πρωινό τα αγόρια ξύπνησαν χαράματα και πήγαν για ψαροντούφεκο. Εγώ με την Ελένη χορτάσαμε τον ύπνο και ήπιαμε τον καφέ μας χαλαρές αγναντεύοντας το πέλαγος. Σε λίγες ώρες βρισκόμασταν στο λιμάνι της Σερίφου φορώντας τα μαγιό μας έτοιμοι να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας προς Λαύριο. Πεινούσαμε όλοι και σκεφτήκαμε να φάμε πριν ξεκινήσουμε, αλλά το Λιμενικό μας ειδοποίησε πως θα έπιανε αέρας σε λίγη ώρα οπότε μας πρότεινε να ξεκινήσουμε το γρηγορότερο. Εννοείται πως αν είχαμε φάει θα είχε αποβεί μοιραίο. Ο Φαίδωνας μίλησε με την αδερφή του στο τηλέφωνο και του είπε πως μας ετοιμάζει γαριδομακαρονάδα. Υπολογίζαμε σε 3 ώρες να είμαστε εκεί. Αχ αυτή τη γαριδομακαρονάδα, πόσες και πόσες φορές τη σκέφτηκα… Κάναμε μια γρήγορη στάση στην Κύθνο και φάγαμε λίγα φρούτα. Είχα αρχίσει να κρυώνω κι έτσι φόρεσα ένα αδιάβροχο που βρήκα στο φουσκωτό – μου ήταν βέβαια τεράστιο αλλά κάτι έκανε. Θυμάμαι να κοιτάζω το νερό και να λέω «ποοο, σκέψου τώρα να μου ζητούσε κάποιος να μπω στη θάλασσα... με τίποτα!»

 Μετά από λίγη ώρα μπαίνουμε Κάβο Ντόρο, ο αέρας έχει δυναμώσει (ίσως εκείνα τα φρουτάκια να μην ήταν καλή ιδέα γιατί αργήσαμε), τα κύματα μεγαλώνουν και το φουσκωτό ζορίζεται. Από τα μισοχαλασμένα ηχεία ακούγονται οι Beatles. Είμαστε όλοι χαρούμενοι, γαλήνιοι, δεν μας πτοεί τίποτα. Σε λίγο δελφίνια πλησιάζουν. Τρελαινόμαστε από χαρά.

Όμως το φουσκωτό σταματάει και μυρίζει καπνός.

Ο Φαίδωνας αμέσως παίρνει τηλέφωνο την αδερφή του για να ειδοποιήσει ότι κάποιος πρέπει να έρθει να μας πάρει, γιατί με την εφεδρική μηχανή θα κάναμε πάρα πολλή ώρα να φτάσουμε Λαύριο (πάνω απ’ όλα η γαριδομακαρονάδα). Εκείνη την ώρα η Ελένη σηκώνεται να πάρει κάτι από το ντουλαπάκι πίσω από το τιμόνι. Ξαφνικά πέφτει δίπλα μου, τα μαλλιά της έχουν πάρει φωτιά. «Ελένη; Ελένη μου, τι έπαθες;» Οι υπόλοιποι φωνάζουν «Φωτιά, όλοι στη θάλασσα». Κινητά, σωσίβια, όλα μπροστά μας. Όλοι πηδήξαμε στη θάλασσα πανικόβλητοι και φοβούμενοι μήπως γίνει έκρηξη. Θυμάμαι για 2 δευτερόλεπτα να σκέφτομαι «δεν είναι δυνατόν» και να διστάζω να πηδήξω. Βρισκόμαστε όλοι στο νερό. Κοιτάζουμε το φουσκωτό που το παίρνει το κύμα. Η φωτιά μεγαλώνει, κάνει μια ανάφλεξη, αλλά όχι έκρηξη. Ο Φαίδωνας θέλει να κολυμπήσει να το πιάσει. Δεν τον αφήνουμε. Πάει το φουσκωτό, χάθηκε. Μας είπαν ότι αργότερα γύρω στα μεσάνυχτα βρήκαν κάποιο σήμα που έδωσαν τα κινητά μας, την ώρα που προφανώς βυθιζόταν κάπου κοντά στην Κύθνο.

Γυρίζω απ’ την άλλη, βλέπω την Τζια. Είναι μακριά, αλλά διακρίνω σπίτια. Είναι η μόνη λύση. Η Ελένη δεν είναι σε θέση να κολυμπήσει τόσο μακριά. Έχουν καεί τα φρύδια της, πονάει. Ο Δημήτρης, το αγόρι της, μένει μαζί της, ο Αλέξης προτιμάει να μείνει μαζί τους επίσης. Εγώ με τον Φαίδωνα αποφασίζουμε να κολυμπήσουμε προς την Τζια για να φέρουμε βοήθεια. Οι άλλοι τρεις μας λένε να πάμε εμείς πιο γρήγορα κι ότι θα μας περίμεναν εκεί. Έπρεπε να κάνω κάτι αλλιώς θα τρελαινόμουν. Έπρεπε να βρω βοήθεια. Δεν φοβήθηκα ποτέ τη θάλασσα, χρόνια φανατική λάτρης του windsurf είχα συνηθίσει να κολυμπώ στα κύματα. Το ίδιο και ο Φαίδωνας, ως πολίστας, ώρες μέσα στο νερό. Ήμασταν καλή ομάδα. Πάμε. Ακόμη και τώρα που το γράφω δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.

Όταν ξεκινήσαμε να κολυμπάμε προς Τζια και αφήσαμε τους άλλους πίσω, γυρνούσα συνέχεια να δω μήπως τελικά έρχονται. Γυρνούσα ξανά και ξανά, δεν ήθελα να τους χάσω. Θυμάμαι τα πρόσωπά τους, ανέκφραστα, το Ελενάκι μου να μας κοιτάζει… Έπρεπε να φέρουμε βοήθεια. Η ώρα ήταν 18:30. Ηλιοβασίλεμα. Δυνατός αέρας, μεγάλα κύματα. «Φαίδωνα, λες στο τηλέφωνο να άκουσαν τη λέξη “φωτιά” και να στείλουν βοήθεια;» «Ναι, την άκουσαν» μου είπε, και καλά έκανε γιατί μόνο έτσι θα βρίσκαμε τη δύναμη να κολυμπάμε τόσες ώρες. Δεν νομίζω να την άκουσαν, τελικά το ραντεβού της γαριδομακαρονάδας μας έσωσε.

Σκοτείνιασε. Ο αέρας πέφτει σιγά σιγά. Αστέρια. Είναι Σαββατόβραδο. Σκέφτομαι τις πλατείες της Αθήνας γεμάτες κόσμο, γλυκιά βραδιά, όλοι θα έχουν βγει βόλτα. Οι υπόλοιποι τρεις πού να είναι άραγε; Είμαι δυνατή. Αλλά δυστυχώς δύο περιστατικά με έκαναν να πανικοβληθώ. Το ένα ήταν όταν αποφάσισα να βγάλω αυτό το αδιάβροχο που είχα φορέσει στη στάση μας στην Κύθνο. Με εμπόδιζε πολύστο κολύμπι. Θέλω να ανοίξω το φερμουάρ, ασυναίσθητα σταματώ να κινούμαι και βρίσκομαι βαθιά μέσα στο νερό. Βγαίνω στην επιφάνεια φοβισμένη. Βάζω δύναμη και το φερμουάρ ανοίγει, αλλά συνειδητοποιώ πως αν σταματήσω να κινούμαι θα πνιγώ. Κι αν κουραστώ; Κι αν σταματήσω;

Και μετά ήρθε το δεύτερο σοκ. Σκέφτηκα τη μαμά μου. Θεέ μου, η μαμά μου, οι γονείς μου, τι θα κάνουν αν πάθω κάτι. Αχ μαμά… Τα μάτια μου δάκρυσαν, η ανάσα μου βάρυνε. Ο Φαίδωνας με βλέπει και με καταλαβαίνει αμέσως. Τι να περνούσε άραγε και από το μυαλό του γλυκού μου Φαίδωνα… Μου σφίγγει το χέρι, με κοιτάζει με πείσμα και μου λέει «Μη σκέφτεσαι τίποτα, προχωράμε, άρχισε να μετράς κάθε χεριά που κάνεις, κολυμπάμε, θα φτάσουμε σε λίγο». Κάπου μετά τις 2.000, νομίζω, άρχισα να μετρώ σε δεκάδες, ούτε καν θυμάμαι πού έφτασα.

Βαθιά νύχτα. Ακόμη και αεροπλάνο να περνούσε στον ουρανό φωνάζαμε «βοήθεια». Και άναβα και το πράσινο φωτάκι του ρολογιού μου. Πόση αφέλεια μέσα στο κύμα…

Κατά τις 12 παρά τέταρτο ακούμε ελικόπτερα. Αχ, Θέε μου, πόσο ήθελα να δω μια σκάλα από σχοινιά να κατεβαίνει! Κάθε άλλο. Κάνουν στροφή και φεύγουν. Δυο φορές! «Φαίδωνα, πού πάνε τα ελικόπτερα; Δεν μας είδαν». Αλλά φώτισαν τον βράχο. Ήμασταν κοντά. Λίγο ακόμη. Δεν άντεχα όμως, κατά τις 01:30 το πρωί ζαλιζόμουν πολύ, τα μάτια μου είχαν γεμίσει αλάτι, κολυμπούσα πλέον στα τυφλά με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσα τον Φαίδωνα. Hand in Hand. «Μονικάκι, Μονικάκι… Τουλάχιστον να μας βρουν κάπου... Μονικάκι, Μονικάκι, βράχος!»

Παίζει να μου έδωσε κανά 2 χαστούκια εκεί γιατί ξύπνησα λίγο απότομα. Κάπως κατάφερα να ανέβω στον βράχο.

Τι απέγιναν οι άλλοι τρεις; Ξαπλώνω, φωνάζω με δύναμη. Φαίδωνας, ήρωας, «δεν πρέπει να μείνουμε εδώ θα πάθουμε υποθερμία». Ανεβαίνει το βουνό, βρίσκει ένα σπίτι, κάποιοι παίζουν χαρτιά 02:00 το πρωί. Οι πιο καλοί άνθρωποι του κόσμου. Με κουβάλησαν πάνω, με φρόντισαν. Η μόνη μου αγωνία ήταν μήπως ο μπαμπάς μου είχε διαβάσει κάτι στο ίντερνετ και ανησυχούσε. Τρέμαμε αλλά χαμογελούσαμε. Μου λένε «Eχθές ακούγαμε τα τραγούδια σου!», χαμογελώ, τρέμω, φοβάμαι. Ο Φαίδωνας «Όχι τώρα, παρακαλώ». «Οι άλλοι τρεις;» ρωτάμε. «Σας περιμένουν στο λιμάνι της Τζιας». Κλαίμε από χαρά.

Είχαν βρεθεί κατά τις 11:00 το βράδυ από μία οικογένεια Πολωνών που είχε νοικιάσει ένα ιστιοπλοϊκό. Ο Δημήτρης ειδοποίησε πως βρίσκονται δύο ακόμη άτομα στη θάλασσα, υπολόγισε το τόξο διαδρομής που ακολουθήσαμε προς Τζια κι έτσι σηκώθηκαν τα ελικόπτερα. Το Λιμενικό μάς μετέφερε και τους 5 στο Λαύριο. Στη διαδρομή κοιτούσα από το παράθυρο το βαθύ σκοτάδι.

Εκείνη την εποχή ένιωθα αδύναμη, ανασφαλής, αγχωμένη διαρκώς. Κοιτούσα το βαθύ σκοτάδι της θάλασσας. Δεν θέλω ποτέ να ξανανιώσω έτσι. Τα είχα καταφέρει. Μέσα σε μια νύχτα, μια ατυχία, ένα δώρο ίσως, ένα σημάδι καλύτερα, δεν ξέρω τι ήταν όλο αυτό που ζήσαμε. Αλλά όλοι μας βγήκαμε πιο δυνατοί.

Ζωή. Η ζωή είναι ένα δώρο. Παλεύουμε καθημερινά και ο καθένας περνάει τη δική του περιπέτεια. Αλλά εκείνο το βράδυ ήταν το πιο σημαντικό της ζωής μου. Φτάσαμε στο Λαύριο. Τι θα γίνει με εκείνη τη γαριδομακαρονάδα τελικά;

Για πολλούς μήνες βρισκόμασταν οι 5 μας κάθε βράδυ και μιλούσαμε για την περιπέτειά μας. Μοιραζόμασταν κάθε σκέψη, κάθε στιγμή και ήμασταν χαρούμενοι, δεμένοι, αγαπημένοι. Ξαναγεννημένοι. Και οι 5 μας κάναμε από μία όμορφη οικογένεια και κάθε χρόνο την ίδια μέρα γιορτάζουμε το δώρο της ζωής. Όλα καλά. Και προχωράμε.

INFO
H Monika επέστρεψε μέσα στο 2023 με το άλμπουμ «Proud». Από την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου και για 4 Πέμπτες, θα βρίσκεται στο VOX live & proud. 4 παραστάσεις με ανανεωμένη rock μπάντα, με συνοδεία από έγχορδα (τσέλο, βιολί), τρομπέτα και δύο εξαιρετικές φωνές. Ένα cinematic pop ταξίδι γεμάτο συγκίνηση και πολύ ρυθμό.

Στείλτε και τη δική σας ιστορία στο info@athensvoice.gr με την ένδειξη: Ιστορίες για άγριους

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ