Πώς η Ματούλα μου έσωσε τη ζωή
© NDP PHOTO
Οι Ιστοριες σας

Πώς η Ματούλα μου έσωσε τη ζωή

Ήταν μια persona που, στη φοβερή δεκαετία του '80, αν δεν την ήξερες, δεν ήσουν in
4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ματούλα (Διαμάντω Κουτροπούλου): Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται όσα έζησε μαζί της

Το κανονικό της όνομα ήταν Διαμάντω Κουτροπούλου, αλλά όλοι την ξέραμε σαν Ματούλα. Ήταν μια persona που, στη φοβερή δεκαετία του '80, αν δεν την ήξερες, δεν ήσουν in. Μπλεγμένη με τα ναρκωτικά μια ζωή, κάποια στιγμή έσωσε τη δική μου.

Η Ματούλα δεν ήταν όμορφη με την κλασική έννοια, είχε τύπο. Το πρόσωπό της είχε μια σκληράδα, αλλά το τεράστιο στόμα, το τρανταχτό γέλιο της και η βραχνή φωνή, που συναγωνιζόταν την Σαπφώ Νοταρά, την έκαναν να ξεχωρίζει. Μια ζωή ήταν μέσα σ' όλα, είχε πάντα στην τσέπη της λίγο μαύρο, λίγο άσπρο, λίγο καφετί. Κάποια στιγμή την γνώρισα κι εγώ. Στην πλατεία Κολωνακίου, καλοκαίρι του 1980, απόγευμα, καθόταν έξω από το Da Capo. Φορούσε ένα λευκό σορτσάκι και ένα κόκκινο T-shirt, τα μαλλιά της ήταν ξανθά και αν την έβλεπες απότομα, νόμιζες πως ήταν η Ζωή Λάσκαρη. Ήταν στενές φίλες, πολλοί έλεγαν πως το δικό της στιλ είχε αντιγράψει η Ζωή για τους αντεργκράουντ ρόλους που έπαιζε στον κινηματογράφο. Είχε στα αυτιά της κάτι ακουστικά και χόρευε στον ρυθμό μιας μουσικής που εμείς δεν την ακούγαμε.

Ήμουν μαζί με τον Δημήτρη. Πλησιάσαμε, ο Δημήτρης με σύστησε, με κοίταξε έντονα στα μάτια και με τη βραχνή της φωνή με ρώτησε: «Από πού είναι η καταγωγή σου, αγόρι μου;» «Από την Πάτρα» της λέω. Έκανε φοβερές χαρές. «Κι εγώ από το Αίγιον είμαι! Είμαστε πατριωτάκια!» μου λέει ενθουσιασμένη. Καθίσαμε μαζί της, μιλήσαμε, γελάσαμε, κουτσομπολέψαμε. «Τι είναι αυτά τα ακουστικά;» της λέω κάποια στιγμή. «Α, είναι ένα καινούργιο μηχάνημα που το λένε Walkman. Τώρα κυκλοφόρησε, μου το έφερε ένας ναυτικός από την Αμερική. Βάζεις την κασέτα μέσα και την ακούς στερεοφωνικά». Μου έβαλε τα ακουστικά να ακούσω, όντως ήταν σούπερ. «Δεν μου λες, κουκλίτσα μου» της λέει ο Δημήτρης «μήπως αυτός ο ναυτικός έφερε και τίποτε άλλο, να την ακούσουμε κι εμείς;» Η Ματούλα ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Ναι, έφερε από όλα τα καλά! Αλλά πρέπει να πάμε σπίτι μου για να σου τα δείξω!» Πήγαμε σπίτι της, έβγαλε και καπνίσαμε ένα "μαύρο" που έμεινα κόκκαλο. «Πάμε να φύγουμε;» μου λέει ο Δημήτρης. «Δεν τον βλέπεις;» του λέει η Ματούλα. Έχει μείνει κόκκαλο! Δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Φύγε εσύ και θα το περιποιηθώ εγώ το πατριωτάκι μου». Και πράγματι, μου έφτιαξε κοτόσουπα, έφαγα, συνήλθα και αργά το βράδυ έφυγα από τη Σπευσίππου «high», όπως το λέγαμε εκείνη την εποχή.

Από τότε, όποτε ήθελα να κάνω καμιά “μυτούλα”, πήγαινα στη Ματούλα. Επιζητούσε την παρέα, πίστευε στην φιλία, όχι στην κανονική, αλλά σε αυτήν που ενώνει τους χρήστες μεταξύ τους. Τα ναρκωτικά η Ματούλα δεν ήθελε να τα κάνει μόνη της, ήθελε πάντα να είναι μαζί με τους «φίλους» της, να λέει τα αστεία της, να κάνει τα σχόλιά της για την υψηλή κοινωνία που την γνώριζε πολύ καλά λόγω της «δουλειάς» της. Ήταν επίσης και φοβερή αφηγήτρια. Καθόμουν με τις ώρες και την άκουγα να μου αφηγείται πώς έχασε την μάνα της όταν ήταν 12 χρονών, πώς ήρθε στην Αθήνα, πώς έπεισε τον σταβλάρχη του βασιλιά να της δώσει ένα άλογο για να κάνει τον γύρο του Κολωνακίου, τα γκομενικά της, τα γκομενικά των άλλων, όλα μου τα έλεγε, υπό την επήρεια. Και μετανιώνω που, ενώ μου το πρότεινε πολλές φορές, δεν την ηχογράφησα να αφηγείται τη ζωή της.

Το 1986 νοικιάσαμε μαζί με τον Βασίλη και τη Μαρία ένα σπίτι στο Κολωνάκι, Αλωπεκής, απέναντι από την γκαλερί του Μιχαλαριά. Ήταν ένα οροφοδιαμέρισμα στον 2ο όροφο, με πολλά δωμάτια και ένα μεγάλο σαλόνι. Μια μέρα ήρθε για καφέ η Ματούλα. Μας έλεγε πως δεν έχει πού να μείνει και ξαφνικά γυρνάει, κοιτάει το σαλόνι και λέει. «Ρε πολύ χώρο έχετε εσείς εδώ. Θα έρθω να μείνω εδώ, στο σαλόνι!» Την επόμενη μέρα έφερε ένα στρώμα και κάτι κουρτίνες και εγκαταστάθηκε. Από την επόμενη μέρα, άρχισε το πανηγύρι. Κόσμος ερχόταν και έφευγε, άλλοι πήγαιναν στην κουζίνα, άνοιγαν το ψυγείο και έτρωγαν ό,τι έβρισκαν μέσα, άλλοι πήγαιναν στο μπάνιο και «κεντούσαν», άλλοι κάπνιζαν στριφτά στο σαλόνι, άλλοι κοιμόντουσαν στο χολ. Ήταν μια περίοδος που συναγωνιζόμασταν ποιος θα καταστρέψει περισσότερο τον εαυτό του. Και με τη Ματούλα στο σπίτι αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο, αρκεί να είχες λεφτά. Καθόταν πάνω στο στρώμα σταυροπόδι και μοίραζε τα αγαθά της στο κοινό. Και όλοι ήταν φίλοι της. «Πατριωτάκι, να σου γνωρίσω τον φίλο μου, τον Μπίλι Μπο», τον φίλο μου τον ένα, τον φίλο μου τον άλλο, είχα γνωρίσει όλη την Αθήνα.

Μια μέρα είμαστε στο σπίτι, ο Βασίλης, ο Γιώργος, η Μαρία και η Ματούλα. Ο Βασίλης με τον Γιώργο έφυγαν από το σπίτι για να αγοράσουν γλυκά. Η Μαρία ήταν στο δωμάτιό της και εγώ στο σαλόνι με τη Ματούλα κάναμε μυτιές. «Εγώ πάω στο μπάνιο να "κεντήσω"» λέω και σηκώνομαι. «Πρόσεξε μην βάλεις πολλή γιατί είναι δυνατή!» μου λέει η Ματούλα. Για να μην πολυλογώ, μόλις τελείωσα το "κέντημα" έπεσα κάτω νεκρός. Όχι λιπόθυμος, νεκρός. Είναι και η μοναδική εμπειρία θανάτου που έχω. Ένιωσα να βγαίνω από το σώμα μου και να παρατηρώ από πάνω τον εαυτό μου. Αυτά που λένε ότι βλέπεις ένα φως στο βάθος του τούνελ και ακούς αγγελικές φωνές είναι τρίχες! Ένα μαύρο σκοτάδι σε τυλίγει και ίσως και μια χαρά πως βγήκες από το σώμα σου.

Πρώτη το κατάλαβε η Ματούλα. Φώναξε τη Μαρία και με έβαλαν μέσα στο μπάνιο. Άρχισαν να μου ρίχνουν κρύο νερό και θυμάμαι τη δυσαρέσκεια που ένιωσα γιατί έπρεπε να ξαναγυρίσω στο σώμα μου. Σαν όνειρο άκουγα τις φωνές, άκουγα τα χαστούκια, αλλά δεν τα ένιωθα, τα μάτια μου είχαν γυρίσει στο άσπρο και δεν μπορούσα να δω, άκουγα μόνο. Εκείνη την στιγμή μπαίνουν οι άλλοι μέσα στην καλή χαρά, με τα γλυκά στα χέρια. Ακούω μια φωνή να λέει: «Πέθανε;» και κάποιον να τσιρίζει «Τι ρωτάς; Δεν την βλέπεις; Έχει γίνει μωβ! Είναι νεκρή! Νεκρή!» «Πω πω, και τι θα κάνουμε τώρα;». «Πετάχτε τη στου Μιχαλαριά, για να μην μας κατηγορήσουν εμάς!» λέει μέσα στο τριπάκι του ο άλλος. «Άντε γαμηθείτε ρε! Ο άνθρωπος είναι ζωντανός» ακούω να λέει η Ματούλα. «Βοηθήστε με να τον περπατήσουμε!»

Και με πιάνουν η Ματούλα από την μια και ο Βασίλης από την άλλη και με πηγαινοφέρνουν, πάνω-κάτω στο δωμάτιο τόσες πολλές φορές που, μετά που επανήλθα, είδα τις κάλτσες μου και είχαν λιώσει από το περπάτημα. Και σκέφτομαι συχνά πως αν δεν ήταν η Ματούλα να τους παρακινήσει να με περπατήσουν, τώρα δεν θα ζούσα, θα ήμουν νεκρός και θα με έβρισκαν την άλλη μέρα, απέναντι, στον Μιχαλαριά.

Μετά τη νεκρανάστασή μου είδαμε όλοι πως η συγκατοίκηση στην οδό Αλωπεκής δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Εκατομμύρια εγκεφαλικά κύτταρα, υπέροχες ιδέες, πανέξυπνα μυαλά και ταλαντούχοι άνθρωποι είχαν καεί εκεί μέσα από τις σκόνες και τις βελόνες. Οι περισσότεροι, όπως η Ματούλα δεν είναι πια στη ζωή. Εμείς οι υπόλοιποι, που για κάποιο ανεξερεύνητο λόγο μείναμε ζωντανοί, αλλάξαμε ζωή και φτάσαμε ως εδώ με περισσότερες εμπειρίες και λιγότερους ζωντανούς φίλους. Η τελευταία εικόνα που έχω από την Ματούλα είναι στο άδειο σπίτι της Αλωπεκής -το θυμάμαι και γελάω- να τσακώνεται με τον Βασίλη ποιος θα πάρει τις κουρτίνες. Τις πήρε η Ματούλα τελικά, μετά χωρίσαμε, τα τρομερά 80s τελειώσανε και τώρα, με τον θάνατό της, οι κουρτίνες αυτής της εποχής έκλεισαν οριστικά…

Σημείωση: Οι ιστορίες είναι απολύτως αληθινές. Τα ονόματα έχουν αλλαχθεί για ευνόητους λόγους.

Δειτε περισσοτερα